Ὁ Ἅγιος Μερκούριος, γενναῖος στρατιώτης,
ἐγεννήθη στὴν Ἀνατολὴ καὶ χριστιανὸς ἐν πρώτοις.
Ὕπαρχος ὁ πατέρας του καὶ χριστιανὸς κρυμμένος,
νὰ μὴν γνωρίζῃ ὁ βασιλιὰς ἤτανε καλυμμένος.
Ἀπέθανε ὁ πατέρας του, τ᾿ Ἁγίου Μερκουρίου,
ὁ ἅγιος ἦταν στὸ στρατὸ τοῦ βασιλιᾶ Δεκίου.
Ἤτανε ἀσεβέστατοι οἱ βασιλεῖς ἐκεῖνοι,
θηρία ἀνήμερα, σκληρὰ γιὰ τὴ χριστιανοσύνη.
Ὁ βασιλιὰς τὸν ἅγιο στέλνει νὰ πολεμήσῃ
καὶ μὲ τὸ στράτευμα μαζὶ βαρβάρους νὰ νικήσῃ.
Οἱ βάρβαροι ἦσαν πολλοί, σκέπτεται τὶ νὰ πράξῃ,
παρουσιάσθη ἄγγελος καὶ τοῦ εἶπε τὶ νὰ πράξῃ.
Κρατοῦσε ξίφος ὁ ἄγγελος εἰς τὸ δεξί του χέρι,
ποὺ τὸ ἔδωσε ὁ Θεὸς στὸν ἅγιο νὰ τὸ φέρῃ.
Τοῦ λέγει μὲ ἔστειλε ὁ Θεὸς γιὰ νὰ σοῦ δώσω θάρρος
καὶ τοὺς ἐχθρούς σου θὰ νικᾷς καὶ θὰ τοὺς παίρνει ὁ χάρος.
Καὶ νὰ θυμᾶσαι πάντοτε αὐτὴ τὴν καλοσύνη,
καὶ ὅτι θὰ γίνῃς μάρτυρας γιὰ τὴ χριστιανοσύνη.
Σὰν τ᾿ ἄκουσε ὁ ἅγιος πῆρε μεγάλη ἀνδρεία,
βαρβάρους ἐξολόθρευσε, τὰ ἄγρια θηρία.
Ὅλοι ἐχθροὶ τὸν ἔβλεπαν σὰν ἄγριο λιοντάρι
καὶ ἀπὸ τὸν φόβο ἔφευγαν χάρος νὰ μὴν τοὺς πάρῃ.
Τὸν ἀρχηγό τους φόνευσε καὶ κατατρομαγμένοι,
τὰ ὅπλα ἐπαράτησαν κι ἔφευγαν νικημένοι.
Σὰν ἄκουσε ὁ βασιλιὰς ἀνδρεία τοῦ Ἁγίου
τὸν ἔκανε ἀρχιστράτηγο, τιμὴ τοῦ Μερκουρίου.
Μερκούριος καὶ βασιλιὰς εἶχαν μεγάλη ἀγάπη
μὰ ξέχασε τὸν ἄγγελο ὅτι τὸν εἶχε μάθει.
Ὅταν τοῦ ἔδωσε σπαθί, τοῦ ἔκανε ἀγγελία,
νὰ μὴν ξεχάσῃ τὸν Θεὸν παραγγελιὰ ἦταν θεία.
Ἔρχεται πάλι ὁ ἄγγελος, τοῦ τὸ ὑπενθυμίζει
νὰ μὴν κοιτᾷ τὰ γήινα, ψυχή του νὰ φροντίζῃ.
Τώρα θυμᾶται ὁ ἅγιος τὰ λόγια τοῦ πατέρα,
ποὺ ὅταν ζοῦσε εἰς τὴν γῆ, τοῦ ἔλεγε πᾶσα ἡμέρα.
Τοῦ ἔλεγε πὼς Δημιουργὸς εἶναι ὁ καλὸς Θεός μας,
θάλασσα, οὐρανὸ καὶ γῆ μὰ καὶ τὸν ἑαυτό μας.
