Ὅποιος μὲ ἐπιμέλεια τὸν βίο αὐτὸ διαβάσῃ,
πρέπει ἂν εἶναι χριστιανός, ἀπὸ καρδιᾶς νὰ κλάψῃ.
Σὰν ἕνα μοσχολούλουδο φύτρωσε στὴν αὐλή του,
μὲ ὑπομονὴ καὶ προσευχὴ ἔσωσε τὴν ψυχή του.
Γεννήθηκεν ὁ Ἅγιος ἐν Κωνσταντινουπόλει,
τὸ τετρακόσια ἑξῆντα μετὰ Χριστόν, τὸν καμαρῶναν ὅλοι.
Πατέρας του ὁ Εὐτρόπιος, μητέρα Θεοδώρα,
ἤτανε πλούσιος πολύ, ἄρχοντας μέσ᾿ στὴν χώρα.
Ἐζούσανε χριστιανικὰ στὴν οἰκογένειά τους,
ὁ Ἰωάννης ὁ μικρὸς ἐσπούδαζε κοντά τους.
Τὰ ἱερὰ τὰ γράμματα ἤθελε νὰ σπουδάσῃ,
τὰ πλούτη καὶ ἀξιώματα νὰ τὰ παραπετάξῃ.
Ἔγινε δώδεκα χρονῶν, πήγαινε στὸ σχολεῖο,
ἐδιάβαζε Ἁγία Γραφή, τὸ ἱερὸ βιβλίο.
Ποθεῖ τὴν τελειότητα καὶ θέλει νὰ μονάσῃ,
σὲ μοναστήρι νὰ βρεθῇ, γονεῖς του νὰ ξεχάσῃ.
Στὸ σπίτι τους ἐκεῖ κοντὰ καλόγερος περνοῦσε,
ὁ Ἰωάννης τὸν ρωτᾶ· ποῦ ἦταν καὶ ποῦ ζοῦσε.
Τὸν ἐρωτοῦσε ἀρκετά, ἦταν μικρὸ κοπέλι,
κι ἔπαιρνε ἀπάντησι, γλυκύτερη ἀπ᾿ τὸ μέλι.
Τὸν παρακάλεσε θερμὰ σὰν πάῃ στὸ μοναστήρι,
νὰ πάῃ καὶ αὐτὸς μαζί, μὴν τοῦ χαλάῃ χατήρι.
Θέλω νὰ γίνω μοναχός, προτοῦ γονεῖς τὸ μάθουν,
γιατὶ δὲν ἐπερίμεναν τέτοια δουλειὰ νὰ πάθουν.
Καὶ βλέποντας ὁ μοναχὸς ἐπιθυμία τόση,
ἠθέλησε τὸν πόθο του νὰ τόνε ἐκπληρώσῃ.
Χαρὰ μεγάλη ἔτρεφε τώρα τὸν Ἰωάννη,
Ἀέναη τὴν προσευχὴ μὲ τὸν Χριστὸ νὰ κάνῃ.
Ζητάει Εὐαγγέλιο, δῶρο ἀπ᾿τοὺς γονεῖς του,
νὰ τὸ ἔχῃ γιὰ ἐνθύμιο σὲ ὅλη τὴν ζωή του.
Εἶπε εἰς τὴν μητέρα του τὸ ἱερὸ βιβλίο,
θὰ τὄχε νὰ τὸ διάβαζε σὰν ἦταν στὸ σχολεῖο.
Ἐχάρηκεν ἡ μητέρα του, δῶρο ποὺ ῾χε ζητήσει,
τὄδωσε στὸν χρυσοχόο νὰ τὸ διακοσμήσῃ.
Ὁ Ἰωάννης εὐχαριστεῖ γιὰ δῶρο τὴν μητέρα,
ἐφίλησε τὰ χέρια της, μαζὶ καὶ τοῦ πατέρα.
Βρίσκει ξανὰ τὸν μοναχὸ ποὖναι στὴν παραλία,
ναῦλα ἐρωτοῦν τὸν ναύαρχο, δίνουν παραγγελία.
