Ἅγιος Ἀθανάσιος Ἀλεξανδρείας ὁ Μέγας

2 Μαΐου

Στὴν Αἴγυπτο γεννήθηκε εἰς πόλι Ἀλεξανδρείας,
ὁ Μέγας Ἀθανάσιος λέοντας τῆς ἀνδρείας.

Τότε ὁ Μαξιμιανὸς εἶχε αὐτοκρατορία,
διακόσια ἐνενῆντα ἑπτὰ ἦταν χρονολογία.

Εἰδωλολάτρης ἤτανε, τοὺς χριστιανοὺς μισοῦσε,
δὲν προσκυνοῦσαν εἴδωλα καὶ τοὺς ἐτυραννοῦσε.

Ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος, μικρὸς στὴν ἡλικία,
ἐθαύμαζε τοὺς μάρτυρες ποὺ εἶχε ἡ Ὀρθοδοξία.

Καὶ τότε ἐκατάλαβε ποῦ ἦταν ἡ ἀξία,
κι ἀρνιώτανε οἱ μάρτυρες τὴν εἰδωλολατρεία.

Ἡ πίστις του εἰς τὸν Χριστὸ ρίζωσε στὴν καρδιά του
Γι᾿ αὐτὸ παιχνίδια καὶ χαρὲς δὲν ἤθελε κοντά του.

Μὲ συνομήλικα παιδιὰ ἦταν στὴν παραλία,
καὶ ἔκαναν στὴν θάλασσα μιὰ ἱεροτελεστεία.

Ἕνα παιδὶ ἀβάπτιστο ὅλοι μαζὶ παρέα,
ἕνα ἔκανε τὸ διάκονο καὶ ἄλλο τὸν ἱερέα.

Καὶ τὰ παιδιὰ ἐψήφησαν τότε γιὰ πατριάρχη,
ὅλα τὸν Ἀθανάσιο στὴν βάπτισι νὰ ἄρχη.

Καὶ τὸ ἀβάπτιστο παιδὶ ὅλα μαζὶ ἀράδα,
στὸ ὄνομα τὸ βάπτισαν εἰς τὴν Ἁγία Τριάδα.

Ὁ πατριάρχης Ἀλέξανδρος τὸν παρακολουθοῦσε,
στὸ σπίτι ἀπ᾿ τὸ παράθυρο μὲ δέος τὸν κοιτοῦσε.

Ὁ πατριάρχης στοὺς γονεῖς εἶπε τ᾿ Ἀθανασίου,
θὰ γίνῃ μέγας θαυμαστός, ἦν θέλημα Κυρίου.

Τοὺς εἶπε νὰ φροντίσουνε διὰ τὴν μόρφωσί του,
σὰν γίνῃ δεκαοχτὼ χρονῶν νὰ τοῦ τὸν πᾶν᾿ μαζί του.

Ἐσπούδαζε κι ἐδιάβαζε τὰ ἱερὰ βιβλία,
ἔμαθε τὴν Ἁγία Γραφὴ ἀπ᾿ ἔξω μὲ εὐκολία.

Ἔγινε δεκαοχτὼ χρονῶν, πάει στὸν πατριάρχη,
διάκονο τὸν χειροτόνησε τὴν συντροφιά του νἄχῃ.

Πῆγε στὸν Μέγα Ἀντώνιο, στὴν ἔρημο ποὺ ζοῦσε,
τοὺς ἀσκητὰς καὶ μοναχοὺς ἐπαρακολουθοῦσε.

Φλόγα ἱερὰ εἰς τὴν καρδιὰ τὸν εἶχε κατακτήσει,
ἤθελε μ᾿ ὅ,τι ἤξερε ὅλους νὰ ὠφελήσῃ.

Καὶ ἔγραψε συγγράμματα, πρώτη δουλειά του ἀρχίζει,
ὁ ἄνθρωπος εἰς τοῦ Θεοῦ τὸν δρόμο νὰ βαδίζῃ.

Ἐκεῖ ἦταν ἕνας κληρικός, Ἄρειος τ᾿ ὄνομά του,
ἔλεγε πλάσμα τὸν Χριστόν, Θεοῦ δημιούργημά του.

Δὲν εἶναι, ἔλεγε, Θεὸς Χριστὸς καὶ βλασφημοῦσε,
σκανδάλιζε τοὺς χριστιανοὺς καὶ τοὺς στεναχωροῦσε.

