Ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ τοῦ Χριστοφόρου ἁγίου
τὴ μνήμη νὰ ἑορτάζεται εἰς τὶς ἐννιὰ Μαΐου.
Βάρβαροι ἦσαν οἱ γονεῖς· ἐγεννήθη εἰς Ἀσία,
διακόσια ἔτη μετὰ Χριστὸν τότε χρονολογία.
Ἀνθρωποφάγοι ζούσανε τότε στὴν ἐποχή του,
ἀλλὰ αὐτὸς ξεχώριζε, ἁγνὴ ἦταν ἡ ψυχή του.
Ἤτανε γιγαντόσωμος καὶ ἀθλητὴς ἀκόμα,
στὴν ὄψι ἦταν ἄσχημος, εἶχε μεγάλο σῶμα.
Ὁ καρδιογνώστης ὁ Θεὸς ποὺ εἶδε τὴν καρδιά του,
τὸν φώτισε ἡ χάρις του, τὸν ἔφερε κοντά του.
Σωματικὴ εἶχε δύναμι καὶ εἶχε ξεκινήσει
νὰ εὕρῃ γενναῖο βασιλιὰ νὰ τὸν ὑπηρετήσῃ.
Στὴν ἔρημο ποὺ βάδιζε, ἐκεῖ εἶχε συναντήσει,
ἕνα σεβάσμιο ἀσκητή· πῆγε νὰ τοῦ μιλήσῃ.
Ἀφοῦ τὸν φιλοξένησε ποὺ εἶχε καλωσύνη,
τοῦ ἔπιασε συζήτησι εὐθὺς τὴν ὥρα ἐκείνη.
Ἐρώτησε τὸν γέροντα ἂν ξέρει βασιλέα
νὰ γίνῃ ὑπηρέτης του καὶ νὰ περνοῦν ὡραία.
Τοῦ ἀπαντᾷ ὁ ἀσκητὴς διὰ τὸν πιὸ μεγάλο,
τὸν βασιλέα τὸν Χριστὸ ὁποὺ δὲν ἔχει ἄλλο.
Ἂν θὲς αὐτὸ τὸν βασιλιὰ νὰ τὸν ὑπηρετήσῃς,
θὰ εἶσαι πάντα εὐτυχὴς κοντά του ὅταν ζήσῃς.
Τότε τὸν ἐκατήχησε εἰς τοῦ Χριστοῦ θρησκεία,
πολὺ εὐχαριστήθηκε γιὰ τὴν διδασκαλία.
Τοῦ εἶπε νὰ προσεύχεται, τοῦ εἶπε νὰ νηστεύῃ,
καὶ τότε τοῦ ἀπάντησε ἀπὸ αὐτὰ δὲν ξέρει.
Τοῦ ἀπαντᾷ ὁ ἀσκητής· ἔχεις τὴ δύναμή σου
καὶ στὴν ὑπηρεσία του θὰ ἔχεις τὸ κορμί σου.
Σὰν δέχτηκε ὁ ἀσκητὴς τοῦ εἶπε τὶ νὰ κάνῃ
καὶ τὸν ὁδήγησε κοντὰ ποὺ εἶχε ἕνα ποτάμι.
Τοῦ λέγει στὸ ποτάμι αὐτὸ γεφύρι δὲν ὑπάρχει,
περνοῦνε ἄνθρωποι καὶ πνίγονται ποὺ βρίσκονται μονάχοι.
Θὰ παίρνεις τοὺς διαβάτες ἐσύ, θὰ τοὺς κρατᾶς στὸν ὦμο,
ἀντίπερα τοῦ ποταμοῦ νὰ βρίσκουνε τὸ δρόμο.
Τοὖπε μὲ εὐχαρίστησι ὅτι αὐτὸ νὰ κάμῃ·
τότε καλύβι ἔφτιαξε κοντὰ εἰς τὸ ποτάμι.