Στῶν Ἀκοιμήτων τὴν μονὴ πόσα φλουριὰ κοστίζει,
κι ὁ καπετάνιος ἑκατὸ φλουριὰ ὑπολογίζει.
Ὁ Ἰωάννης τέχνασμα κάνει εἰς τὴν μητέρα,
νὰ πάρῃ ἑκατὸ φλουριὰ γιὰ νὰ τὰ βγάλῃ πέρα.
Τῆς λέγει ὅτι στὸ σχολειὸ τὸν κέρασαν οἱ φίλοι,
καὶ τώρα ἀνταπόδωμα ἐκεῖνος τοὺς ὀφείλει.
Τοῦ ῾δωσαν ἑκατὸ φλουριὰ καὶ ἕναν ὑπηρέτη,
νὰ βοηθᾷ στὸ κέρασμα, νὰ κάνῃ ὅτι πρέπει.
Πῆγαν στὸ σπίτι τοῦ ἀββᾶ μαζὶ μὲ ὑπηρέτη,
τὸν ἄφησε ἐκεῖ κρυφά, στὴν παραλία τρέχει.
Συνάντησε τὸν πλοίαρχο καὶ τὰ φλουριὰ τοῦ δίνει,
τοὖπε θὰ τὰ ξοδεύσουνε σὰν εἶναι καλωσύνη.
Τὴν ἄλλη μέρα στὸ γιαλὸ μὲ τὸν ἀββᾶ πηγαίνει,
μὰ καὶ στὸν ὑπηρέτη του, κάτι τοῦ παραγγέλνει.
Εἰς τὸ σχολεῖο τὸν ἔστειλε νὰ ἰδῇ συμμαθητές του
κι ἔτσι ἦταν ἐλεύθερος νὰ κάνῃ τὶς δουλειές του.
Ὁ Ἰωάννης καὶ ὁ ἀββᾶς ταξίδευαν στὸ πλοῖο,
στῶν Ἀκοιμήτων τὴν μονὴ πορεύονταν οἱ δύο.
Ἀπ᾿ τὸ σχολεῖο στράφηκε ξανὰ ὁ ὑπηρέτης,
ὁ Ἰωάννης ἔλειπε· καθόλου δὲν τὸν βλέπει.
Δὲν τὸν εὑρῆκε πουθενά, ἐγύρισε στὸ σπίτι,
τοὺς εἶπε τὰ καθέκαστα· ὁ Ἰωάννης λείπει.
Γονεῖς του ταραχτήκανε, ψάξανε νὰ τὸν βροῦνε,
τὸ τέλος ὅμως ἤτανε νὰ ἀπογοητευτοῦνε.
Ὁ Ἰωάννης καὶ ὁ ἀββᾶς πῆγαν στὸ μοναστήρι,
εὑρῆκαν τὸν ἡγούμενον καὶ ἄλλοι καλογῆροι.
Σὰν εἶδε ὁ ἡγούμενος μικρὸν τὸν Ἰωάννη,
πὼς δὲν μπορεῖς τὴν ἄσκησιν, τοῦ εἶπε μανι-μάνι.
Τότε τὸν παρακάλεσε νὰ κάνῃ τὴν κουρά του
γιατὶ εἶχε φλόγα στὸν Χριστὸ νὰ βρίσκεται μπροστά του.
Τότε τὸν κάνει μοναχό, ἀγγελικὸ τὸ σχῆμα,
ἀπ᾿ τὰ πολλά του δάκρυα, γιὰ νὰ μὴν ἔχῃ κρίμα.
Ἄρχισε τὸν ἀγώνα του μὲ ἄσκηση μεγάλη,
ἀπέκτησε τὶς ἀρετὲς ποὺ δὲν τὶς εἶχαν ἄλλοι.
Μὲ τὴν πολλή του ἄσκηση καὶ τὴν πολλὴ νηστεία,
ἀδύνατος καὶ ἀγνώριστος ἦταν στὴν κοινωνία,
λίγο νερὸ μὰ καὶ ψωμὶ εἶχε τροφοδοσία.
Τὸν μάλωνε ὁ ἡγούμενος, ὅτι θὰ ἀσθενήσῃ,
καὶ οὔτε τὸν κανόνα του διὰ νὰ ἐξασκήσῃ.
