Γεννήθηκε ὁ Ἅγιος καὶ εἶχε γιὰ πατρίδα,
περιοχὴ στὴν Αἴγυπτο ποὺ λέγεται Θηβαΐδα.
Στὰ δέκα πέντε χρόνια του πέθαναν οἱ γονεῖς του,
κι ἔμεινε τότε ὀρφανὸς μόνον μὲ ἀδελφή του.
Ὁ ἄνδρας ὅμως ἀδελφῆς ἐπρόδωσε τὸν Παῦλο,
στὸν Δέκιο τὸν βασιλιὰ εἰδωλολάτρη ἄλλο.
Πῶς εἶν᾿ ὁ Παῦλος χριστιανὸς καὶ νὰ τὸν κινηγήσῃ,
καὶ ὁ γαμβρός του κτήματα νὰ τὰ κληρονομήσῃ.
Τότε ὁ Παῦλος ἔφυγε, στὴν ἔρημο πηγαίνει,
εὑρῆκε ἕνα σπήλαιο κι εὐθὺς σὲ ἐκεῖνο μένει.
Ἀπ᾿ ἔξω εἶχε μιὰ πηγή, φοίνικα φυτευμένο,
καὶ προσευχόταν στὸν Θεὸ μὲ πνεῦμα ἀναπαυμένον.
Τράντα χρόνια στὴν σπηλιὰ καὶ εἶχε γιὰ τροφή του,
φοίνικες, χόρτα καὶ νερό· ἔτρεφε τὸ κορμί του.
Τὸν ἐλυπήθηκε ὁ Θεὸς μὰ κόρακα τοῦ στέλνει,
μισὸ ἄρτο καθημερινῶς νὰ τρώῃ, νὰ χορταίνῃ.
Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος στὴν ἔρημο ἐζοῦσε,
ἦταν ἐνενήντα ἐτῶν μιὰ μέρα ἀποροῦσε,
ἂν μοναχὸς στὴν ἔρημο ἐτότε κατοικοῦσε.
Τὴν νύχτα ἕνας ἄγγελος τοῦ δίνει ὁδηγία,
μέσα βαθειὰ στὴν ἔρημο νὰ πάῃ πεζοπορία.
Ὅταν θὰ πᾷς στὴν ἔρημο θὰ βρῇς ἀββᾶ τὸν Παῦλο,
ποὺ ξεπερνᾶ στὴν ἀρετὴ κι ἐσένα δίχως ἄλλο.
Δέκα καὶ πέντε ἦν χρονῶν σὰν ἔφυγε ἀπ᾿ τὸν κόσμο,
στὴν ἔρημο κατοίκησε εἰς τοῦ Θεοῦ τὸν δρόμο.
Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος εὐθὺς ἀποφασίζει,
μὲ μήνυμα ἀγγελικὸ στὴν ἔρημο βαδίζει.
Δὲν σκέφθηκε τὰ γηρατειὰ τῶν ἐνενήντα χρόνων,
ἦταν Θεοῦ τὸ θέλημα· αὐτὸ σκεπτόταν μόνο.
Ὁ ἥλιος ἦταν καυτερός, τὸν εἶχε ζεματίσει,
ἐκεῖνος ὅμως στὸν Θεὸ ἐλπίδα εἶχε ἀφήσει.
Τρεῖς μέρες τώρα περπατῇ μὲ μιὰν ἐλπίδα μόνο,
τὸ μόνο ποὺ συνάντησε φαντάσματα δαιμόνων.
Φαινόταν μισὸς ἄνθρωπος, ἄλλος μίσος σὰν ἵππος,
καὶ ἄλλος ὡς ὁ σάτυρος τοῦ σατανᾶ ὁ τύπος.
Ἄλλος σὲ σχῆμα πίθηκος, κέρατα στὸ κεφάλι,
καὶ ἄλλος εἰς τὰ πόδια του σὰν τῆς κατσίκας πάλι.
Ἐλπίδα εἶχε Ἀντώνιος σ᾿ ἀληθινὸ Θεό του,
δὲ δείλιασε μὲ προσευχὴ τὸν εἶχε βοηθόν του.
Τὴν τρίτη μέρα ἐβάδιζε, βλέπει ἕνα λιοντάρι,
ὁ ἅγιος τ᾿ ἀκολούθησε στὸ δρόμο ποὖχε πάρει.
Ἔφτασε εἰς τὸ σπήλαιον τοῦ Παύλου τοῦ ὁσίου,
καὶ ἐχαιρόταν ἡ ψυχὴ τ᾿ ἁγίου Ἀντωνίου.
Ἀκούει λίγο θόρυβο ὁ Ὅσιος στὰ χόρτα,
ἤτανε μὲς στὸ σπήλαιο καὶ ἔκλεισε τὴν πόρτα.
Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος τὸν ἐπαρακαλάει,
νὰ τοῦ ἀνοίξῃ, νὰ τὸν δῇ· γιὰ τοῦτο εἶχε πάει.
