Μιὰ σπουδαιότατη μορφὴ ἀρχαίας Ἐκκλησίας,
εἶν᾿ ὁ ἅγιος Πολύκαρπος, γόνος Μικρᾶς Ἀσίας.
Στὴν Ἔφεσο γεννήθηκε, ἔτος ἑξήντα δύο,
ἀπὸ φιλόχριστους γονεῖς, ποὖν᾿ εὐσεβεῖς στὸν βίο.
Παγκράτιος ὁ πατέρας του, μητέρα Θεοδώρα,
στὴν φυλακὴ τοὺς ἔβαλαν εἰδωλολάτρες τώρα.
Γεννήθηκε ὁ Πολύκαρπος στῆς φυλακῆς τὸν τόπο,
κι εὐθεῖς τὸν περιλάβανε χέρια ξένων ἀνθρώπων.
Γονεῖς του ἐμαρτύρησαν στὴν φυλακὴ κλεισμένοι,
πολύκαρπος ἐβρέθηκε σὲ μιὰ γυναίκα ξένη.
Παγκράτιο τὸ ἔλεγε τ᾿ ὄνομα τοῦ πατέρα,
τ᾿ ἀγάπησε πάρα πολὺ ἦταν θετὴ μητέρα.
Καὶ ὅταν ἐμεγάλωσε ἔφηβος εἶχε γίνει,
τοῦ ἄρεσαν τὰ πνευματικὰ καὶ ἡ ἐλεημοσύνη.
Κάποτε ποὺ συνέπεσε καὶ ἦταν δυστυχία,
τὶς ἀποθῆκες ἄδειασε ἀπὸ φιλανθρωπία.
Ὅμως πολὺ ἐλύπησε καὶ τὴν θετὴ μητέρα,
ποὺ τοὺς καρποὺς ἐμοίραζε τὴν νύκτα καὶ τὴν μέρα.
Μάλωσε τὸν Παγκράτιον, μ᾿αὐτὸς δὲν ἐταράχθη,
εἶχε τὴν πίστι στὸν Θεὸ καὶ ἔδιωχνε τὰ πάθη.
Τὴν ἀποθήκη ἄνοιξαν τὴν βρήκανε γεμάτη,
τὸν εἶπε δὰ Πολύκαρπο καὶ ὄχι πιὰ Παγκράτη.
Ἦταν γεμάτος ἀρετὲς καὶ ψυχικὴ γαλήνη,
πολλοὺς πνευματικοὺς καρπούς, ἀγάπη, καλωσύνη.
Γίνηκε εἴκοσι χρονῶν· εἶχε τὴν εὐτυχία,
ν᾿ ἀκούσῃ ἕνα κήρυγμα Θεοῦ διδασκαλία.
Ἰωάννης Εὐαγγελιστὴς ἔκανε ὁμιλία,
κι ἔπιασε ὁ Πολύκαρπος μαζί του γνωριμία.
Συνδέθηκαν πνευματικὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη,
Πολύκαρπο χειροτονεῖ Ἐπίσκοπο στὴν Σμύρνη.
Ἦταν πτωχὸς ἀπὸ λεπτά, πλούσιος στὴν καρδία,
γιατὶ ἀγαποῦσε τὸν Χριστὸ κι εἶχε φιλανθρωπία.
Ἤτανε γενναιόψυχος καὶ εἶχε σωφρωσύνη,
κινδύνους δὲν φοβότανε ἐπίσκοπος στὴν Σμύρνη.
Ἔγινε καὶ διδάσκαλος εἰς τὴν Μικρὰν Ἀσίαν,
ἐστήριζε τοὺς χριστιανοὺς εἰς τὴν Ὀρθοδοξία.
Ὁ ἅγιος Πολύκαρπος ἐνίκησε ἀκόμη,
τὸν Πάπα τὸν Ἀνίκητο ποὺ ἤτανε στὴν Ῥώμη.
Ἀλλὰ καὶ τὸν Μαρκίωνα τότε αἱρεσιάρχη,
τὸν ἔβαλε στὴν θέση του, ὅτι ἤθελε νὰ ἄρχῃ.
Στὸν δρόμο συναντήθηκαν καὶ δὲν τὸν χαιρετάει,
μὲ ξέχασες Πολύκαρπε, Μαρκίων ἀπαντάει.
Τοῦ λέγει· δὲν σὲ ξέχασα, ὁ ἅγιος ξανά,
ὅτι εἶσαι ὁ πρωτότοκος υἱὸς τοῦ σατανᾶ.
Ὁ ἅγιος θαυματουργεῖ σὲ ὅλο του τὸν βίο,
ἀπ᾿ τὰ πολλὰ ποὺ ἔκανε, γράφομε μόνον δύο.
Μία μεγάλη πυρκαγιὰ ἔπεσε μέσ᾿ στὴν Σμύρνη,
σπίτια κι ἀμπέλια ἔκαψε τὴν ἐποχὴ ἐκείνη.
Ἑπτὰ ἡμερονύκτια ἦταν διάρκειά της,
ἔκαιγε ἀκατάπαυστα ὅτι ἤτανε μπροστά της.