Ἔγινε ὁ ἴδιος γέφυρα, τοὺς σήκωνε στὴν πλάτη,
ἐξυπηρετοῦσε πρόθυμα τὸν κάθε ἐκεῖ διαβάτη.
Τοὺς κουβαλοῦσε δωρεὰν Χριστὸν νὰ εὐχαριστήσῃ,
μὲ τὸ Χριστὸν ἐφρόντιζε αἰώνια νὰ ζήσῃ.
Μία βραδιὰ ποὺ ἄστραφτε καὶ ἔβρεχε ραγδαία,
ἀκούει κλαματια παιδιοῦ, τοῦ ἐμίλησε ὡραία.
Ἤθελε ἀπ᾿ τὸν ποταμὸ καὶ κεῖνο νὰ περάσῃ
ἐφώναζε βοήθεια, μιὰ προστασία νἄχῃ.
Σηκώθηκε ὁ Ρέπροβος, ἔτσι ἦταν τ᾿ ὄνομά του,
ποὺ ἄκουσε κλάματα παιδιοῦ, βγῆκε βοήθειά του.
Κατέβηκε στὸν ποταμό, ἔκαμε τὸ σταυρό του,
καὶ τὸ παιδὶ ἐσήκωσε στὸν ὦμο τὸ δικό του.
Μὲ τὸ παιδὶ στὸ ποταμὸ εἶχε μεγάλο βάρος
καὶ ὁ Ρέπροβος τοῦ ἐμίλησε μὲ ὅλο του τὸ θάρρος.
Τοῦ λέγει διὰ νὰ σήκωνα ὁλόκληρο τὸν κόσμο
μεγάλο βάρος ἔνιωσα παίρνοντας στὸν ὦμο.
Καὶ τὸ παιδὶ ἀπάντησε· εἶμαι τοῦ κόσμου πλάστης
γι᾿ αὐτὸ βάρος ἀσήκωτο ἐσήκωσες στὴν πλάτη.
Εἶμαι ὁ βασιλιὰς Χριστὸς καὶ σ᾿ ἔχω ὑπηρέτη,
μ᾿ ἀρέσει ἡ ἐργασία σου ποὺ κάνεις ὅτι πρέπει.
Καὶ τὸ παιδὶ ἔγινε ἄφαντο, ἔφυγε ἀπὸ μπροστά του,
καὶ Χριστόφορος βαπτίστηκε, ἔλαβε τὸ ὄνομά του.
Τὸ ἔργο τῆς μεταφορᾶς ποὺ εἶχε αὐτὸς ἀρχίσει,
κάποτε ἀναγκάστηκε γιὰ νὰ τὸ σταματήσῃ.
Στρατεύματα κατέκτησαν τὴ χώρα αὐτὴ ἀκόμη,
τὸν Χριστοφόρον ἔφεραν αἰχμάλωτο στὴ Ῥώμη.
Τοῦ ἐφερόταν πολὺ σκληρὰ καὶ ὅλοι τὸν ἐβρίζαν,
τὸν λέγαν ἀγριάνθρωπο καὶ τὸν ἐφοβερίζαν.
Στὸ δύσμορφο ὅμως σῶμα του κρυβότανε διαμάντι,
τὸ πρόσεχαν κι οἱ χριστιανοὶ ποὺ ὁ ἴδιος εἶχε λάμψι.
Ἦταν αὐτοκράτορας ὁ Δέκιος στὴ Ρώμη
νὰ τρῶνε εἰδωλόθυτα διέταξε ἀκόμη.
Ὅσοι ἀπ᾿ τοὺς χριστιανοὺς δὲν ἤθελαν νὰ φᾶνε,
εἰς τὰ βασανιστήρια ἤθελε νὰ τοὺς πᾶνε.
Ὁ Χριστοφόρος βρίσκεται στὴ μέση της Λυκίας,
βασάνιζε τοὺς χριστιανοὺς ἡ εἰδωλολατρία.
