Ἅγιος Ἐπιφάνιος Κύπρου

12 Μαΐου

Τριακόσια δέκα πέντε μΧ. τὴν ἐποχὴ ἐκείνη,
γεννήθηκε ὁ Ἅγιος κοντὰ στὴν Παλαιστίνη.

Πατέρας καὶ μητέρα του ἦσαν καὶ οἱ δυὸ Ἑβραῖοι,
Καλλίτροπο εἶχε ἀδελφὴ τὸ ὄνομά της λέει.

Σὰν ἔγινε δέκα χρονῶν, ἀπέθανε ὁ πατέρας,
καὶ ἔμειναν δύο ὀρφανὰ στὰ χέρια τῆς μητέρας.

Μὲ φόβο στὸν ἀληθινὸ Θεὸ δίδασκε τὰ παιδιά της,
ἂν καὶ δὲν ἦταν Χριστιανὴ ἡ πίστι ἡ δικιά της.

Εἶχε ἕνα ὑποζύγιον, θέλει νὰ τὸ πουλήσῃ,
διότι ἤτανε φτωχιά, τὰ ὀρφανὰ νὰ ζήσῃ.

Στέλνει τὸν Ἐπιφάνιο νὰ πάῃ νὰ τὸ πουλήσῃ,
ἐκεῖνος ἀντιστάθηκε γιὰ νὰ τῆς ἐξηγήσῃ.

Τὸ ζῶο εἶναι δύστροπο, ἔλεγε στὴ μητέρα,
καὶ δὲν θὰ τ᾿ ἀγοράσουνε τὴν σήμερον ἡμέρα.

Μητέρα του ἐπέμενε, τὸ παίρνει, προχωράει,
στὸ δρόμο ἕνας τὸν ρωτᾶ τὸ ζῶο ἂν πουλάει.

Τὸ ζῶο εἶν᾿ ἀτίθασο, τοὖπε πρὶν τὸ πουλήσῃ,
δὲν θέλω νὰ μὲ βλαστημᾶς, ὅταν θὰ σὲ κλωτσήσῃ.

Τοῦ δίνει τρία ἀργύρια γιὰ τιμιότητά του,
ἐστράφη μὲ τὸ ζῶο του νὰ πάῃ στὴ μαμά του.

Στὸ δρόμο ἕνας χριστιανὸς Κλεόβιος ρωτάει,
τὸ ζῶο του ἂν τὸ πουλεῖ, πόσα λεφτὰ ζητάει.

Τοῦ εἶπε πὼς δὲν τὸ πουλεῖ, τὸ ζῶο τὸν κλωτσάει,
κτύπησε ὁ Ἐπιφάνιος, πάρα πολὺ πονάει.

Ὁ χριστιανὸς Κλεόβιος ἔκανε τὸ σταυρό του,
Ἐπιφανίου ἐπούλωσε ἀμέσως τὸ μηρό του.

Ἀμέσως ἔγινε καλά, τοῦ πέρασε ὁ πόνος,
σηκώθηκε ἀπὸ τὴ γῆ τότε ὁ ἴδιος μόνος.

Τότε ὁ Ἐπιφάνιος μὲ ἔκπληξι κοιτάζει,
τὸν Χριστιανὸ Κλεόβιο τὸ ζῶο διατάζει.

Τ᾿ ἀφεντικό σου θέλησες ἐσὺ νὰ τὸ σκοτώσῃς,
μὰ θὰ τιμωρηθῇς ἐσὺ καὶ δὲν θὰ τὴ γλιτώσῃς.

Τὸ ὄνομα Ἰησοῦ Χριστοῦ Θεὸν ἐσταυρωμένο,
μὴν κινηθῇς ἀπ᾿τὴ θέσι σου ποὺ εἶσαι ξαπλωμένο.

Τὸ ζῶο τότε ψόφησε ποὺ ἔγινε τὸ θαῦμα,
ὁ Ἐπιφάνιος τότε Κλεόβιον ρώτησε ἐν τῷ ἅμα.

Ἐσταυρωμένος Ἰησοῦς ποιὸς εἶναι τὸν ρωτάει,
καὶ ἀμέσως ὁ Κλεόβιος σωστὰ τοῦ ἀπαντάει.

Τοῦ λέγει· εἶν᾿ Υἱὸς Θεοῦ κ᾿ ἄνθρωπος ἐγενήθη,
Ἑβραῖοι τὸν ἐσταύρωσαν, μὰ πάλι ἀνεστήθη.

Καὶ τότε ὁ Ἐπιφάνιος ἐπέστρεψε στὸ σπίτι,
καὶ στὴ μητέρα καὶ ἀδελφὴ ὅλα τὰ διηγήθη.

Τοῦ εἶπε ἡ μητέρα του χωράφι νὰ πουλήσῃ,
μαζὶ μὲ τὴν κορούλα της καὶ πτωχικὰ νὰ ζήσῃ.

Ἐσὺ θεοφοβούμενο πᾶνε νὰ βρῇς τεχνίτη,
νἄχωμε ὅτι χρειαστῇ, ψωμὶ νὰ μὴ σοῦ λείπῃ.

Ἕνας νομοδιδάσκαλος Ἐπιφάνιο ζητάει,
γιὰ νὰ τὸν ἔχῃ σὰν παιδὶ τὴν μάνα του ρωτάει.

Συμφώνησαν ὅλοι μαζὶ καὶ κάθισαν μαζί του,
αὐτὸς καὶ ἡ μητέρα του, μὰ καὶ ἡ ἀδερφή του.

Αὐτὸν τὸν λέγαν Τρύφωνα, εἶχε περιουσία,
μάθαινε στὸν Ἐπιφάνιο ἑβραϊκὴ σοφία.

Πέθανε καὶ ὁ Τρύφωνας, ποὖχε περιουσία,
καὶ ἔτσι ὁ Ἐπιφάνιος εἶχε κληρονομία.