Οἱ χριστιανοὶ τὸν ἅγιο τότε παρακαλοῦνε,
νὰ σταματήσῃ τὸ κακό, ὅλοι νὰ μὴν καοῦνε.
Προσεύχεται ὁ ἅγιος εὐθὺς τὴν ὥρα ἐκείνη,
ἔγινε θαῦμα φοβερὸ καὶ τὴν φωτιὰ τὴν σβήνει.
Εἰδωλολάτρες ἔβλεπαν, ποὺ ἦσαν στὴν ἀπιστία,
κι ἀμέσως ἐβαπτίστηκαν εἰς τὴν Ὀρθοδοξία.
Μετὰ ἀπὸ τὴν πυρκαϊα πέρασαν τέσσερα χρόνια,
καὶ ἀνομβρία ἔγινε χωρὶς νερὸ καὶ χιόνια.
Τρέξανε πάλι οἱ χριστιανοὶ καὶ τὸν παρακαλοῦνε,
νὰ λυπηθῇ ὁ ἅγιος, νερὸ θέλουν νὰ πιοῦνε.
Δέησι κάνει στὸν Θεό, ρίχνει βροχὴ μεγάλη,
καὶ τότε προσευχήθηκε νὰ σταματήσῃ πάλι.
Λυπότανε τοὺς χριστιανοὺς ποὺ τοὺς ἐτυραννοῦσαν,
εἰδωλολάτρες κι ἄπιστοι ποὺ δὲν τοὺς συμπονοῦσαν.
Τοὺς ἔκαναν μαρτύρια ἐθηριομαχοῦσαν,
γιατὶ τὴν πίστι τοῦ Χριστοῦ σφικτᾶ τὴν ἐκρατοῦσαν.
Στραφῆκαν στὸν Πολύκαρπο ποὖχαν διδάσκαλό τους,
θέλουν νὰ τὸν φονεύσουνε, μὴν τὸν θωροῦν ἐμπρός τους.
Ἐπῆγε ἕνα ἀπόσπασμα διὰ νὰ τὸν συλλάβῃ,
ἐκεῖνος δὲν φοβήθηκε τὸ εἶχε καταλάβει.
Ἠθέλησε γιὰ τὸν Χριστὸ αὐτὸς νὰ μαρτυρήσῃ,
νὰ πάρῃ φωτοστέφανο, αἰώνια νὰ ζήσῃ.
Τοὺς τάϊσε, τοὺς πότισε, τοὺς ζήτησε μιὰ χάρη,
ἤθελε νὰ προσευχηθῇ καὶ δύναμη νὰ πάρῃ.
Δύο ὧρες προσευχότανε, ἔκανε ἱκεσία,
μνημόνευε γιὰ τοῦ Χριστοῦ ὅλη τὴν Ἐκκλησία.
Τελείωσε τὴν προσευχή, τὸν βάλαν σὲ ἕναν ὄνο,
κι ἕνας ποὺ λὲν Εἰρήναρχο, τοῦ ἔλεγε στὸν δρόμο·
Εἶναι κακὸ Πολύκαρπε δίχως κακὸ νὰ πάθῃς,
στὰ ἄψυχα τὰ εἴδωλα ἐσὺ νὰ θυσιάσῃς.
Δὲν σὲ ἀκούω ἐγὼ ἐσὲ ὅσα μὲ συμβουλεύεις,
τότε τοῦ δίνει μιὰ σπρωξιὰ στὸ κάρο ἐκατέβη.
Ἔσπασε καὶ τὸ πόδι του στὸ στάδιο πηγαίνει,
κι ἀκούει ἀπ᾿τὸν οὐρανὸ μία φωνὴ νὰ βγαίνῃ.
Ἴσχυε ἐσὺ Πολύκαρπε, τοῦ ἔλεγε, ἀνδρίζου,
μὴν φοβηθῇς μαρτύρια ὅλα σὲ φοβερίζουν.
Ἀνθύπατος τὸν ἐρωτᾷ· Πολύκαρπος σὺ εἶσαι,
θυσίασε εἰς τοὺς θεούς, καὶ τὴν ζωήν σου ζῆσε.
Μὲ σοβαρὸ τὸ πρόσωπο Πολύκαρπος κοιτάζει,
ὄχλον εἰδωλολατρικὸν καὶ τότε ἀναστενάζει.
Ἐπροσευχήθη εἰς τὸν Θεὸν οἱ ἄθεοι νὰ λείψουν,
καὶ τὸν ἀληθινὸν Θεὸν μὴν τὸν ἐγκαταλείψουν.
Ἀνθύπατος τὸν βίαζε Χριστὸν νὰ βλαστημήσῃ,
καὶ τότε μόνον ἐλεύθερο Πολύκαρπο θὰ ἀφήσῃ.
Τ᾿ ἀπάντησε ὁ Πολύκαρπος· ὀγδόντα ἕξι χρόνια,
τὸν βασιλέα μου Χριστὸν θὰ ἀγαπῶ αἰώνια.
