Τετρακόσια ἔτη μετὰ Χριστὸν γεννήθηκε ἡ Μαρία,
Αἴγυπτος ἡ πατρίδα της καὶ λέγεται Αἰγυπτία.
Ἀπὸ μικρὴ δὲν ἔμαθε τὴν ἠθικὴ ἀξία,
καὶ ἔζησε τὰ νιάτα της μέσα στὴν ἁμαρτία.
Ἔφυγε δώδεκα χρονῶν κρυφὰ ἀπὸ τὸ σπίτι,
πῆγε στὴν Ἀλεξάνδρεια ἔζησε σὰν ἀλήτης.
Ἐκεῖ ἐπαραδόθηκε σὰν ἄμυαλη ἡ Μαρία,
εἰδωλολάτρες ἤτανε ζοῦσαν στὴν ἁμαρτία.
Πέρασε χρόνια δεκαεπτὰ εἰς τὴν Ἀλεξανδρεία,
μέσα στὸ βοῦρκο ἔζησε καὶ στὴν ἀκαθαρσία.
Μιὰ ἡμέρα στὴν ἀκρογιαλιὰ βρίσκει ἕνα καράβι,
νὰ ταξιδέψῃ γύρεψε καὶ αὐτὴν νὰ περιλάβῃ.
Πήγαινε Ἱεροσόλυμα εἶχε προορισμόν του,
καὶ κάθε ἐπιβάτης ἔδινε τὸ ναῦλο τὸ δικό του.
Λεπτὰ γιὰ εἰσιτήριο δὲν εἶχε ἡ Μαρία,
σὲ νέους τότε ἔτρεξε ποὺ βρῆκε εὐκαιρία.
Τοὺς εἶπε νὰ πληρώσουνε τὸ ναῦλο τὸ δικό της,
καὶ θὰ τοὺς ἐξεπλήρωνε μὲ τρόπο ἰδικό της.
Δεχθήκανε οἱ νεαροὶ ὅλοι μὲ προθυμία,
καὶ συνταξίδεψαν καλὰ μαζὶ καὶ ἡ Μαρία.
Αὐτὴ δὲν πῆγε μὲ σκοπὸ διὰ νὰ προσκυνήσῃ,
ἤθελε περισσότερο κι ἐκεῖ νὰ ἁμαρτήσῃ.
Ὕψωσις τοῦ Τίμιου Σταυροῦ ἐγένετο στὴν πόλι,
εἶδε τὸν κόσμο κι ἔτρεχαν νὰ προσκυνήσουν ὅλοι.
Πήγαιναν μὲ συγκίνησι μέσα στὴν ἐκκλησία,
καὶ ἀπὸ περιέργεια ἐπῆγε καὶ ἡ Μαρία.
Πῆγε νὰ μπῇ μὲς στὸ ναὸ μὰ δὲν μποροῦσε ὅμως,
γιατὶ ἀόρατη δύναμι τῆς ἔφραζε τὸ δρόμο.
Τότε ὀπισθοχώρησε καὶ κάθισε ὀρθία,
σὲ μιὰ γωνία ἐκαθησε μὲ τρόμο καὶ ἀγωνία.
Ἐσκέφτηκε γιὰ μιὰ στιγμὴ τὰ ἁμαρτήματά της,
τὶς ἀνομίες βρωμερὲς στὰ νιάτα τὰ δικά της.
Καὶ τότε δάκρυα ἐνοχῆς ἔπεφταν ἀπ᾿ τὰ μάτια,
ἀπ᾿ τὴν καρδιά της ἔβγαιναν ποὺ ἔγινε κομμάτια.
Πολὺ ἐσιγκινήθηκε ἐτότε ἡ Μαρία,
καὶ μιὰ εἰκόνα κοίταζε κι ἦταν ἡ Παναγία.
Καὶ ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς κάνει τὴν προσευχή της,
καὶ δίνει τὴν ὑπόσχεση πὼς θἆν᾿ πάντα μαζί της.
Τελείωσε τὴν προσευχὴ ἐτότε ἡ Μαρία,
καὶ τότε ἐξαλάφρωσε, μπῆκε στὴν ἐκκλησία.
Καὶ ὅταν ἐπροσκύνησε τὸ Τίμιον τὸ Ξύλο,
καρδιὰ χτυποῦσε δυνατὰ σὰν μαραμένο φύλλο.
Στὴν Παναγία ὑπόσχεσι ἔδωσε ἡ Μαρία,
θὰ ἔκοβε ὁλότελα τότε τὴν ἁμαρτία.
Τῆς εἶπε· Παναγία μου βοήθησε μὲ πάλι,
νὰ βρίσκομαι ἡ ἁμαρτωλὴ στὴν ἰδική σου ἀγκάλη.
Ἀόρατα ἡ Παναγιὰ τῆς εἶπε τὶ νὰ κάνῃ,
ὅτι θὰ βρεῖ ἀνάπαυση πέρα ἀπ᾿ τὸν Ἰορδάνη.
