Ἅγιος Μάρτυς Τρύφων

1 Φεβρουαρίου

Ἑορτάζει ἡ ἐκκλησία μας πρώτη Φεβρουαρίου,
τὴν μνήμη τοῦ ἀγαπητοῦ Τρύφωνος τοῦ ἁγίου.

Προστάτης τῶν περιβολιῶν καὶ ὅλων τῶν μπαξέδων,
βασιλικῶν γαρυφαλιῶν κι ὅλων τῶν μενεξέδων.

Στὴν πόλι ἐγεννήθηκε Λάμψακο τῆς Φρυγίας,
γονεῖς του ἦσαν εὐσεβεῖς καλῆς οἰκογενείας.

Ἀπ᾿ τὰ μικρὰ τα χρόνια του ποὺ σὰν παιδὶ ἐζοῦσε,
Χάρις Ἁγίου Πνεύματος μέσα του κατοικοῦσε.

Σὲ λόγια ὁ Τρύφων τοῦ Θεοῦ πάντοτε ἐντρυφοῦσε,
νὰ θρέψῃ ἤθελε ψυχή· μόνον αὐτὸ ποθοῦσε.

Ἐσπούδασε ἰατρικὴ καὶ κοσμικὴ σοφία,
καὶ ἐναντίον ἤτανε στὴν εἰδωλολατρεία.

Ὁ σατανᾶς τὸν ἔτρεμε, δὲν ἤθελε κοντά του,
καιγότανε σὰν ἄκουγε μόνον τὸ ὄνομά του.

Γορδιανὸς ὁ βασιλεὺς βασίλευε στὴν Ρώμη,
ὅμως δὲν καταδίωκε τοὺς χριστιανοὺς ἀκόμα.

Εἶχε μιὰ κόρην ὄμορφη πολὺ γραμματισμένη,
ὅμως σὲ πύργο ὑψηλὸ τὴν εἴχενε κλεισμένη.

Νὰ μὴν τὴν βλέπουν ἄνθρωποι, διότι κάθε ἡμέρα,
ἦσαν πολλὰ τὰ προξενιὰ ποὺ στέλναν στὸν πατέρα.

Μισάνθρωπος ὁ σατανᾶς γιὰ νὰ τὴν τυραννίσῃ,
ἐμπῆκε μέσ᾿ στὸ σῶμα της, ἐκεῖ νὰ κατοικήσῃ.

Μέσ᾿ στὸ νερὸ καὶ στὴ φωτιὰ ἤθελε νὰ τὴν βάνῃ,
καὶ ἀπὸ τὴν κακία του γρήγορα νὰ ἀποθάνῃ.

Γονεῖς της ἐμαράζωσαν, εἰς τοὺς γιατροὺς τὴν πᾶνε,
μὰ δὲν εὑρῆκαν γιατρειὰ καὶ ὅλοι τους πονᾶνε.

Μέσ᾿ στὴν ἀπελπισία τους καὶ τὴν ἀπόγνωσί τους,
ἀκτίνα μία τοῦ φωτὸς γέμισε τὴν ψυχή τους.

Ἐμίλησε ὁ σατανᾶς γιὰ κόπους καὶ θυσία,
ὅτι ματαίως πολεμοῦν, δὲν βρίσκουν θεραπεία.

Μόνο ἂν ἔρθῃ ὁ Τρύφωνας ποὺ ἔχει ἐξουσία,
μὲ διώξῃ καὶ θὰ φύγω ἐγώ, θὰ βρῇ τὴν σωτηρία.

Σὰν τ᾿ ἄκουσε ὁ βασιλιὰς τότε ἔστειλε ἀνθρώπους,
τὸν Τρύφωνα νὰ φέρουνε ἀπὸ τοὺς ξένους τόπους.

Πῆγαν στὴν πόλι Λάμψακο, τὸν Τρύφωνα ζητᾶνε·
ἔβοσκε ἐκεῖ τὰς χήνας του, στὰ μάτια τὸν κοιτᾶνε.

Ἐγὼ εἶμαι ὁ Τρύφωνας, τοὺς εἶπε πρὶν μιλήσουν,
καὶ ἔμειναν κατάπληκτοι προτοῦ νὰ τὸν γνωρίσουν.

Τὸν ἔβαλαν στὸ ἄλογο, ἐπήγαιναν στὴν Ῥώμη,
στὴν ἡλικία ἦν μικρός, δεκαεπτὰ ἐτῶν ἀκόμη.

Σὰν ἔφθασαν στὰ σύνορα, δαιμόνιο φωνάζει,
τὴν κόρη τώρα πολεμᾶ καὶ τὴν κατασπαράζει.

Ἀλλοίμονόν μου, ἔλεγε, ὁ Τρύφων δὲν μὲ ἀφήνει,
τρεῖς μέρες μόνο θὰ εἶμαι ἐδῶ νὰ δίνω τὴν ὀδύνη.

Τὴν κόρη ἐβασάνιζε χτυπιόταν σὰν τὸ ψάρι,
ὁ ἅγιος τὴν ἐλευθέρωσε μὲ τοῦ Θεοῦ τὴν χάρι.

