19 Φεβρουαρίου
Τὸ χίλια πεντακόσια εἴκοσι γεννήθηκε ἡ ἁγία, Συρίγα λὲν τὴν μάνα της, Ἄγγελο τὸν πατέρα, Στείρα ἦταν ἡ μάννα της, παιδὶ δὲν εἶχε κάνει, Μιὰ ἡμέρα προσευχότανε μέσα στὴν ἐκκλησία, Κοιμήθηκε καὶ ἔβλεπε φῶς μέσα στὴν κοιλιά της, Θεοῦ ἦταν τὸ ὅραμα ποὺ εἶδε τὴν ὥρα ἐκείνη, Χαριτωμένη ἐγέννησε κόρη πολὺ μικρούλα, Ἡ μάννα τὴν ἀνέθρεψε χριστιανικῷ τῷ τρόπῳ, Ἔγινε δώδεκα χρονῶν καὶ ἕνα παλικάρι, Ἀπέκρουσε τὴν πρόταση τότε ἡ μικρὴ Ρεγούλα, Γονεῖς της τὴν ἐπίεσαν, παρὰ τὴν θέλησί της, Ἄνδρας ἤτανε σκληρὸς καὶ τὴν στεναχωροῦσε, Τὸν τύραννο τὸν ἄνδρα της ὑπέμενε ἡ ἁγία, Μὲ κάθε τρόπο προσπαθεῖ νὰ τόνε διορθώσῃ, Τρεῖς χρόνους τὸν συμβούλευε, ἐκεῖνος τὸ βιολί του· Ὅμως σὰν εἶδε ὁ Θεὸς ἀμετανοησία, Στὸ σπίτι της τὸ πατρικὸ ἐπῆγεν ἡ Ρεγούλα, Καθημερινῶς τῆς ἔλεγαν νὰ τὴν ξαναπαντρέψουν, Δέκα χρόνια ἐπέρασε ἡ ἁγία ἐν χηρείᾳ, Δοξάζει τώρα τὸν Θεὸ ποὖναι λευτερωμένη, Τότε εἶδε σὲ ὅραμα τὸν ἅγιο Ἀνδρέα, Ἄκουσε καὶ τὸν ἔκτισε στὸ ὄνομα ἀντρὸς της, Ὅταν ἐκτίσθη ὁ παρθενὼν στῆς Πλάκας ῾κεῖ τὰ μέρη, Πῆρε κοπέλλες διαλεχτὲς σὰν πῆγε νὰ μονάσῃ, Εἶχε συμπόνια στοὺς πτωχοὺς καὶ πάσχοντας συγνώμη, Ἐπήγαινε στοὺς ἀσθενεῖς νὰ τοὺς παρηγορήσῃ, Οἱ πάσχοντες οἱ ἄρρωστοι καὶ ὅλοι οἱ κατατρεγμένοι, Γυναῖκες ἐπροστάτευε οἱ Τοῦρκοι μὴν τὶς πιάσουν, Οἱ Τοῦρκοι σὰν τὸ ἔμαθαν σὰν ἄγρια θηρία, Τὴν ἔβαλαν στὴν φυλακὴ ἀντὶ νὰ ἔχει λύπη, Θέλησαν οἱ Ἀγαρηνοὶ ἡ ἁγία νὰ μαρτυρήσῃ, Εἰς τὴν Ἀθήνα βρέθηκαν γνωστοὶ καὶ συγγενεῖς της, Μοναστηράκι ἔκτισε μέσα στὴν νῆσο Κέα, Συχνὰ ἐπήγαινε ἐκεῖ πάντοτε ἡ ἁγία, Καὶ στὴν Ἀθήνα γύριζε διὰ φιλοξενίαν, Ἦταν δοσμένη στὸ Θεὸ καὶ ἦταν μεγάλο πράγμα, Ἤτανε κάποιος νεαρός, ἔβοσκε πρόβατά του, Στοὺς Τούρκους πάντα ἔκανε πολλὲς ραδιουργίες, Καὶ παραχώρησε ὁ Θεὸς δαιμόνιο νὰ λάβῃ, Ἐγδύνετο κι ἐγύριζε γυμνὸς βουνὰ καὶ δάση, Κατόπιν τὸν συμβούλευσαν, τὸν πῆγαν στὴν ἁγία, Ἐκείνη τὸν συμβούλευσε καὶ μοναχὸς ἐκάρη, Τώρα δυὸ λόγια γράφομε γιὰ τὸ μαρτύριό της, Οἱ Τοῦρκοι τὴν ἐμίσησαν, πῆγαν στὴν ἀγρυπνία, Καὶ τὴν ἁγίαν ἅρπαξαν, τὴν ἔδεσαν σὲ στύλο, Ἔφυγαν καὶ τὴν ἄφησαν σὰν μισοπεθαμένη, Σὰν πέρασε λίγος καιρὸς ἡ ἁγία ἐκοιμήθη, Στὴν Μητρόπολι τῶν Ἀθηνῶν ἀπὸ τὰ χρόνια ἐκεῖνα, |