Πέθανε κι ἡ μητέρα του, πῆρε τὴν ἀδελφή του,
στὸ σπίτι της κληρονομιὰ καὶ ἔζησε μαζί του.

Μιὰ μέρα ὁ Ἐπιφάνιος συνάντησε στὸ δρόμο,
Λουκιανὸ καλόγερο, σακούλι εἶχε στὸν ὦμο.

Ἐπέρασε ἕνας πτωχός, ἐκόντευε νὰ κλαίῃ,
Λουκιανὸ παρακαλεῖ καὶ ἄρχισε νὰ τοῦ λέῃ.

Εἶμαι τρεῖς μέρες νηστικός, λυπήσου με κι ἐμένα,
γιατὶ δὲν ἔχω χρήματα ποὺ βρίσκομαι στὰ ξένα.

Τὸ ἔνδυμα τοῦ ἔδωσε ψωμὶ γιὰ ν᾿ ἀγοράσῃ,
στὴν πόλι θὰ τὸ πούλαγε νὰ φάῃ νὰ χορτάσῃ.

Ἔκπληκτος ὁ Ἐπιφάνιος βλέπει μπροστά του θαῦμα,
λευκὴ στολὴ ἀπ᾿τὸν οὐρανὸ κατέβηκε ἐν τῷ ἅμα.

Κάλυψε τὸν Λουκιανὸ εὐθὺς τὴν ὥρα ἐκείνη,
ποὺ ἔκανε εἰς τὸν πτωχὸ τὴν ἐλεημοσύνη.

Τότε ὁ Ἐπιφάνιος Λουκιανὸ ρωτάει,
ποιὰ εἶναι ἡ θρησκεία του κι εὐθὺς τοῦ ἀπαντάει.

Ὅτι πιστεύει στὸν Χριστὸν καὶ στὴν Ὀρθοδοξία,
ποὺ εἶναι Θεὸς ἀληθινός, Τριάδα τὴν Ἁγία.

Λέγει ὁ Ἐπιφάνιος εὐθὺς τὴν ὥρα ἐκείνη,
ἐὰν μπορέσῃ καὶ αὐτὸς Χριστιανὸς νὰ γίνῃ.

Τοῦ λέγει ὁ Λουκιανός· μπορεῖς ὅταν θελήσῃς,
ὅμως ἂν ἔχεις κτήματα πρέπει νὰ τὰ πουλήσῃς.

Ἀκόμα τὸν ἐρώτησε γιὰ νὰ καλογερέψῃ,
τοῦ εἶπε γιὰ τὴν ἀδερφὴ πρῶτα νὰ προστατέψῃ.

Λουκιανὸς τὸν κατηχεῖ τότε ἐν συνεχείᾳ,
τὸν πῆγε στὸν ἐπίσκοπο, τοὖπε τὴν ἱστορία.

Πιὸ πρὶν ὁ Ἐπιφάνιος εἶπε στὴν ἀδερφή του,
καὶ ἐκείνη ἐδέχτηκε εὐθὺς γιὰ μοναχὴ μαζί του.

Καὶ τότε ὁ Ἐπίσκοπος τοὺς δύο κατηχίζει,
κι ἀμέσως στὴ συνέχεια ὁ ἴδιος τοὺς βαπτίζει.

Κατόπιν ἐκοινώνησαν καὶ τήρησαν τὴν τάξι,
ἑπτὰ ἡμέρες κάθησαν καὶ ὅλα ἦν ἐντάξει.

Τότε ὁ Ἐπιφάνιος ἀδερφή του παραδίδει,
σὲ ἡγούμενη μοναχή, χίλια φλουριὰ τῆς δίνει.

Τότε ὅλα τὰ κτήματα τὰ εἴχανε πουλήσει,
καὶ στοὺς πτωχοὺς καὶ ὀρφανὰ τὰ εἴχανε σκορπίσει.

Μαζὶ μὲ τὸν Λουκιανὸ πῆγε στὸ Μοναστήρι,
ἦταν δεκαεξάχρονος σὰν κρίνος στὸ ποτήρι.

Φεύγει μὲ τὸν Λουκιανό, πᾶνε στὴν Παλαιστίνη,
βρῆκαν Ἅγίους Γέροντας τὴν ἐποχὴ ἐκείνη.

Τὸν Μέγα Ἱλαρίωνα εἶχε γιὰ συνοδεία,
ἐζούσανε μὲ προσευχή, ἐγκράτεια, νηστεία.

Ἔτρωγε Ἐπιφάνιος ψωμί, νερὸ καὶ ἁλάτι,
εἴχανε αὐστηρότητα αὐτοὶ οἱ δύο νομάτοι.

Ὁ Ἱλαρίων ἔτρωγε ψωμάκι κριθαρένιο,
τριακόσια γραμμάρια τὴ μέρα ζυγισμένο.

Καὶ γιὰ τροφή του ἔτρωγε χόρτα μὲ δίχως λάδι,
τρεφότανε μὲ προσευχὴ ἀπ᾿ τὸ πρωὶ ὡς τὸ βράδυ.

Μιὰ μέρα ζεστὴ ἔκανε καὶ ἤτανε λιοπύρι,
πέρασαν κάποιοι ἄνθρωποι ἀπὸ τὸ μοναστήρι.

Ἐζήτησαν λίγο νερό, γιατὶ πολὺ διψοῦσαν,
ἐφόρτωσαν στὰ ζῶα τους νερὸ καὶ ἐκουβαλοῦσαν.

Μὰ τοὺς ἐσώθη τὸ νερό, δὲν εἶχε ἕνα ποτήρι,
τὸ κουβαλοῦσαν μακριὰ ἀπὸ τὸ μοναστήρι.

Τότε ὁ Ἐπιφάνιος, ποὖχε Θεοῦ τὴ χάρι,
ἀσκοὺς ποὺ εἶχαν τὸ κρασὶ στὰ χέρια του εἶχε πάρει.