Ἀφοῦ τὴν εὐχαρίστησε τότε τὴν Παναγία,
τῆς εἶπε νὰ τὴν βοηθᾷ νὰ ἔχει προστασία.
Τῆς ψιθυρίζει ὁ σατανᾶς πίσω νὰ γυρίσῃ,
καὶ εἰς τὴν Ἀλεξάνδρεια ζωὴ κακιὰ νὰ ζήσῃ.
Εἶχε τρία νομίσματα ἀπὸ ἐλεημοσύνη,
ἀγόρασε τρία ψωμιὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη.
Προχώρησε καὶ ἔφθασε στὶς ὄχθες Ἰορδάνη,
βρῆκε ἐκεῖ ἕνα ναὸ Προδρόμου Ἰωάννη.
Ἕνα μικρὸ πλοιάριο εὑρῆκε στὸ ποτάμι,
τὸν Ἰορδάνη ἐπέρασε· ἀπόφαση εἶχε κάμει.
Κρατοῦσε δυόμιση ψωμία στὰ χεριὰ ἡ Μαρία,
ἀλλὰ ἐξεραθήκανε ἀπὸ τὴν πολυκαιρία.
Ὅταν τελείωσαν κι αὐτὰ τρεφότανε μὲ χόρτα,
καὶ ὁ σατανᾶς τῆς θύμιζε παλιὰ ζωή της πρῶτα.
Διασκεδάσεις καὶ χοροὺς καὶ κάθε ἀσωτία,
ποὺ μὲ τοὺς νέους γλένταγε εἰς τὴν Ἀλεξανδρεία.
Τῆς ἄναβε ὁ πονηρὸς τὴ φλόγα τῆς πορνείας,
καὶ στὸ μυαλό της γύριζε ἕξις τῆς ἁμαρτίας.
Ἔκλαιγε, προσευχότανε ἐτότε ἡ Μαρία,
ποὺ ἦταν δέκα ἑπτὰ χρόνια στὴν ἁμαρτία.
Εἶχε μεγάλη στέρησι στὴν ἔρημο ἡ Μαρία,
φορέματα τῆς ἔλιωσαν ἀπ᾿τὴν κακοκαιρία.
Χειμώνα κρύον ἔκανε, ζέστη τὸ καλοκαίρι,
ἔψηνε ὁ ἥλιος τὸ ψωμὶ στῆς ἐρημιᾶς τὰ μέρη.
Μὲ ὅλα αὐτὰ τὰ βάσανα δὲν ὀπισθοχωροῦσε,
μὲ προστασία τοῦ Θεοῦ στὴν ἔρημο ἐζοῦσε.
Ζοῦσε ὁ γέρων Ζωσιμᾶς τὴν ἐποχὴ ἐκείνη,
σ᾿ ἕνα μεγάλο σπήλαιο ἐκεῖ στὴν Παλαιστίνη.
Σκεπτότανε ὁ Ζωσιμᾶς· ἄρα σ᾿ αὐτὰ τὰ μέρη
ὑπάρχουν ἅγιοι καλοί; ἤθελε νὰ τὸ ξέρῃ.
Ἄγγελος ἀπ᾿ τὸν οὐρανὸ τοῦ λύει ἀπορία,
στοῦ Ἰορδάνου ἔρημο βλέπει μιὰν ὀπτασία.
Ὥρα ποὺ προσευχότανε περνάει ἀπὸ κοντά του,
μία σκιὰ ἀνθρώπινη ἔφευγε μακριά του.
Στὸν Ζωσιμᾶ ἐμίλησε ροῦχα του νὰ τῆς δώσῃ,
γιατὶ ἦταν ὁλόγυμνη· δικά της εἶχαν λιώσει.
Ἔβγαλε ἕνα ράσο του, διὰ νὰ τὸ φορέσῃ,
ἐντύθηκε κι ἐκάθισε στοῦ γέροντα τὴ θέσι.
Τὴν ἔβλεπε ὁ Ζωσιμᾶς στὴν γῆ καὶ δὲν πατοῦσε,
καὶ ἔλεγε μήπως φάντασμα αὐτὸν ἐξαπατοῦσε.
Αὐτὰ συλλογιζότανε· τοῦ λέγει ἡ ὁσία,
ὅτι δὲν εἶναι φάντασμα, τοῦ λύνει ἀπορία.
Κάνει σημεῖον τοῦ Σταυροῦ, ὁ γέροντας τὴν βλέπει,
καὶ τότε τὴν ἐρώτησε νὰ μάθῃ αὐτὰ ποὺ πρέπει.
Ἦρθα ἐδῶ στὴν ἔρημο διὰ συνάντησί σου,
ἤτανε θέλημα Θεοῦ ποὺ συζητῶ μαζί σου.
Τὰ δάκρυα τοῦ γέροντα βλέποντας ἡ Ἁγία,
τοῦ ἐξομολογήθηκε μὲ ὅλην της τὴν καρδία.