Τοῦ λέγει· εἶμαι χριστιανός, κανένα δὲν φοβᾶμαι
ὅσο γιὰ τὰ μαρτύρια ὅσα θελήσῃς κάμε.
Τοῦ λέγει ὁ Ἀνθύπατος· γιὰ πρώτη τιμωρία,
ἀφοῦ δὲν ἄλλαξες μυαλό, σὲ βάνω στὰ θηρία.
Ἂν δὲν φοβᾶσαι τὰ θεριά, καθόλου δὲν θὰ πάψω,
μέσα σὲ δυνατὴ φωτιὰ τὸ σῶμα σου θὰ κάψω.
Τότε τοῦ λέγει ὁ ἅγιος· εἶστε δυστυχισμένοι,
θὰ εἶστε μέσ᾿ στὴν κόλαση αἰώνια κλεισμένοι.
Καὶ τώρα τὴν ἀπόφασι λαὸς τὴν εἶχε βγάλει,
νὰ κάψουν τὸν Πολύκαρπο μέσ᾿ σὲ φωτιὰ μεγάλη.
Τοῦ ἔδεσαν τὰ χέρια του, ἔκανε προσευχή του,
καὶ τὸν Θεὸν ἐδόξαζε σὰν φρόνιμο παιδί του.
Τὸν ἔριξαν μέσ᾿ στὴν φωτιά, ἔγινε ἕνα θαῦμα,
τὸ σῶμα του δὲν κάηκε δὲν εἶχε ἕνα τραῦμα.
Σὰν εἶδαν πὼς δὲν κάηκε τοῦ Πολυκάρπου σῶμα,
τὸν τρύπησαν μὲ τὸ σπαθί, δεύτερο θαῦμα ἀκόμα.
Τὸ αἷμα ἔτρεξε πολὺ καὶ τὴν φωτιὰ τὴν σβύνει,
κι ὁ ἅγιος Πολύκαρπος ψυχή του παραδίνει.
Ἐπῆρε ἀπὸ τὸν Θεὸν οὐράνιο αἰώνιο στεφάνι,
καὶ πῆγε στὸν παράδεισο μέσ᾿ στοῦ Θεοῦ λιμάνι.
Ἐκάψανε τὸ σῶμα του ἐχθροὶ ἀπὸ κακία,
ποὺ ἤθελαν οἱ χριστιανοὶ νὰ τὄχουν εὐλογία.
Μάζεψαν λίγα ἀπ᾿τὰ ὀστᾶ καὶ τὸ δεξί του χέρι,
Ἀμπελακιωτίσσης στὴν μονή, στῆς Ναυπακτίας μέρη.
Ἐκεῖ γίνονται θαύματα, πιστοὶ τὸ προσκυνοῦνε,
καὶ θεραπεύονται ἄρρωστοι καὶ ὅσοι τὸν τιμοῦνε.
Στὴν ἅλωσι τῆς πόλεως τὴν ἐποχὴ ἐκείνη,
τὸ χέρι πρὶν ἐρθῇ ἐδῶ βρισκότανε στὴν Σμύρνη.
Δυὸ καλογέροι χριστιανοί, Θεοῦ οἰκονομίᾳ,
στὴν Σμύρνη κάνουν ἔρανο νὰ κτίσουν ἐκκλησία.
Μία γυναίκα συναντοῦν, μιὰ μαυροφορεμένη,
ἡ ἀγωνία στὸ πρόσωπο ἦταν ζωγραφισμένη.
Μὲ πόνο τοὺς πλησίασε, εἶπε τὸ μυστικό της,
μὲ ἄσπρο μαντήλι ἔκρυβε τὸν ἱερὸ σκοπό της.
Πῶς τοῦ ἱερομάρτυρα Πολύκαρπου τὸ χέρι,
θὰ τὸ ἔπαιρναν ξαφνικὰ νὰ πάῃ σὲ ἄλλα μέρη.
Σκέφτηκαν οἱ καλόγεροι τὸ χέρι ν᾿ ἀγοράσουν,
τῆς δώσαν γρόσια ἑκατὸ νὰ τὴν καθησυχάσουν.
Εὑρήκανε πλοιάριο ποὺ ἦταν στὴν παραλία,
ἀπὸ τὴν Σμύρνη ἔφυγαν ἦρθαν στὴν Ναυπακτία.
Καὶ εἰς τὴν ἱερὰ μονὴ τῆς Ἀμπελακιωτίσσης,
χέρι ἁγίου Πολύκαρπου θαύματα κάνει ἐπίσης.
Τὸ ἑκατὸν ἑξήντα ὀκτὼ μετὰ Χριστὸν μαρτύριον τοῦ ἁγίου
ἡ μνήμη του ἑορτάζεται εἴκοσι τρεῖς Φεβρουαρίου.
Εἶναι πολλὰ τα θαύματα ποὺ κάνει κάθε ἡμέρα,
σταμάτησε θανατικὸ καὶ φοβερὴ χολέρα.
Ὦ ἅγιε Πολύκαρπε, νἄχωμε τὴν εὐχή σου,
νὰ μᾶς θυμᾶσαι πάντοτε κι ἐμᾶς στὴν προσευχή σου.
|