Εἶπε στοὺς ἄλλους ἀδελφοὺς γιὰ τῆς Κανᾶ τὸ θαῦμα,
ὁποὺ μετέβαλε ὁ Χριστὸς τὸ ὕδωρ κρασὶ ἐν τῷ ἅμα.

Μπορεῖ καὶ τὸ κρασὶ ἐδῶ νὰ τὸ μεταποιήσῃ,
νὰ γίνῃ τὸ κρασὶ νερό, ἀνθρώπους νὰ ποτίσῃ.

Καὶ τότε, ὢ τοῦ θαύματος, εὐθὺς τὴν ὥρα ἐκείνη,
κρασὶ ποὺ εἶχαν οἱ ἀσκοί, νεράκι εἶχε γίνει.

Οἱ ὁδοιπόροι ἤπιανε, πότισαν καὶ τὰ ζῶα,
καὶ φύγανε χαρούμενοι γιὰ τὴ δική τους χώρα.

Οἱ ὁδοιπόροι κήρυξαν τὸ θαῦμα ποὺ εἶχε γίνει,
θαύμαζαν Ἐπιφάνιο τὴν ἐποχὴ ἐκείνη.

Καὶ τότε ὁ Ἐπιφάνιος ποὺ ἔφευγε τὴ δόξα,
μὲ ἄλλο τρόπο πολεμᾶ τοῦ πονηροῦ τὰ τόξα.

Μιὰ νύκτα ἔφυγε κρυφὰ ἀπὸ τὸ μοναστήρι,
πῆγε σὲ τόπο ἄγριο ποὺ ἐλέγετο Σπονύδρι.

Στὸ μέρος αὐτὸ ἐπέρασε τριήμερο νηστεία,
οὔτε φαΐ, οὔτε νερὸ, Θεοῦ τῇ εὐσπλαγχνίᾳ.

Ληστὲς τότε Σαρακηνοὶ σαράντα ἐπεράσαν,
ὅλοι τὸν περιφρόνησαν, εἰρωνικῶς γελάσαν.

Ἕνας ἦν ἀγριάνθρωπος, τυφλὸς μὲ ἕνα μάτι,
καὶ εἰς τὸν Ἐπιφάνιο θέλησε κάνει κάτι.

Ἔβγαλε τὸ μαχαίρι του διὰ νὰ τὸν κτυπήσῃ,
τὸ πέταξε ὅμως κατὰ γῆς πρὶν τὸν κακοποιήσῃ.

Αὐτὴ τὴν ὥρα ἄνοιξε μάτι του τυφλωμένο,
καὶ μὲ τὰ δύο ἔβλεπε, τὸν εἶδαν φοβισμένο.

Οἱ ἄλλοι οἱ Σαρακηνοὶ σὰν εἴδανε τὸ θαῦμα,
ἐμείνανε ἐκστατικοὶ ἀμέσως ἐν τῷ ἅμα.

Τότε ὁ Ἐπιφάνιος εἶδε τὴν ταραχή τους,
καὶ μὲ τὴν ἱλαρότητα ἐμίλησε μαζί τους.

Τοὺς εἶπε νὰ μὴν κλέβουνε, μὴν κάνουνε ληστεία,
ἂν θέλουν σ᾿ ὅλη τὴ ζωὴ νὰ ἔχουν εὐτυχία.

Ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς ληστὲς ἐκάθισε κοντά του,
τὸν εἶχε ὑποτακτικὸ εἰς τὰ γεράματά του.

Βάπτισε τὸ Σαρακηνὸ ὄνομα Ἰωάννη,
καὶ τὴν βιογραφία τοῦ Ἁγίου εἶχε κάνει.

Στὸ δρόμο ποὺ ἐβάδιζε μαζὶ μὲ Ἰωάννη,
νέο παιδὶ ἦταν ἄρρωστο, δαιμόνιο τοῦ βγανει.

Ἐβγῆκε τὸ δαιμόνιο, ἐθύμωσε μαζί του,
τοὖπε τοῦ Ἐπιφάνιου πὼς ἦν καταστροφή του.

Μὲ διώχνεις, λέγει, ἀπ᾿ ἐδῶ, μὰ πάω στὴν Περσία,
νὰ μπῶ στὴν κόρη βασιλιᾶ, νὰ ἔχω κατοικία.

Καὶ πῆγε καὶ κατοίκησε μὲς στὴν βασιλοπούλα,
ὁποὺ τὴν εἶχε ὁ βασιλιὰς μονάκριβη κορούλα.

Φώναζε τὸ δαιμόνιο, εὐθὺς τὴν ὥρα ἐκείνη,
φοβᾶται Ἐπιφάνιο ποὖναι στὴν Παλαιστίνη.

Ὁ βασιλιὰς σὰν ἄκουσε λόγια τοῦ δαιμονίου,
ἐφρόντισε τὸν ἐρχομὸ ἐκεῖ Ἐπιφανίου.

Οἱ Πέρσες τότε ἔτρεξαν, πήγανε στὸ Σπανύδρι,
ποὺ κατοικοῦσε ὁ Ἅγιος, ἐκεῖ στὸ μοναστήρι.

Μέσα στὴ νύχτα ἔφτασαν, ἡ ὥρα περασμένη,
κτύπησαν πόρτα τοῦ κελιοῦ ποὺ ἤτανε κλεισμένη.

Ἀλλὰ ὁ Ἐπιφάνιος δὲν ἄνοιξε τὴν πόρτα,
ἦταν ἡ ὥρα ἱερὴ διότι ἐπροσευχόταν.

Οἱ Περσες θύμωσαν πολύ, ἕνας βγάζει μαχαίρι,
τὴν πόρτα θὰ τὴν ἔσπαζε, ξεράθηκε τὸ χέρι.

