Ὅσιος Εὐθύμιος ὁ Μέγας

20 Ἰανουαρίου

Ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος ἦταν στὴνἈρμενία,
γεννήθηκε ἀπὸ γονεῖς Παῦλο καὶ Διονυσία.

Ὅμως παιδὶ δὲν εἴχανε τότε τὰ πρῶτα χρόνια,
τὸ εἶχαν σὰν παράπονο, ἀλλὰ καὶ καταφρόνια.

Ἔκαναν ὅμως προσευχὴ εἰς τὸν Θεὸν οἱ δύο,
ἀγόρι τοὺς ἐχάρισε σὲ ὅλο τους τὸ βίο.

Εὐθύμιον τὸν βάπτισαν καὶ ἡ ὀνομασία,
σημαίνει ἀγαλλίαση, χαρὰ καὶ εὐθυμία.

Τριῶν χρονῶν ὀρφάνεψε τότε ἀπὸ πατέρα,
ὅμως δὲν τὴν ἐκλόνισε χηρεία τὴν μητέρα.

Ἐπῆρε τὸν Εὐθύμιο, ἐπίσκοπο ἀνταμώνει,
τὸν εἶχαν τάξει στὸν Θεὸ καὶ τὸν ἀφιερώνει.

Ὅταν τὸν εἶδε ὁ ἐπίσκοπος καὶ τὰ χαρίσματά του,
ἀφοῦ ἦταν γιὰ ἀφιέρωσι, τὸν κράτησε κοντά του.

Καὶ μελετοῦσε ὁ μικρὸς τοὺς βίους τῶν Ἁγίων,
ποὺ πάντα τοὺς θυμότανε σὲ ὅλο του τὸν βίον.

Ἤθελε νὰ τοὺς μιμηθῇ καὶ ἅγιος νὰ γίνῃ,
Ἅγιος ἦταν χριστιανοὶ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη.

Ἦταν εἴκοσι ὀκτὼ χρονῶν τότε στὴν ἡλικία,
τότε τὸν χειροτόνησε διάκο καὶ ἱερέα.

Ἐπίσκοπος Εὐτρώϊος τὸν πάει σὲ μοναστήρι,
ἡγούμενο τὸν ἔκανε ποὺ εἶχε καλογῆροι.

Φροντίδες τοῦ μοναστηριοῦ τὸν εἴχανε ζαλίσει,
καὶ στὰ Ἱεροσόλυμα πῆγε νὰ προσκυνήσῃ.

Προσκύνησε καὶ ἀσκητὰς ποὺ εἶχε συναντήσει,
στὴν ἔρημο μέσα βαθειὰ ἐπῆγε ἐκεῖ νὰ ζήσῃ.

Στὴν Λαύρα πῆγε τῆς Φαρὰν ηὕρηκεν ἡσυχία,
σ᾿ ἕνα κελὶ ἐκάθησε καὶ ἔπλεκε βαΐα.

Θεόκτιστος ὁ ἀσκητὴς ζοῦσε ἐκεῖ πλησίον,
καὶ ἐκάθισαν στὴν ἔρημο ὡς Κυριακὴ Βαΐων.

Πάλι ξανακατέβαιναν καθένας στὸ κελί του,
καὶ ἔκανε τὴν ἄσκηση νὰ σώσῃ τὴν ψυχή του.

Σὰν πέντε χρόνια πέρασαν στὴν ἔρημο πηγαίνουν,
εὑρῆκαν μεγάλο σπήλαιο, ἐκεῖ ἤθελαν νὰ μένουν.

Ἐκεῖ δὲν εἴχανε ψωμὶ νὰ τρῶνε ὅπως πρῶτα,
μόν᾿ ἔτρωγαν καὶ χόρταιναν μὲ τοῦ ἀγροῦ τὰ χόρτα.

Ἔφεραν μερικοὶ βοσκοὶ πρόβατα νὰ βοσκήσουν,
τοὺς δύο ἀναχωρητὰς εὐθὺς νὰ συναντήσουν.

Ὅταν τοὺς εἶδαν οἱ βοσκοί, ἄφωνοι εἶχαν μείνει,
θάρρος τοὺς δίνουν οἱ ἀσκητὲς ποὺ εἶχαν καλωσύνη.

Ἕνα παιδὶ θεράπευσε ἀπὸ τὴν Ἀραβία,
τὸ πῆγε ὁ πατέρας του· εἶχε παραλυσία.

Ἐρχότανε οἱ ἄρρωστοι γιὰ νὰ θεραπευθοῦνε,
στὸν Ἅγιο Εὐθύμιο τὴν γιατρειὰ νὰ βροῦνε.

Φεύγει μὲ ἕνα μαθητὴ πάει στὴν Ἀραβία,
εὑρῆκαν ἕνα σπήλαιο καὶ βρῆκαν ἡσυχία.

Δὲν τὸν ἀφῆναν ἥσυχο νὰ ἔχῃ ἡσυχία,
τὸν βρήκανε τρία παιδιὰ ἀπ᾿ τὴν Καππαδοκία.