Σκεπτόταν πὼς θὰ ἄφηνε τὰ ἀξιώματά του
καὶ ὁ Θεὸς βοήθησε τότε στὰ σχέδιά του.
Ὁ βασιλιὰς ἐκάλεσε συμβούλιο μεγάλο
μαζὶ καὶ τὸ Μερκούριο καὶ ὅλο τὸ περιβάλλον.
Δὲν πῆγε ὁ Μερκούριος, εὑρῆκε μιὰν αἰτία,
τὴν ἄλλη ἀποχαιρετᾷ αὐτοῦ τὴ βασιλεία.
Τοῦ λέγει τότε ὁ βασιλιάς· νὰ κάνουν μιὰ θυσία
εἰς τὸν ναὸ Ἀρτέμιδος, νὰ ἔχουν προστασία.
Καὶ πάλι βρίσκει πρόφασι, στὸ σπίτι του πηγαίνει
καὶ ἄφησε μόνο βασιλιὰ νὰ τόνε περιμένει.
Στὸν βασιλέα φθονερῶς τώρα τὸν διαβάλλει
πῶς δὲν τιμᾷ θρησκεία του καὶ τοὺς θεοὺς προσβάλλει.
Τοῦ λέγει· ὁ Μερκούριος ποὺ εἶν᾿ στὸ στρατόπεδό σου
ποὺ ἐτίμησες πολύ, ἐγίνηκεν ἐχθρός σου.
Καταφρονεῖ καὶ τοὺς θεοὺς καὶ διατάγματά σου
καὶ βάζει ἀνθρώπους νὰ ἀρνηθοῦν τὴν πίστι τὴν δικιά σου.
Τοῦ ἀπαντᾷ ὁ βασιλιάς· αὐτὰ δὲν θὰ πιστέψω
θὰ κάνω μία ἐξέτασι καὶ τότε θὰ μαντέψω.
Κάλεσε τὸν Μερκούριο τότε εἰς τὸ παλάτι
καὶ ἀνακρίσεις ἔκανε ὑπόθεσι νὰ μάθῃ.
Τοῦ λέγει· ἐγὼ σὲ τίμησα, σοῦ ἔδωσα ἀξία
καὶ σὺ περιφρονεῖς θεούς· μεγάλη ἀνοησία;
Τιμή, τοῦ λέγει, ὁ ἅγιος Θεὸς ἔχει σ᾿ ἐμένα δώσει
καὶ θὰ νικήσω καὶ ἐσὲ γιὰ νὰ μὲ στεφανώσῃ.
Καὶ βγάζει εὐθὺς τὴ ζώνη του καὶ τὰ ἐνδύματά του
καὶ τὸν ἐπεριφρόνησε, τὰ ἔριξε μπροστά του.
Ὁ βασιλιὰς ἐθαύμασε τὸ κάλλος του ἀκόμη
καὶ στοὺς φρουροὺς παρήγγειλε, μήπως τ᾿ ἀλλάξουν γνώμη.
Ὁ Ἅγιος Μερκούριος Θεὸν εὐχαριστοῦσε
καὶ τοῦ ζητοῦσε δύναμι, μαρτύριο ζητοῦσε.
Ὁ Ἅγιος προσεύχεται στὴ φυλακὴ ποὺ ἦταν
καὶ ὁ ἄγγελος πάλι ἔρχεται νὰ δώσῃ μία βοήθεια.
Μὲ θάρρος κήρυττε Χριστὸν διὰ νὰ λάβῃς δόξα·
μὴ φοβηθῇς τοῦ σατανᾶ τὰ ἰδικά του τόξα.
Ἄφαντος γίνεται ὁ ἄγγελος· αὐτὰ τοῦ παραγγέλνει,
καὶ ὅταν ἐτελείωσε στὸν οὐρανὸ πηγαίνει.
