7 Μαρτίου
Ἑορτάζεται ἡ μνήμη του εἰς τὰς ἑπτὰ Μαρτίου, Αἰγύπτιος καταγωγή· καὶ τὸ ἐπάγγελμά του Ἦταν ἁπλοῦς στοὺς τρόπους του, δὲν κράταγε κακία, Ἦταν πιστὸς εἰς τὸν Θεὸν καὶ εἶχε τὴν ἐλπίδα, Κρυβόταν ἀπ᾿ τὸν ἄντρα της ἐπὶ πολλὰ τὰ χρόνια, Μιὰ ἡμέρα ἐσυνέπεσε ὁ ὅσιος νὰ γυρίσῃ, Εὑρῆκε τὴν γυναίκα του δὲν ἤτανε μονάχη, Τῆς μίλησε πολὺ σεμνὰ καὶ μὲ ἐνδιαφέρον· Καὶ στὸν μοιχὸ ἐμίλησε ποὺ ἤτανε κοντά της, Στὸ σπίτι δὲν ξανάρχομαι, μονάχους σᾶς ἀφήνω, Τὸν ἅγιο Ἀντώνιο πῆγε νὰ συναντήσῃ, Τοῦ ἄνοιξε ὁ Ἀντώνιος, τοῦ εἶπε τὶ ζητάει. Τοῦ ἀπαντᾷ ὁ Ἀντώνιος· γέρο ἑξήντα χρόνω, Κλείνει τὴν πόρτα τῆς σπηλιᾶς, ὁ Παῦλος ἐπιμένει, Τετάρτη ἡμέρα τὸ πρωί, σὰν ἄνοιξε τὴν πόρτα, Σὰν εἶδε ὁ Ἀντώνιος μεγάλη ὑπομονή του, Ὁ Παῦλος τοῦ ἀπάντησε· σὲ ὅτι μὲ διαστάζεις, Τοῦ λέγει ὁ Ἀντώνιος· στάσου καὶ προσευχή σου, Τὸν Παῦλο παρακολουθεῖ ἀπὸ τῆς πόρτας τρύπα, Τοῦ ἔφερε φύλλα φοίνικες, τοῦ εἶπε νὰ τὶς πλέξῃ, Τοῦ λέγει ὁ Ἀντώνιος γιὰ νὰ τὸν δοκιμάσῃ, Καὶ χάλασε ὅλη τὴν σειρὰ μὲ δίχως νὰ γογγύσῃ, Τὸν συμπονεῖ ὁ Ἀντώνιος, τώρα τὸν ἐρωτάει, Ὁ Παῦλος τοῦ ἀπάντησε κάνε ὅτι νομίζεις, Καὶ τότε ὁ Ἀντώνιος τραπέζι ἑτοιμάζει, Τεμάχιο ἕνα ἔβρεξε διὰ τὸν ἑαυτόν του, Λέγει στὸν Παῦλο ὁ Ἀντώνιος κάνε τὴν προσευχή σου, Καὶ ὅπως τὸν διέταξε ἐπήγε καὶ ἐκοιμήθη, Μεσάνυχτα τὸν ξύπνησε γιὰ τὴν ἀκολουθία, Σὰν νύκτωσε προσεύχονται πρέπει νὰ φᾶνε ἄρτο, Ἕνα κομμάτι ἔβρεξε Ἀντώνιος νὰ φάῃ, Τὸ ἕνα κομμάτι ἔφαγε, τοῦ λέγει, φάγε καὶ ἄλλο, Τοὖπε· θὰ γίνω μοναχὸς καὶ ἐγὼ τὸ δίχως ἄλλο, Τοῦ ἔσχισε τὸ ἔνδυμα, τοῦ εἶπε νὰ τὸ ράψῃ, Μεγάλη ἡ ὑπακοὴ καὶ ἡ ταπείνωσίς του, Ἔδιωχνε τὰ δαιμόνια ἀπὸ δαιμονισμένους, Στὸν ἅγιο Ἀντώνιο πῆγαν δαιμονισμένο, Θερμὴ ἀρχίζει προσευχὴ ὁ Παῦλος στὸν Θεόν του, Καὶ λέγει στὸ δαιμόνιο Ἀντώνιος προστάζει, Δὲν φεύγω, λέγει ὁ δαίμονας καὶ τὸν περιγελοῦσε, Πεισμάτωσε ὁ δαίμονας καὶ δὲν ἀναχωροῦσε, Ἔξω στὸν ἥλιο ποὺ ἔκαιγε κάνει τὴν προσευχή του, Τοῦ λέγει, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐδῶ θὰ ἀποθάνω, Φωνάζει τὸ δαιμόνιο πὼς δὲν ἀντέχει ἄλλο, Φεύγω, εἶπε ὁ δαίμονας καὶ ἔγινε ἕνα φίδι, Ὁ Παῦλος ἐδοξάστηκε γιὰ τὴν ἁπλότητά του, Ἀξίως ὑπηρέτησε Κύριον τὸν Θεόν του, Εἴθε μὲ τὶς πρεσβεῖες σου, ὦ Παῦλε νὰ σωθοῦμε, |