Καὶ τότε προσευχήθηκε τύραννο νὰ ἐλέγξῃ,
γιατὶ ἤτανε βραδύγλωσσος, δὲν ἤξερε μιὰ λέξι.
Καὶ τότε ἕνας ἄγγελος τοῦ φύσηξε στὸ σῶμα,
τώρα μιλοῦσε ἐλεύθερα, σὰν ρήτορας ἀκόμα.
Εἰδωλολάτρες ἤλεγξε διότι ἐτυραννοῦνε
τοὺς εὐσεβεῖς χριστιανοὺς ποὺ θένε νὰ σωθοῦνε.
Εἰδωλολάτρης Βάκχιος τὸν κτύπησε στὸ στόμα,
τὸν πρόδωσε σὰν χριστιανὸ στὸ βασιλιὰ ἀκόμα.
Τοὖπε πὼς εἶναι γίγαντας, ἄγριος στὴ μορφή του,
καὶ ὅτι εἶναι χριστιανὸς εἰς τὴ διαγωγή του.
Διέταξε ὁ Δεκιος διακόσιοι στρατιῶτες,
δεμένο νὰ τὸν φέρουνε νὰ δικαστῇ ἐτότες.
Ὁ Ἅγιος προσευχήθηκε μέσα στὴν ἐκκλησία,
νὰ γίνῃ προθυμότερος εἰς τὴν ὁμολογία.
Ἀπέξω ἀπὸ τὸ ναὸ ἔμπηξε τὸ κοντάρι
ὅταν τελειώσῃ ἡ προσευχὴ καὶ πάλι νὰ τὸ πάρῃ.
Μὰ τὸ κοντάρι τὸ ξερὸ τώρα ἔχει βλαστήσει,
τὸ θαῦμα αὐτὸ τὸν ἔκανε πιστὸς νὰ προχωρήσῃ.
Οἱ στρατιῶτες πήγανε ἐκεῖ γιὰ νὰ τὸν πιάσουν,
ἀλλὰ τὸν φοβηθήκανε γιὰ νὰ τὸν πλησιάσουν.
Κατόπι τὸν πλησίασαν, τὸν βρήκανε κλαμμένο,
τὸν ἐρωτήσανε· γιατὶ κλαῖς μὲ πρόσωπο θλιμμένο;
Τοὺς ἀπαντᾷ ὁ Ἅγιος· κλαίω γιὰ τοὺς ἀνθρώπους,
γιατὶ δὲν ἔχουνε μυαλὸ ἐδᾶ σ᾿ αὐτοὺς τοὺς τόπους.
Ἄφησαν ἀληθινὸν Θεόν, εἴδωλα προσκυνᾶνε
ποὺ εἶναι ὅλα ἀναίσθητα, δὲν βλέπουν, δὲ μιλᾶνε.
Μίλησε μὲ πραότητα τότε στοὺς στρατιῶτες,
εἶδαν τὴν καλωσύνη του· τοῦ μίλησαν ἐτότες.
Ὁ βασιλιὰς μᾶς ἔστειλε νὰ τόνε συναντήσῃς,
ἀφοῦ τὰ εἴδωλα ἐσὺ δὲν θὲς νὰ προσκυνήσῃς.
Τοὺς εἶπε· ἂν μ᾿ ἀφήσετε, θὰ ῾ρθῶ μὲ θέλησί μου,
ἀλλὰ γιὰ νὰ μὲ δέσετε βάνω τὴ δύναμή μου.
Τοῦ λένε ἂν δὲν θὲς νὰ ῾ρθῇς πήγαινε ὁποὺ θέλεις,
θὰ ποῦμε δὲ σὲ βρήκαμε, κι ἐσένα μὴ σὲ μέλει.
Τοὺς εἶπε τότε ὁ Ἅγιος νὰ τόνε περιμένουν
νὰ λάβῃ Ἅγιο βάπτισμα, στὸ βασιλιὰ πηγαίνουν.