Τὸ θέαμα σὰν εἴδανε οἱ ἄλλοι του σύντροφοι,
ἔφυγαν καὶ σκορπίστηκαν ἐπῆγαν σ᾿ ἄλλοι τόποι.

Ὅταν ὁ Ἐπιφάνιος τελείωσε προσευχή του,
τὴν πόρτα τότε ἄνοιξε ποὺ ἦταν στὸ κελί του.

Τὸν Πέρση τότε ἀντίκρισε μὲ ἀκίνητο τὸ χέρι,
καὶ τὸν ἐπαρακάλεσε· πονάει κι ὑποφέρει.

Δοῦλε ἀθανάτων Θεῶν, τώρα ἐλέησὸν με,
τὸ χέρι μου εἶναι ξερό, πονῶ θεράπευσὸν με.

Μόλις ὁ Ἐπιφάνιος τοῦ ἄγγιξε τὸ χέρι,
ἀμέσως θεραπεύτηκε, μὲ θαῦμα νὰ τὸ ξέρῃ.

Οἱ Πέρσες τὸν προσκύνησαν, τοῦ εἶπαν τὴν αἰτία,
ποὺ ὁ βασιλιὰς τοὺς ἔστειλε ὅλους ἀπ᾿ τὴν Περσία.

Ἄκουσε ὁ Ἐπιφάνιος, τώρα καταλαβαίνει,
διὰ τὴν κόρη βασιλιᾶ, πὼς ἦν δαιμονισμένη.

Λέει στὸν ὑποτακτικό, βιογράφο Ἰωάννη,
εἰς τὴν Περσίαν νὰ βρεθοῦν γρήγορα μάνι μάνι.

Καμῆλες ἀνεβίβασαν τότε οἱ στρατιῶτες,,
τὸν Ἅγιο Ἐπιφάνιο καὶ Ἰωάννη ἐτότες.

Ξεκίνησαν καὶ φύγανε ὅλοι γιὰ τὴν Περσια,
τριάντα πέντε ἠμερῶν εἶχαν ὁδοιπορία.

Σὰν ἔφτασαν, ὁ βασιλιὰς βγάζει διαταγάς του,
ὁ Ἅγιος Ἐπιφάνιος νὰ βρίσκεται μπροστά του.

Ὁ βασιλιὰς φοβήθηκε τ᾿ Ἁγίου παρουσία,
ὅμως ὁ Ἐπιφάνιος πολλὴ εἶχε ἠρεμία.

Καὶ ὅταν ἐπλησίασε στοῦ βασιλιᾶ τὸ θρόνο,
ὄρθιος ὑποδέχθηκε τὸν Ἅγιο μὲ πόνο.

Τότε τοῦ λέγει ὁ Ἅγιος στὸ θρόνο νὰ καθίσῃ,
καὶ γιὰ τὴ θυγατέρα του Θεὸς θὰ βοηθήσῃ.

Τότε ὁ Ἐπιφάνιος λέγει στὸ βασιλέα,
ἐσταυρωμένο πίστεψε καὶ ὅλα θὰ πᾶν ὡραία.

Στὸν Ἅγιο ἐφέρανε δαιμονισμένη κόρη,
καθημερινῶς τὸν βασιλιὰ πολὺ ἐστενοχώρει.

Τὴν σταύρωσε ὁ Ἅγιος, τῆς ἔπιασε τὸ χέρι,
καὶ ἀμέσως στὸ δαιμόνιο διαταγὴ προφέρει.

Φύγε σὲ ἀκατοίκητους τόπους νὰ κατοικήσῃς,
τὴν κόρη αὐτὴ τοῦ βασιλιᾶ ποτὲ μὴν ἐνοχλήσῃς.

Ἔφυγε τὸ δαιμόνιο, κατοίκησε στὰ ὄρη,
καὶ ἔτσι δὲν ξαναενόχλησε τοῦ βασιλιᾶ τὴν κόρη.

Ὁ βασιλιὰς στὸν Ἅγιο ἀπὸ εὐγνωμοσύνη,
μαργαριτάρια καὶ χρυσὸ καὶ ἄλλα πολλὰ τοῦ δίνει.

Ὁ Ἅγιος δὲν δέχτηκε, τοῦ εἶπε νὰ τὰ δώσῃ,
εἰς τοὺς πτωχοὺς ὁποὺ πεινοῦν, Θεὸς νὰ τὸν πληρώσῃ.

Εἰς τὸ τραπέζι τὸν καλεῖ ὁ βασιλιὰς νὰ πάῃ,
ὁ Ἅγιος ἀρνήθηκε, τοῦ εἶπε πὼς δὲν πάει.

Κάθησε στὸ δωμάτιο, τὴν προσευχή του κάνει,
καὶ ἔφαγαν λίγο ψωμὶ μαζὶ μὲ Ἰωάννη.

Δέκα ἡμέρες κάθησε ὁ Ἅγιος στὸ παλάτι,
μὲ Ἰωάννη ἔτρωγαν ψωμί, νερὸ καὶ ἁλάτι.

Μὰ ὅταν ἀναχώρησαν ἀπὸ τὴν πολιτεία,
στὸ δρόμο ἦν καὶ ὁ βασιλιάς, περνοῦσε μιὰ κηδεία.

Πάνω σε νεκροκρέβατο ἕνα παιδὶ περνᾶνε,
νεκρὸ ἦταν καὶ τὸ πάγαιναν σκυλιὰ γιὰ νὰ τὸ φᾶνε.

Τοὺς μίλησε ὁ Ἅγιος, σταμάτησαν μπροστά του,
ἐτότε καὶ ὁ βασιλιὰς εὑρέθηκε κοντά του.

Ἐμιλησε στὸν βασιλιὰ πὼς ἦν κακοὶ ἄνθρωποι,
εἶχαν μαγέψει τὸ παιδὶ καὶ πέθανε κατόπι.

