Ὅσιος Σάββας ὁ Ἡγιασμένος

5 Δεκεμβρίου

Μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ θέλω νὰ ξεκινήσω,
μὰ ἕνα ἄνδρα ἅγιον, πῶς νὰ τὸν ἐξυμνήσω;

Παρακαλῶ τὸν Ὅσιον Σάββα νὰ βοηθήσῃ,
νὰ γράψω γιὰ τὸν βίον του, ἐμένα νὰ φωτίσῃ.

Γεννήθηκε ὁ Ἅγιος εἰς τὴν Καππαδοκία,
Ἰωάννης ὁ πατέρας του, μητέρα του Σοφία.

Πέντε χρονῶν τὸν ἄφησαν, μικρὸ στὴν ἡλικία,
καὶ οἱ γονεῖς του ἔφυγαν, πῆγαν Ἀλεξανδρεία.

Τοὺς κάλεσε ὁ βασιλιάς, ἦταν διαταγή του,
καὶ ἔκαναν ὑπακοὴ σ᾿ αὐτὴν τὴν ἐντολή του.

Στὴν Μουταλάσκη στὸ χωριὸ ὁ Σάββας εἶχε μείνει,
καὶ ἔμενε μ᾿ ἕνα θεῖο του τὴν ἐποχὴ ἐκείνη.

Δὲν ἔμεινε πολὺ καιρὸ στὸν θεῖο του Ἑρμεία,
ἦταν ἡ θεία του νευρική, γεμάτη μοχθηρία.

Ἤτανε ἅγιο παιδὶ μικρὸ στὴν ἡλικία,
φρόνιμος, εἶχε σύνεσι, δὲν ἔλεγε ἀστεῖα.

Εἰς τὸ χωριό του ἐκεῖ κοντὰ ἦν ἕνα μοναστήρι,
Φαβιανὲ τὸ ἔλεγαν καὶ ζούσανε καλογῆροι.

Ὁ ἡγούμενος τὸν δέχτηκε κι εἶχε χαρὰ μεγάλη,
ποὺ ἦρθε ἕνα μικρὸ παιδὶ μέσ᾿ στὴν Χριστοῦ ἀγκάλη.

Σὰν ἔμαθαν οἱ θεῖοι του τὴν ἀναχώρησί του,
στὸ μοναστήρι ἐπήγανε νὰ δοῦν ἀπόφασί του.

Τὸν παρακάλεσαν πολὺ νὰ τοὺς ἀκολουθήσῃ,
νὰ κάνῃ οἰκογένεια, στὸν κόσμο νὰ εὐτυχήσῃ.

Τοῦ ἔλεγαν πὼς εἶν᾿ μικρὸς καὶ δὲν καταλαβαίνει,
στερήσεις καὶ ζωὴ σκληρὴ ἐδῶ σὲ περιμένει.

Τοὺς λέγει· τὰ ξέρω ὅλα αὐτά, ξέρω καὶ κάτι ἄλλο,
τὸ εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς καὶ δὲν τὸ ἀμφιβάλλω.

Τοὺς εἶπε τὴν παραβολὴ πλουσίου καὶ Λαζάρου,
πῶς ἔζησαν ἐδῶ στὴ γῆ μέχρι σπαθὶ τοῦ χάρου.

Ὁ ἕνας στὸν παράδεισο μὲ τὸν Χριστὸν ἀντάμα,
καὶ ὁ ἄλλος μέσ᾿ στὴν κόλασι, ἀντὶ χαρὰ στὸ κλάμα.

Γι᾿ αὐτὸ σᾶς λέγω, θεῖοι μου, εἰς τὴν ἐπιμονή σας,
ὁδὸν Χριστοῦ θὰ πορευτῶ· δὲν ἔρχομαι μαζί σας.

Οἱ θεῖοι ἀνεχώρησαν μὰ στενοχωρημένοι,
ποὺ δὲν τοῦ ἄλλαξαν τὸ νοῦ σ᾿ αὐτὸ ποὺ ἐπιμένει.

Τότε ὁ Σάββας ἔμεινε μέσα στὸ μοναστήρι,
καὶ ἔκανε κανονισμοὺς ποὺ ῾χαν οἱ καλογῆροι.