Ντρέπομαι νὰ διηγηθῶ ζωήν μου τὴν ἄθλια,
πολλὲς οἱ ἁμαρτίες, μοῦ ἔλεγε ἡ Μαρία.
Τὰ ἐξομολογήθηκε ὅσα εἶχε καμώμενα,
Ὅλα τα ἁμαρτήματα σὲ χρόνια περασμένα.
Τὴν ρώτησε ὁ Ζωσιμος στὴν ἔρημο πὼς ζοῦσε,
κι ἀπὸ ρητὰ Ἅγια Γραφῆς αὐτὴ τοῦ ἀπαντοῦσε.
Τῆς λέγει· ξέρεις γράμματα, ποῦ ἔχεις τὰ βιβλία,
ξέρω μὲ φώτισι Θεοῦ, τοῦ εἶπε ἡ ὁσία.
Τὰ φοβερὰ ποὺ ἄκουσε ἀββᾶ γιὰ τὴν ζωή μου,
κάνε γιὰ μένα προσευχὴ γιὰ νὰ σωθῇ ἡ ψυχή μου.
Καὶ λέγει εἰς τὸν γέροντα μιὰ χάρι νὰ τῆς κάνῃ,
Μεγάλη Πέμπτη νἆναι ἐδῶ νὰ τὴν μεταλαμβάνῃ.
Τὴν ἄκουσε ὁ γέροντας τὶ τοὖπε ἡ Μαρία,
Μεγάλη Πέμπτη ξεκινᾶ μὲ Θεία Κοινωνία.
Μέσα στὸ φῶς τοῦ φεγγαριοῦ τὴν νύκτα ἡ ὁσία,
ἦρθε καὶ ἐμετάλαβε τὴν Θεία Κοινωνία.
Εὐχαριστοῦσε τὸν Θεὸν γιὰ τὴν εὐεργεσία,
καὶ τοῦ Ἀββᾶ ἐζήτησε μιὰ χάρι ἡ Μαρία.
Τὸν χρόνο τὸν ἐρχόμενο τοῦ εἶπε νὰ ξανάρθῃ,
καὶ ὅπως θέλει ὁ Θεὸς ὁ Ζωσιμᾶς θὰ μάθῃ.
Τοῦ χρόνου τὴ Σαρακοστὴ φεύγει ἀπὸ μοναστήρι,
Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας δὲ χάλασε χατίρι.
Πηγαίνει εἰς τὴν ἔρημο γιὰ νὰ τὴν συναντήσῃ,
καὶ κοίταζε δεξιά, ζερβὰ τὸν τόπο νὰ γνωρίσῃ.
Τότε προσεύχεται θερμὰ Θεὸν παρακαλάει,
καὶ μέσα εἰς τὴν ἔρημο νεκρὴ τὴν συναντάει.
Ἐσταύρωσε τὰ χέρια της κεφάλι πρὸς τὴν δύσι,
τὴν τελευταία της πνοὴ εἶχε ἐκεῖ ἀφήσει.
Γραμμένα ἦσαν γράμματα δίπλα ἐκεῖ στὸ χῶμα,
θάψε ἐδῶ, ὦ Ζωσιμᾶ, τῆς Αἰγυπτίας σῶμα.
Πέθανε σὰν κοινώνησε τὴν πρώτη Ἀπριλίου,
καὶ τὴν ψυχὴ παρέδωσε εἰς χεῖρας τοῦ Κύριου.
Ἀπόρησε ὁ Ζωσιμᾶς πῶς ἄφθαρτο τὸ σῶμα,
ποὺ ἕνας χρόνος πέρασε μὲ εὐωδία ἀκόμα.
Νεκρώσιμα τροπάρια καὶ ὅλη τὴν ψαλμωδία,
ἔψαλε κατανυκτικὰ εἶχε μιὰν ἀγωνία.
Ἔπρεπε σῶμα νὰ ταφῇ, δὲν ἦταν παλικάρι,
μὰ τὸν βοήθησε ὁ Θεός, βλέπει ἕνα λιοντάρι.
Ἀμέσως ἐφοβήθηκε μὰ κάνει τὸν σταυρό του,
τὸν πλησιάζει ὁ λέοντας καὶ ἤτανε ἐμπρός του.
Καὶ ὅταν προσευχήθηκε λέοντα διατάζει,
νὰ σκάψῃ τὴν ξηρὴ τὴ γῆ, τὸ σῶμα μέσα βάζει.
Καὶ τὸ λιοντάρι ἔσκαψε, στὴν ἔρημο πηγαίνει,
καὶ ἔθαψε ἐκεῖ ὁ Ζωσιμᾶς Μαρία πεθαμένη.
Στὸ μοναστήρι του ἔφυγε, καὶ τὸν Θεὸ δοξάζει,
ποὺ τοῦ ἔδωσε ἕνα μάθημα κόσμο ἐξουσιάζει.
Προσεύχου τώρα δι᾿ ἡμᾶς Μαρία Αἰγυπτία,
νὰ ζοῦμε στὴ μετάνοια καὶ ὄχι στὴν ἁμαρτία.
|