Εἶναι πτωχὴ ἡ πένα μου, Ἁγία Αἰκατερίνα,
νὰ ἐγκωμιάσω ὁ ἀμαθὴς τοῦ οὐρανοῦ τὰ κρῖνα.
Μοσχοβολᾶ ἡ χάρι σου μέσ᾿ στὴν Ὀρθοδοξία,
πάνσοφη νύμφη τοῦ Χριστοῦ σ᾿ ἔχει ἡ Ἐκκλησία.
Στὴν Αἴγυπτο γεννήθηκε, πόλι Ἀλεξανδρεία,
βασιλικὴ καταγωγὴ εἶχε αὐτὴ ἡ Ἁγία.
Σὰν πέθανε ὁ πατέρας της στὴν Κύπρο ὁδηγήθη,
μὰ συμπαθοῦσε τὸν Χριστὸν στὴν φυλακὴ ἐκλείσθη.
Ἦταν δέκα ὀκτὼ χρονῶν ἐτότε ἡ Ἁγία,
κι ἐσπούδασε ρωμαϊκὴ κι ἑλληνικὴ παιδεία.
Ἔμαθε γλῶσσες ἀρκετές, μεγάλη ἡ μόρφωσί της,
ὅμως ἀσύγκριτη ὀμορφιὰ εἶχε καὶ τὸ κορμί της.
Γιὰ γάμο τὴν ἐζήτησαν πλούσιοι, μορφωμένοι,
ἀπάντησι τοὺς ἔδινε παρθένος πὼς θὰ μένῃ.
Καὶ ἡ μητέρα ἔλεγε στὴν κόρη Αἰκατερίνη,
πάντα τὴν ἐσυμβούλευε νὰ παντρευτῇ κι ἐκείνη.
Διὰ νὰ μὴν τὴν ἐνοχλοῦν, τοὺς ἔλεγε ἡ Ἁγία,
νὰ ῾χῃ ὁ γαμπρὸς χαρίσματα ποὺ εἶχε καὶ ἡ ἴδια.
Δὲν μπόρεσε ἡ μητέρα της νὰ τήνε καταφέρῃ
καὶ σκέφτηκε σὲ ἅγιον τὴν κόρη της νὰ φέρῃ.
Ἔξω ἀπ᾿ τὴν πόλι ὅσιο γέροντα Ἀνανία,
τὸν βρήκανε ποὺ ἀσκήτευε μητέρα κι ἡ Ἁγία.
Τὶς ἄκουσε ὁ ἀσκητὴς μὲ προσοχὴ μεγάλη,
καὶ γιὰ νύμφιο τὸν Χριστὸν στὴν νέα ἐπιβάλλει.
Νόμισε πὼς εἶναι ἄρχοντας, δὲν ἤξερε ἡ Ἁγία,
τὴν συμβουλεύει ὁ γέροντας καὶ φεύγει ἡ ἀπορία.
Σὰν ἔφυγαν ἀπ᾿ τὸ σπήλαιον τοὺς δίνει μία εἰκόνα·
ἦταν Χριστὸς καὶ Παναγιά, τῆς ἔβαλε κανόνα.
Ὅλη τὴν νύχτα σπίτι της νὰ κάνῃ προσευχή της,
νὰ τὴν φωτίσῃ ἡ Παναγιά, νὰ πάρῃ ἀπόφασί της.
Τὴ νύχτα προσευχότανε καὶ εἶχεν ἀπορία
νὰ πάρῃ τὴν ἀπάντησι ἀπὸ τὴν Παναγία.
Μεσάνυχτα ἐνύσταξεν, ὁ ὕπνος τήνε παίρνει,
βλέπει Χριστὸν καὶ Παναγιά, ἦσαν ἀγκαλιασμένοι.
Κοίταξε τὸν μικρὸ Χριστὸ ποὺ ἀκτινοβολοῦσε,
ἔβλεπε τὴν μητέρα του, αὐτὴν δὲν τὴν κοιτοῦσε.
Ἀκόμα ἦταν ἀβάπτιστη, δὲν εἶχε ὡραία τάξι,
γι᾿ αὐτὸ ἀποστρεφότανε Χριστὸς νὰ τὴν κοιτάξῃ.