Ἕξι ὧρες τὸν παρακαλεῖ κάτω στὴ γῆ πεσμένος,
μὲ ὁδοιπορία ἤτανε πολὺ ἐξαντλημένος.
Ὁ ὅσιος τὸν δοκίμαζε ὁ ἥλιος πρὸς τὴ δύσι,
δὲν ἤθελε τὸν Ἅγιο νὰ τὸν ταλαιπωρήσῃ.
Τὸν ἔρωτα ὁ ὅσιος στὸ σπήλαιο κλεισμένος,
ποιὸς ἦταν καὶ τὶ ἤθελε στὴν ἔρημο φερμένος.
Ἀπήντησε ὁ Ἀντώνιος στὸν ὅσιο τὸν Παῦλο,
δὲν φεύγω ὅταν δὲ σὲ δῶ τοῦ εἶπε δίχως ἄλλο.
Ἔκλαιγε ὁ Ἀντώνιος καὶ τὸν παρακαλοῦσε,
νὰ τὸν ἰδῇ καὶ νὰ μιλοῦν αὐτὸ ἐπιθυμοῦσε.
Ἀμέσως τότε ἄνοιξε ὁ Ὅσιος τὴν πόρτα,
τὸν ὑπεδέχθη μὲ χαρὰ ἀφοῦ ἀσπαστῆκαν πρῶτα.
Πῆραν πνευματικὴ χαρὰ ὅταν συνομιλοῦσαν,
γιὰ πράγματα ὠφελιμα μαζὶ ἐσυζητοῦσαν.
Ἔξαφνα βλέπουν καὶ οἱ δύο κόρακα νὰ πετάῃ,
ἄρτο ἕνα ὁλόκληρο ἀνάμεσά τους πάει.
Καὶ λέει στὸν Ἀντώνιο ἑξήντα χρόνια φέρνει,
ὁ κόρακας μισὸ ψωμὶ καὶ τρώει καὶ χορταίνει.
Σήμερα ὁ ἀγαθὸς Θεὸς δική σου παρουσία,
ἐδιπλασίασε τροφὴν τοῦ ἄρτου τὴν οὐσία.
Εὐλόγησαν καὶ φάγανε, Θεὸν εὐχαριστῆσαν,
καὶ ἀγρυπνία ἔκαναν, μὲ προσευχὴ ἀρχίσαν.
Ὁ Ὅσιος στὸν Ἀντώνιο λέγει ἀποκάλυψί του,
ὅτι τοῦ εἶπε ὁ Θεὸς γιὰ τὴ συνάντησή του.
Τοῦ εἶπε πὼς θὰ κοιμηθῇ, θὰ τὸν ἐνταφιάσῃ,
ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος ἔκλαιγε· τὰ ῾χε χάσει.
Τοῦ εἶπε νὰ μὴ βαρεθῇ τ᾿ Ἁγίου Ἀντωνίου,
μανδύα θέλει σάβανο Ἁγίου Ἀθανασίου.
Φεύγει ἐτότε τρέχοντας, πηγαίνει στὸ κελί του,
μανδύα Ἀθανασίου τὸν ἔφερε μαζί του.
Ἔφθασε εἰς τὸ σπήλαιον, τὸν ηὗρε πεθαμένο,
γονατισμένος ἤτανε, τὸ σῶμα ὑψωμένο.
Τὸ ἱερό του λείψανο μ᾿ εὐλάβεια μεγάλη,
τ᾿ ἀγκάλιασε, τὸ φίλησε, μὲ κλάματα καὶ πάλι.
Μὲ τὸ μανδύα τύλιξε τ᾿ Ἁγίου Ἀθανασίου,
κατὰ ἐπιθυμία του, τοῦ Παύλου τοῦ Ὁσίου.
Οἰκονομίᾳ τοῦ Θεοῦ ἤρθανε δύο λιοντάρια
ἐσκάψανε τὸν τάφο του σὰν νέα παλικάρια.
Καὶ ἔθαψεν ὁ Ἀντώνιος, Παύλου Θηβαίου σῶμα,
ἐκεῖ κοντὰ στὸ σπήλαιο, τὸ σκέπασε μὲ χῶμα.
Γιὰ ἔνδυμα ὁ ὅσιος εἶχε φοινίκων φύλλα,
καὶ σκέπαζε τὸ σῶμα του γιὰ ἡλίου τὴ μαυρίλα.
Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος τὸν ἔφερε μαζί του,
νὰ τὄχῃ γιὰ ἐνθύμιον Ὁσίου στὸ κελί του.
Στὸ σπήλαιο ὁ Παῦλος ἔζησε ἐνενῆντα ἕνα χρόνια,
σύντροφο εἶχε τὸν Θεὸ καὶ στὰ βουνὰ τὰ χιόνια.
Ὅλα τα ἔτη ἔζησε ἑκατὸν δέκα τεσσάρων,
ἀπὸ τὸν κόσμο ἔφυγε στὰ χρόνια των βαρβάρων.
|