Προτοῦ νὰ πάῃ ὁ Τρύφωνας εἶχεν ἀναχωρήσει,
φοβότανε τὸ πρόσωπο καὶ νὰ τὸν ἀντικρίσῃ.

Ὁ βασιλιὰς εὐχαριστεῖ ἀπὸ εὐγνωμοσύνη,
τὸν ἅγιο ποὺ ὑγιῆ τὴν κόρη του τοῦ δίνει.

Τὸν τίμησε, τὸν ἔστειλε εἰς τὴν δική του χώρα,
εἰς τοὺς πτωχοὺς ἐμοίρασε ποὺ τοὖχε δώσει δῶρα.

Πέθανε ὁ Γορδιανὸς καὶ Φίλιππος κατόπιν,
βασίλευεν ὁ Δέκιος, σκληρὸς γιὰ τοῖς ἀνθρώποις.

Εἰδωλολάτρης, ἄπιστος, ἤθελε νὰ τιμήσουν
τὰ εἴδωλα τὰ ψεύτικα, θεοὺς νὰ προσκυνήσουν.

Ξίφη, τροχοὺς ἑτοίμαζε καὶ νύχια σιδερένια,
ἄσπλαχνος καὶ σκληρόκαρδος, δὲν πόναγε κανένα.

Μεγάλωσαν οἱ διωγμοί, πῆγαν στὸν Ἀκυλῖνο,
κατήγγειλαν τὸν Τρύφωνα ὡς χριστιανὸν ἐκεῖνο.

Τὸν ρώτησε πῶς λέγεται, ποιὸ εἶναι τ᾿ ὄνομά του,
ἀκόμα ποιὰ ἡ πίστις του καὶ ἡ τύχη ἡ δικιά του.

Τοῦ λέγει· μὲ λένε Τρύφωνα, Λάμψακον ἐπαρχία,
πιστεύω Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ ἔχω εὐτυχία.

Ὁ βασιλεὺς τὸν πρόσταξε ἀντίθετα νὰ κάνῃ,
ὅποιος θεοὺς δὲν σέβεται, ἀμέσως θὰ πεθάνει.

Ὁ Ἅγιος τοῦ ἀπαντᾷ νὰ τοῦ ἔκανε τὴν χάρι,
καὶ βάσανα γιὰ τὸν Χριστὸ νὰ ὑποστῇ μακάρι.

Τοῦ ἐπιμένει ὁ ἔπαρχος τὴν πίστι του νὰ ἀλλάξῃ,
νὰ προσκυνᾷ τὰ εἴδωλα, διὰ νὰ εἶν᾿ ἐντάξει.

Δὲν τὸν ἀρνιέμαι τὸν Χριστό, ὁ Τρύφων ἀπαντάει,
γιατὶ ὅποιος τὸν ἀρνηθῇ στὴν κόλαση θὰ πάει.

Γι᾿ αὐτὸ μὴν χάνεις τὸν καιρὸ γιὰ νὰ μὲ βασανίσῃς,
ἐσὺ λατρεύεις εἴδωλα στὴν κόλασι θὰ ζήσῃς.

Τότε προστάζει ὁ ἔπαρχος· Τρύφωνα νὰ κρεμάσουν,
Νὰ τὸν χτυπᾶνε μὲ σπαθιά, τὰ στήθη του νὰ σπάσουν.

Τρεῖς ὧρες τὸν ἐλόγχιζαν δίχως φωνὴ καμία,
εἶχε καρτερικότητα γιὰ τοῦ Χριστοῦ θρησκεία.

Ὁ ἔπαρχος στὸν ἅγιο ἐγκωμίαζε τὸν Δία,
τ᾿ ἀπάντησε ὁ Τρύφωνας πὼς εἶν᾿ ἀκαθαρσία.

Γι᾿ αὐτὸ ἐγὼ συχαίνομαι ἐσένα καὶ θεούς σου,
κάνε βασανιστήρια, ὅτι κἂν βάλῃ ὁ νοῦς σου.

Ὠργίσθηκε ὁ ἔπαρχος στοῦ Τρύφωνα τὰ λόγια,
διέταξε καὶ κάρφωσαν τὸν μάρτυρα στὰ πόδια.

Τὸν ἔδερναν, τὸν ἔσερναν ἀνάμεσα στὴν πόλι,
πόνους δοκίμασε φρικτοὺς δοκιμασία ὅλη.

Ἀγάπη ὅμως στὸν Χριστὸ πόθο νὰ μὴν λυγίζῃ,
πόνους, βασανιστήρια, δὲν τὰ ὑπολογίζει.

Ἐθαύμασεν ὁ τύραννος καρτερικότητά του,
ποὺ ἔβλεπε τὸν ἅγιο καὶ γενναιότητά του.

Νέα βασανιστήρια καὶ πάλι διατάζει,
νὰ τοῦ τραβοῦν τὰ χέρια του, σὰν ψάρι νὰ σπαράζῃ.