Τὸν ἐφθόνησε ὁ διάβολος, δὲν ἤθελε νὰ βλέπῃ,
ἀπὸ ἕνα νέο μοναχὸ νὰ τόνε καταστρέφῃ.
Γι᾿ αὐτὸ τοῦ φέρνει λογισμούς, στὸ σπίτι του νὰ πάῃ,
νὰ ἰδῇ ἐκεῖ τοὺς δυὸ γονεῖς, γιατὶ τοὺς ἀγαπάει.
Σὰν εἶχε τέτοιους λογισμούς, ἀμέσως βρίσκει λύση,
εἰς τὸν Θεὸν προσεύχεται γιὰ νὰ τοὺς διαλύσῃ.
Ὅμως θυμόταν φαγητά, φορέματα ὡραῖα,
ἀκόμα τοὺς καλοὺς γονεῖς, ποὺ εἶχε γιὰ παρέα.
Ἔνοιωθε νὰ φλογίζονται μέσα τα σωθικά του,
«Ὕπαγε ὀπίσω μου σατανᾶ»κι ηὕρισκε γιατρειά του.
Κύριο ἔχω βοηθόν, ἐσένα δὲν φοβᾶμαι,
δὲν δειλιάζω στὴν ζωὴ καὶ ὅτι θέλεις κάνε.
Τὸν πολεμοῦσε ὁ διάβολος, μὰ αὐτὸς μὲ τὴν νηστεία,
καὶ τὴν θερμή του προσευχή, ἔδιωχνε τὴν δειλία.
Κάποιος τὸν πληροφόρησε, ἀρρώστησε ἡ μητέρα,
ἀλλὰ γιὰ τὸν πατέρα του τὸν εἶχε ρίξει πέρα.
Παρακαλεῖ τὸν γέροντα νὰ τοῦ τὸ ἐπιτρέψῃ,
στὸ σπίτι του τὸ πατρικὸ γιὰ νὰ καλογερέψῃ.
Ἐδέχθηκε ὁ Γέροντας, τοῦ δίνει τὴν εὐχή του,
στὸ σπίτι του τὸ πατρικὸ νὰ σώσῃ τὴν ψυχή του.
Στὸν γέροντα μετάνοια σὲ ὅλοι τσὶ καλογῆροι,
τοὺς χαιρετᾷ ὁ Ἅγιος φεύγει ἀπ᾿ τὸ μοναστήρι.
Στὸ δρόμο βρίσκει μοναχὸ καὶ τότε καταφέρνει,
καινούργια ράσα τοὔδωσε καὶ τὰ παλιά του παίρνει.
Στὴν Πόλιν ὅταν ἔφθασε στὸ πατρικό του σπίτι,
προσεύχεται εἰς τὸν Θεὸ μὴν τὸν ἐγκαταλείπῃ.
Φθάνει στὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ καὶ ἤτανε σκοτάδι,
καὶ προσευχόταν στὸν Θεὸ γιὰ νὰ τὸν παραλάβῃ.
Ξημέρωσε καὶ ἄνοιξε ὁ θυρωρὸς τὴν πόρτα,
καθόλου δὲν τὸν γνώρισε, δὲν ἤτανε σὰν πρῶτα.
Τὸν ρώτησε ὁ θυρωρός· ποιὸς ἦταν, τὶ γυρεύει,
τόσο πρωῒ στὴν πόρτα του πῆγε νὰ ζητιανεύῃ.
Ὁ Ἰωάννης ἀπαντᾶ νὰ κάνῃ καλωσύνη,
γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ σὲ μιὰ γωνιὰ νὰ μείνῃ.
Τόνε λυπᾶταιὁ θυρωρός, σὲ μιὰ γωνιὰ τὸν βάζει,
κι ὅταν ξυπνῆσαν οἱ γονεῖς, στὰ μάτια τοὺς κοιτάζει.
Ἀμέσως τότε γέμισαν μὲ δάκρυα τὰ μάτια,
ἐνόμιζε πὼς βρίσκεται σὲ οὐρανοῦ παλάτια.
