Ἡ ἐκκλησία τὸν τιμᾶ ἕνδεκα Ἀπριλίου,
μνήμη Ἱερομάρτυρος Ἀντυπὰ τοῦ Ἁγίου.
Στὴν Περγάμο γεννήθηκε, εἰς τὴν Μικρὰν Ἀσία,
καὶ ἦταν ἀστέρι φωτεινὸ εἰς τὴν Ὀρθοδοξία.
Προτοῦ νὰ γίνῃ Χριστιανὸς ἦν ἀρετὲς γεμάτος,
ἀγάπη καὶ ταπείνωσι, πραότης δίχως πάθος.
Μεγάλωσε κι ἐσπούδασε τὴν ἐποχὴ ἐκείνη,
ἔγινε τέλειος γιατρός, μέγας στὴν ἐπιστήμη.
Τὰ δόντια ἔκανε καλὰ σὰν πόναγε τὸ στόμα,
καὶ ὅλοι ἔτρεχαν σ᾿ αὐτὸν καὶ οἱ ἐχθροὶ ἀκόμα.
Ἀρρώστους πάντα φρόντιζε νὰ βροῦνε τὴν ὑγεία,
ποτὲ δὲν ἔφερνε στὸ νοῦ τὴν φιλοχρηματία.
Ἐγιότρευε τοὺς πλούσιους, μὰ καὶ τὰ πτωχαδάκια,
δὲν ἔβλεπε τὴν τσέπη του ἂν ἔχει παραδάκια.
Ἤτανε τότε ἐποχὴ πρώτου Χριστοῦ αἰώνα,
ποὺ ἐβαπτίστη χριστιανὸς στῶν Ἀποστόλων χρόνια.
Ἔλαβε μέσα του χαρά, ἐσκίρτησε ἡ καρδία του,
ποὺ πίστεψε εἰς τὸν Χριστὸν καὶ εἶχε βοήθειὰν του.
Γιατὶ σὰν ἐβαπτίστηκε ἐγιάτρευε τὸ σῶμα,
σ᾿ ἀνθρώπους ἐθεράπευε καὶ τὴν ψυχὴ ἀκόμα.
Τοὺς ἔκανε κηρύγματα γιὰ τοῦ Χριστοῦ θρησκεία,
ποὺ στὸ σκοτάδι ζούσανε στὴν εἰδωλολατρία.
Ζοῦσε ἱεραποστολικὰ ὅλα τὰ χρόνια ἐκεῖνα,
ἀγκάθια ἐξερίζωνε καὶ φύτευε τὰ κρίνα.
Ὅλοι μέσα στὴν Περγάμο τὸν εἴχανε καμάρι,
καὶ πήγαιναν οἱ ἄρρωστοι ποιὸς νὰ τὸν πρωτοπάρῃ.
Ἤτανε τότε ἐποχὴ Ἀντίπα τοῦ Ἁγίου,
στὴν Περγάμο ἐκήρυτταν Ἀπόστολοι Κυρίου.
Ἐπίσκοπος στὴν Πέργαμο ὁ Γάϊος τότε ἦταν,
σὰν πέθανε ἐψήφισαν οἱ Ἀπόστολοι Ἀντίπα.
Ἀφοῦ τὸν χειροτόνησαν, τὸν εἶχαν κάθε ἡμέρα,
γιατρὸ μὰ καὶ ἐπίσκοπο σὰν φωτεινὸ ἀστέρα.
Ἐκήρυττε Ἰησοῦ Χριστόν, κάνει διδασκαλία,
εἰδωλολάτρες γύρισε εἰς τοῦ Χριστοῦ θρησκεία.
Ἄγριον τότε διωγμὸν τὴν ἐποχὴ ἐκείνη,
εἰδωλολάτρες ἔκαμαν πρὸς τὴν χριστιανοσύνη.
Στὴν Πέργαμο τὰ εἴδωλα εἶχαν ἀκολασία,
τὸν ψεύτικο εἴχανε βωμὸ ἐκεῖ θεοῦ τοῦ Δία.
Προσεύχεται ὁ Ἅγιος διὰ τοὺς ἀσθενεῖς του,
νὰ θεραπεύσῃ ὁ Θεὸς σῶμα καὶ τὴν ψυχή τους.
Εἰδωλολάτρες τρόμαξαν διὰ τὴν θεραπείαν,
τοὺς γιάτρευε ὁ ἅγιος, δὲν εἶχαν πελατεία.
Ἔφριξαν οἱ δαίμονες καὶ διαμαρτυρία,
ἔκανε στοὺς ἱερεῖς τῆς εἰδωλολατρίας.
Ὅλους ἀκινητοποίησε ἐνέργεια τοῦ Ἀντίπα,
καὶ τώρα μέσα στὸ νερὸ ἐκάνανε μιὰ τρύπα.
Τότε ὁ Δομετιανὸς εἶχε αὐτοκρατορία,
χριστιανομάχος ἤτανε πάνω στὴν ἐξουσία.