Ὁ βασιλιὰς στὸ θρόνο του πρῶτα τὸν κολακεύει
ἀλλὰ δὲν τὸ κατόρθωσε καὶ τότε ἀγριεύει.
Τὸν φοβερίζει ἄγρια πὼς θὰ τὸν βασανίσῃ,
ἀφοῦ ξανὰ τὰ εἴδωλα δὲν πάει νὰ τιμήσῃ.
Τοῦ λέγει τὸ ῾ξερα ἀπὸ πρὶν πὼς θὰ μὲ βασανίσῃς,
λοιπὸν μὴ χάνεις τὸν καιρό, ὅμως δὲν θὰ νικήσῃς.
Δὲν τοὺς τιμῶ τοὺς δαίμονες, οὔτε τὰ εἴδωλά σου,
καὶ δὲν φοβᾶμαι ἀπειλές, οὔτε τὰ βάσανά σου.
Καὶ διατάζει ὁ βασιλιάς· δεμένος μὲ τὰ χέρια
νὰ τὸν κρεμάσουνε ψηλά, νὰ κόβουν τὰ μαχαίρια.
Κομμάτια ἀπὸ τὸ σῶμα του καὶ νὰ τὰ κατακαῖνε
καὶ χαίρονται οἱ ἄπιστοι, ποὺ ἔπρεπε νὰ κλαῖνε.
Ἀνοίξανε πολλὲς πληγές, τὸ αἷμα πλημμυρίζει,
ὁ ἅγιος εἰς τὸν Θεὸ τὴν προσευχὴ ἀρχίζει.
Γιὰ νὰ τοῦ δίνῃ δύναμη, ἐνίσχυσι, βοήθεια
ὑπέφερε γιὰ τὸν Χριστό, ποὺ εἶναι ἡ ἀλήθεια.
Καὶ πάλι ἦρθε ὁ ἄγγελος, ὅπως ξανάρθε πρῶτα,
τοῦ λέγει· χαῖρε τοῦ Χριστοῦ γενναῖε στρατιῶτα.
Καὶ μὲ τὸν λόγο ποὺ ἄκουσε, ἔγιανε τὸ κορμί του
καὶ εὐχαριστοῦσε τὸν Θεὸν μὲ ὅλη τὴν ψυχή του.
Ὅταν τὸν εἶδε ὁ τύραννος, πὼς γιάναν οἱ πληγές του,
βάζει ἄλλα μαρτύρια, δὲν χόρταινε ποτές του.
Ἀλύπητα τὸν σούβλιζαν μὲ σοῦβλες πυρωμένες,
σὰν τὶς ὀχιὲς μὲ ἀπονιά, ποὺ εἶναι ἀγριεμένες.
Τὸν κρέμασαν ἀνάποδα, ἡ κεφαλή του κάτω,
μία πέτρα δένουν στὸ λαιμό, νὰ πάῃ ὁ πόνος κάτω.
Ἀλλὰ ὑπέμεινε καὶ αὐτὴν σκληρὴν δοκιμασία,
ὄχι μὲ δική του δύναμι, ἀλλὰ Θεοῦ τὴν θεία.
Ὁ τύραννος ἀγρίεψε, τὴν πέτρα εἶπε νὰ λύσουν,
μὲ βούρδουλα τετράκλωνα ξανὰ νὰ τὸν ραβδίσουν.
Νὰ ρίχνουνε ἀδιάκοπα, διέταξε ἀκόμα,
ὥσπου νὰ φύγῃ ἡ ψυχὴ ἐπάνω ἀπ᾿ τὸ σῶμα.
Ἀλλὰ καὶ αὐτὴν ὑπέμεινε σκληρὴν τὴν τιμωρία,
εἶχε πολλὴ ὑπομονὴ καὶ θεία εὐλογία.
Ὁ τύραννος ἀπ᾿ τὸ κακὸ δὲν ξέρει τὶ νὰ κάνῃ,
εἶπε νὰ ἀποκεφαλισθῇ, ἀμέσως νὰ πεθάνῃ.
