Διὰ μεγαλομάρτυρα Βαρβάρα τὴν ἁγία,
ποὺ Δεκεμβρίου τέσσερις τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία,
δυὸ λόγια γράφονται ἐδῶ εἰς εἰδικό της βίον,
στολίδι εἶναι, καύχημα τῶν γυναικῶν ἁγίων.
Μικρὴ ἦταν ποὺ πέθανε μητέρα τῆς ἁγίας,
πατέρας της ἐπίστευε στὴν εἰδωλολατρεία.
Μιὰ χριστιανὴ τῆς μίλησε γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία,
ἀμέσως τότε στὸν Χριστὸν ἐπίστευσε ἡ ἁγία.
Βαρβάρας ὁ πατέρας της θανάτωσε τὴν κόρη,
ἀπὸ κοντά του ἔφυγε, κι ἐγύριζε εἰς τὰ ὄρη.
Ὁ οὐρανὸς τιμώρησε πατέρα παιδοκτόνο,
τὸν ἔκαψε ἕνας κεραυνὸς κι ἐπλήρωσε τὸ φόνο.
Ὅσοι τιμοῦν τὴν μνήμη της, Βαρβάρα ὡς ἁγία,
δὲν ἔρχεται ἀσθένεια ποὺ λέγεται εὐλογία.
Προσεύχου πάντοτε γιὰ ἐμᾶς ποὺ ἔχεις παρρησία,
νὰ μᾶς φυλάει ὁ Θεὸς ἀπὸ τὴν ἁμαρτία.
* * *
Διακόσια ἐνενήντα μετὰ Χριστὸν γεννήθηκε ἡ Ἁγία
στὸ μέρος Ἡλιούπολι ὁποὺ εἶναι στὴν Συρία.
Ἤτανε Αὐτοκράτορας ἐτότε εἰς τὴν Ρώμη,
ὀνόματι Μαξιμιανός, εἰδωλολάτρου γνώμη.
Διόσκορο τὸν λέγανε πατέρα τῆς Ἁγίας,
ἀλλ᾿ ἦταν φανατικὸς τῆς εἰδωλολατρίας.
Μοναχοκόρη ἤτανε Βαρβάρα ἡ Ἁγία,
ἀπέθανε ἡ μητέρα της σὲ νεαρὴ ἡλικία.
Διόσκορος τῆς ἔκτισε βίλα πολυτελεστάτη,
νὰ ζήσῃ σὰν βασίλισσα μέσ᾿ στὸ μικρὸ παλάτι.
Δέκα ἕξι ἤτανε χρονῶν κι ἐλέγαν στὸν πατέρα,
γιὰ γάμο τὴν ζητούσανε οἱ νέοι κάθε ἡμέρα.
Τὸ εἶπε ὁ πατέρας της μιὰ ἡμέρα στὴν Ἁγία,
ἐκείνη τοῦ ἀρνήθηκε μὲ ἀναβολὴ καμία.
Ἀπὸ τὸν πύργο ἔβλεπε Θεοῦ δημιουργία,
ἔργα Θεοῦ ἀληθινὰ ἐκοίταζε τὴν σοφία.
Κρυφὰ στὸν πύργο ἤτανε μία χριστιανὴ μητέρα,
γιὰ τὸν ἀληθινὸ Θεὸ ἐδίδασκε κάθε ἡμέρα.
Κι ἔτσι τὴν ἐβοήθησε τὴν νεαρὴ Βαρβάρα,
ἐπίστεψεν εἰς τὸν Χριστὸν μὲ τῆς καρδιᾶς λαχτάρα.
Διέταξε ὁ πατέρας της κι ἀπὸ τὸν πύργο βγαίνει,
καὶ νὰ συναναστρέφεται, παντοῦ γιὰ νὰ πηγαίνῃ.
Καὶ σὰν ἐβγῆκε ἀπ᾿ τὸ κλουβί, εἶχεν ἐλευθερία,
κρυφὰ ἄκουγε κηρύγματα, Χριστοῦ τὰ λόγια θεῖα.
Εἶπε εἰς τὸν πατέρα της ἕνα λουτρὸ νὰ κάνῃ,
δίπλα ἐκεῖ στὸν πύργο της καὶ εὐθὺς ἀναλαμβάνει.