Τοῦ εἶπε σὰν ἀποθάνουνε νὰ θάβονται στὸ χῶμα,
νὰ ἀναστηθοῦν ἀπ᾿τὸ Χριστὸ ὅταν θὰ ἔρθῃ ἡ ὥρα.

Νὰ μὴν τοὺς τρῶνε τὰ σκυλιά, γιατὶ εἶναι ἁμαρτία,
θὰ ἀναστηθοῦν τὰ σώματα Δευτέρα Παρουσία.

Ἄγγιξε τὸ νεκρὸ παιδί, κάνει τὴν προσευχή του,
τὸ ἔνδυμά του ἔβγαλε, γυμνὸ ἦταν τὸ κορμί του.

Ἀνάστησες τὸν Λάζαρο Κύριε ἀπ᾿ τὸ μνημεῖον,
κτήτορα σὲ παρακαλῶ ν᾿ ἀναστηθῇ παιδίον.

Ἀμέσως ἀνεστήθηκε, τὸν Ἅγιο κοιτοῦσε,
γι᾿ αὐτὸ ἐπροσευχήθηκε καὶ τὸν εὐχαριστοῦσε.

Τότε τὸ στέλνει ὁ Ἅγιος στὸ σπίτι του νὰ πάῃ,
ὅταν ντυθῇ τὰ ροῦχα του τὸ ἔνδυμα νὰ τοῦ πάῃ.

Ὁ βασιλιὰς ἦταν παρὼν σὰν εἶδε αὐτὸ τὸ θαῦμα,
νόμιζε ὅτι ἦν Θεός, ὁ Ἅγιος τὸν σταματᾷ ἐν ἅμα.

Τοῦ εἶπε ἄνθρωπος θνητὸς εἶμαι ἐγὼ ποὺ βλέπεις,
ὑπάρχει Θεὸς ἀληθινός, πίστεψε νὰ τὸν ἔχῃς.

Τοῦ λέγει τότε ὁ βασιλιὰς σὰν φύγῃ ἀπ᾿ τὴν Περσία,
πόσους σωματοφυλακὲς θέλει γιὰ συνοδεία.

Καὶ ἀπαντᾷ ὁ Ἅγιος ἔχει Θεὸν προστάτη,
καὶ ἔχει τοὺς ἀγγέλους του καὶ τὸν διαφυλάττει.

Στὴν Παλαιστίνη πήγανε μαζὶ μὲ Ἰωάννη,
καὶ στὸ Σπανύδρι τὸ κελὶ ἔφτασαν μάνι μάνι.

Δὲν εἴχανε νερὸ νὰ πιοῦν, κάνει τὴν προσευχή του,
καὶ ὅλα ἐπλημμύρισαν, νερὸ εἶχε στὸ κελί του.

Ἐφύτευσε λαχανικὰ τὰ τρῶγαν τὰ θηρία,
μαζί τους συνομίλησε, φύγαν ἐν ἀπραξίᾳ.

Ἐπῆγαν ἕξι ἄτομα, γινῆκαν καλογῆροι,
καὶ ἔτσι ἐγινήκανε ὀκτὼ σ᾿ αὐτὸ τὸ μοναστήρι.

Ἔκτισαν οἱ Σαρακηνοὶ τρία κελιὰ ἀκόμη,
ἀφοῦ πρῶτα ἐπήρανε καὶ τοῦ Ἁγίου γνώμη.

Θεράπευσε ὁ Ἅγιος δύο δαιμονισμένους,
τοὺς ἔφεραν στὸν Ἅγιο τοὺς ταλαιπωρημένους.

Σὲ ἐκείνη τὴν περιοχὴ λιοντάρι κατοικοῦσε,
καὶ ἔτρωγε κάθε ἄνθρωπο ποὺ ἀπ᾿ ἐκεῖ περνοῦσε.

Πῆγαν ἐκεῖ καὶ ὁ Ἅγιος κάνει τὴν προσευχή του,
καὶ τὸ λιοντάρι ἐψόφησε σὰν εἶδε τὴ μορφή του.

Θέλησε ἱεραποστολὴ ἐτότε γιὰ νὰ κάνῃ,
φεύγει κρυφὰ ἀπ᾿τὴ μονὴ μαζὶ μὲ Ἰωάννη.

Πῆγαν στὴν Ἀλεξανδρεια στὸν τότε Πατριάρχη,
στὸν Μέγα Ἀθανάσιο ποὺ ἐκκλησία ἄρχει.

Τὸν Ὅσιον Παφνούτιον βρῆκε στὴ Θηβαΐδα,
ἁγίων τὴν περιοχὴ μὲ Αἴγυπτο πατρίδα.

Στὸν Ἅγιο Ἐπιφάνιο ἦταν ἐπιθυμία,
νὰ πάῃ νὰ βρῇ τοὺς ἀσκητὰς ποὺ ἦταν στὴν Νιτρία.

Ὁ Ὅσιος Παφνούτιος τοῦ εἶπε προφητεία,
στὴν Κύπρο θὰ κατευθυνθῇ μετὰ ἀπ᾿τὴ Νιτρία.

Ἐκεῖ ποὺ περιόδευε μαζὶ μὲ Ἰωάννη,
ἀνθρώπους ἐδιόρθωσε ποὺ ἔπεσαν στὴν πλάνη.

Ἐπέστρεψε ὁ Ἅγιος πάλι στὴν Παλαιστίνη,
τοῦ ῾λεγαν οἱ ἐπίσκοποι, ἐπίσκοπος νὰ γίνῃ.

Εἰς τὴν μονὴ Ἱλαρίωνος σαράντα μέρες μένει,
καὶ στὸ Σπονύνδρι στὴ μονὴ εὐθὺς ξαναπηγαίνει.