Δήμιοι στὴν Καισάρεια τὸν σήκωσαν νὰ πᾶνε,
ἀφ᾿ ὅτου τὸν μετέφεραν καθήσανε νὰ φᾶνε.
Μὰ στὸ διάστημα αὐτὸ ὁ Κύριος ἐφάνη,
τοῦ εἶπε· τὸ τέλος ἔφτασε, θὰ πάρῃς τὸ στεφάνι.
Ὁ Ἅγιος Μερκούριος λέγει Χριστοῦ ἐτότες·
νὰ συγχωρήσῃ τοὺς ἐχθρούς, ποὺ ἦσαν στρατιῶτες.
Ἀκόμα παρεκάλεσε, ὅσοι τὸν ἑορτάζουν
μὲ πολυπλάσιον μισθὸν εἰς τὰς ψυχὰς νὰ βάζουν.
Καὶ τελευταία του δουλειὰ ποὺ ἔκανε ἀκόμα,
μὲ τὸ σταυρό του σφράγισε τὸ ἅγιόν του σῶμα.
Καὶ ὅταν ἐτελείωσε τὸ σφράγισμα ἐτότες,
νὰ ἐκτελέσουν πρόσταγμα, λέγει στοὺς στρατιῶτες.
Καὶ οἱ στρατιῶτες ἔκοψαν τὴν κεφαλὴ ἁγία,
ποὺ εἶχαν ἀπ᾿ τὸ βασιλιὰ τέτοια παραγγελία.
Ἤτανε τότε εἴκοσι καὶ πέντε Νοεμβρίου,
ποὺ ἔκοψαν τὴν κεφαλὴ Ἁγίου Μερκουρίου.
Εἴκοσι-πέντε ἦταν ἐτῶν μόλις στὴν ἡλικία,
ποὺ τοῦ ἔκοψαν τὴν κεφαλὴ στὴν πόλι Καισαρεία.
Στοὺς οὐρανοὺς ἀνέβηκε ἡ πάναγνος ψυχή του,
εἶναι μεγαλομάρτυρας νὰ ἔχουμε τὴν εὐχή του.
Πολλοὶ ἐθεραπεύτηκαν ποὺ βρέθηκαν κοντά του,
ἀνίατες ἀσθένειες μὲ τὴν βοήθειά του.
Ἐγράφη ἕνα γεγονὸς στὸν βίο τοῦ Ἁγίου,
ποὺ ἔγινε τὴν ἐποχὴ Μεγάλου Βασιλείου.
Ἦταν ὁ Ἰουλιανὸς στὴν εἰδωλολατρία,
καὶ ἦταν ἐχθρὸς Χριστοῦ στὴν πίστι τὴν ἁγία.
Τὸν Ἅγιο Βασίλειο δὲν σέβονταν καθόλου,
εἰδωλολάτρης ἤτανε στὰ χέρια τοῦ διαβόλου.
Φοβέριζε τοὺς χριστιανοὺς πὼς θὰ τοὺς καταστρέψῃ,
ἀπ᾿ τὴν Περσία νικητὴς ὅταν θὰ ἐπιστρέψῃ.
Ὁ Ἅγιος Βασίλειος εἶδεν μιὰ ὀπτασία,
Ἀγγέλους, θρόνο λαμπερὸ στὴ μέση ἡ Παναγία.
Ἡ Παναγία σὲ ἄγγελο δίνει παραγγελία,
νὰ ποῦνε στὸ Μερκούριο παραγγελία θεία.
Μὲ τὸ σπαθὶ τὸ κοφτερὸ νὰ πάῃ νὰ σκοτώσῃ
τὸν ἄθεο Ἰουλιανὸ καὶ νὰ τὸν ἐξοντώσῃ.
Νεκρὸς ἦταν ὁ ἅγιος, μὰ πιάνει τὸ σπαθί του,
σκοτώνει Ἰουλιανό, τοῦ παίρνει τὴν πνοή του.
|