Κι ἀμέσως στοὺς μηχανικοὺς ἔδωσε ὁδηγίες,
καὶ σ᾿ ἄλλην πόλι ἔφυγε, γιατ᾿ εἶχε ὑπηρεσίες.
Τεχνίτες ἔκτισαν λουτρὸ μὲ παραθύρια δύο,
τοὺς εἶπε ὁ Διόσκορος πρὶν φύγῃ μὲ τὸ πλοῖο.
Ἡ Βαρβάρα τοὺς παρακαλεῖ μὲ τὴν δική της γνώμη,
παράθυρο ἕνα νὰ γενῇ εἰς τὸ λουτρὸ ἀκόμη.
Κι ἔγινε τὸ παράθυρο καὶ τώρα εἶχε τρία,
ἐχάραξε κι ἕνα σταυρό, γεμάτη εὐτυχία.
Σὰν γύρισε ὁ Διόσκορος καὶ ἦρθε εἰς τὴν πόλι,
λουτρὸ ἐπιθεώρησε τὴν ἐργασία ὅλη.
Εἶδε τρία παράθυρα καὶ μία ὀργὴ τὸν πιάνει,
εὐθὺς ὅμως ἡ κόρη του εὐθύνη ἀναλαμβάνει.
Διέταξα νὰ γίνουνε τὰ παραθύρια τρία,
γιὰ νὰ μᾶς συμβολίζουνε Τριάδα τὴν Ἁγία.
Μάθημα στὸν πατέρα της χριστιανικὸ τοῦ κάνει,
καὶ τὸ σημεῖον τοῦ σταυροῦ στὸ πρόσωπό της βάνει.
Σὰν ἄκουσε τὰ λόγια αὐτὰ ὁ ἄπιστος πατέρας,
ἀπ᾿ τὸν θυμὸ τυφλώθηκε, ἔγινε ἄγριο τέρας.
Ἐτράβηξε τὸ ξίφος του, πῆγε νὰ τὴν σκοτώσῃ,
ἐξέφυγε ὅμως γρήγορα, τὸν φόνο εἶχε γλιτώσῃ.
Σ᾿ ἕνα βουνὸ ἀνέβηκε τροχάδην ἡ Ἁγία,
κι ἀπ᾿ τὸν Θεὸν ἐζήτησε τὴν θεία προστασία.
Πατέρας της τὴν κυνηγᾶ νὰ σφάξῃ τὴν Ἁγία,
μὰ ἕνα θαῦμα ἔγινε μὲ τοῦ Θεοῦ ἐνεργεία.
Βράχος μεγάλος σχίσθηκε καὶ εὐθὺς στὴν ἀγκαλιά του,
τὴν ἔχασε ὁ πατέρας της, δὲν ἤτανε κοντά του.
Πέρασαν ἡμέρες ἀρκετὲς ποὺ ἡ Ἁγία ζοῦσε,
κι ἔτρωγε χόρτα τοῦ βουνοῦ, τὴν πείνα ἐξεχνοῦσε.
Ὁ πατέρας της ἐπίμονα δύο βοσκοὺς ρωτάει,
ποῦ βρίσκεται ἡ κόρη του, τοὺς ἐξομολογάει.
Ὁ ἕνας βοσκὸς τὸν κοίταζε· βλέπει μίσος, κακία.
Λέγει· δὲν ξέρω τίποτα, ποῦ βρίσκεται ἡ Ἁγία.
Ὁ ἄλλος ἦταν πονηρός, ἔκανε προδοσία,
μὲ δάκτυλο τοῦ ἔδειξε ποῦ ἦταν ἡ Ἁγία.
Τὸν ἐτιμώρησε ὁ Θεὸς προδότη τὸν τσοπάνη
κι εὐθὺς ὅλα τὰ πρόβατα σκαντζόχοιρους τὰ κάνει.
Συνέλαβε ὁ Διόσκορος εἰς τὸ βουνὸ τὴν κόρη,
τὴν ἔδειρε κι ἀπ᾿ τὰ μαλλιά, τραβᾷ καὶ τὴν προχώρει.
Ἐπῆγε την στὸ σπίτι του, σ᾿ ἕνα δωματιάκι,
καὶ τὴν ἐφύλαγαν φρουροί, μὴν φύγῃ σὰν πουλάκι.
