Ὅσιος Παῦλος ὁ Ἁπλοῦς

7 Μαρτίου

Ἑορτάζεται ἡ μνήμη του εἰς τὰς ἑπτὰ Μαρτίου,
ἤτανε πνευματικὸ παιδὶ Ἁγίου Ἀντωνίου.

Αἰγύπτιος καταγωγή· καὶ τὸ ἐπάγγελμά του
καλλιεργοῦσε γεωργὸς σὲ κτήματα δικά του.

Ἦταν ἁπλοῦς στοὺς τρόπους του, δὲν κράταγε κακία,
καὶ τὴν ζωή του πέρναγε πάντα μὲ ἠρεμία.

Ἦταν πιστὸς εἰς τὸν Θεὸν καὶ εἶχε τὴν ἐλπίδα,
γυναίκα του ὅμως ἦν κακή· ἔγινε μοιχαλίδα.

Κρυβόταν ἀπ᾿ τὸν ἄντρα της ἐπὶ πολλὰ τὰ χρόνια,
τὸ θεωροῦσε ἐντροπὴ πολὺ καὶ καταφρόνια.

Μιὰ ἡμέρα ἐσυνέπεσε ὁ ὅσιος νὰ γυρίσῃ,
ἐνωρίτερα στὸ σπίτι του, δουλειὲς νὰ κανονίσῃ.

Εὑρῆκε τὴν γυναίκα του δὲν ἤτανε μονάχη,
τὴν εἶδε νὰ μοιχεύεται, τότε τῆς εἶπε κάτι.

Τῆς μίλησε πολὺ σεμνὰ καὶ μὲ ἐνδιαφέρον·
δὲν θὰ σὲ δοῦν τὰ μάτια μου, δὲν θέλω νὰ σὲ ξέρω.

Καὶ στὸν μοιχὸ ἐμίλησε ποὺ ἤτανε κοντά της,
νὰ ἔχῃς τὴν γυναίκα μου, μαζὶ καὶ τὰ παιδιά της.

Στὸ σπίτι δὲν ξανάρχομαι, μονάχους σᾶς ἀφήνω,
θὰ πάω εἰς τὴν ἔρημο καὶ μοναχὸς θὰ γίνω.

Τὸν ἅγιο Ἀντώνιο πῆγε νὰ συναντήσῃ,
καὶ στὸ κελλί του εὑρέθηκε τὴν πόρτα εἶχε κτυπήσει.

Τοῦ ἄνοιξε ὁ Ἀντώνιος, τοῦ εἶπε τὶ ζητάει.
Θέλω νὰ γίνω μοναχός, ὁ ξένος ἀπαντάει.

Τοῦ ἀπαντᾷ ὁ Ἀντώνιος· γέρο ἑξήντα χρόνω,
δὲν τόνε κάνω μοναχό, μόν᾿ ἄφησὲ με μόνο.

Κλείνει τὴν πόρτα τῆς σπηλιᾶς, ὁ Παῦλος ἐπιμένει,
τρεῖς μέρες ἦταν νηστικός, ἀπέξω περιμένει.

Τετάρτη ἡμέρα τὸ πρωί, σὰν ἄνοιξε τὴν πόρτα,
ὁ Παῦλος ἐπερίμενε μὲ ἐπιμονὴ ὅπως πρῶτα.

Σὰν εἶδε ὁ Ἀντώνιος μεγάλη ὑπομονή του,
τοὖπε νὰ κάνῃ ἀγόγγυστα πάντα ὑπακοή του.

Ὁ Παῦλος τοῦ ἀπάντησε· σὲ ὅτι μὲ διαστάζεις,
πάντα θὰ εἶμαι πρόθυμος, σ᾿ ὅτι μὲ προστάζεις.

Τοῦ λέγει ὁ Ἀντώνιος· στάσου καὶ προσευχή σου,
γιὰ νὰ σοῦ φέρω ἐργόχειρο ἀγῶνες νὰ ἀρχίσουν.

Τὸν Παῦλο παρακολουθεῖ ἀπὸ τῆς πόρτας τρύπα,
ἐπροσευχότανε θερμά, στὸν οὐρανὸ ἐκοίτα.

Τοῦ ἔφερε φύλλα φοίνικες, τοῦ εἶπε νὰ τὶς πλέξῃ,
πάντοτε ἦταν πρόθυμος, δὲν εἶπε οὔτε λέξι.

Τοῦ λέγει ὁ Ἀντώνιος γιὰ νὰ τὸν δοκιμάσῃ,
πῶς δὲν τὴν ἔπλεξε καλά, νὰ τὴν ξαναχαλάσῃ.

Καὶ χάλασε ὅλη τὴν σειρὰ μὲ δίχως νὰ γογγύσῃ,
καὶ τὴν ξανάπλεξε ξανά, μὴν τὸν στεναχωρήσῃ.

Τὸν συμπονεῖ ὁ Ἀντώνιος, τώρα τὸν ἐρωτάει,
ἑπτὰ ἡμέρες νηστικὸς μήπως πεινᾶ νὰ φάῃ.

