8 Δεκεμβρίου
Ὁ Ὅσιος Πατάπιος στὴν Αἴγυπτο ἐγεννήθη· Τὸν ἐβαπτίσαν χριστιανὸ οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς του, Μεγάλωσε ὁ Πατάπιος, ἦρθε σὲ ἡλικία, Ἀγῶνες τ᾿ ἄρεσαν πολὺ ποὺ κάνουν οἱ πατέρες Ἀπὸ τὴν πόλι ἔφυγε, στὴν ἔρημο πηγαίνει, Πῆγε στὴν Ἀλεξάνδρεια ἐκεῖ γιὰ νὰ σπουδάσῃ, Δίδυμο εἶχε δάσκαλο, δὲν ἔβλεπε στὰ μάτια, Νὰ τόνε κάνουν ἔπαρχο προσπάθησαν στὴ Θήβα, Ἄσκηση κάνει, προσευχή, νηστεία, ἀγρυπνία, Δεκαοχτὼ ἐκάθησε ἐκεῖ στὸ μοναστῆρι, Στὴ Θήβα τὸν ἐκάλεσαν ἐπίσκοπος νὰ γίνῃ, Στὴ Θήβα τότε ἔπεσε ἀρρώστια τῆς πανώλους Πάλι καὶ ἐδῶ ἀρνήθηκε, μὰ μὲ δικό του τρόπο, Μὲ τὰ τριμμένα ράσα του σκέπαζε τὸ κεφάλι, Ὅλους τοὺς ἐθεράπευε χωρὶς νὰ τὸν γνωρίσουν, Ἔφυγε ἀπαρατήρητος κρυφὰ ἀπὸ τὴν πόλι, Οἱ ἄνθρωποι τὸ ἔμαθαν ποὺ ἤτανε στὴ Θήβα, Θεράπευσε ἡγούμενο μέσα στὸ μοναστήρι, Παράλυτο ἕνα παιδὶ ἦταν ἐκ γενετῆς του Στὴ Θηβαΐδα ἔγινε γνωστὸ αὐτὸ τὸ θαῦμα, Καὶ πάλι ὁ Πατάπιος στὴν ἔρημο πηγαίνει Πάει Κωνσταντινούπολι, μὰ πιάνει τρικυμία, Κρατάει τὸ πηδάλιο καὶ πρὶν νὰ ξημερώσῃ, Τὰ κύματα ἦσαν δυνατά, παίρνουν ἕνα παλληκάρι, Καὶ τὸ πετᾷ εἰς τὴ στεριὰ κοντὰ σὲ ἕνα λιμάνι, Περνοῦν ἀπὸ τὴν Κόρινθο τὴν πόλι τὸ Λουτράκι Στὴν Κόρινθο ἐζήτησε χάρι ἀπ᾿ τοὺς πατέρες, Τοὺς παρακάλεσε πολὺ μετὰ τὸ θάνατό του, Κορίνθιοι τοῦ πρότειναν νὰ γίνῃ ἐπίσκοπός τους, Πάει Κωνσταντινούπολι, μπαίνει σὲ μοναστήρι, Στὴν πόρτα τοῦ μοναστηριοῦ βρισκόταν μιὰ μέρα· Περνώντας ἀπ᾿ τὸν Ὅσιο, ἡ νεκρὴ εὐθὺς ἀνέστη Κατέβηκε ἀπ᾿ τὸ φέρετρο καὶ τοῦ φιλεῖ τὸ χέρι Καὶ ἔγινε ὁ ἅγιος γνωστὸς ποὺ τὴν ἀκοῦσαν ὅλοι, Ἐκ γενετῆς σ᾿ ἕνα τυφλὸ κάνει τὴν προσευχή του, Καὶ ὑδρωπικὸ ἐθεράπευσε πρησμένη τὴν κοιλία, Νέος εἶχε δαιμόνιο καὶ τὸν ἐτυραννοῦσε, Τοῦ ἔσκιζε τὰ ροῦχα του καὶ εἶχε γυμνοσύνη, Τὸν ἐλυπήθη ὁ Θεὸς καὶ κατ᾿ οἰκονομία, Ὅταν εἶδε τὸν ἅγιο, τὸ νέο τὸν ταράζει, Ἔκλαιγε τὸ δαιμόνιο τὸν ὅσιο σὰν βλέπει, Καὶ στὸν ἀέρα ἐσήκωσε εὐθὺς τὸ παλληκάρι, Σταυρὸ κάνει ὁ ἅγιος μὲ τὸ δεξί του χέρι, Νὰ φύγῃ ἀπ᾿ τὸ νεαρό, στὴν ἔρημο νὰ πάῃ, Ἐβγῆκε τότε σὰν καπνὸς ἀπὸ τὸ παλληκάρι, Γυναῖκα ἐθεράπευσε μὲ καρκινοπαθεία, Τῆς λέγει· -ἀθεράπευτο εἶναι τὸ πάθημά σου, Στενάζει τότε ἡ ἄρρωστη καὶ λέγει τοῦ ὁσίου· Τὴν σταύρωσε ὁ ἅγιος, γυνὴ ἐθεραπεύθη, Θαύματα ἔκανε πολλὰ διὰ Πνεύματος Ἁγίου, Ἐκλαίγανε οἱ μαθητὲς μαζὶ καὶ οἱ καλογῆροι Μὴν τοὺς ἀφήσῃ μοναχοὺς δὲν θὰ ἔχουνε προστάτη, Τότε τοὺς λέγει ὁ ἅγιος· -γιὰ μένα νὰ μὴν κλαῖτε Σταμάτησαν οἱ θρῆνοι τους, κάνει τὴν προσευχή του, Τὸ τετρακόσια ἑξήντα μετὰ Χριστοῦ ἦν τέλος τοῦ Ὁσίου Ὀγδόντα καὶ τριῶν χρονῶν ἦταν στὴν ἡλικία, Τὸ ἱερό του λείψανο οἱ χριστιανοὶ ἐθάψαν, Πέρασαν χρόνια ἀρκετὰ τὸ λείψανο ἁγίου, Ὅταν τὸ ἀνακάλυψαν σὲ μία σπηλιὰ κρυμμένο, Στὸ σπήλαιο ἀργότερα ἱερὰ Μονὴ ἱδρύθη, Μονάζουν μέχρι σήμερα εἰς τὴν Μονὴν ἁγίου Ἀπ᾿ τὸ Λουτράκι πήγαιναν καὶ ἄλλα μέρη ἀκόμα, Ἔκοβαν ἀπ᾿ τὸ λείψανο ἀπὸ ἕνα κομματάκι, Ἀλλὰ μὲ ὕφος αὐστηρὸ τότε ἑνὸς ἀνθρώπου, Νὰ στρέψουνε τὰ φυλαχτὰ εἰς τὴν Μονὴ τ᾿ Ἁγίου Ἀρρώστεια τότε φοβερὴ ἔπεσε στὸ Λουτράκι Τρόμαξαν καὶ ἐπέστρεψαν ὅλοι τὰ φυλαχτά τους Ἡ γυναικεία αὐτὴ μονὴ τοῦ Ὁσίου Παταπίου Ἀπέναντι στὴν Κόρινθο, πιὸ πάνω ἀπ᾿ τὸ Λουτράκι, Πᾶνε ἐκεῖ προσκυνητὲς μὲ οἰκογένειά τους Μεγάλη εἶναι ἡ μορφὴ τοῦ Ὁσίου Παταπίου Προσεύχου πάντα Ὅσιε ποὺ ἔχεις παρρησία, |