Ἔτρεξε στὸν Μαρκιανὸ Ἁγίας ὁ πατέρας,
τὴν πρόδωσε τὴν κόρη του, ἄσπλαχνος ἦταν, τέρας.
Τοῦ εἶπε ὅτι πίστεψε εἰς τοῦ Χριστοῦ θρησκεία,
καὶ ὅτι τὴν ἀρνήθηκε τὴν εἰδωλολατρία.
Καὶ τότε ὁ Μαρκιανὸς αὐτὸς ἀναλαβαίνει,
ἢ προσκυνᾶ τὰ εἴδωλα, ἀλλιῶς τήνε πεθαίνει.
Καὶ ἡ Ἁγία τοῦ ἀπαντᾶ· Χριστοῦ μόνο θρησκεία,
αὐτὴν καὶ μόνον προσκυνᾶ κι ὄχι εἰδωλολατρία.
Σὰν τ᾿ ἄκουσε ὁ Μαρκιανὸς μαρτύρια ἀρχίζει,
τὴν μαστιγώνει ἄγρια καὶ τὸ κορμί της σχίζει.
Τρίχινα ροῦχα ἔτριβαν τὶς ἀνοιχτὲς πληγές της,
ἀκόμη τὴν ἐθαύμαζαν καὶ οἱ βασανιστές της.
Μετ᾿ ἄγριον ξυλοδαρμὸ κλείδωσαν τὴν Ἁγία,
καὶ πάλι μέσ᾿ στὴν φυλακὴ νὰ εἶναι τιμωρία.
Μεσάνυχτα στὴν φυλακὴ στὸ σκοτεινὸ κελί της,
ἐφάνη ἕνα θεῖο φῶς, εἶν᾿ ὁ Χριστὸς μαζί της.
Μὴν φοβηθῇς, τῆς ἔλεγε, ἐγὼ θὰ ῾μαι κοντά σου,
καὶ θὰ σοῦ δίνω δύναμιν εἰς τὰ μαρτύριά σου.
Γονατιστὴ εὐλαβικὰ κάνει τὴν προσευχή της,
καὶ ἐξαφανίστηκαν πληγὲς ἀπ᾿ ὅλο τὸ κορμί της.
Μέσ᾿ στὸ κελὶ ποὺ εἴχανε κλεισμένη τὴν Ἁγία,
ἦταν καὶ ἄλλη Χριστιανὴ κι ἐκείνη τιμωρία.
Τὴν λέγαν Ἰουλιανή, πῆρε ἀπόφασή της
καὶ γιὰ τὴν πίστι τοῦ Χριστοῦ νὰ δώσῃ τὴν ζωή της.
Καὶ πάλι στὴν ἀνάκρισι, Μαρκιανὸς ρωτάει·
τὰ ψεύτικα τὰ εἴδωλα ἐὰν τὰ προσκυνάῃ.
Πάλι τὸν ἀποστόμωσε τὸν τύραννο ἡ Ἁγία,
κι ἄρχισαν νέα βάσανα, σκληρὴ δοκιμασία.
Ἐξέσχιζαν τὶς σάρκες της μὲ νύχια σιδερένια,
καὶ τὸ κεφάλι ἐχτύπαγαν μὲ τὰ σφυριὰ ἀτσαλένια.
Ἔκλαιγε ἡ Ἰουλιανὴ στὸν πόνο τῆς Ἁγίας,
τὸ αἷμα ἔτρεχε ἄφθονο ἀπὸ τὰς τυραννίας.
Ἐρώτησε ὁ Μαρκιανός· τὶ ἔχει κι ὅλο κλαίει;
-Εἶμαι καὶ ἐγὼ Χριστιανή, μὲ ψυχραιμία λέει.
Κι ἀμέσως ἐδιάταξε κι αὐτὴν νὰ τὴν κρεμάσουν,
νὰ ξεσχισθοῦν οἱ σάρκες της, συνάμα νὰ τὶς κάψουν.
Κι ἀμέσως ἡ Ἰουλιανὴ κάνει τὴν προσευχή της,
καὶ βοηθὸς νὰ ῾ν᾿ ὁ Χριστός, παντοτινὰ μαζί της.
Διέταξε ὁ τύραννος καὶ κόψαν τοὺς μαστούς των,
μαζὶ τῶν δύο γυναικῶν, ν᾿ ἀλλάξουν λογισμούς των.