Ὁ Ἄρειος ἱκανότητα εἶχε στὴν ὁμιλία,
καὶ πλάνευε τοὺς χριστιανοὺς σὲ αἱρετικὴ θρησκεία.

Ὁ Ἐπίσκοπος Ἀλέξανδρος Σύνοδο εἶχε ἀρχίσει,
μ᾿ ἐπισκόπους ἑκατὸν τὸν ἀναθεματίζει.

Τὸν ξέγραψαν ἀπ᾿τὰ χαρτιά, φεύγει γιὰ Παλαιστίνη,
τότε ὁ Ἀθανάσιος ἑτοιμάζεται γιὰ ἀμύνη.

Γράφει πολλὲς ἐπιστολές, δείχνει στὸν πατριάρχη,
ὅτι εἶναι ἕτοιμος νὰ μπῇ μέσ᾿ στοῦ Χριστοῦ τὴ μάχη.

Τρακόσια δέκα καὶ ὀκτὼ Πατέρες στὴ Νικαία,
τριακόσια εἴκοσι πέντε μ.Χ. μιὰ σύναξι ὡραία.

Τὴ σύναξι διέταξε ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος,
ἤτανε αὐτοκράτορας καὶ χριστιανὸς ἐκεῖνος.

Ἤτανε ἐκεῖ καὶ ὁ Ἄρειος μαζὶ μὲ ὁπαδούς του,
καὶ λέγει ὁ αὐτοκράτορας τοὺς λόγους τοὺς δικούς του.

Καλεῖ εὐθὺς τὸν Ἄριο γιὰ νὰ τοῦ ἀπαντήσῃ,
καὶ τὸν Χριστὸν ὁ ἄθεος ξανὰ εἶχε βλαστημήσει.

Πατέρες ποὺ τὸν ἄκουσαν, βουλώσανε τ᾿ αὐτιά τους,
δὲ θέλαν νὰ μοιάσουνε διάνοιαν δικιά τους.

Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ἕνα ράπισμα τοῦ δίνει,
ποὺ ἐβλαστήμησε Χριστόν, μάθημα νὰ τοῦ γίνῃ.

Ἕνας πρωτοδιάκονος τοῦ ἔδωσαν νὰ μιλήσῃ
εἶναι ὁ Ἀθανάσιος, τὸν Ἄρειο θὰ νικήσῃ.

Τὸν Ἄρειο μαστίγωσε μὲ τοῦ Θεοῦ σοφία,
τοῦ γκρέμισε ὁλότελα ψεύτικη θεωρία.

Μὲ ἀστραφτερὸ τὸ πρόσωπο κτυπᾶ τὴν αἵρεσί του,
ἔτσι τὸν ἄφησε βουβὸ στὴν πλάνη τὴ δική του.

Τὸ Σύμβολον τῆς Πίστεως τότε εὐθὺς ἀρχίζει,
αἱρετικὸν τὸν Ἄρειον τὸν ἀναθεματίζει.

Τότε ὁ Ἀθανάσιος πῆρε μεγάλη ἀξία,
Ἡ Ἐκκλησία τὸν καλεῖ στύλο Ὀρθοδοξίας.

Τελείωσε ἡ Σύνοδος τοῦ Μέγα Κωσταντίνου,
θεόπνευστο ἔργο ἤτανε τοῦ βασιλιᾶ ἐκείνου.

Ὁ πατριάρχης Ἀλέξανδρος βαριὰ εἶχε ἀρρωστήσει,
θέλει τὸν Ἀθανάσιο διάδοχο ν᾿ ἀφήσῃ.

Σὰν πέθανε ὁ Ἀλέξανδρος κλῆρος λαὸς νὰ ἄρχῃ,
ψήφισαν Ἀθανάσιο νὰ γίνῃ πατριάρχης.

Κι ἔτσι οἱ ἀρειανοὶ μὲ τὰ φτερὰ κομμένα,
σὰν τὰ πουλιὰ ποὺ δὲν πετοῦν κι εἶναι καθηλωμένα.

Σὰν πέρασε λίγος καιρὸς τόνε κατηγοροῦνε,
πῶς πῆρε θρόνο ἀνάξια καὶ τὸν συκοφαντοῦνε.

Λένε στὸν αὐτοκράτορα νὰ μάθῃ ἂν δὲν ξέρῃ,
κάποιου ἀνθρώπου Ἀρσένιου τοῦ ἔκοψε τὸ χέρι.