Ἄρχισε ἀπ᾿ τὴν προσευχή, ἐγκράτεια, νηστεία,
ἐγύμναζε τὸ σῶμα του μὲ τὴν σκληραγωγία.

Τὸν κῆπο τοῦ μοναστηριοῦ σκάλιζε μία ἡμέρα,
ὡραῖα μῆλα ἔβλεπε στὸν κῆπο παρὰ πέρα.

Τοῦ ῾ρθε ὁ πρῶτος πειρασμός· ἔνιωσε λίγη πείνα,
ἔκοψε μὲ τὸ χέρι του ἕνα ἀπ᾿ τὰ μῆλα ἐκεῖνα.

Μὰ πρὶν νὰ μπῇ στὸ στόμα του καὶ νὰ τὸ δοκιμάσῃ,
ἐσκέφτηκε πὼς φαγητοῦ ὥρα δὲν εἶχε φτάσει.

Πρωτοπλάστους θυμήθηκε γιὰ τὴν παρακοή τους,
ποὺ ἕνα μῆλο ἔφαγαν κι ἦταν καταστροφή τους.

Τότε τὸ μῆλο πέταξε καὶ εἶπε στὴν ζωή μου,
μῆλο ποτὲ δὲν θὰ γευτῶ, νὰ σώσω τὴν ψυχή μου.

Στὸν ἑαυτόν του ἔβαλε τότε μιὰ τιμωρία,
μὲ ἐγκράτεια ἐνίκησε δαίμονος λαιμαργία.

Τοὺς μοναχοὺς ξεπέρασε ὅλους στὸ μοναστήρι,
σ᾿ ἀγῶνες τοὺς ἀσκητικοὺς ποὺ ῾χαν οἱ καλογῆροι.

Ἡ πίστις του ἡ φλογερὴ ἦταν μεγάλο πρᾶγμα,
καὶ τὸν ἀξίωσε ὁ Θεὸς μικρὸς νὰ κάνῃ θαῦμα.

Ὁ φούρναρης τοῦ μοναστηριοῦ ἐβράχηκε μιὰ δόσι,
κι ἔβαλε τὸ ροῦχο του στὸ φοῦρνο νὰ στεγνώσῃ.

Ὅμως ἐκεῖ τὰ ξέχασε, τὸν φοῦρνο πάλι ἀνάβει,
θὰ καίγονταν ἡ φορεσιὰ πρὶν νὰ τὸ καταλάβει.

Σὲ ἀγωνία βρέθηκε, φωτιὰ εἶχε φουντώσει,
κι Ἅγιος Σάββας βοήθησε τὴν λύπη του τὴν τόση.

Στὶς φλόγες φούρνου ἐπήδησε, ἔτρεξε σὰν ἐλάφι,
σῷα τὰ ροῦχα ἔβγαλε, δίχως αὐτὸς νὰ πάθῃ.

Μία τρίχα δὲν ἐκάηκε ἀπὸ τὴν κεφαλή του,
θαῦμα ὁ Θεὸς τοῦ ἔκανε, ποὺ ἤτανε μαζί του.

Τότε ὅλοι κατάλαβαν γιὰ τὴν εὐλάβειά του,
τὸν θαύμαζαν καὶ σέβονταν τὴν ἁγιότητά του.

Στὸ μοναστήρι Φλαβιανῶν εἶχεν ἀποφασίσει,
εἰς τ᾿ Ἱεροσόλυμα νὰ πάῃ νὰ προσκυνήσῃ.

Νὰ εὕρῃ μεγάλους ἀσκητὰς γιὰ ψυχικὰ ὀφέλη,
ἀσκητικὴ νὰ ζῇ ζωή, νὰ χαίρονται οἱ ἀγγέλοι.

Τὸ εἶπε στὸν ἡγούμενο γιὰ ἀναχώρησί του,
μὰ ἐκεῖνος τοῦ ἀρνήθηκε τὴν σκέψι τὴ δική του.