Στὸ μοναστήρι, οἱ μοναχοὶ πῆραν χαρὰ μεγάλη,
ποὺ ὁ Ἅγιος Ἐπιφάνιος εἶχε γυρίσει πάλι.

Ἄνθρωποι τὸν παρακαλοῦν ποὺ ἦταν ἀνομβρία,
θερμὴ νὰ κάνῃ προσευχὴ διὰ τὴν δυστυχία.

Προσεύχεται ὁ Ἅγιος, ἦρθε βροχὴ μεγάλη,
καὶ ξαναπροσευχήθηκε νὰ σταματήσῃ πάλι.

Πάλι τοῦ ξαναπρότειναν ἐπίσκοπος νὰ γίνῃ,
ὅμως κρυφὰ ἀπ᾿ τὴ μονὴ φεύγει τὴ νύκτα ἐκείνη.

Πῆρε μαζὶ δύο μοναχούς, Πολύβιο, Ἰωάννη,
πρὸς τὰ Ἱεροσόλυμα ἐβγῆκαν στὸ λιμάνι.

Ἅγια μέρη προσκυνοῦν, στὴν Κύπρο ταξιδεύουν,
καὶ Ἅγιο Ἱλαρίωνα τότε ἐκεῖ γυρεύουν.

Στὴν Πάφο συναντήσανε τὸ Μέγα Ἱλαρίων,
ζοῦσε σὲ παλαιὲς σπηλιὲς τῶν παλαιῶν Ὁσίων.

Δύο μῆνες ὁ Ἐπιφάνιος ἐκάθησε κοντά του,
στὴ Γάζα θὰ ἐπέστρεφε μαζὶ μὲ συντροφιά του.

Ὁ Ἱλαρίων τ᾿ ἀπαντᾷ, νὰ πᾶς στὴ Σαλαμίνα,
στὴν Κύπρο πόλι ἦν αὐτή, θὰ τὰ περάσῃς φίνα.

Ὅμως ὁ Ἐπιφάνιος παρακοὴ τοῦ κάνει,
γιὰ Γάζα ἐταξίδευε σὰν πῆγε στὸ λιμάνι.

Στὴ θάλασσα ἐσηκώθηκε μεγάλη τρικυμία,
τρεῖς μέρες ἐταξίδευαν, ἦρθαν σ᾿ ἀπελπισία.

Τέταρτη ἡμέρα ἄραξε καράβι στὸ λιμάνι,
στῆς Σαλαμίνας τὸ νησὶ τῆς Κύπρου μάνι μάνι.

Τρεῖς μέρες ἦσαν ἄρρωστοι ἀπ᾿ τὴν ταλαιπωρία,
ποὺ ἔκαναν παρακοή, πληρῶσαν ἁμαρτία.

Εἶχαν ἐκεῖ συγκεντρωθῇ στῆς Σαλαμίνας πάλι,
ἀπὸ τῆς Κύπρου τὸ νησὶ οἱ δεσποτάδες ὅλοι.

Θέλησαν νὰ ἐκλέξουνε διὰ τὴν Σαλαμίνα,
ἕνα ἄξιο ἐπίσκοπο διὰ τὰ χρόνια ἐκεῖνα.

Προσεύχονται οἱ ἐπίσκοποι, Θεὸν παρακαλοῦνε,
καὶ ὅποιος εἶναι ἄξιος νὰ τὸν χειροτονοῦνε.

Πάππος ὀνομαζότανε ἐπίσκοπος Κυθραίας,
ἦταν ὁ πιὸ ἐνάρετος σὲ ὅλη τὴν παρέα.

Χάρισμα προορατικὸ Θεὸς τοῦ εἶχε δώσει,
τὸ σχέδιό του ὁ Θεὸς σ᾿ αὐτὸν θὰ φανερώσῃ.

Πρὶν φύγῃ ὁ Ἐπιφάνιος, πρὸς Γάζα ν᾿ ἀποπλεύσῃ,
λίγα σταφύλια ἀγόρασε, τὴν πείνα νὰ κορέση.

Ὁ Πάππος ὁ ἐπίσκοπος εὐθὺς τὴν ὥρα ἐκείνη,
στὸν μοναχὸ Ἐπιφάνιο μιὰ συμβουλὴ τοῦ δίνει.

Νὰ ἀφήσῃ εἰς τὸ μαγαζὶ τοῦ εἶπε τὰ σταφύλια,
καὶ νὰ προσέξῃ ὅτι ποῦν τοῦ δέσποτα τὰ χείλια.

Ὁ Ἐπιφάνιος στὰ λόγια του ἔδωσε σημασία,
τὸν πῆρε μὲ τοὺς συνοδούς, πῆγαν στὴν ἐκκλησία.

Ὁ Πάππος ὁ ἐπίσκοπος εἶπε «εἰρήνη πᾶσι»,
καὶ τότε δύο διάκονοι κανόνισαν τὴν τάξι.

Πιάνουν τὸν Ἐπιφάνιο μὲ χάρι τοῦ Κυρίου,
καὶ τότε τὸν ὁδήγησαν πρὸ θυσιαστηρίου.

Ὁ Πάππος τὸν χειροτονεῖ ἐπίσκοπο «εἰς ἀθρόον»,
τὸν παραδίδει στὸν Θεὸν ὡς «ἄξιον καὶ σῶον».

Χειροτονία τέλειωσε, φεύγουν ἀπὸ ἐκκλησία,
στὸ ἐπισκοπεῖο πηγαίνουνε νὰ γίνῃ ἑτοιμασία.

Ὁ Πάππος, Ἐπιφάνιο ἐπίσκοπο διατάζει,
στὴν τράπεζα ὅλοι μαζὶ νὰ φᾶνε ποὺ γιορτάζει.

Ὅμως ὁ Ἐπιφάνιος ἤτανε λυπημένος,
πῆρε μεγάλο ἀξίωμα, ἦν στεναχωρεμένος.