Μὰ εἶχαν πάρει ἀπόφασι γιὰ τοῦ Χριστοῦ τὴν πίστι,
ποὺ ἐρίζωσε πολὺ βαθιά, εἰς τὰ δικὰ των στήθη.
Μέσ᾿ στῆς ὀργῆς τὴν θύελλα ἡ Βαρβάρα δὲν τὰ χάνει,
ὑμνεῖ, δοξάζει τὸν Θεόν, τὴν προσευχή της κάνει.
Ἐσκέφτηκεν ὁ τύραννος νὰ τὴν ἀπογυμνώσῃ,
στὴν πόλι νὰ γυρίζουνε, νὰ τὴν καταρρακώσῃ.
Κάνει ἡ Ἁγία προσευχὴ καὶ γίνεται σκοτάδι,
δὲν ἔβλεπαν οἱ ἀσεβεῖς, εὑρίσκοντο στὸν Ἅδη.
Τὴν εἶχε ντύσει ὁ Χριστὸς λαμπρὴ στολὴ ὡραία,
σὰν νύμφη χρυσοστόλιστη μὲ περικεφαλαία.
Νικήθηκεν ὁ τύραννος, τὸ εἶχε ἀποφασίσει,
Βαρβάρα κι Ἰουλιανὴ νὰ ἀποκεφαλίσῃ.
Σκληρόκαρδος πατέρας της εἰς τὰ μαρτύριά της,
σὲ ὅλα ὅσα πάθαινε, βρισκότανε μπροστά της.
Κι ἐβγῆκεν ἡ ἀπόφασι γιὰ τὴν ἐκτέλεσί της,
ἐπῆρε τότε ἄδεια νὰ κόψῃ κεφαλή της.
Τὴν ἅρπαξε ἀπὸ τὰ μαλλιά, ψηλὸ βουνὸ πηγαίνει,
μαζὶ κι ἡ Ἰουλιανή, θάνατο περιμένει.
Καθόλου δὲν λυπήθηκαν, εἶχαν χαρὰ μεγάλη,
σὲ γάμο σὰν νὰ πήγαιναν καὶ πανηγύρι πάλι.
Ἡ Ἁγία Βαρβάρα προχωρεῖ, κάνει τὴν προσευχή της,
σὲ ὅσους τὴν μνημονεύουνε, νὰ ῾χουνε τὴν εὐχή της.
Ἀσθένεια κολλητικὴ ποτὲ νὰ μὴν ἀγγίξῃ,
καὶ τοῦ θανάτου ἀσθένεια τὸ σπίτι μὴν κολλήσῃ.
Φωνὴ τότε ἀκούστηκε κι ἔλεγε στὴν Ἁγία,
ἡ χάρις θὰ γινότανε κατὰ παραγγελία.
Ἡ Ἁγία Βαρβάρα προχωρεῖ εἰς τὸ μαρτύριό της,
μὲ ἔκπληξη τὸν πατέρα της βλέπει γιὰ δήμιό της.
Τοῦ λέγει· μή, πατέρα μου, θὰ χάσῃς τὴν ψυχή σου,
ἂν τοῦ παιδιοῦ σου κεφαλὴ κόψῃς μὲ τὸ σπαθί σου.
Μοβόρος ὅμως, ἄσπλαγχνος, τῆς κόβει τὸ κεφάλι,
ἤθελε νὰ τὸν συγχαροῦν οἱ εἰδωλολάτρες πάλι.
Κι ἡ Μάρτυς Ἰουλιανὴ τότε ἀποκεφαλίσθη,
κι ἐπέτεξαν ἁγνὲς ψυχὲς στοῦ οὐρανῆ τὰ ὕψη.
Θεὸς τιμώρησε σκληρὰ πατέρα παιδοκτόνο,
τὸν ἔκαψε ἕνας κεραυνὸς ποὺ ἔκανε τὸν φόνο.
Μὲ εὐλάβεια τὰ ἔθαψαν τ᾿ ἅγια σώματά τους,
προσεύχου γιὰ τοὺς Χριστιανούς, Βαρβάρα μου Ἁγία.
Κ᾿ ἐπιδημία εὐλογιᾶς, νὰ μὴν συμβῇ καμία.
|