Τότε τῆς λέγει ὁ Χριστός, στὸν γέροντα νὰ πάῃ,
ἐκεῖνον νὰ συμβουλευτῇ γιὰ νὰ τὴν ἀγαπάῃ.
Ξύπνησε ἀπ᾿ τὸν ὕπνο της, ἤτανε ταραγμένη,
μὲ ἄλλες γυναῖκες συντροφιὰ στὸν γέροντα πηγαίνει.
Μὲ δάκρυα στὰ πόδια του, ἱστόρησε ἡ Ἁγία,
κι ὁ ἀσκητὴς δὲν ἔχασε τότε τὴν εὐκαιρία.
Τῆς μίλησε γιὰ τὸν Χριστὸ μὲ θεία εὐσπλαγχνία,
Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος διὰ φιλανθρωπία.
Μὲ προσοχὴ τὰ ἄκουσε ἡ Ἁγία Αἰκατερίνη
κι ἀμέσως ἐβαπτίστηκε ἐχάρηκε κι ἐκείνη.
Χαρούμενη εἰς τὸν Χριστὸν κάνει τὴν προσευχή της
κι ἐκεῖνος τὴν ἐκοίταζε· ἦταν Θεὸς μαζί της.
Ἡ Παναγία τὸν Χριστὸν πάλι τὸν ἐρωτάει,
τώρα ποὺ ἐβαπτίστηκε κι ἐκεῖνος ἀπαντάει.
Ἔγινε τώρα λαμπερὴ μετὰ τὸ βάπτισμά της
κι ἀπ᾿ τὸ σκοτάδι ἔφυγε ὅλη ἡ ἀσχημιά της.
Τώρα τὴν παίρνω νύμφη μου στὴν ἄνω βασιλεία,
τοῦ εἶπε πὼς ἀνάξια ἤτανε ἡ Ἁγία.
Καὶ δαχτυλίδι τῆς φορεῖ ἡ Παναγιὰ στὸ χέρι,
κι ἔγινε νύμφη τοῦ Χριστοῦ, ἀθῶο περιστέρι.
Τὸ θαῦμα ὅταν ξύπνησε, μόνη της ἀποροῦσε,
τὸ δαχτυλίδι ἔβλεπε στὸ χέρι ποὺ φοροῦσε.
Καὶ ἱερὴ συγκίνησι ἐγέμισε ἡ καρδιά της,
καὶ ἔδωσε εἰς τὸν Χριστὸν τὸν θεῖον ἔρωτά της.
Καὶ ἀπὸ τότε ἔγινε ὑπόδειγμα ἡ Ἁγία,
πολλοὶ ἀνθρῶποι πίστεψαν εἰς τοῦ Χριστοῦ θρησκεία.
Ἔργο ἱεραποστολικὸ ἡ Ἁγία Αἰκατερίνη
κάνει στὴν Ἀλεξάνδρεια τὴν ἐποχὴ ἐκείνη.
Ἦταν σκληρὸς ὁ διωγμὸς ποὺ ζοῦσε ἡ Ἁγία,
ποὺ Μαξιμίνος στήριζε τὴν εἰδωλολατρία.
Ἑκατὸν ὀγδοήκοντα χιλιάδες χριστιανοὺς στὴν Αἴγυπτο μονάχα,
ἐφόνευσε, κατάκαψε, καὶ πόσους ἄλλους τάχα.
Διέταξε νὰ φέρουνε ζῶα γιὰ τὴν θυσία,
νὰ τὰ ἀφιερώσουνε στὴν εἰδωλολατρία.
Μὲ λύπη αὐτὰ τὰ ἔβλεπε ἡ Ἁγία Αἰκατερίνη,
καὶ ὅλους τοὺς ἐμπόδιζε θυσία νὰ μὴν γίνῃ.
Εἰς τὸν ἀληθινὸν Θεὸ τοὺς ἔλεγε ἡ Ἁγία,
ὅλοι τους νὰ πιστέψουνε εἰς τοῦ Χριστοῦ θρησκεία.
Στὸν Μαξιμῖνο μίλησε μὲ θάρρος ἡ Ἁγία,
τοῦ εἶπε· ψεύτικους θεοὺς ἔχει ἡ εἰδωλολατρία.
Ντροπή σου εἶναι βασιλεῦ, τοῦ λέγει ἡ Ἁγία,
τόσες ψυχὲς νὰ χάνονται στὴν εἰδωλολατρία.