Τοὖπαν νὰ περιμένουνε καθόλου δὲν μποροῦνε
γιατὶ σωθῆκαν οἱ τροφὲς κι ἄρχισαν νὰ πεινοῦνε.
Ὁ Χριστοφόρος εἶχε ἐκεῖ ἕνα κομμάτι ἄρτο,
ὁ ἴδιος θὰ τὸ ἔτρωγε γιὰ στόμαχο γεμάτο.
Τότε ἕνας τοῦ ἀπάντησε, ἂν πολαπλασιάσῃ
καὶ τὸ κομμάτι τὸ ψωμὶ ὅλους θὰ τοὺς χορτάσῃ.
Τότε θ᾿ ἀκολουθήσομε τὸ δρόμο τὸ δικό σου
καὶ θὰ πιστεύσομε κι ἐμεῖς εἰς τὸν Θεὸ δικό σου.
Σὰν τ᾿ ἄκουσε ὁ Ἅγιος κάνει τὴν προσευχή του
γονατιστὸς παρακαλεῖ νἆν᾿ ὁ Θεὸς μαζί του.
Χριστέ μου σὺ ποὺ εὐλόγησες στὴν ἔρημο πέντε ἄρτους,
ποὺ χιλιάδες ἄνθρωποι τοὺς ἔκανες χορτάτους.
Εὐλόγησε σ᾿ ἐκλιπαρῶ ἐτοῦτο τὸ κομμάτι,
νὰ φᾶνε, νὰ χορτάσουνε διακόσιοι ἐδῶ ῾νομάτοι.
Νὰ φωτιστοῦν στὴν πίστι σου, ὅλοι τους νὰ γυρίσουν,
καὶ ὡς Θεὸν ἀληθινὸν νὰ σὲ ὁμολογήσουν.
Οἱ στρατιῶτες κοίταζαν γονατιστὸς ποὺ ἦταν
καὶ στὸν ἀληθινὸν Θεὸ τὸ θαῦμα ποὺ ἐζῆταν.
Ἀμέσως ἦρθε ἄγγελος, εὐλόγησε τὸ κομμάτι,
ἐπολλαπλασιάστηκε καὶ εἶναι ὅλοι χορτάτοι.
Ἔπειτα οἱ διῶκτες του σὰν εἴδανε τὸ θαῦμα,
παρακαλοῦν γιὰ τὸ Θεὸ ν᾿ ἀκούσουν ἐν τῷ ἅμα.
Σὰν ἔφαγαν τοὺς μίλησε γιὰ τοῦ Χριστοῦ θρησκεία·
γινόμαστε ὅλοι Χριστιανοί· εἶχαν ὁμοφωνία.
Ἀντὶ νὰ πᾶν στὸ βασιλιὰ πᾶνε Ἀντιοχεία,
Βαβύλα στὸν ἐπίσκοπο, νὰ βροῦνε σωτηρία.
Χάρηκεν ὁ ἐπίσκοπος καὶ πρὶν νὰ τοὺς βαπτίσῃ,
κατὰ τὴν τάξι ἔπρεπε νὰ τοὺς ἐκατηχήσῃ.
Βάπτισε καὶ τὸν Ρέπροβον, τώρα τὸν ὀνομάζει
Χριστοφόρον γιατὶ Χριστὸν στὸν ὦμο εἶχε βάλει.
Ὅλοι ἐβαπτιστήκανε κι ὁ Ἅγιος ὡραία,
τοὺς εἶπε νὰ ἀνταμώσουνε ὅλοι τὸ βασιλέα.
Καὶ τὸν ἀληθινὸ Θεὸ νὰ μὴν τὸν ἀρνηθοῦνε
τοῦ βασιλιᾶ τὰ βάσανα νὰ μὴν ἐφοβηθοῦνε.
Ἐτοῦτα εἶναι πρόσκαιρα, τὰ ἄλλα εἶν᾿ αἰώνια,
θὰ πάρουνε τὸ στέφανο στὰ ἄνω τὰ βασίλεια.
