Ὅσιος Μάξιμος ὁ Καυσοκαλύβης

13 Ἰανουαρίου

Στὴν Λάμψακο γεννήθηκε ὁ Καυσοκαλυβίτης,
ὕστερα ἐπροόδευσε, λαμπρὸς Ἁγιορείτης.

Γονεῖς του ἦσαν εὐσεβεῖς, δὲν εἶχαν ἀποκλείσει,
παρακαλοῦσαν τὸν Θεὸ τέκνο νὰ τοὺς χαρίσῃ.

Καὶ τοὺς ἐχάρισε ὁ Θεὸς ἀγόρι τὸ ὄνομά του,
τὸ βάπτισαν «Μανουὴλ» δῶρο Θεοῦ μπροστά του.

Τὰ ἱερὰ τα γράμματα δίδασκαν οἱ γονεῖς του,
ἔγινε νέος εὐσεβὴς εἰς τὴν ὑποταγή τους.

Ὅταν μεγάλωσε ἀρκετὰ κι ἦρθε σὲ ἡλικία,
ἀφιερώθη στὸν Θεὸν Ναὸν στὴν Παναγία.

Ἔψαλε μέσα στὸν ναό, ἦταν εὐτυχισμένος,
παρακαλεῖ τὴν Παναγιὰ ἦν εὐχαριστημένος.

Μὲ τὰ παιδιὰ δὲν ἔπαιζε, δὲν ἔκανε παρέα,
εἶχε τὸν γέροντα καὶ ἄκουε ὡραῖα.

Ἐπήγαινε στοὺς ἀσκητὲς ἦταν ἐκεῖ πλησίον
ἔπαιρνε ὡραῖες συμβουλὲς γιὰ τὸν δικό του βίο.

Ὅμως μιὰ φλόγα θεϊκὴ ἄναβε στὴν καρδιά του,
νὰ ἀφήσῃ τὰ ἐγκόσμια, νὰ ῾ναι στὴν μοναξιά του.

Ἔβγαζε ἀρκετὲς φορὲς καὶ τὰ ἐνδύματά του,
ἔντυνε μ᾿ αὐτὰ φτωχούς, χαιρόταν ἡ καρδιά του.

Ἀλλὰ καὶ ἄρτους ἔδινε κρυφὰ στοὺς πεινασμένους,
ἔπειτα κάνει τὸν χαζό, ταπείνωσι ντυμένος.

Οἱ ἄνθρωποι καταλάβαιναν ποιὰ ἦταν ἡ αἰτία,
ἀνόητος δὲν ἤτανε, ἦταν φιλανθρωπία.

Γονεῖς του ἐλησμόνησαν τὴν ἀφιέρωσή του,
νὰ τὸν παντρέψουν θέλησαν, μὰ καὶ νὰ ζῇ μαζί τους.

Μὰ ὁ καλὸς ὁ Μανουὴλ μὲ τὴν καλὴ τὴν σκέψη,
τὸν γάμο τὸν ἀπέρριψε, δὲν ἤθελε τὴν σχέση.

Στὰ χρόνια του δεκαεννιά, ξεχνᾶ γονεῖς καὶ κόσμο,
Γάνος στὸ Ὄρος προχωρεῖ, μοναχικὸ τὸν δρόμο.

Σὲ μοναστήρι ἔφτασε καὶ μοναχὸς ἐκάρη,
Μάξιμος ὀνομάστηκε μὲ τοῦ Θεοῦ τὴν χάρι.

Στὸν ἑαυτόν του ἐπέβαλε πολλὴ σκληραγωγία,
νηστεία καὶ τὴν προσευχή, μὰ καὶ τὴν ἀγρυπνία.

Ἀπὸ τὴν Θράκη ἔφυγε πρὸς τὴν Μακεδονία,
εὑρῆκε ἀνθρώπους σὲ σπηλιές· ζούσανε σὰν θηρία.

Ἐκεῖ ἔμεινε ὁ Μάξιμος στὴν συναναστροφή τους,
ἀπέκτησε τὶς ἀρετὲς ποὺ εἴχανε μαζί τους.

Πῆγε Κωνσταντινούπολιν, ναὸ τῆς Παναγίας,
δίχως παπούτσια καὶ σκουφί· ἔκανε ἀγρυπνία.

Ἀνδρόνικος ὁ βασιλεὺς ποὺ ἦταν στὸ παλάτι,
ἐκάλεσε τὸν Μάξιμο νὰ τὸν ρωτήσῃ κάτι.

Συνομιλία ἄρχισαν· λέγει στὸν βασιλέα,
νοήματα Θείων Γραφῶν, λόγια πολὺ ὡραῖα.

Εἰς τὸν ναὸ τῶν Βλαχερνῶν ἦταν τῆς Θεοτόκου,
τὴν νύχτα ἀγωνιζότανε σωματικοῦ τοῦ κόπου.

Μὲ πείνα δίψα προσευχὴ καὶ δάκρυα στὰ μάτια,
σ᾿ ἀνθρώπους κάνει τὸν χαζό, γκρεμίζει τὰ παλάτια.