Τὴν νύχτα ἐκείνη Ἄγγελος στὸν ἡγούμενο πηγαίνει,
ὁ Σάββας νὰ ῾ναι ἐλεύθερος, Θεὸς σοῦ παραγγέλλει.

Καὶ τότε ὁ Ἡγούμενος τοῦ δίνει τὴν εὐχή του,
πηγαίνει Ἱεροσόλυμα, εἶν᾿ ὁ Θεὸς μαζί του.

Ἦταν δέκα ὀκτὼ χρονῶν, πέρασαν δέκα χρόνια,
θέλει νὰ ζήσῃ ἀσκητικὰ στὴν ἔρημο, στὰ χιόνια.

Πῆγε Ἱεροσόλυμα, ὁ πόθος τοῦ Ὁσίου,
τὸ μοναστήρι ἐζήλευσε Μεγάλου Εὐθυμίου.

Εἶχε ἀκούσει πάμπολλα ἀπὸ τὰ θαύματά του,
τὴν ἀρετή, θεῖο μυαλό, τὰ κατορθώματά του.

Βρίσκει Μέγα Εὐθύμιον, στὴ Λαύρα τὸν ἐστέλνει,
στὸν Γέροντα Θεόκτιστο, γραπτῶς τοῦ παραγγέλλει.

Ὅτι τοῦ στέλνει ἕνα παιδὶ νὰ τὸ παιδαγωγήσῃ,
ἔχει καὶ φώτισι Θεοῦ θὰ σὲ ἱκανοποιήσῃ.

Ὁ Γέροντας Θεοκτιστὸς τὸν κράτησε μαζί του,
ἐθαύμασε τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν ταπείνωσί του.

Πῆγε στὴν Ἀλεξάνδρεια, βρῆκε τοὺς γονεῖς του,
καὶ τὸν ἐπαρακάλεσαν νὰ ζήσῃ πιὰ μαζί τους.

Καὶ στοὺς γονεῖς του ὁ Ἅγιος δὲν ἔκανε χατίρι,
ἐνίκησε τὸ σατανᾶ, πάει στὸ μοναστήρι.

Τριάντα χρονῶν σὰν ἔγινε, σὲ μία σπηλιὰ πηγαίνει,
μόνο σαββατοκύριακα στὸ μοναστήρι μένει.

Τότε ὁ Μέγας Εὐθύμιος βγάζει ἀπόφασή του,
καὶ τὸν παιδιογέροντα Σάββα παίρνει μαζί του.

Μετὰ τὰ Θεοφάνεια στὴν ἔρημο τραβοῦνε,
καὶ εἰς τὸ μοναστήρι τους τὸ Πάσχα θὰ στραφοῦνε.

Στὴν ἔρημο ποὺ πήγανε ἔκανε πολὺ ζέστη,
ὁ Σάββας λιποθύμησε καὶ ἀπὸ τὴ ζέστη πέφτει.

Τότε ὁ Ἅγιος Εὐθύμιος πολὺ τὸν ἐλυπήθη,
ἔκλαψε, παραμέρισε, ἐκεῖ ἐπροσευχήθη.

Παρακαλάει τὸ Θεὸ τὸ θαῦμα του νὰ κάνῃ,
νὰ βγάλῃ ἡ γῆ νερὸ νὰ πιῇ, ἐκεῖ νὰ μὴν πεθάνῃ.

Καὶ μὲ εὐλάβεια περισσὴ λίγο τὴ γῆ σκαλίζει,
μεγάλο θαῦμα ἔγινε, τὸ ὕδωρ ἀναβλύζει.

Ἀπὸ τὸ γάργαρο νερό, εὐθὺς ὁ Σάββας πίνει,
καὶ πῆρε θεία δύναμη ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη.

Λίγος καιρὸς ἐπέρασε, Εὐθύμιος πεθαίνει,
καὶ τότε ὁ Σάββας μοναχὸς στὴν ἔρημο πηγαίνει.

Στὴν ἔρημο βάδισε κοντὰ στὸν Ἰορδάνη,
βρῆκε Μέγα Γεράσιμο παρέα νὰ τοῦ κάνῃ.

