Ὀκτακόσια δέκα ἕξι μετὰ Χριστὸν στὴ Νῆσο Σικελία,
γεννήθηκε ὁ ὅσιος, στὴν εἰκονομαχία.
Πλωτῖνος ὁ πατέρας του, Ἀγάθη ἡ μητέρα,
θεῖες γραφὲς ἐσπούδαζε, πρόκοβε κάθε ἡμέρα.
Ἦταν δεκαπενταετὴς τότε στὴ Σικελία,
ἐπῆγαν οἱ Ἀγαρηνοὶ νὰ πάρουν ἐξουσία.
Ἔφυγε τότε ὁ ὅσιος ἀδέλφια καὶ μητέρα,
πῆγαν στὴν Πελοπόννησο, κάθισαν ἐκεῖ πέρα.
Ὁ ὅσιος φεύγει ἀπὸ ἐκεῖ πρὸς τὴν Θεσσαλονίκη,
ἔγινε τότε μοναχός, σὲ μοναστήρι ἀνήκει.
Στὴ γῆ ἕνα δέρμα ἔστρωσε, τὸ εἶχε γιὰ κρεβάτι,
τροφή του ἤτανε λιτή· ἄρτος, νερὸ κι ἁλάτι.
Συνέχεια εἰς τὸν Θεὸν ἔκανε ἀγρυπνία,
καὶ εἶχε ὡς ἐργόχειρο καὶ τὴν καλλιγραφία.
Ἐδιάβαζε ἅγιες γραφές, παπᾶς χειροτονεῖται,
εἶναι γεμάτος ἀρετές, ἀπ᾿ ὅλους ἐπαινεῖται.
Δεκαπολίτη Γρηγόριο ὅσιο συναντάει,
καὶ στὴν Κωσταντινούπολι, μαζὶ μ᾿ ἐκεῖνον πάει.
Εἰκονομάχοι ἔκαναν ἐκεῖ Χριστομαχία,
στὴ Ρώμη ἀνεχώρησε νὰ εὕρῃ ἡσυχία.
Μὰ ὅταν ἐταξίδευε κι ἐπήγαινε στὴ Ρώμη,
τὸν πιάνουν Κρῆτες πειρατὲς καὶ τοῦ ἀλλάζουν γνώμη.
Καὶ ὁδηγοῦν τὸν ὅσιο αἰχμάλωτο στὴν Κρήτη,
τὸν ἔριξαν στὴ φυλακὴ γιὰ τοῦ Χριστοῦ τὴν πίστι.
Ὁ ἅγιος Νικόλαος στὴν φυλακὴ πηγαίνει,
χαρτὶ κρατᾶ στὰ χέρια του, ἀμέσως συντυχαίνει.
Ἀπὸ τὰ Μύρα εἶμαι ἐγὼ ποὺ εἶναι στὴν Λυκία,
νὰ σοῦ διαβάσω ἕνα χαρτί, σοῦ δίνω ὁδηγία.
Ἐδιάβασε καὶ ἔγραφε γιὰ εἰκονομαχία,
πὼς πέθανε ὁ Θεόφιλος καὶ ἦρθε ἡσυχία.
Πατέρες ἀνεκλήθησαν ἀπὸ τὴν ἐξορία,
εἰκόνες ἅγιες σεπτὲς εἶχαν ἐλευθερία.
Κι ἐβγῆκε ἀπὸ τὴν φυλακὴ ὁ Ἰωσὴφ στὴν Κρήτη,
καὶ στὴν Κωσταντινούπολι ἐλεύθερος ὁδηγήθη.
Πῆρε ἀπὸ κάποιο χριστιανὸ λείψανο ἑνὸς ἁγίου,
τοῦ Ἀποστόλου ἤτανε τότε Βαρθολομαίου.
Γιὰ νὰ τιμᾷ τὸν Ἅγιο, ποὺ τοῦ ῾χε μεγάλη πίστι,
εὑρῆκε καὶ τὸν Γρηγόριο τότε Δεκαπολίτη.
Τοῦ ἔκτισαν ἱερὸ Ναὸ μαζὶ τοῦ Ἀποστόλου,
ᾄσματα καὶ τροπάρια δὲν εἴχανε καθόλου.
Ὁ Ἰωσὴφ παρακαλεῖ τὴν χάριν νὰ τοῦ δώσῃ,
ἀκολουθία νὰ γραφῇ νὰ τὸν ἐδυναμώσῃ.
Καὶ ὁ Ἀπόστολος τὸν ἄκουσε, τοῦ ἔδωσε τὴ χάρι,
εἶδε σὲ ὀπτασία του ὡραῖο παλικάρι.
Ἅγιο Εὐαγγέλιο στὸ στῆθος τοῦ Ἅγίου,
τὸν εὐλόγησε καὶ ἔλαβε χαρίσματα τοῦ Θείου.
Συνέθετε τότε εὔκολα ᾀσματικοὺς κανόνες,
τροπάρια ἐγράφησαν γιὰ μέλλοντες αἰῶνες.
