13 Ἰανουαρίου
Στὴν Λάμψακο γεννήθηκε ὁ Καυσοκαλυβίτης, Γονεῖς του ἦσαν εὐσεβεῖς, δὲν εἶχαν ἀποκλείσει, Καὶ τοὺς ἐχάρισε ὁ Θεὸς ἀγόρι τὸ ὄνομά του, Τὰ ἱερὰ τα γράμματα δίδασκαν οἱ γονεῖς του, Ὅταν μεγάλωσε ἀρκετὰ κι ἦρθε σὲ ἡλικία, Ἔψαλε μέσα στὸν ναό, ἦταν εὐτυχισμένος, Μὲ τὰ παιδιὰ δὲν ἔπαιζε, δὲν ἔκανε παρέα, Ἐπήγαινε στοὺς ἀσκητὲς ἦταν ἐκεῖ πλησίον Ὅμως μιὰ φλόγα θεϊκὴ ἄναβε στὴν καρδιά του, Ἔβγαζε ἀρκετὲς φορὲς καὶ τὰ ἐνδύματά του, Ἀλλὰ καὶ ἄρτους ἔδινε κρυφὰ στοὺς πεινασμένους, Οἱ ἄνθρωποι καταλάβαιναν ποιὰ ἦταν ἡ αἰτία, Γονεῖς του ἐλησμόνησαν τὴν ἀφιέρωσή του, Μὰ ὁ καλὸς ὁ Μανουὴλ μὲ τὴν καλὴ τὴν σκέψη, Στὰ χρόνια του δεκαεννιά, ξεχνᾶ γονεῖς καὶ κόσμο, Σὲ μοναστήρι ἔφτασε καὶ μοναχὸς ἐκάρη, Στὸν ἑαυτόν του ἐπέβαλε πολλὴ σκληραγωγία, Ἀπὸ τὴν Θράκη ἔφυγε πρὸς τὴν Μακεδονία, Ἐκεῖ ἔμεινε ὁ Μάξιμος στὴν συναναστροφή τους, Πῆγε Κωνσταντινούπολιν, ναὸ τῆς Παναγίας, Ἀνδρόνικος ὁ βασιλεὺς ποὺ ἦταν στὸ παλάτι, Συνομιλία ἄρχισαν· λέγει στὸν βασιλέα, Εἰς τὸν ναὸ τῶν Βλαχερνῶν ἦταν τῆς Θεοτόκου, Μὲ πείνα δίψα προσευχὴ καὶ δάκρυα στὰ μάτια, Ἀπὸ τὴν Πόλι ἔφυγε, πάει στὴ Θεσσαλονίκη, Γιὰ Ἅγιον Ὄρος ξεκινᾷ, πάει νὰ προσκυνήσῃ, Καὶ τελευταία ἔφτασε εἰς Λαύρα Ἀθανασίου, Στὸ τέλος ἀπεφάσισε καὶ ἔμεινε στὴν Λαύρα, Τότε τὸν ἐδιόρισαν στὴν ἐκκλησιὰ νὰ ψάλῃ· Τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ» εἶχε στὴν προσευχή του, Εἰς τὰ στασίδια νάρθηκα, μέσα στὴν ἐκκλησία, Ἀπ᾿ τὸ τραπέζι ἔπαιρνε λίγη τροφὴ νὰ ζήσῃ, Εἰς τὴν κορφὴ τοῦ ᾿Ἄθωνα ἐπεθύμησε νὰ ἀνέβῃ, Ἁγίων Πατέρων Κυριακή, βλέπει τὴν Παναγία Τοῦ λέγει εἰς τὸν Ἄθωνα, ὦ Μάξιμε, ἀνέβα Εἶδε στὴν Λαύρα τρεῖς φορὲς αὐτὴν τὴν ὀπτασία Τρία ἡμερονύχτια ἔμεινε εἰς τὸν Ἄθω, Εἶχε μεγάλους πειρασμοὺς ἀπ᾿ τοῦ ἐχθροῦ διαβόλου, Κάνει βροντὲς καὶ ἀστραπὲς καὶ πέτρες ξεκολλοῦσαν, Ψεύτικα ἦσαν ὅλα αὐτά, τὸν Ἅγιο νὰ φοβίσουν, Ἦταν σὰν ἀγριάνθρωποι, δόρατα καὶ σφεντόνες, Χάρι Ἁγίου πνεύματος τὸν Μάξιμο σκεπάζει, Κάνει θερμὰ τὴν προσευχὴ Θεὸν καὶ Θεοτόκος Κρατοῦσε εἰς τὰ χεῖράς της τὸν ἅγιον της τὸν τόκο, Ἐπίστεψεν ὁ Ὅσιος στὴν θεία ὀπτασία, Ἔπεσε τοὺς προσκύνησε, ἡ Παναγία τοῦ λέγει, Μὲ ἀρετὲς στὸν Ἄθωνα διδάσκαλος θὰ γίνῃς, Ἔλαβε ἄρτο οὐράνιο γιὰ νὰ τραφῇ τὸ σῶμα, Κατέβηκε ἀπὸ τὸν Ἄθωνα, εἶπε τὴν ὀπτασία, Ὁ γέροντας τὰ λόγια του τὰ θεωροῦσε πλάνη, Οἱ ἄνθρωποι τὸν ἔλεγαν πὼς εἶναι πλανεμένος, Περπάταγε ξυπόλητος σὰν τὸ ἐρημοπούλι, Καμιὰ φορὰ τὴν πείνα του γιὰ νὰ παρηγορήσῃ, Πολλὲς μεγάλες ἀρετὲς εἶχε εἰς τὴν ζωή του, Εἷς μοναχὸς Νικόδημος ἤθελε συμβουλή του, Λέγει εἰς τὸν Νικόδημο· σύντομα θὰ ἀποθάνω, Τὴν τάδε μέρα τοῦ μηνὸς θὰ εἶναι ἡ κοίμησίς του, Ὅπως καὶ ἔτσι ἔγινε, τὰ εἶχε αὐτὰ προείπει, Δεκάτη Τρίτη τοῦ μηνὸς τοῦ Ἰανουαρίου, Ἐνενήντα καὶ πέντε ἐτῶν ἦταν στὴν ἡλικία, Ὁ Ὅσιος δίνει ἐντολὴ στὸν ἐνταφιασμό του, Σὰν ἔμαθαν τὴν κοίμηση οἱ Ἅγιοι Πατέρες, Στερήθηκαν θεόσοφον, μέγα διδάσκαλόν τους, Γράφομεν λίγα θαύματα ἀπὸ βίον τοῦ Ἁγίου, Μὲ ἄλλον ἔφυγε μονὴν τὴν τοῦ Βατοπαιδίου, Ὅμως δὲν ἤτανε ἐκεῖ καὶ κοίταζε πιὸ πέρα, Ἐτρόμαξα ποὺ ἐρχότανε πετώντας πρὸς ἐμένα, Μοῦ λέει θὰ γίνῃς ἡγούμενος, μὰ καὶ Μητροπολίτης, Δαιμονισμένο φέρανε στῆς Λαύρας τὸ λιμάνι, Στὸν Ὅσιον τὸν ἔφεραν νὰ τὸν ἐλευθερώσῃ, Προσεύχεται ὁ Μάξιμος, τοῦ δίνει ἕνα παξιμάδι, Ἔγινεν ὁ ἄνθρωπος καλὰ ποὺ εἶχεν ἀρρωστήσει, |