Τὸν ἐπαρακαλέσανε νὰ γίνουν καλογῆροι,
τοὺς κράτησε καὶ συντροφιὰ μέσα στὸ μοναστήρι.

Στὸν Ἅγιο Εὐθύμιον καθημερινῶς ἀνθρῶποι,
ἐπήγαιναν, τὸν ἔβλεπαν καὶ ἔφευγαν κατόπιν.

Μιὰ μέρα τετρακόσιοι πήγανε ἀπὸ τὴν Ἀρμενία,
στὸν ἀρχοντάρη μίλησε γιὰ τὴν φιλοξενία.

Λίγα εἶναι τὰ τρόφιμα, τοῦ λέγει ὁ ἀρχοντάρης,
τὰ ἄτομα εἶναι πολλὰ καὶ ποιὸς θὰ πρωτοπάρῃ.

Σύρε, τοῦ λέγει ὁ ἄνθρωπος, νὰ πᾶς στὴν ἀποθήκη,
ἦταν γεμάτη ἀγαθά, ποὺ δὲν μπορεῖ ν᾿ ἀνοίξῃ.

Μετάνιωσε ὁ μοναχὸς σὰν εἶδε αὐτὸ τὸ θαῦμα,
συγνώμη ἀπ᾿ τὸν ἅγιο ζητοῦσε ἐν τῷ ἅμα.

Τοῦ ἔκανε ἕνα μάθημα γιὰ τὴν φιλοξενία,
νὰ εἶναι ἐλεήμονες γιὰ νἄχουν εὐλογία.

Στὰ μέρη αὐτὰ συνέπεσε μεγάλη ἀνομβρία,
παρακαλοῦσαν τὸν ἅγιο νὰ κάνῃ ἱκεσία.

Τοὺς ἀπαντᾷ ὁ ἅγιος γιὰ αὐτὲς τὶς ἀνομβρίες,
ἦν τιμωρία τοῦ Θεοῦ διὰ τὶς ἁμαρτίες.

Προσεύχεται ὁ ἅγιος καὶ μοναχοὶ συνάμα,
γέμισε ἡ γῆ ἀπὸ νερὸ ποὺ ἔγινε τὸ θαῦμα.

Ἔλεγε εἰς τοὺς μοναχοὺς σὲ θεία λειτουργία,
ἄγγελους ἔβλεπε ἐκεῖ, κάναν᾿ ὑπηρεσία.

Σὰν κοινωνοῦσαν ἄνθρωποι ἔβλεπε πρόσωπό τους,
καὶ τότε διακρίνοταν τὰ κατορθώματά τους.

Ἄλλοι φαινόταν φωτεινοί, ὄμορφοι καὶ ὡραῖοι,
καὶ ἄλλοι ἦσαν ἄσχημοι καὶ μαῦροι ἀνθρωπαῖοι.

Σὲ λαϊκοὺς καὶμοναχοὺς μιὰ συμβουλὴ τοὺς δίνει,
στὴν θεία τὴ μετάληψη τὶ ἔπρεπε νὰ γίνῃ.

Τὸν ἑαυτόν τους πιὸ μπροστὰ πρέπει νὰ ἑτοιμάζουν,
καὶ ἅγιον ποτήριον τότε νὰ πλησιάζουν.

Ὁ Ἅγιος Σάββας ὡς παιδὶ ἐπῆγε στὴν μονή του,
τὸν στέλνει στὸν Θεόκτιστο σὰν εἶδε ἀρετή του.

Τοῦ ἔγραψεἐπιστολὴ ἐκεῖ νὰ τὸν κρατήσῃ,
θὰ γίνῃ μέγας ἅγιος, τὸν κόσμο θὰ φωτίσῃ.

Ἐβάδιζεν ὁ Ἅγιος μὲ μοναχὸν καὶ Σάββα,
μιὰ ἡμέρα εἰς τὴν ἔρημο ἤτανε ζέστη λαύρα.

Ὁ Σάββας δίψασε πολὺ ποὺ πήγαινε μαζί του,
Ὁ Ἅγιος Εὐθύμιος κάνει τὴν προσευχή του.

Τὴν γῆ τότε ἐσκάλισε μὲ ἕνα σκαλιστήρι,
Κι εὐγῆκε δροσερὸ νερὸ κρύο μέσ᾿ στὸ ποτήρι.

Ἤτανε προορατικός, τὸ τέλος του γνωρίζει,
πατέρες καὶ τοὺς μοναχοὺς τοὺς ἀποχαιρετίζει.

Τώρα τοὺς δίνει συμβουλὲς δι᾿ ἀναχώρησί του,
τοὺς λέγει· μόνον σήμερα θὰ βρίσκονται μαζί του.

Τοὺς λέγει ὅτι αὔριο στὸν οὐρανὸ πηγαίνει,
τὸν κάλεσε ὁ Κύριος καὶ τόνε περιμένει.

Εἶπε ἀπ᾿ ὅλες ἀρετὲς νὰ ἔχετε ἀγάπη,
μαζὶ καὶ τὴν ταπείνωσι γιατρεύονται τὰ πάθη.