Τοῦ ῾πε γιὰ τὸν ἀληθινὸ Θεό, αὐτὸς δὲν ἀπαντάει,
τελειῶσαν οἱ θυσίες τους, τότε τὸν ἐρωτάει.
Ποιὰ εἶναι καὶ τὶ ἤθελε αὐτὴ νὰ τοῦ μιλήσῃ,
καὶ θαρρετὰ ἀνέλαβε αὐτὸν νὰ κατηχήσῃ.
Δὲν ἤξερε ὁ ἀσεβὴς τὶ νὰ τῆς ἀπαντήσῃ,
κι ἔκοψε τὴ συζήτησι, μόνη νὰ τὴν ἀφήσῃ.
Δημόσια συζήτησι ἀμέσως διατάζει
μὲ ἑκατὸν πενήντα ρήτορες ποὺ τοὺς ἐξουσιάζει.
Τοὺς εἶπε συντομότερα νὰ ῾ρθουν ὅλοι ἐμπρός του,
θὰ πάρουν ἀμοιβὴ γερὴ ἀπὸ τὸν ἑαυτό του.
Ἐπῆγαν στὰ ἀνάκτορα ὅλοι οἱ σοφοὶ ἐκεῖνοι,
καὶ στὴν ἐξέδρα ἐβάδισε καὶ ἡ Αἰκατερίνη.
Μόλις τὴν εἶδαν οἱ σοφοὶ ἐξέδρα ν᾿ ἀνεβαίνῃ,
χαμογελοῦν εἰρωνικά· δὲν ξέρουν τὶ συμβαίνει.
Τότε ὁ πιὸ σοφότερος πρῶτος τὸν λόγο παίρνει,
ἐπαινεῖ τοὺς ψεύτικους θεούς, μὰ νικητὴς δὲ βγαίνει.
Αἰκατερίνη ἔλαβε τὸν λόγο ἡ Ἁγία
καὶ γιὰ τοὺς ψεύτικους Θεοὺς λέγει μὲ παρρησία.
-Πιστεύετε στὴν Ἀθηνᾶ, Ἥρα καὶ Ποσειδώνα,
στὰ ἄψυχα ἀγάλματα τοῦ τωρινοῦ αἰῶνα.
Ὅλοι εἶναι ψεύτικοι θεοὶ μὲ πάθη καὶ μὲ μίση,
εἶν ᾿ ὄργανα τοῦ σατανᾶ· σᾶς ἔχουνε πλανήσει.
Μὰ στὸν ἀληθινὸ Θεὸ τὸ ἴδιο δὲν συμβαίνει,
κυριαρχεῖ οὐρανὸ καὶ γῆ κι ὅλη τὴν οἰκουμένη.
Ἐγὼ ἐκεῖνον προσκυνῶ καὶ ἔχω στὸ πλευρό μου,
Χριστὸν ἀληθινὸ Θεὸν γιὰ πάντα βοηθό μου.
Ἔπλασε καὶ τὸν ἄνθρωπο μὲ θεϊκὴ ἀγάπη,
καὶ στὸ σταυρὸ ἐμαρτύρησε γιὰ τὰ δικά σας πάθη.
Πέθανε κι ἀνεστήθηκε, κατέβηκε στὸν Ἅδη,
καὶ ἔσωσε τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἦταν στὸ σκοτάδι.
Ἐνῶ οἱ ψεύτικοι θεοὶ ἡ πίστι ἡ δική σας,
ποιὸς ἔδωσε τὸ αἷμα του νὰ σώσῃ τὴν ψυχή σας;
Καλεῖ καὶ σένα ρήτορα, κι ὅταν τὸν πλησιάσῃς,
θὰ ἰδῇς τὸ φῶς ποὺ ῾ν᾿ ὁ Χριστὸς καὶ θὰ καθησυχάσῃς.
Ὁ ρήτορας φωτίσθηκε εὐθὺς τὴν ὥρα ἐκείνη,
καὶ συμφωνεῖ πὼς δίκαιο εἶχε ἡ Αἰκατερίνη.
Ὁ Μαξιμίνος ἔτρεμε πολὺ ἀπ᾿ τὸν θυμό του,
ποὺ ἀποτυχία ἔφερε ρήτορας ὁ δικός του.