Καὶ τότε ἀπεφάσισαν ὅλοι νὰ μαρτυρήσουν,
τὴν πίστι τὴν ἀληθινὴ νὰ τὴν ὁμολογήσουν.
Ἐδέσανε τὸν ἅγιον, πῆγαν στὸ βασιλέα,
τὸν εἶδε καὶ φοβήθηκε, ὄψι δὲν εἶχε ὡραία.
Τὸν ἐρωτᾷ ὁ τύραννος· ποιὸ εἶναι τ᾿ ὄνομά του,
ποιὰ εἶναι ἡ πατρίδα του κι ἡ πίστι ἡ δικιά του.
Τοῦ λέγει· εἶμαι χριστιανός, μὲ λένε Χριστοφόρο,
στὸν ὦμο μου ἐσήκωσα Χριστὸν σημαιοφόρο.
Τὸν ἄκουσε ὁ Δέκιος καὶ τόνε καλοπιάνει,
ἤθελε εἰς τὰ εἴδωλα ἱερέα νὰ τὸν κάνει.
Ὁ Χριστοφόρος τοῦ ἀπαντᾷ· δὲν θέλω τὶς τιμές σου,
νὰ τὰ φυλάξῃς τ᾿ ἀγαθὰ γιὰ τοὺς ὁμόφωνές σου.
Λατρεύω ἐγὼ καὶ προσκυνῶ ἀθάνατο Θεό μου,
Σωτήρα Ἰησοῦ Χριστὸ ἔχω γιὰ Κύριό μου.
Ἔξω φρένων ὁ Δέκιος, βγάζει διαταγή του,
νὰ κρεμαστῇ καὶ νὰ δεθοῦν τρίχες τῆς κεφαλῆς του.
Νὰ δέσουνε στὰ πόδια του ἕνα βαρὺ λιθάρι,
καὶ νὰ τρυποῦν τὸ σῶμα του σπαθὶ καὶ μὲ κοντάρι.
Ἀκόμα ἐδιάταξε νὰ καῖνε τὶς μασχάλες,
μὲ ἀναμμένα τὰ κεριά, λαμπάδες πιὸ μεγάλες.
Ἀλλὰ καὶ πάλι ὁ βασιλιὰς τὸν Ἅγιο καλοπιάνει,
τοῦ λέγει ὅτι ὁδηγὸ στὴν ἅμαξά του βάνει.
Τοῦ ἀπαντᾷ ὁ Ἅγιος· αὐτὸ μόνο θὰ γίνῃ,
ὅταν ἐσὺ θὰ ἀσπαστῇς πίστι Χριστιανοσύνη.
Ὁ βασιλιὰς δὲν μπόρεσε τὸν Ἅγιο νὰ πλανέψῃ,
βρῆκε σατανικὸ σκοπὸ νὰ τὸν διαπομπέψῃ.
Μὲ δύο γυναῖκες ἁμαρτωλὲς στὴ φυλακὴ τὸν κλείνει,
νὰ βγάλῃ ὄνομα κακὸ καὶ ἄπιστος νὰ γίνῃ.
Ὁ Ἅγιος γονάτισε κάνει τὴν προσευχή του,
μὴν τὸν ἀφήσῃ ὁ Θεὸς νὰ χάσῃ τὴν ψυχή του.
Γυναῖκες φοβηθήκανε ποὺ ἤτανε μαζί του,
ποὺ στὸν ἀληθινὸ Θεὸ κάνει τὴν προσευχή του.
Τοὺς ἔκανε κατήχησι ὁ Ἅγιος Χριστοφόρος,
γιὰ τὸ Σωτῆρα τὸν Χριστὸ ποὺ εἶναι ζωηφόρος.