Ὁ Πάππος ὁ ἐπίσκοπος τὸν εἶδε νὰ κλαίῃ,
τέκνον μου Ἐπιφάνιε, ἄρχισε νὰ τοῦ λέῃ.

Ἔπρεπε μὲ τὸν τρόπο σου ἐγὼ νὰ σιωπήσω,
Ἀλλὰ μοῦ δίνεις αἰτία ἐσύ, νὰ σοῦ ἀποκαλύψω.

Οἱ ἐπίσκοποι ποὺ εἶναι ἐδῶ, μοὔχανε ἀναθέσει,
νὰ δεηθῶ εἰς τὸ Θεὸ, ποιὸς ἐπίσκοπος τ᾿ ἀρέσει.

Ἐκλείστηκα μέσ᾿ στὸ κελὶ, ἔκανα προσευχή μου,
μιὰ ἀστραπή, μὲ μιὰ φωνή, ἦρθε στὴν ἀκοή μου.

Πάππε, μοῦ λέγει, ἄκουσον, ὁ Κύριος προστάζει,
καὶ νὰ ἀκούσῃς τὴ φωνή, ὅτι σὲ διατάζει.

Πάρε τοὺς διακόνους σου, στὴν ἀγορὰ νὰ τρέξῃς,
θὰ βρῇς ἕνα καλόγερο καὶ πρέπει νὰ προσέξῃς·
μαζὶ καὶ δύο μοναχοί, μὴν τοὺς προσφέρῃς λέξεις.

Τὸν λένε Ἐπιφάνιο μὲ μακρυὰ τὰ χείλια,
καὶ θὰ κρατᾶ στὰ χέρια του, π᾿ ἀγόρασε σταφύλια.

Θὰ τόνε πᾶς στὴν ἐκκλησιά, ἐπίσκοπος νὰ γίνῃ,
νὰ μὴν τὸ μάθῃ πιὸ ἐμπρὸς μέχρι τὴν ὥρα ἐκείνη.

Μὲ ἀνάγκασες καὶ σοὖπα αὐτά, ποὺ μοῦ ῾πε ὁ Θεός μου,
γι᾿ αὐτὸ κι ἐγὼ ξεπλήρωσα τὸ χρέος τὸ δικό μου.

Σὰν ἄκουσε ὁ Ἐπιφάνιος, πέφτει τὸν προσκυνάει,
καὶ ἀπὸ τὸν Πάππο ἐπίσκοπο, συγχώρεσι ζητάει.

Ἄνθρωπος εἶμαι ἁμαρτωλός, δὲν εἶχα ἀξιωσύνη,
νὰ τιμηθῶ ἀπ᾿ τὸν Θεὸν στὴν Ἀρχιερωσύνη.

Γιὰ τοῦτο ἐλυπήθηκα, κατόπιν προσκυνάει,
ἐπισκόπους ποὺ εἶν᾿ ἐκεῖ στὴν τράπεζα τοὺς πάει.

Ἔφαγαν καὶ εὐφράνθησαν ἐπίσκοποι μαζί του,
καὶ κάθε ἕνας ἔφυγε γιὰ τὴν Ἐπισκοπή του.

Εἶχε καλὴ συνήθεια στὴ θεία Λειτουργία,
ἔβλεπε πνεῦμα Ἅγιον κι ἔδινε εὐλογία.

Ὁ Ἰωάννης ἀρρώστησε βαθιὰ εἰς τὸ κρεβάτι,
Πολύβιο ἐκάλεσε νὰ παραγγείλῃ κάτι.

Ἐγὼ πεθαίνω εἶπε νε, ἔγραψα θαύματά του,
γράψε καὶ σὺ εἰς τὸ ἑξῆς τὰ κατορθώματά του.

Ἐκάλεσε τὸν Ἅγιο καὶ τοῦ ῾κλεισε τὰ μάτια,
καὶ ἡ ψυχή του πέταξε σὲ οὐράνια παλάτια.

Θέλει ὁ Ἐπιφάνιος ναὸ στὴ Σαλαμίνα,
νὰ κτίσῃ μεγαλοπρεπῆ, ἀλλὰ δὲν ἔχει χρῆμα.

Θαύματα κάνει ὁ Ἅγιος τότε στὴ Σαλαμίνα,
τοῦ ἔδιναν ὡς ἀμοιβή, λίρες, χρυσὸ καὶ χρῆμα.

Ὁ ἴδιος δὲν τοὺς ἔδινε καθόλου σημασία,
τὰ ἔδινε γιὰ νὰ κτιστῇ μεγάλη ἐκκλησία.

Χειροτονεῖ Πολύβιο, τὸν κάνει ἱερέα,
τὸν εἶχε ὑποτακτικό, τοῦ ἔκανε παρέα.

Μιὰ ἡμέρα δύο ἄνθρωποι θένε νὰ περιπαίξουν,
τὸν Ἅγιο Ἐπιφάνιο νὰ τὸν κοροϊδέψουν.

Στὸ δρόμο ποὺ ἐβάδιζαν ἔκαναν μιὰ στάσι,
ἀπὸ μπροστά τους ὁ Ἅγιος ἔπρεπε νὰ περάσῃ.

Ὁ ἕνας πέφτει καταγῆς, κάνει τὸν πεθαμένο,
καὶ τὸν θρηνοῦσε ὁ ἕτερος μὲ πρόσωπο θλιμμένο.

Ἐπέρασε ὁ Ἅγιος τὸν ρώτησε τὶ κάνει,
τοῦ εἶπε πὼς ὁ σύντροφος ἐκεῖ εἶχε πεθάνει.

Τοῦ ἀπάντησε ὁ Ἅγιος Θεὸς νὰ τὸν συγχωρέσῃ,
τοῦ ἔριξε ἐπάνω του ράσο ποὺ εἶχε στὴ μέση.