Ἔβγαλε μιὰ ἄδεια, Ἅγιο συλλαμβάνει,
τότε τὸν ὑποχρέωσε ἀνάκρισι νὰ κάνῃ.
Ὁ ἡγεμόνας τοῦ εἶπε νὰ ἀλλάξῃ τὴν θρησκεία,
νὰ πάῃ ἀπὸ τὸν Χριστὸν στὴν εἰδωλολατρία.
Τοῦ ἀπαντᾷ ὁ ἅγιος· ἔκαμες βλασφημία,
δὲν γίνομαι ἐγὼ ἀρνητὴς εἰς τοῦ Χριστοῦ θρησκεία.
Ὀργίστηκαν οἱ τύραννοι στὰ λόγια τοῦ Ἁγίου,
σκεπτόταν τότε γιὰ ποινὴ μεγάλου μαρτυρίου.
Καὶ τότε ἀποφάσισαν καμίνι νὰ ἀνάψουν,
καὶ σὲ ἀγγεῖο χάλκινο τὸν ἅγιο νὰ κάψουν.
Τὸν πῆραν οἱ βασανιστὲς καὶ σὰν δαιμονισμένοι,
τὸν ἐξαπλῶσαν καταγῆς, φωτιὰ τὸν περιμένει.
Σὲ χάλκινο σχῆμα βοδιοῦ τοῦ ἔβαλαν τὸ σῶμα,
εἰδωλολάτρες στίβαξαν ξύλα πολλὰ ἀκόμα.
Τὸ σύνθημα ἐδόθηκε μαρτύριο ν᾿ ἀρχίσῃ,
καὶ μέσ᾿ στὸ ἄγαλμα βοδιοῦ τὸ σῶμα του νὰ ψήσῃ.
Τώρα γελοῦν οἱ ἄπιστοι καὶ τὸν κοροϊδεύουν,
καὶ σὰν τὸ ψάρι στὴ φωτιὰ θέλουν νὰ τὸν παιδεύουν.
Ὁ Ἅγιος προσεύχεται, δὲν δίνει σημασία
σ᾿ ὅτι τοῦ λὲν εἰρωνικὰ γιὰ εἰδωλολατρία.
Παρακαλεῖ ὁ Ἅγιος, λέγει στὴν προσευχή του,
νἄχῃ Θεόν του βοηθὸν εἰς ὅλη τὴν ζωήν του.
Μὲ νίκη τὸ μαρτύριο ζητεῖ νὰ τελειώσῃ,
δικαιοκρίτης ὁ Θεός, στέφανο νὰ τοῦ δώσῃ.
Προσεύχεται ὁ ὁ Ἅγιος εἰς τὸν Θεὸν ἀκόμα,
νὰ κάμῃ ἄρρωστους καλὰ στὰ δόντια καὶ στὸ στόμα.
Ἔκαμε δέησι πολλὴ ὅσοι τὸν ἐνθυμοῦνται
καὶ τοῦ Ἅγίου ὄνομα ὅσοι ἐπικαλοῦνται.
Μὲ προθυμία δέχτηκε δέησιν τοῦ Ἅγιου,
τοὖπε νὰ θεραπεύονται, τὸ στόμα τοῦ Κυρίου.
Τελείωσε τὴν προσευχή, εὐθὺς τὰ μάτια κλείνει,
καὶ στὸν Θεὸν τὸν Ἅγιο ψυχή του παραδίνει.
Καμάρωναν οἱ χριστιανοὶ τὴν γενναιοψυχία,
ποὺ ὁ ποιμενάρχης ἔκανε γιὰ τοῦ Θεοῦ θυσία.
Δάκρυα συγκινήσεως ἔτρεχαν ἀπ᾿ τὰ μάτια,
ποὺ ἀπέκτησε ὁ Ἅγιος στὸν οὐρανὸ παλάτια.
Στὴν Πέργαμο τὰ ἔθαψαν τὰ λείψανα Ἁγίου,
διότι ἤτανε ἐκεῖ τόπος τοῦ μαρτυρίου.
Στὴν Πάτμο Ἱερᾶς Μονῆς τμῆμα ἁγίας κάρας,
βρίσκεται καὶ φυλάσσεται λειψανοθήκης αὔρας.
Τὸ χέρι του τὸ δεξιὸ μονὴν τοῦ Διονυσίου,
στ᾿ Ἅγιον Ὄρος βρίσκεται Ἀντίπα τοῦ Ἁγίου.
Λαύρα Μεγίστη βρίσκεται ἡ κάτω του σιαγόνα,
Ὄρους Ἁγίου στὴ μονὴ θὰ προσκυνοῦν αἰώνια.
Μικρὸν τεμάχιον ὀστοῦν εἶναι στὴ Μυτιλήνη,
τὸ πήρανε γιὰ φυλαχτὸ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη.
Ἅγιε Ἀντίπα σκέψου μας ὅλους στὴν προσευχή σου,
νὰ βροῦμε ἔλεος Θεοῦ νἄχωμε τὴν εὐχή σου.
|