Εἴπανε εἰς τὸν Ἅγιον πὼς ζοῦσαν στὴν πορνεία,
καὶ ὅτι ζητοῦν συγχώρησι γι᾿ αὐτὴ τὴν ἁμαρτία.
Σὰν ἐξομολογήθηκαν, ἔκανε προσευχή του,
καὶ τὶς ἐσταύρωσε τὶς δυὸ μὲ χέρι τὸ δεξί του.
Παρακαλεῖ αὐτὲς οἱ δυὸ γιὰ νὰ συγχωρεθοῦνε,
ἀφοῦ στὴν πίστι τοῦ Θεοῦ θέλουνε νὰ σωθοῦνε.
Ἡ Ἀκυλίνα εἶναι ἡ μιά, ἡ ἄλλη Καλλινίκη,
κατήχησεν ὁ Ἅγιος καὶ κέρδισαν τὴ νίκη.
Τὴν ἄλλη μέρα πήγανε ὅλοι στὸ βασιλέα,
ἐκεῖνος τὶς ἐρώτησε ἂν πέρασαν ὡραία.
Γυναῖκες ἀποκρίθηκαν πὼς εἴχανε πιστεύσει
εἰς τὸν ἀληθινὸν Θεὸν καὶ θὰ τὶς προστατεύσῃ.
Ὥστε σᾶς ῾μάγεψε κι ἐσᾶς, ὁ Δέκιος ρωτάει,
καὶ ἀναψοκοκκίνησε καὶ σὲ θυμὸ ξεσπάει.
Νὰ δέσουνε ἀπ᾿ τὰ μαλλιὰ εἶπε τὴν Ἀκυλίνα,
πέτρες νὰ μποῦν στὰ πόδια της νὰ κρέμονται κι ἐκεῖνα.
Παρακαλεῖ τὸν Ἅγιο μιὰ προσευχὴ νὰ κάνῃ,
δὲν ἄντεχε τὸν πόνο της, κόντευε νὰ πεθάνῃ.
Τὴν ἄκουσε ὁ Ἅγιος θερμὴ τὴν δέησί της,
παρακαλεῖ τὸν Θεὸν καὶ παίρνει τὴν ψυχή της.
Ἡ Ἀκυλίνα πέθανε τὴν πρώτη Ἀπριλίου,
ποὺ ἡ ψυχή της πέταξε εἰς τὰς αὐλὰς Κυρίου.
Ὁ βασιλιὰς ἐστράφηκε τώρα στὴν Καλλινίκη
νὰ θυσιάσῃ στοὺς θεοὺς νὰ κέρδιζε τὴν νίκη.
Ἡ Καλλινίκη μὲ ἐμπαιγμὸ πῆγε νὰ θυσιάσῃ,
γκρεμίζει τὸ ἄγαλμα Διὸς στὴ γῆ τὸ ἔχει σπάσῃ.
Ὁ τύραννος ἐθύμωσε, ἀμέσως διατάζει
καὶ μιὰ σούβλα μυτερὴ στὸ σῶμα της τῆς βάζει.
Παρακαλεῖ τὸν Ἅγιο, ἀβάστακτοι ἦν οἱ πόνοι
γιὰ ἐκείνη νὰ προσευχηθῇ, πεθαίνει δὲν γλιτώνει.
Ἔτσι μετὰ τὴν προσευχὴ στὶς δύο Ἀπριλίου,
εὑρέθηκε ἡ ψυχούλα της στὰ χέρια τοῦ Κυρίου.
Θηρίο ἀνήμερο γίνηκεν ὁ Δέκιος ἐτότες
ποὺ πίστεψαν εἰς τὸ Χριστὸ διακόσιοι στρατιῶτες.
Συγκεντρωμένοι ἤσανε ἐκεῖ σε μιὰ κολώνα,
ὁ Ἅγιος τοὺς παρακινεῖ νὰ μποῦνε στὸν ἀγώνα.
Ὅλοι τὸν ἀσπαζόντανε καὶ τὸν εὐχαριστοῦσαν.