Κοιμήθηκε παραμονὴ Ἁγίου Ἀντωνίου,
ποὺ ἀγρυπνία ἔγινε μὲ συμβουλὴ ὁσίου.

Τὸ ἔτος ἐκοιμήθηκε τετρακόσια ἑβδομῆντα τρία,
ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος ἦταν στὴν ἡλικία.

Ὁ πατριάρχης ἔφθασε μὲ τὴν ἀκολουθία,
μὲ Ἠλία τὸν ἡγούμενο ἔκαναν τὴν κηδεία.

Καὶ τώρα λίγα θαύματα τ᾿ ἁγίου Εὐθυμίου,
ποὺ τὸν ἀξίωσε ὁ Θεὸς τοῦ ἰδικοῦ του βίου.

Διάκος ἀπὸ Ἱεροσόλυμα ταξίδευε στὴν πόλι,
πιάνει μιὰ θαλασσοταραχὴ ἐφοβηθῆκαν ὅλοι.

Ὁ διάκος παρακάλεσε τότε στὴν προσευχή του,
Τὸν ἅγιο Εὐθύμιο νὰ βρίσκεται μαζί του.

Ἐφάνηκεν ὁ ἅγιος στὰ κύματα ἐπάνω,
τοῦ εἶπε νὰ μὴν φοβηθῇ καὶ ἀκόμα παραπάνω.

Εἶμαι, τοῦ λέγει, ὁ Εὐθύμιος, αὐτὴ ἡ ναυσιπλοΐα
δὲν ἄρεσε εἰς τὸν Θεόν, γι᾿ αυτὸ εἶναι τρικιμία.

Τὸν βάζει στὸν μανδύα του καὶ στὴν στεριὰ τὸν βγάζει,
Θεὸν μαζὶ καὶ Ἅγιον διάκος ἐγκωμιάζει.

Τὰ εἶπε ὁ διάκονος ὅλα στὸν πατριάρχη,
εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα τὰ ὅσα εἶχε πάθει.

Ἔλλειψη εἴχανε νεροῦ τότε στὸ μοναστήρι,
ποὺ μὲ τὰ ζῶα ἔφερναν μακρὰ οἱ καλογῆροι.

Ὁ Ἅγιος Εὐθύμιος μία βραδιὰ ἐφάνη,
διὰ τὴν ἔλλειψι νεροῦ τοῦ εἶπε τὶ νὰ κάνη.

Τοῦ εἶπε νὰ κάνουν δέησι, γιατὶ μετὰ τρεῖς ὧρες
θὰ στείλῃ ὁ Θεὸς βροχὴ μὲ καταχνιὰ καὶ μπόρες.

Τὴν ἄλλη μέρα τὸ πρωῒ οἱ οὐρανοὶ ἀνοῖξαν,
ἡγούμενος καὶ μοναχοὶ Θεὸν εὐχαριστοῦσαν.

Ἔκτισε δυὸ δεξαμενὲς εἰς τὴν μονὴ ποὺ ζοῦσε,
ὁ ἅγιος Εὐθύμιος τὴν μίαν ἐκρατοῦσε.

Σὰν ξηρασία ἔπιανε ποὺ ἦταν καλοκαίρι,
τὴν πόρτα τὴν ἐκλείδωναν τότε οἱ καλογέροι.

Ἐπῆγε ἕνας βάρβαρος καμήλα νὰ ποτίσῃ,
βρίσκει δεξαμενὴ κλειστὴ καὶ εἶχεν ἀγανακτήσει.

Τότε αὐτὸς ἐθύμωσε καὶ ἔσπασε τὴν πόρτα,
εὐθὺς ἐδαιμονίσθηκε καὶ ἔπεσε χάμω πρῶτα.

Ἀμέσως τότε ἔβγαζε ἀφροὺς ἀπὸ τὸ στόμα,
τὸν φέρνει τότε στὴν μονὴ εἷς χριστιανὸς ἀκόμα.

Τὸν πήγανε οἱ μοναχοὶ στὸν τάφο τοῦ ἁγίου,
ἡ χάρις τὸν θεράπευσε τοῦ ἁγίου Εὐθυμίου.

Βαπτίστηκε ὁ βάρβαρος μετὰ τὴν θεραπεία,
ἀπὸ τὴν βαρβαρότητα ἦρθε σ᾿ Ὀρθοδοξία.

Θέλησε ἕνας μοναχὸς τοῦ Ἁγίου Εὐθυμίου,
νὰ ἔγραφε τὸν βίον του σελίδες τοῦ βιβλίου.

Ὁ Ἅγιος Εὐθύμιος τοῦ δίνει θεία χάρι,
τὸν πότισε ἕνα γλυκό, φώτισι γιὰ νὰ πάρῃ.

Κατάλαβε ὁ μοναχὸς ἄρεσε τοῦ ἁγίου,
καὶ ἔγραψε βίον ὁλόκληρον τ᾿ ἁγίου Εὐθυμίου.