Τοὺς ἄλλους ρήτορες διέταξε εὐθὺς τὴν ὥρα ἐκείνη,
γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσουνε Ἁγία Αἰκατερίνη.
Ἀρνήθηκαν οἱ ρήτορες εἰς τὴν διαταγή του,
ἔγιναν ὅλοι χριστιανοὶ κι ἦταν ντροπὴ δική του.
Ὁ Μαξιμίνος ἔξαλλος εἶπε φωτιὰ νὰ ἀνάψουν,
κι ἑκατὸ πενήντα ρήτορες ἀμέσως νὰ τοὺς κάψουν.
Ἡ Αἰκατερίνη ἄκουσε αὐτὴ τὴν τιμωρία
καὶ λόγο παρακλητικὸ τοὺς εἶπε ἡ Ἁγία.
Τοὺς εἶπε· -εἶναι βάπτισμα ποὺ στὴ φωτιὰ θὰ μπῆτε
καὶ στὴν αἰωνιότητα μὲ τὸν Χριστὸ θὰ ζῆτε.
Ἀφοῦ τοὺς ἐνεθάρρυνε, σταύρωσε μέτωπά τους,
μέσα στὶς φλόγες ἔβαλαν ὅλων τὰ σώματά τους.
Ἀπ᾿ ὅλους ποὺ ἐχάρηκαν ἦταν ὁ Μαξιμίνος,
εἰδωλολάτρης βάρβαρος ποὺ ἤτανε ἐκεῖνος.
Τὸ βράδυ πῆγαν Χριστιανοὶ νὰ πάρουν λείψανά τους,
ἀνέπαφα ἦσαν μὰ νεκρὰ ὅλων τὰ σώματά τους.
Τὰ ἔθαψαν οἱ Χριστιανοὶ μὲ θαυμασμὸ ποὺ εἶχαν,
δὲν κάηκε ἀπ᾿ τὴ φωτιὰ οὔτε καὶ μία τρίχα.
Δεκάτη ἑβδόμη, ἡ Ἐκκλησιά, μηνὸς τοῦ Νοεμβρίου,
γιορτάζουνε καὶ τοὺς τιμᾶ πρὸς δόξαν τοῦ Κυρίου.
Ὁ Μαξιμίνος, κόλακας πρὸς τὴν Αἰκατερίνη,
ἐθέλησε εἰς τὰ εἴδωλα νὰ προσκυνήσῃ ἐκείνη.
Μὲ θάρρος ὅπως πάντοτε τοῦ μίλησε ἡ Ἁγία,
στὸ πρόσωπό του ἔβλεπε ψευτιὰ καὶ πανουργία.
Γιὰ κηδεμόνα, σύμβουλο σὲ ὅλη τὴν ζωή μου,
ἔχω τὸν Ἰησοῦ Χριστὸν εἶν᾿ ἡ ἀναπνοή μου.
Ποθῶ γιὰ τὸ μαρτύριο, δὲν θέλω μεγαλεῖα,
θέλω τὸν Ἰησοῦ Χριστὸν στὴν ἄνω βασιλεία.
Ὀργίσθηκε ὁ ἄρχοντας κι ἀμέσως διατάζει,
δύο ὧρες μὲ μαστίγια νὰ τὴν κτυποῦν προστάζει.
Τὸ αἷμα ἔτρεχε ἄφθονο ἀπ᾿ τὸ ἁγνό της σῶμα,
πονοῦσε τότε φοβερά, εἶχε πληγὲς ἀκόμα.
Γενναία καὶ ἀλύγιστη μὲ ὑψωμένα μάτια,
ἡ μάρτυς ἀνετένιζεν στὸν οὐρανὸ παλάτια.
Καὶ διατάζει ὁ βασιλιὰς νὰ τήνε φυλακίσουν,
δώδεκα μέρες νηστικὴ ἐκεῖ νὰ τὴν ἀφήσουν.
Ἡ σύζυγος τοῦ ἄρχοντα πονόψυχη ἐκείνη,
λυπήθηκε τὰ βάσανα ποὺ ῾χε ἡ Αἰκατερίνη.