Ἀπὸ τὴν Πόλι ἔφυγε, πάει στὴ Θεσσαλονίκη,
τὸν Ἅγιο Δημήτριο ἐκεῖ νὰ προσκυνήσῃ.

Γιὰ Ἅγιον Ὄρος ξεκινᾷ, πάει νὰ προσκυνήσῃ,
ὅλες τὶς Ἱερὲς Μονὲς νὰ τὶς περιηγήσῃ.

Καὶ τελευταία ἔφτασε εἰς Λαύρα Ἀθανασίου,
καὶ τὴν ζωή του θαύμασε, τὸν ἄσαρκό του βίο.

Στὸ τέλος ἀπεφάσισε καὶ ἔμεινε στὴν Λαύρα,
τὴν ἡσυχία ἐθέλησε καὶ ὄχι τοῦ κόσμου χάβρα.

Τότε τὸν ἐδιόρισαν στὴν ἐκκλησιὰ νὰ ψάλῃ·
ἔψαλλε μὲ ταπείνωσι κι εὐλάβεια μεγάλη.

Τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ» εἶχε στὴν προσευχή του,
τὴν ἔλεγε καὶ ἄνθρωποι σὰν ἤτανε μαζί του.

Εἰς τὰ στασίδια νάρθηκα, μέσα στὴν ἐκκλησία,
ἐκεῖ ἀγρυπνοῦσε πάντοτε, εἶχε γιὰ κατοικία.

Ἀπ᾿ τὸ τραπέζι ἔπαιρνε λίγη τροφὴ νὰ ζήσῃ,
συγκρατημένα ἔτρωγε νὰ μὴν λιγοψυχήσῃ.

Εἰς τὴν κορφὴ τοῦ ᾿Ἄθωνα ἐπεθύμησε νὰ ἀνέβῃ,
μὰ ἕνα πράγμα θαυμαστὸ τότε τοῦ ἐσυνέβη.

Ἁγίων Πατέρων Κυριακή, βλέπει τὴν Παναγία
ὁποὺ κρατοῦσε τὸν Χριστό· τοῦ δίνει ὁδηγία.

Τοῦ λέγει εἰς τὸν Ἄθωνα, ὦ Μάξιμε, ἀνέβα
καὶ ἐκεῖ εὐθὺς θὰ φωτισθῇς μὲ ἅγιον τὸ πνεῦμα.

Εἶδε στὴν Λαύρα τρεῖς φορὲς αὐτὴν τὴν ὀπτασία
καὶ κορυφὴ ἀνέβηκε Ἄθω πεζοπορία.

Τρία ἡμερονύχτια ἔμεινε εἰς τὸν Ἄθω,
δοξολογοῦσε τὸν Θεὸ στὸν ἱερὸ τὸν βράχο.

Εἶχε μεγάλους πειρασμοὺς ἀπ᾿ τοῦ ἐχθροῦ διαβόλου,
δὲν ἤθελε τὸν ἄγγελο νὰ εἶναι ἐκεῖ καθόλου.

Κάνει βροντὲς καὶ ἀστραπὲς καὶ πέτρες ξεκολλοῦσαν,
καὶ μὲ μεγάλο πάταγο ἐκεῖ κατρακυλοῦσαν.

Ψεύτικα ἦσαν ὅλα αὐτά, τὸν Ἅγιο νὰ φοβίσουν,
τὴν μέρα ἄγριες φωνὲς γιὰ τὸν κυνηγήσουν.

Ἦταν σὰν ἀγριάνθρωποι, δόρατα καὶ σφεντόνες,
γιὰ νὰ δειλιάσῃ ὁ Ἅγιος· ἦσαν ἀπατεῶνες.

Χάρι Ἁγίου πνεύματος τὸν Μάξιμο σκεπάζει,
μὲ νοερὰ τὴν προσευχὴ καθόλου δὲν τρομάζει.

Κάνει θερμὰ τὴν προσευχὴ Θεὸν καὶ Θεοτόκος
πάλι τοῦ φανερώθηκε στοῦ Ἄθωνος τὸν τόπο.

Κρατοῦσε εἰς τὰ χεῖράς της τὸν ἅγιον της τὸν τόκο,
μὲ θεῖον φῶς ἐφώτιζε τὸν ἅγιο αὐτὸ τόπο.

Ἐπίστεψεν ὁ Ὅσιος στὴν θεία ὀπτασία,
ἐδόξαζε στὴν προσευχὴ Χριστὸν καὶ Παναγία.

Ἔπεσε τοὺς προσκύνησε, ἡ Παναγία τοῦ λέγει,
ὅτι εἶναι θέλημα Θεοῦ ἐσένα σὲ διαλέγει.

Μὲ ἀρετὲς στὸν Ἄθωνα διδάσκαλος θὰ γίνῃς,
θὰ σώσῃς κόσμο ἀρκετὸ καὶ ὁδηγίες νὰ δίνῃς.

Ἔλαβε ἄρτο οὐράνιο γιὰ νὰ τραφῇ τὸ σῶμα,
ποὺ ἦταν μέρες νηστικὸς ἐνήστευε ἀκόμα.