Φέραν στὸ δικαστήριο ἕνα κομμένο χέρι,
ὁ Ἀρσένιος ὅμως εἶχε δυὸ μὲ δίχως νὰ τὸ ξέρῃ.

Εἶδαν οἱ συνοδικοὶ πὼς εἶχε δύο χέρια,
οἱ συκοφάντες τὰ ῾χασαν μὲ δίχως χασομέρια.

Μὰ οἱ ἐχθροὶ δὲν σταματοῦν ἄλλη συκοφαντία,
πὼς μὲ γυναίκα ἁμαρτωλὴ ἔκανε ἁμαρτία.

Βρήκανε μιὰ ἁμαρτωλὴ εἶπαν νὰ διαλαλήσῃ,
πὼς μὲ τὸν Ἀθανάσιο μαζὶ εἶχε ἁμαρτήσει.

Τὴν φέρανε στὴ σύνοδο ἕνα μωρὸ κρατοῦσε,
πὼς μὲ τὸν Ἀθανάσιο ἁμάρτανε καὶ ζοῦσε.

Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος στὴν σύνοδο πηγαίνει,
βλέπει τὴν συκοφάντισσα γυναίκα πληρωμένη.

Ἐμπρὸς ἀπὸ τὸν Ἅγιο Τιμόθεος βαδίζει,
ἦν ἱερέας εὐσεβὴς Θεὸς τόνε φωτίζει.

Ἐβάδιζε ὁ Τιμόθεος ἀμέσως σταματάει,
γυναίκα τὴν ἁμαρτωλὴ ἀμέσως ἐρωτάει,
μαζί της ἂν ἁμάρτησε ἀπάντησι ζητάει.

Νόμιζε Ἀθανάσιο πὼς ἔβλεπε μπροστά της,
κι ἀμέσως εἶπε τὴν ψευτιὰ ἡ γλώσσα ἡ δικιά της.

-Ἐσὺ μὲ ἐκατέστρεψες ποὺ εἶσαι πατριάρχης,
γι᾿ αὐτὸ καὶ εἶσαι ἀνάξιος τὴν ἐξουσία νἄχῃς.

Οἱ αἱρετικοὶ ντροπιάστηκαν γι᾿ αὐτὸ τὸ πάθημά τους,
ἐβρίζανε τὸν Ἅγιο νὰ μὴν βρεθῇ μπροστά τους.

Λένε στὸν αὐτοκράτορα συκοφαντία πάλι,
πῶς σταματᾶ ἀποστολὴ σταριοῦ μὴν ἔρθῃ ἄλλη.

Ὁ πατριάρχης ὁμιλεῖ γιὰ τὴν συκοφαντία,
καὶ ἄδικα ἐξόριστος βρίσκεται στὴν Γαλλία.

Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος βρίσκεται ἐξορία,
κι ὁ Ἄρειος σατανικὰ βρίσκει τὴν εὐκαιρία.

Πάει στὴν Ἀλεξάνδρεια νὰ γίνῃ πατριάρχης,
μὰ οἱ καρδιὲς τῶν χριστιανῶν δὲν θέλουν νὰ ὑπάρχῃ.

Πάει Κωνσταντινούπολι λέει στὸν βασιλέα,
ὅτι πιστεύει ὀρθόδοξα, εἶπε ψευτιὰ ὡραῖα.

Ὁ βασιλέας τότε ρωτᾶ τὸν πατριάρχη,
τῆς Κωνσταντινουπόλεως ποὺ τότε αὐτὸς ἄρχει.

Ὄχι, φωνάζει ὁ Ἀλέξανδρος, δὲν θέλει ἡ Ἐκκλησία,
ἄνθρωπο ποὺ εἶναι αἱρετικὸς νὰ κάνῃ φασαρία.

Διαταγὴ ὁ βασιλιὰς δίνει στὸν πατριάρχη,
μὲ Ἄρειο νὰ λειτουργῆ τὴν Κυριακὴ ποὺ θἄρθῃ.

Διαταγὴ ποὺ ἔλαβε ἦταν Σαββάτο ἡμέρα,
δὲν εἶχε περιθώριο γιὰ νὰ σκεφτῇ πιὸ πέρα.

Σὲ τούτη τὴν περίπτωσι ἐτότε δὲν τὰ χάνει,
Θεοῦ ζητᾶ βοήθεια τὴν προσευχή του κάνει.

