20 Ἰανουαρίου
Ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος ἦταν στὴνἈρμενία, Ὅμως παιδὶ δὲν εἴχανε τότε τὰ πρῶτα χρόνια, Ἔκαναν ὅμως προσευχὴ εἰς τὸν Θεὸν οἱ δύο, Εὐθύμιον τὸν βάπτισαν καὶ ἡ ὀνομασία, Τριῶν χρονῶν ὀρφάνεψε τότε ἀπὸ πατέρα, Ἐπῆρε τὸν Εὐθύμιο, ἐπίσκοπο ἀνταμώνει, Ὅταν τὸν εἶδε ὁ ἐπίσκοπος καὶ τὰ χαρίσματά του, Καὶ μελετοῦσε ὁ μικρὸς τοὺς βίους τῶν Ἁγίων, Ἤθελε νὰ τοὺς μιμηθῇ καὶ ἅγιος νὰ γίνῃ, Ἦταν εἴκοσι ὀκτὼ χρονῶν τότε στὴν ἡλικία, Ἐπίσκοπος Εὐτρώϊος τὸν πάει σὲ μοναστήρι, Φροντίδες τοῦ μοναστηριοῦ τὸν εἴχανε ζαλίσει, Προσκύνησε καὶ ἀσκητὰς ποὺ εἶχε συναντήσει, Στὴν Λαύρα πῆγε τῆς Φαρὰν ηὕρηκεν ἡσυχία, Θεόκτιστος ὁ ἀσκητὴς ζοῦσε ἐκεῖ πλησίον, Πάλι ξανακατέβαιναν καθένας στὸ κελί του, Σὰν πέντε χρόνια πέρασαν στὴν ἔρημο πηγαίνουν, Ἐκεῖ δὲν εἴχανε ψωμὶ νὰ τρῶνε ὅπως πρῶτα, Ἔφεραν μερικοὶ βοσκοὶ πρόβατα νὰ βοσκήσουν, Ὅταν τοὺς εἶδαν οἱ βοσκοί, ἄφωνοι εἶχαν μείνει, Ἕνα παιδὶ θεράπευσε ἀπὸ τὴν Ἀραβία, Ἐρχότανε οἱ ἄρρωστοι γιὰ νὰ θεραπευθοῦνε, Φεύγει μὲ ἕνα μαθητὴ πάει στὴν Ἀραβία, Δὲν τὸν ἀφῆναν ἥσυχο νὰ ἔχῃ ἡσυχία, Τὸν ἐπαρακαλέσανε νὰ γίνουν καλογῆροι, Στὸν Ἅγιο Εὐθύμιον καθημερινῶς ἀνθρῶποι, Μιὰ μέρα τετρακόσιοι πήγανε ἀπὸ τὴν Ἀρμενία, Λίγα εἶναι τὰ τρόφιμα, τοῦ λέγει ὁ ἀρχοντάρης, Σύρε, τοῦ λέγει ὁ ἄνθρωπος, νὰ πᾶς στὴν ἀποθήκη, Μετάνιωσε ὁ μοναχὸς σὰν εἶδε αὐτὸ τὸ θαῦμα, Τοῦ ἔκανε ἕνα μάθημα γιὰ τὴν φιλοξενία, Στὰ μέρη αὐτὰ συνέπεσε μεγάλη ἀνομβρία, Τοὺς ἀπαντᾷ ὁ ἅγιος γιὰ αὐτὲς τὶς ἀνομβρίες, Προσεύχεται ὁ ἅγιος καὶ μοναχοὶ συνάμα, Ἔλεγε εἰς τοὺς μοναχοὺς σὲ θεία λειτουργία, Σὰν κοινωνοῦσαν ἄνθρωποι ἔβλεπε πρόσωπό τους, Ἄλλοι φαινόταν φωτεινοί, ὄμορφοι καὶ ὡραῖοι, Σὲ λαϊκοὺς καὶμοναχοὺς μιὰ συμβουλὴ τοὺς δίνει, Τὸν ἑαυτόν τους πιὸ μπροστὰ πρέπει νὰ ἑτοιμάζουν, Ὁ Ἅγιος Σάββας ὡς παιδὶ ἐπῆγε στὴν μονή του, Τοῦ ἔγραψεἐπιστολὴ ἐκεῖ νὰ τὸν κρατήσῃ, Ἐβάδιζεν ὁ Ἅγιος μὲ μοναχὸν καὶ Σάββα, Ὁ Σάββας δίψασε πολὺ ποὺ πήγαινε μαζί του, Τὴν γῆ τότε ἐσκάλισε μὲ ἕνα σκαλιστήρι, Ἤτανε προορατικός, τὸ τέλος του γνωρίζει, Τώρα τοὺς δίνει συμβουλὲς δι᾿ ἀναχώρησί του, Τοὺς λέγει ὅτι αὔριο στὸν οὐρανὸ πηγαίνει, Εἶπε ἀπ᾿ ὅλες ἀρετὲς νὰ ἔχετε ἀγάπη, Κοιμήθηκε παραμονὴ Ἁγίου Ἀντωνίου, Τὸ ἔτος ἐκοιμήθηκε τετρακόσια ἑβδομῆντα τρία, Ὁ πατριάρχης ἔφθασε μὲ τὴν ἀκολουθία, Καὶ τώρα λίγα θαύματα τ᾿ ἁγίου Εὐθυμίου, Διάκος ἀπὸ Ἱεροσόλυμα ταξίδευε στὴν πόλι, Ὁ διάκος παρακάλεσε τότε στὴν προσευχή του, Ἐφάνηκεν ὁ ἅγιος στὰ κύματα ἐπάνω, Εἶμαι, τοῦ λέγει, ὁ Εὐθύμιος, αὐτὴ ἡ ναυσιπλοΐα Τὸν βάζει στὸν μανδύα του καὶ στὴν στεριὰ τὸν βγάζει, Τὰ εἶπε ὁ διάκονος ὅλα στὸν πατριάρχη, Ἔλλειψη εἴχανε νεροῦ τότε στὸ μοναστήρι, Ὁ Ἅγιος Εὐθύμιος μία βραδιὰ ἐφάνη, Τοῦ εἶπε νὰ κάνουν δέησι, γιατὶ μετὰ τρεῖς ὧρες Τὴν ἄλλη μέρα τὸ πρωῒ οἱ οὐρανοὶ ἀνοῖξαν, Ἔκτισε δυὸ δεξαμενὲς εἰς τὴν μονὴ ποὺ ζοῦσε, Σὰν ξηρασία ἔπιανε ποὺ ἦταν καλοκαίρι, Ἐπῆγε ἕνας βάρβαρος καμήλα νὰ ποτίσῃ, Τότε αὐτὸς ἐθύμωσε καὶ ἔσπασε τὴν πόρτα, Ἀμέσως τότε ἔβγαζε ἀφροὺς ἀπὸ τὸ στόμα, Τὸν πήγανε οἱ μοναχοὶ στὸν τάφο τοῦ ἁγίου, Βαπτίστηκε ὁ βάρβαρος μετὰ τὴν θεραπεία, Θέλησε ἕνας μοναχὸς τοῦ Ἁγίου Εὐθυμίου, Ὁ Ἅγιος Εὐθύμιος τοῦ δίνει θεία χάρι, Κατάλαβε ὁ μοναχὸς ἄρεσε τοῦ ἁγίου, |