γιατὶ κοντὰ εἰς τὸν Χριστὸν αἰώνια θὰ ζοῦσαν.
Τοὺς ἔβλεπε ὁ Δέκιος ποὺ ἠσπάζοντο τὸν Ἅγιο ,
μὴν χάσῃ τὸ ἀξίωμα δὲν εἶχε πιὰ κουράγιο.
Ἀντάρτη λέει τὸν Ἅγιο, μὰ καὶ ἐπαναστάτη·
ὁ Ἅγιος τοῦ ἀπαντᾷ πὼς διάλεξε παλάτι,
κι ὁ βασιλέας στὴν κόλασι θὰ πάει νὰ κατοικήσῃ,
καὶ ὅτι τὸ πῦρ τὸ αἰώνιο θὰ τὸ κληρονομήσῃ.
Κατόπιν εἰς τὸν Δέκιο εἶπαν οἱ στρατιῶτες·
πιστέψαμε εἰς τὸ Χριστόν, δὲν εἴμαστε προδότες.
Πήγαμε νὰ συλλάβουμε τὸν δοῦλο τοῦ Κυρίου
καὶ μᾶς ἐτάισε ψωμὶ Πατρὸς τοῦ οὐρανίου.
Καὶ ὅταν τοῦ ἀπάντησαν αὐτοὶ σὲ ἐρώτησε ἐτούτη,
τοὺς ἔταζε ἄλογα χρυσά, ἐνδύματα καὶ πλούτη.
Τὰ πλούτη νὰ τὰ χαίρεσαι καὶ ὅλα τὰ καλά σου
κι ὅλα δὲν τὰ φοβόμαστε πρόσκαιρα βάσανά σου.
Φοβήθηκε ὁ Δέκιος μήπως πιστέψουν κι ἄλλοι,
καὶ ἔβγαλε διαταγὴ νὰ κόψουν τὸ κεφάλι.
Καὶ τοὺς ἀποκεφάλισαν ἀπέξω ἀπὸ τὴν πόλι,
διακόσιοι ἔγιναν Μάρτυρες οἱ στρατιῶτες ὅλοι.
Ἔγινε ἀποκεφάλισι, διαταγὴ Δεκίου
Χρονολογία ἤτανε ἕβδομη Ἀπριλίου.
Τὰ λείψανα τὰ ἔριξαν σὲ πύρινο καμίνι
μὰ ἡ φωτιὰ δὲ τἄκαψε καὶ σῷα εἶχαν μείνει.
Κατόπιν πάλι ὁ Δέκιος Ἅγιον φυλακίζει
καὶ εἰς τὸ δικαστήριον ξανὰ τὸν φοβερίζει.
Τοῦ ἀπαντᾷ ὁ Ἅγιος πὼς ἔχει γιὰ βοηθό του
Θεὸν ποὺ εἶν᾿ ἀληθινὸς προστάτης ἰδικός του.
Σὲ πυρωμένο κάθισμα τὸν βάλαν νὰ καθίσῃ,
ὁ Ἅγιος προσεύχεται, ἡ φλόγα ἔχει σβήσει.
Ὅλοι οἱ παρευρισκόμενοι σὰν εἴδανε τὸ θαῦμα,
ἐπίστευσαν εἰς τὸ Χριστὸν ἀμέσως ἐν τῷ ἅμα.
Μέγας Θεὸς τῶν χριστιανῶν βροντοφωνάξαν ὅλοι,
γινῆκαν πάντες χριστιανοί, χίλιοι μέσα στὴν πόλι.
Ντροπή σου, εἶπαν, Δέκιε, ἀγύριστο κεφάλι,
ποὺ ὁ Θεὸς τῶν Χριστιανῶν σὲ νίκησε καὶ πάλι.
Φοβήθηκεν ὁ Δέκιος μὲ τὰ ἀνάκτορά του,
ἐπῆγε ἐκεῖ καὶ κάθισε, τραβοῦσε τὰ μαλλιά του.
