Ἅγιος Σπυρίδων Τριμυθοῦντος

12 Δεκεμβρίου

Κύπριος ἦν ὁ ἅγιος, κι εἶχε ἐπάγγελμά του
ἔβοσκε πάνω στὰ βουνὰ τὰ γίδια τὰ δικά του.

Ἔγγαμος ἤτανε βοσκὸς μὲ οἰκογένειά του,
ἀπέθανε ἡ γυναίκα του, ἔμεινε μὲ παιδιά του.

Κατόπιν ἐπροχώρησε εἰς τὴν ἱερωσύνη,
ἐπίσκοπο τὸν κάνανε τὴν ἐποχὴ ἐκείνη.

Πολλὰ μεγάλα θαύματα ἔκανε στὴ ζωή του,
ποὺ τὸν ἀξίωσε ὁ Θεὸς γιὰ τὴν ταπείνωσί του.

Ἀπ᾿ τὰ πολλὰ δυὸ γράφομε, Ἀρείου κεραμίδι,
καὶ σὲ πτωχὸ ἐδώρισε χρυσάφι ποὺ ἦταν φίδι.

Ἡ κόρη του ἀπέθανε, τὴν ἔλεγαν Εἰρήνη,
σὰν νὰ κοιμόταν μίλησε ὁ ἅγιος μὲ ἐκείνη.

Τοῦ ἔδωσε ἀπάντησι καὶ πάλι ἐκοιμήθη,
ἤτανε θαῦμα ζωντανό, δὲν εἶναι παραμύθι.

Ὦ ἅγιε Σπυρίδωνα, μιὰ χάρι σοῦ ζητοῦμε,
προσεύχου γιὰ ὅλους στὸν Θεὸ γιὰ νὰ συγχωρηθοῦμε.

* * *

Ὁ Ἅγιος Σπυρίδωνας μὲ τοῦ Θεοῦ τὴ χάρι,
στὴ Κύπρο ἐγεννήθηκε καὶ ἦταν λαμπρὸ καμάρι.

Ποιμένες ἦσαν οἱ γονεῖς καὶ ἔμενε κοντά τους,
βόσκανε ἐπάνω στὰ βουνὰ τὰ γιδοπρόβατά τους.

Στὸ ταπεινὸ ἐπάγγελμα ὁ Ἅγιος εἶχε μείνει,
καὶ τῶν ἀξίωσε ὁ Θεὸς ψυχῶν ποιμὴν νὰ γίνῃ.

Ὁ Ἅγιος Σπυρίδωνας πρὶν τὴ χειροτονία,
ἤτανε ἔγγαμος βοσκὸς μέσα στὴ κοινωνία.

Ἀπέκτησε οἰκογένεια, ὅμως ἡ σύζυγός του
ἀπέθανε ξαφνικὰ κι ἔμεινε μοναχός του.

Σὰν χήρεψε ὁ Ἅγιος μὲ τὰ παιδιά του ζοῦσε,
εὐχαριστοῦσε τὸν Θεὸ καὶ τὸν δοξολογοῦσε.

Οἱ χωριανοί του εἴδανε πὼς εἶχε καλωσύνη,
κι ὅλοι τὸν προετοίμαζαν διὰ τὴν ἱερωσύνη.

Ἐχήρεψε ἡ Ἐπισκοπή, τὸν ἔκαμαν Δεσπότη,
μὰ ἦταν πάντα ταπεινὸς στὴ θέση του τὴν πρώτη.

Κάποτε ἔστειλε ὁ Θεὸς στὴ Κύπρο ἀνομβρία,
καὶ πέθαναν οἱ ἄνθρωποι, γιατὶ ἦταν τιμωρία.

Ὁ Ἅγιος Σπυρίδωνας ἔκανε προσευχὴ
καὶ εἰσακούσθη ἀπ᾿ τὸ Θεὸ κι ἔστειλε τὴ βροχή.

Διῶκτες τοῦ χριστιανισμοῦ τὸν στείλαν ἐξορία,
καὶ ἔμεινε χρόνια ὀχτὼ στὸν τόπο Κιλικία.