Ἔγινε τότε συμπαθής, ἀγαπητὸς σὲ ὅλοι,
καὶ τὸν τιμοῦσαν Χριστιανοὶ καὶ βασιλεῖς στὴν Πόλι.
Βάρδας συναυτοκράτορας τὸν ἔστειλε ἐξορία,
τὸν ἤλεγξε ὁ Ἰωσὴφ γιὰ μιὰ παρανομία.
Ἄφησε τὴν γυναίκα του, μὲ νύμφη του εἶχε σχέσι,
ὁ ἔλεγχος τοῦ Ἰωσηφ στὸν Βάρδα δὲν ἀρέσει.
Σὲ λίγο ἀνακλήθηκε ἀπὸ τὴν ἐξορία,
καὶ σκευοφύλαξ ἔγινε εἰς τὰ Πατριαρχεῖα.
Ὁ τρισμακάριος Ἰωσὴφ σὲ ὅλη τὴν ζωή του,
ἁγίους ἐγκωμίασε μὲ τὴν σεπτὴ γραφή του.
Κανόνες καὶ τροπάρια τσ᾿ ἁγίους ἐπαινοῦσε,
καὶ μὲ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ αὐτὸς ἀποστηθοῦσε.
Ἔζησε πάνω εἰς τὴν γῆ περὶ ἑβδομῆντα χρόνια,
καὶ πῆγε στὸν παράδεισο παντοτινὰ αἰώνια.
Τὸ ἅγιον του τὸ λείψανον μέσα στὸ μοναστήρι,
τὸ ἔθαψαν οἱ χριστιανοὶ γι᾿ ἁγίου τὸ χατίρι.
Ὁ Ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης γράφει
γιὰ ὑμνογράφο Ἰωσηφ ὁ κόσμος νὰ τὸ μάθῃ.
Πῶς ἦν πολυγραφότατος, ᾀσματικοὺς κανόνες
εἰς τὰ Μηναῖα ἔγραψε, ποὺ μένουν γιὰ αἰῶνες.
Ἔγραψε καὶ γιὰ τοὺς ὀκτὼ ἤχους στὴν ἐκκλησία,
Βιβλίο «Παρακλητική», τὴν θείαν ὑμνωδία.
Κανόνες ἐσυνέθεσε καὶ γιὰ τὴν Παναγία,
ἰδιαιτέρως τὴν τιμᾷ τὴν Δέσποινα Μαρία.
Γιὰ Ἅγιο Νικόλαο κανόνα εἶχε γράψει,
ποὺ εἶναι μεγάλος ἅγιος, νὰ τὸν ἐγκωμιάσῃ.
Στὸν Θεολόγο ἔγραψε ἀπόστολο Ἰωάννη,
καὶ τ᾿ Ἀρχαγγέλου Μιχαὴλ κανόνα εἶχε κάνει.
Μὰ καὶ στὸν πρῶτο μάρτυρα κανόνα εἶχε γράψει,
τὸν Στέφανο τὸν ἅγιο νὰ τὸν ἐγκωμιάσῃ.
Στὸν Ἅγιο Γεώργιο εἰς τὸν τροπαιοφόρον,
τὸν ἔγραφε μεγαλομάρτυρα μὰ καὶ σημαιοφόρον.
Στὸν ἅγιο Παντελεήμονα καὶ ἄλλους πολλοὺς ἁγίους,
ὁ ὑμνογράφος Ἰωσηφ κατέγραψε τοὺς βίους.
Ὅλους τοὺς ἐγκωμίαζε μὲ τὸ δεξί του χέρι,
γνωστοὺς πολλοὺς καὶ ἄγνωστους ποὺ ὁ Θεὸς τοὺς ξέρει.
Θεάρεστη ἦταν ἡ ζωὴ Ἰωσὴφ τοῦ ὑμνογράφου,
ποὺ ἔζησε ἀπὸ μικρὸς ὡς πέραν ἀπ᾿ τοῦ τάφου.
Μὲ ἀγρυπνίες προσευχές, νηστεῖες καὶ ἀγώνα,
ἐπῆρε ἄφθαρτο στέφανο γιὰ μέλλοντα αἰώνα.
Ὅποιος σὲ τούτη τὴ ζωὴ κατὰ Θεὸν θὰ ζήσῃ,
σίγουρα τὸν παράδεισον θὰ τὸν κληρονομήσῃ.
Γιατὶ ὁ δίκαιος κριτὴς σωστὰ θὰ ἀποδώσῃ,
κι ὅλους τοὺς ἀγωνιστὲς ἐκεῖ θὰ στεφανώσῃ.
Στὸν Ἰωσὴφ τὸν ὅσιο, θεάρεστο ὑμνογράφο,
ἁμαρτωλὸς κι ἀνάξιος μόνο μιὰ φράσι γράφω.
Νὰ δέεται εἰς τὸν Θεὸν ποὺ ἔχει παρρησία,
νὰ βροῦμε οἱ ἁμαρτωλοὶ ὅλοι μας σωτηρία.
|