Καὶ πάλι ἄλλη διαταγὴ ὁ Δέκιος προστάζει,
ὅσοι ἐπίστευσαν Χριστὸν σὰν τὰ ἀρνιὰ τοὺς σφάζει.
Καὶ ἔτσι ἐδεχθήκανε πρὸς χάριν τοῦ Κυρίου,
μαρτύριον οἱ χριστιανοὶ ἐννέα Ἀπριλίου.
Ὁ Δέκιος ἀπεφάσισε Ἅγιον νὰ ἐξοντώσῃ,
ὅσο τὸ γρηγορότερο νὰ τὸν ἐθανατώσῃ.
Δένει μιὰ πέτρα στὸ λαιμὸ τὸν ρίχνει σὲ πηγάδι,
καὶ πίστευαν τὸν Ἅγιο πὼς ἔστειλαν στὸν ᾅδη.
Κατέβηκε ὅμως ἄγγελος καὶ ζωντανὸ τὸν βγάζει,
Δέκιος δαιμονίστηκε κι ἄρχισε νὰ φωνάζῃ.
Τὰ βάνει μὲ τὸν Ἅγιο καὶ τότε φοβερίζει,
ὅταν τὸν εἶδε ζωντανό, σὰν τὸ σκυλὶ γαυγιζει.
Καὶ τότε πῆρε ἀπόφασι νὰ ἀποκεφαλίσῃ
τὸν Χριστοφόρο· ὁ Ἅγιος δὲν θέλει πιὰ νὰ ζήσῃ.
Ἄκουσαν τὴ διαταγὴ οἱ δήμιοι· τὸν πᾶνε
στὸν τόπο τελειώσεως καὶ ξέγνοιαστοι πιὰ νἆναι.
Στὸ δήμιο ἐζήτησε ὁ Μάρτυς πρὶν πεθάνῃ,
ἦταν ἐπιθυμία του τὴν προσευχὴ νὰ κάνῃ.
Τελείωσε τὴν προσευχὴ μὲ τὰ αἰτήματά του,
ὅσοι διαβάζουν βίο του θὰ βρίσκεται κοντά τους.
Φωνὴ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ μετὰ τὴν προσευχή του,
θὰ γίνεται ὅπως ζήτησε, θἆν᾿ ὁ Θεὸς μαζί τους.
Ὁ Χριστοφόρος σταθερὰ στὸν δήμιο λέει πάλι,
νὰ ἐκτελεστῇ ἡ διαταγή, νὰ κόψῃ τὸ κεφάλι.
Διακόσα πενῆντα ἕνα μετὰ Χριστόν, ἐννέα του Μαΐου,
ἔγινε ἀποκεφάλισι Χριστοφόρου τοῦ Ἁγίου.
Πῆρε τὸ ἅγιο λείψανο ὁ ἐπίσκοπος Ἀτταλείας,
τὸ τύλιξε μὲ καθαρὰ σενδόνια ἀσφαλείας.
Τοῦ ἔβαλε ἀρώματα, τὸ ἔθαψε στὴν πόλι,
καὶ οἱ χριστιανοὶ μὲ εὐλάβεια τὸ προσκυνοῦσαν ὅλοι.
Ἦταν φρικτὸ τὸ τέλος τοῦ βαρβάρου τοῦ Δεκίου,
ἀπ᾿ τὰ βασανιστήρια ποὺ ἔκανε τοῦ Ἁγίου.
Ἐπῆρε ἀπ᾿τὸν Θεὸν πολλὴν ὁ Χριστοφόρος χάρι,
ἔγινε ὁ πρὶν ἄγριος Χριστοῦ μαργαριτάρι.
Ὦ Ἅγιε Χριστοφόρε μου, κάνε γιὰ μᾶς πρεσβεία,
νὰ συγχωρέσῃ ὁ Θεὸς τὴν κάθε ἁμαρτία.
|