Τὸ φίδι ἔκανε χρυσὸ καὶ τὄδωσε νὰ πάρῃ,
ἕνας φτωχὸς ποὺ ἀγόρασε μὲ τὸ χρυσὸ σιτάρι.

Ὅταν τοῦ τὸ ἐπέστρεψε ὁ δανειστὴς τὸ φίδι,
μὲ θαῦμα τὸ ζωντάνεψε καὶ τὸ ἄφησε νὰ φύγῃ.

Σ᾿ ἕνα συκοφαντούμενο πῆγε καλὸ νὰ κάμῃ,
ἀλλ᾿ ὅμως τὸν ἐμπόδισε ὁρμητικὸ ποτάμι.

Ὁ Ἅγιος δὲν τἄχασε, τὴν προσευχή του κάνει,
ὅπως στὸν Ἰησοῦ Ναυῆ παλιὰ στὸν Ἰορδάνη,

ὁ ποταμὸς σταμάτησε ἀμέσως ἐν τῷ ἅμα,
δοξάζανε ὅλοι τὸν Θεὸ γιὰ τὸ μεγάλο θαῦμα.

Ἐπίσκοπος ὄντας ἔκανε πάντα πεζοπορία,
σὲ ἄλογα δὲν καθότανε νὰ κάνῃ ἱππασία.

Μία γυναίκα ἁμαρτωλὴ ποὺ ἔκανε ἁμαρτία,
τῆς εἶπε γιὰ τὴν μετάνοια καὶ βρῆκε σωτηρία.

Σύνοδο οἰκουμενικὴ ἔκαναν οἱ Πατέρες,
νίκησαν τοὺς αἱρετικοὺς στὶς πονηρὲς ἡμέρες.

Τριακόσιοι δέκα καὶ ὀκτώ, ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος
τοὺς κάλεσε στὴν Νίκαια, ἦταν πιστὸς ἐκεῖνος.

Ὁ Ἅγιος Σπυρίδωνας στὴ Σύνοδο τὴν Πρώτη
ὑπέρμαχος ἐδείχθηκε σὲ ὅλη τὴν ἀνθρωπότη.

Ὁ Ἄρειος πλανήθηκε καὶ ἔλεγε παῥῥησία
ἐνάντια γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ τὴν Ὀρθοδοξία.

Ὁ Ἅγιος Σπυρίδωνας ποὺ εἶπε τὴν ἀλήθεια
τὸν Ἄρειο ἀποστόμωσε διὰ τὰ παραμύθια.

Θαῦμα μεγάλο ἔκανε μὲ ἕνα κεραμίδι,
ὡς ἔκανε πρωτύτερα μὲ τὸ χρυσὸ τὸ φίδι.

Λέγει λοιπὸν στὸν Ἄρειο τὸ βλέπεις ἕνα εἶναι,
καὶ ἄνοιξε τὰ μάτια σου βλέπε σωστὰ καὶ κρίνε.

Προσεύχεται ὁ Ἅγιος καὶ γίνεται τὸ θαῦμα
καὶ ὅλος ὁ κόσμος ἐπιστέψε ἀμέσως ἐν τῷ ἅμα.

Τρία εἶναι τὰ συστατικὰ σ᾿ αὐτὸ τὸ κεραμίδι·
χῶμα, νερὸ καὶ ἡ φωτιά, αὐτὰ τὰ τρία εἴδη.

Ἔπεσε κάτω τὸ νερὸ καὶ ἡ φωτιὰ στὰ ὕψη,
καὶ μέσα στὴν παλάμη του τὸ χῶμα εἶχε ἀφήσει.

Κι ἔδειξε στὸν Ἄρειο πὼς ἡ Ἁγία Τριάδα,
τρία εἶναι τὰ πρόσωπα μὰ ἕνα σὰν μονάδα.

Ὅμως δὲν συνετίστηκε, εἶχε οἰκτρὸ τὸ τέλος,
γιατὶ εἶχε ὑπερηφάνεια, ἦταν διαβόλου μέλος.

Μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα του παιδιὰ εἶχε καὶ μία θυγατέρα,
ὅμως κι ἐκείνη ξαφνικὰ ἀπέθανε μία μέρα.

Μία καλὴ γειτόνισσα ἔδωσε στὴν Εἰρήνη,
ἕνα ὡραῖο κόσμημα νὰ τὸ φυλάξῃ ἐκείνη.

Τὸ ζήτησε ἡ γειτόνισσα στὸν Ἅγιο τὸ πράγμα,
μὰ δὲν τὸ βρῆκε πουθενὰ κι ἐδῶ ἔγινε τὸ θαῦμα.

Στὸν τάφο πῆγε ὁ Ἅγιος καὶ στὸ νεκρὸ παιδί του,
ὡσὰν νὰ ἦταν ζωντανὴ ἐμίλησε μαζί του.

Εἰρήνη, τὸ ξένο κόσμημα, ποῦ τὄθεσες κρυμμένο;
στὸ τάδε μέρος θὰ τὸ βρεῖς πατέρα φυλαγμένο.

Κοιμήσου πάλη κόρη μου εἶπε μὲ παῤῥησία,
ὡς τὴ μεγάλη καὶ φρικτὴ Δευτέρα Παρουσία.

Νεκρὰ σὺν ἐν τάφῳ προσφωνεῖς ἣν τὸ τροπάριό σου
καὶ ἐκεῖ θαυματούργησε τὸ Ἅγιο πρόσωπό σου.

Εἶναι θαυμάτων ποταμὸς ὁ βίος τοῦ Ἁγίου,
μὲ χάρι καὶ λαμπρότητα πνεύματος Παναγίου.

Ἀκόμα μὲ τὴ χάρι σου ἐγιάτρεψες βασιλέα,
μέσα στὸν κόσμο ἤσουνα κατάκαρπη ἐλαία.

Ἀνέστησες μικρὸ παιδὶ σὲ μία γυναῖκα ξένη,
ὅταν σὰν μάνα ἔκλαιγε καὶ ἦταν λυπημένη.

Κι ἔγινε ἐκεῖ θαῦμα διπλό, γιατὶ τὴν ἴδια μέρα,
πρὶν ἀναστήσῃ τὸ παιδί, ἀπέθανε ἡ μητέρα.

Προσεύχεται πρὸς τὸ Θεὸ καὶ τὴ ζωὴ τῆς δίνει,
κι ἔτσι καὶ στὸ ὀρφανὸ παιδὶ τὴ μάνα του ἀφήνει.

Ὁ Ἅγιος ἦταν βοσκὸς μὲ πρόβατα καὶ γίδες,
ὅμως καὶ ἐκεῖ ὁ πονηρὸς τοῦ ἔστησε παγίδες.

Ἐπῆγε ἕνας ἔμπορος γίδες γιὰ ν᾿ ἀγοράσῃ,
καὶ ἐκμεταλλεύθη πονηρὰ τὸν Ἅγιον νὰ γελάσῃ.

Τοῦ ἔδωσε λίγα λεφτὰ στὴ πληρωμὴ ἐπάνω,
κι ἔτσι κέρδισε αὐτὸς μία γίδα παραπάνω.

Θαῦμα τοῦ φανέρωσε αὐτὴ ἡ γίδα ἡ μία,
γιατὶ ἔκανε στὸν Ἅγιο σωστὴ παρανομία.

Τὴν ἔβγαλε ἀπὸ τὸ μαντρί, στὸ δρόμο τὴν κεντοῦσε,
ἀλλὰ στρεφόταν στὸ μαντρὶ καὶ δὲν ἀκολουθοῦσε.

Αὐτὸ ἔγινε δύο τρεῖς φορὲς, ἀλλὰ τὴν τρίτη δόση,
τὸν ἔπεισε ὁ Ἅγιος καὶ αὐτὴ νὰ τὴν πληρώσῃ.