Τὸν ἔδερναν ἀλύπητα λαμπάδες ἀναμμένες,
ἀρχίσανε οἱ ἄπιστοι τὸ σῶμα του νὰ καῖνε.

Τὴν ὥρα ποὺ ἐγινότανε μαρτύρια ἁγίου,
ἦρθε ἕνα φωτοστέφανο Πατρὸς τοῦ οὐρανίου.

Διαμάντια εἶχε λαμπερὰ τύραννοι ποὺ τὸ εἶδαν,
ἔπεσαν ὅλοι καταγῆς σκορπίστηκαν ἐφύγαν.

Γεμάτος τώρα ὁ ἅγιος ἀπὸ τὴν θεία χάρι,
δοξολογοῦσε τὸν Θεὸ γενναῖο παληκάρι.

Ἐπέμενε ὁ τύραννος θεοὺς νὰ προσκυνήσῃ,
ξανάλεγε στὸν Τρύφωνα ἐλεύθερο ν᾿ ἀφήσῃ.

Ἄρχισε τότε ὁ ἅγιος ἀπ᾿ τὸν παλιὸ αἰώνα,
νὰ ἱστορῇ Ἀπόλλωνα, Δήμητρα, Ποσειδώνα.

Ὅλοι εἶχαν τὰ πάθη τους καὶ κάθε ἁμαρτία,
εἶχαν ἀπὸ τοὺς δαίμονες σκλαβιὰ καὶ τυραννία.

Στὸ σκότος σᾶς ὁδήγησαν, ζεῖτε διεστραμμένα,
καὶ σὰν τοὺς τυφλοπόντικες δὲν βλέπετε κανένα.

Τὸν νοῦ σας διεστρέβλωσαν, ζεῖτε μὲ παραμύθια,
δὲν ζεῖτε Ἰησοῦν Χριστὸν ποὺ εἶναι ἡ ἀλήθεια.

Γι᾿ αὐτὸ ἐμεῖς πεθαίνουμε γιὰ τοῦ Χριστοῦ θρησκεία,
ποὺ εἶναι πίστις ζωντανὴ καὶ ἔχει ἐλευθερία.

Ἐθαύμασε ὁ τύραννος ποὺ ἤξερε ἱστορία,
ἐθύμωσε ποὺ ἤλεγξε θεούς του δημοσίᾳ.

Κατάλαβε· τὸν Τρύφωνα δὲν δύναται νικήσῃ
Καὶ εὔβγαλε τὴν ἀπόφασι νὰ τὸν ἀποκεφαλίσῃ.

Διέταξε τοὺς δήμιους νὰ μαζευτοῦνε ὅλοι,
Τρύφων ν᾿ ἀποκεφαλιστῇ ἔξω ἀπὸ τὴν πόλι.

Τὸν πήγανε οἱ δήμιοι σὲ τόπο ὁρισμένο,
καὶ ἦσαν οἱ αἱμοχαρεῖς μὲ τὸ σπαθὶ ὑψωμένο.

Ὁ Ἅγιος προσευχήθηκε μὲ χέρια ὑψωμένα,
μὲ πίστι καὶ εὐλάβεια στὸν οὐρανὸ τὸ βλέμμα.

Καὶ ἔλεγε εἰς τὸν Θεὸν νὰ πάρουν τὴν ψυχή του,
οἱ ἄγγελοι οἱ φωτεινοὶ ν᾿ ἀκολουθοῦν μαζί του.

Ἐμένα τὸν ἀνάξιο ὅσοι μὲ ἐνθυμοῦνται,
νἄχουν τὴν εὐλογία σου, πολὺ νὰ ὠφελοῦνται.

Ἐδῶ στὴν πρόσκαιρη ζωὴ πολὺ εὐεργεσία,
καὶ πάνω εἰς τὸν οὐρανὸ ζωὴ τὴν αἰωνία.

Ἀφοῦ ἐπροσευχήθηκε παρέδωσε ψυχή του,
προτοῦ τοῦ κόψῃ ὁ δήμιος τίμια κεφαλή του.

Διακόσια πενῆντα μετὰ Χριστὸν αἱμοχαρὴς Δεκίου,
μαρτύρησεν ὁ ἅγιος πρώτη Φεβρουαρίου.

Τὸ ἅγιο τὸ λείψανο τύλιξαν μὲ σεντόνι,
ποὺ βρέθηκαν οἱ χριστιανοὶ στῆς Νίκαιας τὴν πόλι.

Τὸ ἔφεραν στὴν Λάμψακο ἁγίου τὴν πατρίδα,
διέταξε σὲ ὅραμα ποὺ οἱ πιστοὶ τὸ εἶδαν.

Πῆρε ἐξουσία ἀπ᾿ τὸν Θεὸν καὶ τοὔδωσε τὴν χάρι,
τοὺς κήπους πάντα νὰ εὐλογῇ καὶ κάθε περβολάρη.

Ὦ Ἅγιε μάρτυς τοῦ Χριστοῦ γενναῖο παληκάρι,
νὰ βροῦμε ἔλεος καὶ ἐμεῖς μὲ τὴν δική σου χάρι.