Θεὸς τοῦ δίνει φώτισι καὶ τόνε δυναμώνει,
καὶ τὴν Ὀρθοδοξία μας αὐτὸς τὴν στερεώνει.

Ξημέρωσε ἡ Κυριακὴ μὰ θρίαμβος Ἀρείου,
ἦταν γιὰ τοὺς αἱρετικοὺς τότε ὀργὴ Κυρίου.

Ὁ Ἄρειος σὰν ἔφθασε κοντὰ στὴν Ἐκκλησία,
μεγάλο πόνο ἔνιωσε εἶχε τρομοκρατία.

Σωματικὴ ἀνάγκη του ἐπῆγε γιὰ νὰ κάνῃ,
ἦρθε ἐκεῖ τὸ τέλος του ἔπρεπε νὰ ἀποθάνῃ.

Τὸν ἔπιασε ἀπότομα πολλὴ αἱμορραγία,
ἐβγήκανε τὰ σωθικὰ στὴν κυριολεξία.

Περίμεναν ὧρες πολλὲς ὅτι θὰ ἐπιστρέψῃ,
ἀλλὰ τὸν βρήκανε νεκρὸ σὲ δυστυχὴ τὴ θέσι.

Ὁ Πατριάρχης καὶ ὁ λαὸς σὰν εἴδανε τὸ θαῦμα,
δοξολογοῦσαν τὸν Θεὸ γιὰ τοῦ Ἀρείου τραῦμα.

Ἐχάρη τότε ὁ λαὸς μέσ᾿ σστὴν Ἀλεξανδρεία,
κι ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ποὺ ἦταν ἐξορία.

Ἀπέθανε ὁ βασιλιὰς ὁ μέγας Κωνσταντῖνος,
κι ἄφησε τὸν Κωνστάντιο διάδοχο ἐκεῖνο.

Γυρίζει ὁ Ἀθανάσιος ἀπὸ τὴν ἐξορία,
ἀλλ᾿ ὅμως οἱ αἱρετικοὶ δὲν βρίσκουν ἡσυχία.

Λίγος καιρὸς ἐλεύθερος ἐπέρασεν ἀκόμη,
καὶ πάλι τώρα ἐξόριστος εὑρίσκεται στὴν Ρώμη.

Ὁ βασιλεὺς Κωνστάντιος ὁ ἀρειανὸς πεθαίνει,
καὶ εὐθὺς ὁ Ἰουλιανὸς τὴν θέσι του τὴν παίρνει.

Μὰ καὶ αὐτὸς ὁ δόλιος πολὺ ἄπιστος ἐφάνη,
μισεῖ τὸν Ἀθανάσιο, τὸν θέλει νὰ πεθάνῃ.

Ὅμως ἐκεῖνο τὸ κακὸ ποὺ ἤθελε νὰ κάνῃ,
σκοτώθηκε σὲ πόλεμο ἄγριο μάνι-μάνι.

Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος σαράντα ἕξι χρόνια,
μέσα στὴν Ἀλεξάνδρεια ἀρχιερεὺς ἀκόμα.

Μίσος μεγάλο ἔβλεπε σὲ αἱρετικὴ κακία,
δέκα καὶ πέντε ὑπέμεινε σκληρὰ στὴν ἐξουσία.

Ψηλὰ σημαία κράτησε γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία,
καὶ ἦταν πάντα νικητὴς στὴν πίστι τὴν ἁγία.

Προσεύχεται ἀγωνίζεται, νηστεύει, ἀσκητεύει,
καὶ θέλει ἡ πίστι τοῦ Χριστοῦ παντοῦ νὰ προοδεύῃ.

Ἦταν μεγάλος συγγραφεὺς καὶ ἔγραψε βιβλία,
εἶχε βαθειὰ τὴν μόρφωσι καὶ τοῦ Θεοῦ Σοφία.

Ἤτανε πάντοτε ἐπιμέλεια καὶ δραστηριότητά του,
μύριζαν θεῖον ἄρωμα λαμπρὰ συγγράμματά του.

Ἔζησε ὅλη τὴν ζωὴ ἑβδομήντα ἕξι χρόνια,
μὲ κουρασμένη τὴν ψυχή, μὰ τώρα ζῆ αἰώνια.

Ὦ Μέγα Ἀθανάσιε, ποὺ ἔχεις παρρησία,
εὔχου γιὰ ἐμᾶς ἁμαρτωλοὺς νὰ βροῦμε σωτηρία.