Τὴν πλήρωσε καὶ ἔφυγε τοῦ πλάνου τὶς παγίδες,
καὶ ἀκολούθησε καὶ αὐτὴ μαζὶ μὲ τσ᾿ ἄλλες γίδες.

Ἔκανε ἕνα μάθημα ὁ Ἅγιος στὸ χασάπη,
νὰ εἶναι πάντα δίκαιος νὰ φεύγῃ ἀπ᾿ τὴν ἀπάτη.

Διάκος ὑπερηφανεύτηκε γιὰ τὴ γλυκιὰ φωνή του,
καὶ ὁ Ἅγιος τὸν τιμώρησε γιὰ τὴ διαγωγή του.

Στὴν ἐκκλησία ποὺ ἔψαλε δὲν μίλαγε καθόλου,
γιατὶ ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι ἔργο τοῦ διαβόλου.

Ὁ Ἅγιος τὸν λυπήθηκε κάνει τὴν προσευχή του,
καὶ τοῦ ῾δωσε ὁ καλὸς Θεὸς πάλι τὴ φωνή του.

Τοῦ ἔδωσε ἕνα μάθημα γιὰ τὸν ἐγωϊσμό του
καὶ ἔπειτα ἐταπείνωσε πολὺ τὸν ἑαυτό του.

Μία μέρα στὸν ἑσπερινὸ ἐπῆγε γιὰ νὰ ψάλῃ,
ἐκτὸς ἀπὸ τὸ διάκο του ποὺ δὲν ὑπῆρχε ἄλλος.

Διάβαζαν τὸν ἑσπερινό, θεία ἀκολουθία,
καὶ ἀκούστηκε εἰς τὸν Ναὸ ἀγγέλων μελωδία.

Ἄγγελοι ἀπ᾿ τὸν οὐρανὸ ἦρθαν καὶ κελαηδοῦσαν,
μὲ τὸν Ἅγιο Σπυρίδωνα μαζὶ συλλειτουργοῦσαν.

Μία μέρα στὸν ἑσπερινὸ ποὺ ἤτανε σκοτάδι,
ἕνα καντήλι ἀδειανὸ ἐγέμισε ἀπὸ λάδι.

Εἰδωλολάτρη ἔπεισε, τὸν ἔφερε κοντά του,
γιατὶ ἔβλεπε στὸν Ἅγιο τὴν προορατικότητά του.

Γκρεμίζει ἕνα εἴδωλο εἰς τὴν Ἀλεξανδρεία,
ποὺ προσευχήθηκε θερμὰ μὲ πίστι καὶ ἀνδρεία.

Τὸ Ἅγιο του τὸ λείψανο τὴν Κέρκυρα στολίζει,
πάντα μὲ θεία εὐωδία ὅλο μοσχομυρίζει.

Τὸ λιτανεύουν οἱ πιστοὶ σ᾿ ὁλόκληρη τὴν πόλι,
ἐλύτρωσε τὴν Κέρκυρα ἀπ᾿ τὴν βαριὰ πανώλη.

Ἔδιωξε τοὺς Ἀγαρηνοὺς μὲ αὐστηρὸ τὸ ὕφος,
στὸ χέρι του τὸ δεξιὸ κρατοῦσε ἕνα ξίφος.

Τρομάξανε οἱ Ἀγαρηνοὶ καὶ σκορπιστῆκαν ὅλοι,
ὁ Ἅγιος Σπυρίδωνας ἐφύλαξε τὴν πόλι.

Δὲν ἤθελε ὁ Ἅγιος αἱρετικοὺς κοντά του,
μόνο ὀρθόδοξο λαὸ νὰ ψάλῃ τὸ ὄνομά του.

Τιμώρησε τοὺς παπικοὺς μέσα στὴν ἐκκλησία,
τοὺς ἔκαψε μὲ κεραυνοὺς ποὺ κάναν ἀνταρσία.

Καὶ ἄλλο θαῦμα ἔγινε σὲ μία δαιμονισμένη,
ὅπου ὑπέφερε πολὺ καὶ ἦταν δυστυχισμένη.