Σὰν μάκρυνε ὁ Ἅγιος, τοῦ μίλησε ὁ ἄλλος,
μὰ πεθαμένος ἤτανε, ἀμίλητος σὰ γάλος.

Ἄφησε τοποτηρητὴ κι ἔφυγε γιὰ τὴ Ρώμη,
πῆρε καὶ τὸν Πολύβιο γιὰ συντροφιὰ ἀκόμη.

Ἀρρώστησε ἡ πριγκίπισσα, εἶπαν πὼς δὲ γλιτώνει,
τὸν σταύρωσε ὁ Ἅγιος κι ἐπέρασαν οἱ πόνοι.

Εὑρέθηκε ἕνα παιδὶ νεκρὸ μέσ᾿ στὸ παλάτι,
τ᾿ ἀνέστησε ὁ Ἅγιος μὲ προσευχὴ γεμάτη.

Σὰν ἔκανε τὰ θαύματα, ὅλοι τοῦ δίναν χρῆμα,
δῶστε τα, εἶπε, στοὺς πτωχοὺς, ἂν πάρω βάζω κρίμα.

Στὴν Κύπρο τώρα ἐπέστρεψε, ἔφυγε ἀπὸ τὴν Ρώμη,
λιμός, στερεῖται τὸ νησὶ καὶ τὸ ψωμὶ ἀκόμη.

Στὴν Κύπρο ἕνας πλούσιος εἶχε πολὺ σιτάρι,
δὲν εἶχαν οἱ πτωχοὶ λεφτὰ νὰ ἔπαιρναν μακάρι.

Παρακαλάει τὸν Θεὸν πτωχοὺς νὰ ἐλεήσῃ,
τοῦ ἀπαντάει ὁ Θεὸς καὶ τοῦ εὑρῆκε λύσι.

Πήγαινε εἰς τὰ εἴδωλα, ὅλα νὰ τὰ συντρίψῃς,
μὲ τὸ χρυσὸ πάρε ψωμί, πτωχοὺς νὰ βοηθήσῃς.

Ὁ Ἅγιος Ἐπιφάνιος ὑπακοὴ τοῦ κάνει,
ὅτι τοῦ εἶπε ὁ Θεός, ὁ κόσμος μὴν πεθάνῃ.

Μὲ τὸ χρυσάφι ἀπ᾿ τὰ εἴδωλα αὐτὸ ποὺ εἶχε πάρει,
τὸ μοίρασε εἰς τοὺς πτωχοὺς κι ἀγόρασαν σιτάρι.

Ὁ Μέγας Θεοδόσιος ἀρρώστησε στὴν Πόλι,
καλοῦν τὸν Ἐπιφάνιο ἀπὸ τὴν Κύπρο ὅλοι.

Πῆγε Κωσταντινούπολι, εὑρῆκε στὸ παλάτι,
ὁ βασιλιὰς ἀρρώστησε, δὲν βούλωνε τὸ μάτι.

Τὸν ἐσταύρωσε ὁ Ἅγιος, τοῦ πέρασε τὸν πόνο,
«Φύλαττε Λόγον τοῦ Θεοῦ», αὐτὸ τοῦ εἶπε μόνο.

Ὅταν τὸν ἔκανε καλά, στὴν Κύπρο ἐπιστρέφει,
πολέμησε μὲ αἱρετικούς, εἶπε ὀρθὰ ὡς πρέπει.

Ὁ Ἅγιος κατάλαβε τὸ τέλος τῆς ζωῆς του,
καὶ τώρα δίνει συμβουλὲς στοὺς ὑποτακτικούς του.

Σὲ μέρος εἶπε ἐρημικὸ ἔκανα προσευχή μου,
ἤρθανε δαίμονες πολλοὶ γιὰ κακοποίησί μου.

Ἀπὸ τὰ πόδια μ᾿ ἔσερναν, μὲ δέρναν δέκα ἡμέρες,
μὰ καὶ ἀνθρῶποι ἔβαναν καὶ μοῦ ῾καναν φοβέρες.

Ἀκόμα τοὺς παρήγγειλε· ἀνθρώπους μὴ μισεῖτε,
πλούτη καὶ ἄλλες ἡδονές, νὰ μὴν ἐπιθυμεῖτε.

Οἱ ἡδονὲς τὸ σῶμα μας πάντα τὸ διαφθείρουν,
σὲ λογισμοὺς ἀκάθαρτους ὅλο τὸ διεγείρουν.

Μὲ συμβουλὲς καὶ προσευχὴ τότε τοὺς κάνει νεῦμα,
καὶ ἀφοῦ τοὺς ἐχαιρέτησε, παρέδωσε τὸ πνεῦμα.

Ὁ θάνατός του ἀκούστηκε σὰν τουφεκιοῦ τὶς σφαῖρες,
τὸν προσκυνοῦσαν οἱ πιστοὶ ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρες.

Ὁ κόσμος ἤτανε πολύς, ἐτότες στὴν κηδεία,
ἀκολουθοῦσαν τρεῖς τυφλοί, καὶ ἐκεῖνοι συνοδεία.

Παρακαλοῦν τὸν Ἅγιο διὰ νὰ ἀναβλέψουν,
τὰ μάτια ἄνοιξαν εὐθὺς προτοῦ νὰ ἐπιστρέψουν.

Ὅταν τὸν ἐνταφίασαν εὐθὺς τὴν ὥρα ἐκείνη,
Πολύβιον ἐξέλεξαν ἐπίσκοπος νὰ γίνῃ.

Ἡ κάρα τώρα βρίσκεται Ἁγίου Ἐπιφανίου,
Ἰβήρων Ἱερᾶς Μονῆς, τοῦ Ὄρους τοῦ Ἁγίου.

Ὦ Ἅγιε Ἐπιφάνιε, μεγάλε ἱεράρχη,
μὲ τὶς δικές σου προσευχὲς ψυχή μας θάρρος νἄχῃ!