Κρυφὰ ἀπὸ τὸν ἄνδρα της στὴν φυλακὴ πηγαίνει,
κι ἀπ᾿ τῆς Ἁγίας πρόσωπο μία θεία λάμψη βγαίνει.
Κατήχησι στὴν φυλακὴ τῆς κάνει ἡ Ἁγία,
μὰ καὶ στὸν Πορφυρίωνα ποὺ εἶχεν ἀπορία.
Δώδεκα μέρες φυλακὴ ποὺ ἦταν ἡ Ἁγία,
περιστερὰ τὴν ἔτρεφε, δυνάμωνε ἡ ὑγεία.
Καὶ ἄκουσε θεία φωνὴ ποτὲ μὴν δειλιάσῃ,
θὰ κατηχήσῃ χριστιανοὺς στέφανα θὰ ἀπολαύσῃ.
Τὴν ἐξετάζει ὁ ἄρχοντας καὶ πάλι τὴν Ἁγία,
μὰ πάλι τόνε πρόσβαλε, τὴν βάνει τιμωρία.
Διέταξε τροχούς, καρφιὰ καὶ νύχια σιδερένια,
νὰ ξεσχισθῇ τὸ σῶμα της, ξυράφια μολυβένια.
Τὴν πέταξαν μέσ᾿ στοὺς τροχούς, μὰ ἔγινε ἕνα θαῦμα,
σκοτώθηκαν οἱ δήμιοι ὅλοι τους ἐν τῷ ἅμα.
Μέγας Θεὸς τῶν χριστιανῶν, εἶπαν τὴν ὥρα ἐκείνη,
ποὺ εἶδαν ὅλοι ὑγιῆ νὰ ῾ν᾿ ἡ Αἰκατερίνη.
Πίστεψε κι ἡ βασίλισσα εἰς τοῦ Χριστοῦ θρησκεία,
καὶ τοὺς μαστούς της κόψανε, τοὺς φάγαν τὰ θηρία.
Καὶ τὴν ἀποκεφάλισε βαρβάρου μαρτυρίου,
ἡ Ἐκκλησία τὴν τιμᾶ στὶς εἴκοσι τρεῖς Νοεμβρίου.
Πορφυρίων ὁ στρατηγὸς καὶ ἄλλοι στρατιῶτες
ἔγιναν χριστιανοὶ εὐθὺς καὶ ὅλοι ἐτότες.
Καὶ ἀποκεφαλίσθηκαν, βάσανα μαρτυρίου,
ἡ Ἐκκλησία τοὺς τιμᾶ εἴκοσι τέσσερες Νοεμβρίου.
Ἀπελπισμένος ὁ βασιλιὰς βγάζει γιὰ τὴν Ἁγία,
νὰ ἀποκεφαλισθῇ στῆς πόλεως τὴν πλατεία.
Ἐκλαίγανε οἱ χριστιανοί, τοὺς λέγει μὴν λυπᾶστε,
πηγαίνω στὸν Παράδεισο, μόν᾿ τώρα ἡσυχάστε.
Καὶ πρὶν ἀποκεφαλισθῇ, κάνει τὴν προσευχή της,
ἀθέατο τὸ σῶμα της κι ἀκέραιο μαζί της.
Κι ὅποιος τὴν ἐπικαλεσθῇ στὸ ψυχορράγημά του
νὰ ἔχῃ χάρι ἀπ᾿ τὸν Θεόν, νὰ ῾ναι βοήθειά του.
Τριακόσια ἑπτὰ μετὰ Χριστόν, εἴκοσι πέντε Νοεμβρίου,
ἐκόπηκε ἡ ἁγία κεφαλὴ μεγάλου μαρτυρίου.
Ἀντὶ γιὰ αἷμα ἔτρεξε ἀπ᾿ τὸ κεφάλι γάλα
καὶ ἄλλα ἐσυνέβησαν θαυμάσια καὶ μεγάλα.
Στὴν κορυφὴ ὄρους Σινᾶ εὐθὺς τὴν ὥρα ἐκείνη,
Ἄγγελοι τὴν μετέφεραν Ἁγία Αἰκατερίνη.
Βοήθησέ μας νὰ ἔχουμε τὴν χάριν σου, Ἁγία,
παρθενομάρτυς τοῦ Χριστοῦ σ᾿ ἔχει ἡ Ἐκκλησία.
|