Μὲ τρεῖς φορὲς ποὺ πέρασαν στὸ λείψανό του ἐπάνω,
ἔφυγε τὸ δαιμόνιο σὰν τὸ ἀεροπλάνο.

Σὲ στρατιώτη Γερμανὸ ἔδωσε τὴν ὑγεία,
ποὺ ἦταν ἄρρωστος βαριὰ ἀπὸ παραλυσία.

Ἀμέτρητα τὰ θαύματα ποὺ κάνει νύχτα-μέρα,
καὶ τὴν Εὐρώπη ἔσωσε ἀπὸ βαριὰ χολέρα.

Γυναίκα ἀπὸ τὴν Ἤπειρο εἶχε παραλυσία,
τὴν πήγανε στὴν Κέρκυρα καὶ βρῆκε θεραπεία.

Εἶχε μεγάλες ἀρετὲς σὲ ὅλο του τὸ βίο,
καὶ ἔγινε θαυματουργός, καύχημα τῶν Ἁγίων.

Εὐλάβεια εἶχε στὸ Θεό, πίστι, δικαιοσύνη,
ταπείνωσι, πραότητα καὶ ἐλεημοσύνη.

Ἦταν Δεσπότης ταπεινός, θερίζανε τὰ στάρια,
καὶ θέριζε κι ὁ Γέροντας μαζὶ μὲ παλληκάρια.

Δροσιὰ τοῦ ἔδωσε ὁ Θεὸς πάνω στὴ κεφαλή του,
ἦταν «σημεῖο» σύντομο νὰ ἑνωθῇ μαζί του.

Τότε στοὺς ἄλλους θεριστές, ἔδωσε ὁδηγίες,
μὲ συμβουλὲς προφητικὲς καὶ μὲ παραγγελίες.

Τοὺς εἶπε μετὰ θάνατον Χριστὸς θὰ τὸν τιμήσῃ,
καὶ ὁ ὀρθόδοξος λαὸς θὰ τὸν πανηγυρίσῃ.

Καὶ βγῆκαν ἀληθινὰ τὰ λόγια τοῦ Ἁγίου,
καὶ τὸν δοξάζουν οἱ πιστοὶ ὅλοι της ὑδρογείου.

Ὦ Ἅγιε Σπυρίδωνα κάνε τὴν προσευχή σου,
καὶ μέσα στὸν παράδεισο νὰ εἴμαστε μαζί σου.

Καὶ φώτιζέ μας τὴν ψυχή, στὸν κόσμο ἐδῶ ποὺ ζοῦμε,
σὰν κάναμε ἁμαρτήματα νὰ τὰ μετανοοῦμε.

Μὲ τὴν ἐξομολόγηση καὶ θεία κοινωνία,
μὲ εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ θὰ βροῦμε Σωτηρία.

Νὰ ἔχουμε τὶς ἀρετές, ποὺ ὁ Θεὸς τὶς δίνει,
ἀγάπη, πίστι, ἔλεος καὶ ταπεινοφροσύνη.

Αὐτὲς νὰ ἀπολαύσουμε μὲ τοῦ Θεοῦ τὴ χάρι,
καὶ τὶς δικές σου προσευχὲς ὦ Ἅγιε μακάρι.

Ὅλες αὐτὲς οἱ ἀρετὲς τὸν βίο σου στολίζουν,
ἀρχιερεῖς καὶ ἄρχοντες ὅλοι σὲ μακαρίζουν.

Ἔχεις καὶ τέλος ἅγιον, ἔδωσες τὴ ψυχή σου,
εἰς τὸν Πανάγιο Θεό, νὰ ἔχουμε τὴν εὐχή σου.

Εὐχαριστῶ καὶ σέβομαι τὴν Ἁγιότητά σου,
ποὺ ἀξιώθηκα προσκύνημα στὰ Ἅγια λείψανά σου.

Ὦ Ἅγιε Σπυρίδωνα, προσεύχου καὶ γιὰ μένα,
δέξου δύο λόγια πτωχικὰ ποὺ ἔγραψε ἡ πένα.