Καὶ πάλι προσευχήθηκε καὶ εἶδε τὸν πατέρα,
κι ἀμέσως τὸν ἐρώτησε· τὶ θέλεις ἐδῶ πέρα;
Ξένος, τοῦ λέγει, ἄρχοντα, θέλω εὐγένειὰν σου,
μὴ σιχαθῇς νὰ μὲ δεχθῇς εἰς τὴν ἐξώπορτά σου.
Πατέρας του πονόψυχος, τοῦ λέγει νὰ καθίσῃ,
μέσ᾿ στὴν αὐλὴ δωμάτιο νὰ τοῦ παραχωρήσῃ.
Ὁ Ἰωάννης ἀπαντᾷ, ἀφοῦ εἶχε καλοσύνη,
μία καλύβη στὴν αὐλὴ καὶ μέσα ἐκεῖ νὰ μείνῃ.
Διέταξε Εὐτρόπιο, ἕνα του ὑπηρέτη,
καλύβι νἄχῃ ἡ αὐλή, νὰ εἶναι ὅπως πρέπει.
Καὶ λέει στὴν γυναίκα του, τὸν μοναχὸ λυποῦμαι,
ἴσως τὸν ἔστειλε ὁ Θεός, ἐμεῖς γιὰ νὰ σωθοῦμε.
Σιχαίνεται ἡ μητέρα του, δὲν θέλει νὰ τὸν βλέπῃ,
διότι ἦταν κουρελής, δὲν ἦταν ὅπως πρέπει.
Ὁ ὑπηρέτης ἅρπαξε τότε τὴν εὐκαιρία,
τοῦ εἶπε μέσα νὰ κρυφτῇ, σιχαίνεται ἡ κυρία.
Ὁ Ὅσιος ἐδάκρυσε, κάνει τὴν προσευχή του,
γιατὶ τὸν ἐσιχάθηκε μητέρα ἡ δική του.
Ἔβγαινε κάθε Κυριακή, στὴν ἐκκλησιὰ πηγαίνει,
σὰν τέλειωνε ἡ λειτουργιὰ εἰς τὴν καλύβα μπαίνει.
Τότε θυμήθηκε Χριστὸν τὸν ἄρχοντα μεγάλο,
παλάτι εἶχε οὐρανὸ γεννήθηκε σὲ σταῦλο.
Γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ ἤτανε πεινασμένος,
καὶ κουρελιάρης μοναχὸς σὰν καταδικασμένος.
Ὁ Ἰωάννης μιὰ φορὰ μὲ δεξιοτεχνία,
ὁμίλησε στὴν μητέρα του σὰν βρῆκε εὐκαιρία.
Πολὺ τὴν παρηγόρησε, ἦταν βαθειὰ θλιμμένη,
τὸν ἄκουσε καὶ ἔμεινε κατενθουσιασμένη.
Τοῦ εἶπε καθημερινὰ στὸ σπίτι νὰ πηγαίνῃ,
ποὺ πρῶτα τὸν σιχαίνονταν καὶ στὴν αὐλὴ νὰ μένῃ.
Πατέρας τὸν συμπάθησε, συζήταγε μαζί του,
ἄλλαξε τὶς συνήθειες μὲ τὴν ἐπιρροή του.
Τὸν ὑπηρέτη πρόσταξε νὰ δίνῃ κάθε ἡμέρα,
ἀπ᾿τὸ τραπέζι φαγητὰ στὴν κάλυβα ἐκεῖ πέρα.
Ἐκεῖνος δὲν τὰ ἔτρωγε, ὅλα φτωχούς τὰ δίνῃ,
λίγο ψωμάκι καὶ νερὸ γι᾿ αὐτὸν μόνο ἀφήνει.
Κι αὐτὰ τότε τὰ ἔτρωγε, σὰν πρῶτα κοινωνοῦσε,
τὴν δίαιτα μοναστηριοῦ πάντα τὴν ἐκρατοῦσε.
Τὸ σῶμα ταλαιπώρησε τὰ κόκαλα φαινόνταν,
στὰ χέρια καὶ στὰ πόδια του νεῦρα ξεχωριζόνταν.