Ὁ σατανᾶς προσπάθησε νὰ τόνε κυνηγήσῃ,
μὲ χίλια δύο τεχνάσματα τὴν ἔρημο ν᾿ ἀφήσῃ.

Λίγο ἔπεσε νὰ κοιμηθῇ καὶ ἐκεῖ τὸν ἐπηρεάζει,
σκορπιούς, φίδια καὶ ἑρπετὰ στὰ μάτια του, τοῦ βάζει.

Ὁ Σάββας ἐφοβήθηκε, κάνει τὴν προσευχή του,
καὶ εὐθὺς ἐξαφανίστηκαν δὲν ἤτανε μαζί του.

Σὰν λίγες μέρες πέρασαν ὁ σατανᾶς καὶ πάλι,
φοβέριζε τὸν Ἅγιο καὶ ἔγινε λιοντάρι.

Εἶχε τὸ στόμα ἀνοιχτὸ καὶ ἁρπακτικὰ τὰ νύχια,
τὸν νίκησε μὲ προσευχὴ μὲ τοῦ Θεοῦ βοήθεια.

Ἡ Παναγία ὁδηγεῖ τότε τὸν Ἅγιο Σάββα,
νὰ κατοικήσῃ σὲ σπηλιά, σὲ μιὰ ὡραία Λαύρα.

Πέντε χρόνια ἐκάθησε εἰς τὴν σπηλιὰ ἐκείνη,
ἐφύγανε οἱ πειρασμοὶ καὶ εἶχε τὴν εἰρήνη.

Οἱ ἀσκηται ἐθαύμαζαν ἀσκητικὸ ἀγῶνα,
ποὺ ἔκανε ὁ Ἅγιος ἐκεῖνο τὸν αἰῶνα.

Νερὸ δὲν εἶχε ἐκεῖ κοντά, προσεύχεται καὶ πάλι,
μέσ᾿ στὸ ποτάμι ἔσκαβε, σήκωσε τὸ κεφάλι.

Ἔσκαψε μὲ τὸ πόδι του, βρίσκει νερὸ καὶ πίνει,
καὶ ἔτσι ἕνα παράδειγμα στὸν Ἅγιο τοῦ δίνει.

Ἔπιναν ἀπὸ ἐκεῖ νερὸ ὅλοι οἱ καλογῆροι,
καὶ σ᾿ ὅλες τὶς ἀνάγκες του, ποὺ ῾χε τὸ μοναστήρι.

Ἤτανε πενήντα τριῶν ἐτῶν τὴν ἐποχὴ ἐκείνη,
ὁ πατριάρχης τὸν καλεῖ εἰς τὴν ἱερωσύνη.

Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ στὴν ἔρημο πηγαίνει,
στὸν Ἰορδάνη ποταμὸ γέροντα συντυχαίνει.

Σὰν πέθανε ὁ πατέρας του καὶ εἶν᾿ μητέρα μόνη,
εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα ἐκεῖ κατευοδώνει.

Τὴν κάνει ὁ Σάββας μοναχὴ ἀλλὰ σὲ λίγα χρόνια,
ἐπῆγε εἰς τὸν οὐρανὸ ἐκεῖ νὰ ζῇ αἰώνια.

Σὲ μιὰ σπηλιὰ τοῦ λιονταριοῦ πῆγε νὰ κατοικήσῃ,
δὲν θέλησε ὁ λέοντας Σάββας ἐκεῖ διὰ νὰ ζήσῃ.

Τοῦ δάγκωσε τὰ ροῦχα του, νὰ φύγῃ ἀπ᾿ τὴ σπηλιά του,
καὶ τ᾿ ἀπαντᾷ ὁ Ἅγιος μὲ γλῶσσα τὴν δικιά του.

-Γιατὶ θηρίο θὲς νὰ βγῶ ἔξω ἀπ᾿ τὴ φωλιά σου,
ἀφοῦ χωράει καὶ τοὺς δυό, νὰ εἶμαι συντροφιά σου;

Ἂν θέλεις μόνο σου φωλιά,
Ψάξε νὰ βρεῖς ἀλλοῦ σπηλιά.