Κατέβηκε ἀπὸ τὸν Ἄθωνα, εἶπε τὴν ὀπτασία,
ὅτι παρουσιάστηκε καὶ τοῦ ῾πε ἡ Παναγία.

Ὁ γέροντας τὰ λόγια του τὰ θεωροῦσε πλάνη,
πῶς ἤτανε ἀπ᾿ τὸ ἐχθρό, δεινὴ ῾ναι ἡ πλεκτάνη.

Οἱ ἄνθρωποι τὸν ἔλεγαν πὼς εἶναι πλανεμένος,
δεχότανε τὴν προσβολή, δὲν ἦταν φαντασμένος.

Περπάταγε ξυπόλητος σὰν τὸ ἐρημοπούλι,
καὶ δὲν κρατοῦσε τρόφιμα, οὔτε ἁπλὸ σακούλι.

Καμιὰ φορὰ τὴν πείνα του γιὰ νὰ παρηγορήσῃ,
ψωμὶ ἁλάτι καὶ κρασὶ πήγαινε νὰ ζητήσῃ.

Πολλὲς μεγάλες ἀρετὲς εἶχε εἰς τὴν ζωή του,
τώρα λίγα θὰ γράψουμε διὰ τὴν κοίμησή του.

Εἷς μοναχὸς Νικόδημος ἤθελε συμβουλή του,
τὸν Ὅσιο Μάξιμο ἐβρῆκε τότε εἰς τὸ κελί του.

Λέγει εἰς τὸν Νικόδημο· σύντομα θὰ ἀποθάνω,
κατόπιν τοῦ ἐφανέρωσε καὶ κάτι παραπάνω.

Τὴν τάδε μέρα τοῦ μηνὸς θὰ εἶναι ἡ κοίμησίς του,
πατέρες καὶ ὀνόματα θὰ ἔρθουν στὴν ταφή του.

Ὅπως καὶ ἔτσι ἔγινε, τὰ εἶχε αὐτὰ προείπει,
προφήτεψε ὁ Μάξιμος δίχως τὸ τὶ νὰ λείπῃ.

Δεκάτη Τρίτη τοῦ μηνὸς τοῦ Ἰανουαρίου,
ἔγινε τότε ἡ κοίμησις Μαξίμου τοῦ Ὁσίου.

Ἐνενήντα καὶ πέντε ἐτῶν ἦταν στὴν ἡλικία,
ποὺ κάθε χρόνο τὸν τιμᾷ Χριστοῦ ἡ ἐκκλησία.

Ὁ Ὅσιος δίνει ἐντολὴ στὸν ἐνταφιασμό του,
νὰ μὴ μετατεθῇ ποτὲ τὸ σῶμα τὸ δικό του.

Σὰν ἔμαθαν τὴν κοίμηση οἱ Ἅγιοι Πατέρες,
λυπήθηκαν καὶ ἔκλαιγαν ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες.

Στερήθηκαν θεόσοφον, μέγα διδάσκαλόν τους,
ἀσκητικόν, ἐνάρετον, μέγα πνευματικόν τους.

Γράφομεν λίγα θαύματα ἀπὸ βίον τοῦ Ἁγίου,
ποὺ εἶναι βιογράφος του, Μαξίμου τοῦ Ὁσίου.

Μὲ ἄλλον ἔφυγε μονὴν τὴν τοῦ Βατοπαιδίου,
καὶ στὴν καλύβη πήγαιναν Μαξίμου τοῦ Ὁσίου.

Ὅμως δὲν ἤτανε ἐκεῖ καὶ κοίταζε πιὸ πέρα,
σὲ βράχια ἐπάνω πέταγε σὰν γλάρος στὸν ἀέρα.

Ἐτρόμαξα ποὺ ἐρχότανε πετώντας πρὸς ἐμένα,
ἐν ὅσῳ ζῶ μοῦ εἶπε αὐτό, νὰ μὴν τὸ λὲς σ᾿ οὐδένα.

Μοῦ λέει θὰ γίνῃς ἡγούμενος, μὰ καὶ Μητροπολίτης,
μόνον ὑπομονὴ πολύ, μὴν ὀλιγοψυχήσῃς.

Δαιμονισμένο φέρανε στῆς Λαύρας τὸ λιμάνι,
γιὰ πέντε ἄνδρες ἔτρωγε, δὲν ξέρει τὶ νὰ κάνῃ.

Στὸν Ὅσιον τὸν ἔφεραν νὰ τὸν ἐλευθερώσῃ,
ποὺ δὲν ἐχόρταινε ποτὲ τὴν πείνα του τὴν τόση.

Προσεύχεται ὁ Μάξιμος, τοῦ δίνει ἕνα παξιμάδι,
καὶ μὲ αὐτὸ ἐχόρταινε κάθε πρωὶ καὶ βράδυ.

Ἔγινεν ὁ ἄνθρωπος καλὰ ποὺ εἶχεν ἀρρωστήσει,
ἐμόνασεν εἰς τὴν μονήν, ὥσπου καὶ ἐκοιμήθη.