Ὁ Παῦλος τοῦ ἀπάντησε κάνε ὅτι νομίζεις,
ἐγὼ θὰ κάνω ὑπακοὴ ἐσὺ νὰ κανονίζεις.

Καὶ τότε ὁ Ἀντώνιος τραπέζι ἑτοιμάζει,
τεμάχια τέσσαρα ἄρτου εἰς τὸ τραπέζι βάζει.

Τεμάχιο ἕνα ἔβρεξε διὰ τὸν ἑαυτόν του,
τ᾿ ἄλλα τρία θὰ ἔτρωγε ὁ ὑποτακτικός του.

Λέγει στὸν Παῦλο ὁ Ἀντώνιος κάνε τὴν προσευχή σου,
μὲ δίχως ἄρτο νὰ μὴν φᾶς καὶ πήγαινε κοιμήσου.

Καὶ ὅπως τὸν διέταξε ἐπήγε καὶ ἐκοιμήθη,
ὁ Παῦλος ἦταν νηστικὸς δὲν ἐπαρεξηγήθη.

Μεσάνυχτα τὸν ξύπνησε γιὰ τὴν ἀκολουθία,
μέχρι τὶς τρεῖς τὸ ἀπόγευμα δίαβασμα ψαλμωδία.

Σὰν νύκτωσε προσεύχονται πρέπει νὰ φᾶνε ἄρτο,
διότι τὸ στομάχι τους δὲν ἤτανε χορτάτο.

Ἕνα κομμάτι ἔβρεξε Ἀντώνιος νὰ φάῃ,
τὰ ἄλλα τρία τὰ ῾δωσε στὸν Παῦλο ποὺ πεινάει.

Τὸ ἕνα κομμάτι ἔφαγε, τοῦ λέγει, φάγε καὶ ἄλλο,
γιατὶ ἐγὼ εἶμαι μοναχός, δὲν ἔπεισε τὸν Παῦλο.

Τοὖπε· θὰ γίνω μοναχὸς καὶ ἐγὼ τὸ δίχως ἄλλο,
κι ἔδειξε στὸν Ἀντώνιο παράδειγμα μεγάλο.

Τοῦ ἔσχισε τὸ ἔνδυμα, τοῦ εἶπε νὰ τὸ ράψῃ,
δὲν ἔφερνε ἀντίρρηση σὲ ὅτι τὸν διατάσσει.

Μεγάλη ἡ ὑπακοὴ καὶ ἡ ταπείνωσίς του,
ἦταν ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ παντοτινὰ μαζί του.

Ἔδιωχνε τὰ δαιμόνια ἀπὸ δαιμονισμένους,
τοὺς πήγαιναν στὴν ἔρημο ὅλους ἀρρωστημένους.

Στὸν ἅγιο Ἀντώνιο πῆγαν δαιμονισμένο,
στὸν Παῦλο τοὺς ὁδήγησε θεοχαριτωμένο.

Θερμὴ ἀρχίζει προσευχὴ ὁ Παῦλος στὸν Θεόν του,
νὰ λυπηθῇ ὁ Κύριος τὸ πλάσμα τὸ δικό του.

Καὶ λέγει στὸ δαιμόνιο Ἀντώνιος προστάζει,
νὰ φύγῃς ἀπ᾿ τὸν ἄνθρωπο, δὲν τὸν ἐξουσιάζεις.

Δὲν φεύγω, λέγει ὁ δαίμονας καὶ τὸν περιγελοῦσε,
ὁ Παῦλος τὸν ἐξόρκιζε, μὰ δὲν ἀναχωροῦσε.

Πεισμάτωσε ὁ δαίμονας καὶ δὲν ἀναχωροῦσε,
ὅμως ὁ Παῦλος ἀπ᾿τὸν Χριστὸ δύναμιν ἐζητοῦσε.

Ἔξω στὸν ἥλιο ποὺ ἔκαιγε κάνει τὴν προσευχή του,
καὶ ἔκανε μὲ τὸν Χριστὸ διάλογο μαζί του.

Τοῦ λέγει, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐδῶ θὰ ἀποθάνω,
ἂν δὲν διώξῃς δαίμονα ἀπ᾿ τὸ πλάσμα σου ἐπάνω.

Φωνάζει τὸ δαιμόνιο πὼς δὲν ἀντέχει ἄλλο,
ταπείνωσι κι ἁπλότητα ποὺ εἶδε εἰς τὸν Παῦλο.

Φεύγω, εἶπε ὁ δαίμονας καὶ ἔγινε ἕνα φίδι,
μῆκος ἑξῆντα πήχεων στὴν Ἐρυθρὰ ἐπνίγη.

Ὁ Παῦλος ἐδοξάστηκε γιὰ τὴν ἁπλότητά του,
τὴν πίστι, τὴν ταπείνωσι καὶ τὴν πραότητά του.

Ἀξίως ὑπηρέτησε Κύριον τὸν Θεόν του,
καὶ εἰς οὐράνιους μονὰς εἶναι ἐνώπιόν του.

Εἴθε μὲ τὶς πρεσβεῖες σου, ὦ Παῦλε νὰ σωθοῦμε,
τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν νὰ καταξιωθοῦμε.