Εἶμαι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ καὶ καθ᾿ ὁμοίωσίν του,
ἀκόμα εἶμαι πλάσμα του, τιμήθηκα μαζί του.

Καὶ τὸ λιοντάρι ἔφυγε μόνον μὲ ἠρεμία,
καὶ ἄφησε τὸν ἅγιον καὶ εἶχε ἡσυχία.

Ἡ πίστι ποὺ ῾χε ὁ Ὅσιος, θαῦμα καὶ πάλι κάνει,
ζωντάνεψε ἕναν ἄνθρωπο ποὺ ἦταν γιὰ νὰ πεθάνῃ.

Μὲ ἕνα νέο στὴν ὁδὸ ἐβάδιζε παρέα,
στὸ δρόμο τους συνάντησαν κοπέλα, μιὰν ὡραία.

Ὁ Ἅγιος τὸν νεαρὸν θέλει νὰ δοκιμάσῃ,
τοῦ ἔριξε ἕνα δόλωμα τὸ ψάρι γιὰ νὰ πιάσῃ.

Τοῦ λέγει ἡ κοπέλα αὐτὴ εἶναι μὲ ἕνα μάτι,
δύο μάτια ἔχει, γέροντα, γεμάτη καὶ ἀφράτη.

Ἐγὼ τὴν κοίταξα καλὰ μὲ προσοχὴ μεγάλη,
σὰν εἶδε περιέργεια, κανόνα θὰ τοῦ βάλῃ.

Καὶ λέγει εἰς τὸν νεαρό, εἶν᾿ πειρασμὸς μεγάλος,
πρόσεχε μὴν νικηθῇς στῆς γυναικὸς τὸ κάλλος.

Τὸν ἔστειλε στὸ Καστέλλιο ἄσκησι γιὰ νὰ ἀρχίσῃ,
μὲ ἀρετὲς τὰ πάθη του νὰ χαλιναγωγήσῃ.

Κατόπιν τὸν ἐδέχτηκε, θεράπευε τὰ πάθη,
τοῦ ἔκανε ἕνα μάθημα, τὴν ἀρετὴ νὰ μάθῃ.

Μιὰ ἡμέρα ἐσυνάντησε στὸ δρόμο μία κυρία,
ἤτανε χρόνια ἄρρωστη εἶχε αἱμορραγία.
Ὁ ἅγιος κάνει προσευχή, τῆς δίνει τὴν ὑγεία.

Τοὺς ἀσεβεῖς τοὺς ἤλεγχε, τοὺς εὐσεβεῖς ἐπαινοῦσε,
ἤτανε δίκαιος κριτὴς τοὺς πάντες ἀγαποῦσε.

Ἦρθε ὅμως τὸ τέλος του, στοὺς οὐρανοὺς νὰ πάῃ,
τοῦ μήνυσε ὁ Κύριος γιατὶ τὸν ἀγαπάει.

Στὴν ἡλικία ἤτανε χρονῶν ἐνενήντα τεσσάρω,
ἦταν πιστὸς εἰς τὸν Θεὸ καὶ δὲν φοβόταν χάρο.

Λίγες ἡμέρες ἄρρωστος στὸ τέλος τῆς ζωῆς του,
κι εὐτυχισμένος ἔδωσε εἰς τὸν Θεὸν ψυχή του.

Τὸ Ἅγιο του τὸ λείψανο τὸ ῾θαψαν στὴ μονή του,
ἐκεῖ ὅπου ἐπέρασε τὴν ἥμισυ ζωή του.

Εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα προσκυνητὲς ποὺ πᾶνε,
τὸ ἱερόν του λείψανο στὴ Λαύρα προσκυνᾶνε.

Καὶ ἐμένα τὸν ἀνάξιο ποὺ λίγα λόγια γράφω,
μ᾿ ἀξίωσε προσκυνητὴ στὸν ἅγιόν του τάφο.

Ἡγιασμένος ἤτανε σὲ ὅλη τὴ ζωή του,
πρότυπο νὰ τὸν ἔχουμε μαζὶ μὲ τὴν εὐχή του,
νὰ μὴ μᾶς λησμονᾷ ποτὲ καὶ ἐμᾶς στὴν προσευχή του.