Στὴν θύρα τῶν γονέων τοῦ ἔμεινε τρία χρόνια,
ἄφησε ἐκεῖ παράδειγμα ποὺ θὰ ὑπάρχῃ αἰώνια.
Μὲ συμβουλὲς ὁ πατέρας του τοὺς φίλους κάνει πέρα,
καὶ ἀπὸ παρακλήσεις της ποὺ ἔκανε ἡ μητέρα.
Παρουσιάσθηκε ὁ Χριστὸς τὴν νύχτα ποὺ κοιμᾶται,
τὸν ἐσυγχάρηκε πολύ, μὰ καὶ τοῦ διηγᾶται.
Τελείωσαν τὰ βάσανα πνευματικοῦ ἀγώνα
καὶ τώρα θὰ ξεκουραστῇς στὸν ἅπαντα αἰώνα.
Ἐξύπνησε ὁ Ἅγιος, κάνει τὴν προσευχή του,
εὐχαριστοῦσε τὸν Θεὸ διὰ τὴν ἀμοιβή του.
Τότε μετὰ τὴν προσευχὴ κάλεσε τὴν μητέρα,
νὰ πάῃ στὸ καλύβι του τὴν ἴδια τότε μέρα.
Τὸν σήκωσαν, τὸν πήγανε καὶ ἤτανε μπροστά της,
παραγγελίες ἔδινε ν᾿ ἀκούσῃ μὲ τ᾿ αὐτιά της.
Τὴν εὐχαρίστησε πολὺ γιὰ τὴν φιλοξενία,
κι ἔπειτα δίνει ἐντολὴ τὴ θέλει στὴν κηδεία.
Τὰ ἴδια ροῦχα ποὺ φορεῖ θέλει ὅταν πεθάνῃ,
ἡ μάνα του ὁρκίστηκε ὅτι τῆς πῇ θὰ κάνῃ.
Μέσ᾿ στὸ καλύβι ἐπιθυμεῖ μετὰ τὸ θάνατό του,
ἐκεῖ πάντα νὰ βρίσκεται τὸ σῶμα τὸ δικό του.
Δωρίζει τὸ εὐαγγέλιον ποὺ τοῦ τὸ εἶχαν δώσει,
τὸ γνώρισαν καὶ κλαίγανε τὸ πῶς νὰ φανερώσῃ.
Σὰν ἔβλεπε ὁ Ὅσιος οἱ δύο γονεῖς νὰ κλαῖνε,
τότε ἐφανερώθηκε τὰ σπλάχνα νὰ μὴν καῖνε.
Ὁ Ἰωάννης εἶμαι ἐγώ, παιδὶ ἀγαπητό σας,
κι αὐτὸ τὸ Εὐαγγέλιον, τὸ δῶρο τὸ δικό σας.
Τὸν πῆραν καὶ τὸν φίλησαν μέσα στὴν ἀγκαλιά τους,
ἔκλαιγαν καὶ θρηνούσανε διὰ τὴν μοναξιά τους.
Τὸ γεγονὸς τὸ ἔμαθαν μέσ᾿ εἰς τὴν Πόλιν ὅλοι·
ἐθαύμασαν τὸν βίον του, τὴν ἱστορία ὅλη.
Ὁ Ἅγιος προσεύχεται μὲ τὸ Ἀμὴν ποὺ λέει,
πετᾷ ἡ ἅγια του ψυχὴ στὸν οὐρανὸ καὶ πλέει.
Ξέχασε ἡ μητέρα του μὲς τὴν παραφροσύνη,
τοῦ βγάζει τὰ παλιόρασα, μὲ νέα νὰ τὸν ντύνῃ.
Σεισμὸς μεγάλος ἔγινε, τοῦ βάζει πάλι ράσα,
καὶ τότε πιὰ καὶ οἱ βροντὲς καὶ ὁ σεισμὸς περάσαν.
Μέσ᾿ στὸ καλύβι ἔγινε ὁ τάφος ὁ δικός του,
ἐκεῖ ποὺ ἐταλαιπώρησε ἴδιος τὸν ἑαυτόν του.
|