Τὸν Ἱερὸ Χρυσόστομο τὶς νὰ τὸν διηγήσῃ;
ἀφοῦ στὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ δίπλα ἔχει καθίσει.
Ὁ ἅγιος Νικόδημος γράφει γι᾿ αὐτὸ τὸ θέμα,
εἶν᾿ θεϊκὰ τὰ λόγια του, δὲν εἶναι καθόλου ψέμα.
Ἂν ἠμπορῇ ὁ ἄνθρωπος ὠκεανὸ νὰ φθάσῃ,
μ᾿ ἕνα κουτάλι στὴν ξηρὰ τὴν θάλασσα ν᾿ ἀδειάσῃ,
ἔ! τότε καὶ τὸν ἅγιο μπορεῖ νὰ ἐγκωμιάσῃ.
Ὁ Ἁγιορείτης ἅγιος πάλι τὸν περιγράφει
συνοπτικὰ τὸν βίο του, δίχως νὰ κάνῃ λάθη.
Σεκοῦνδος ὁ πατέρας του, Ἀνθοῦσα ἡ μητέρα
ἀπὸ μικρὸς εἶναι σοφός, παίζει Χριστοῦ φλογέρα.
Ὁ ἅγιος Μελέτιος τὸν κάνει ἀναγνώστη,
διάκονον, πρεσβύτερον, Φλαβιανὸς εἰσέτι.
Ὁ πατριάρχης Νεκτάριος στὴν Πόλι ἐκοιμήθει
κι᾿ ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια Ἰωάννης προσεκλήθει.
Τὸν ἔκαναν κανονικῶς στὴν Πόλιν πατριάρχη,
μ᾿ ἄσκηση καὶ ἐγκράτεια φρόντισε νὰ ἄρχῃ.
Εἶχε χυλὸ τοῦ κριθαριοῦ διὰ τροφοδοσία,
καὶ λίγο ὕπνο ἔπαιρνε ἐπάνω στὰ σχοινία.
Ἤτανε ὑπερβολικὸς εἰς τὴν φιλανθρωπία,
ἐδίδασκε τοὺς χριστιανοὺς εἰς τὴν φιλοπτωχία.
Ἐδίδασκε νὰ ἀπέχουνε ἀπὸ πλεονεξία,
προσέκρουσε στὴν βασίλισσα, ὀνόματι Εὐδοξία.
Ἐπείραζαν τὴν μιαρὴ τὰ λόγια του ἁγίου,
γιατὶ ἦσαν ἐνάντια τοῦ ἰδικοῦ της βίου.
Τὸν ἀμπελῶνα ἅρπαξε μιᾶς χήρας Καλλιτρόπης,
τὴν ἤλεγξεν ὁ ἅγιος στὸν τρόπο τὸν δικό της.
Αὐτὴ δὲν συμμορφώθηκε ἀλλ᾿ ἔγινε θηρίον,
καὶ ἐξορία ἔστειλε Χρυσόστομον τὸν θεῖον.
Τρεῖς ἐξορίας ἔλαβε ἀπὸ τὴν Εὐδοξία
ἡ τελευταία ἔγινε στὴν Κουκουσὸ Ἀρμενίας.
Θλίψεις πολλὲς ὑπέμεινε, ψυχήν του παραδίνει
ἔτος τετρακόσια ἑπτὰ ἐκοιμήθη ἐν εἰρήνῃ.
Ἐπίσκοποι συνήργησαν στ᾿ ἁγίου τὴν ἐξορία,
ἐπέθαναν μὲ βάσανα καὶ κάθε ἀσθενεία.
Ἐτιμωρήθηκε σκληρὰ βασίλισσα Εὐδοξία,
ποὺ πρωτοπόρος ἤτανε σὲ κάθε ἐξορία.
Ἀρρώστησε καὶ πέθανε· μετὰ τὸν θάνατό της
τριάντα δύο χρόνια ἔτρεμε ὁ τάφος ὁ δικὸς της.
Ὅταν ἀνεκομίσθηκε τὸ λείψανο τοῦ ἁγίου
εἰς τὴν Κωνσταντινούπολι, Χρυσόστομου τοῦ θείου.
Ἐτότε πιὰ δὲν ἔτρεμε ὁ τάφος Εὐδοξίας,
ὁ ἅγιος τὴν συγχώρησε γι᾿ αὐτὴ τὴν ἀδικία.
Ἀνώνυμος ἐπίσκοπος ἔκανε προσευχή του,
νὰ δεῖ θεῖον Χρυσόστομο, ποῦ εἶναι ἡ ψυχή του.
Ἐνῷ λοιπὸν προσηύχετο εἰς ἔκστασιν ἐφάνη,
τὸν πῆρε ἄνδρας φωτεινὸς καὶ πήγανε σεργιάνι.
Ἔβλεπαν στὸν παράδεισο ἁγίους μὲ στεφάνι,
λυπήθηκε ὁ ἐπίσκοπος δὲν εἶδε Ἰωάννη.
Τοῦ ἀπαντᾶ ὁ ἄγγελος καὶ τὸν καθησυχάζει,
τὸν Ἱερὸ Χρυσόστομο νὰ τὸν ἐγκωμιάζῃ.
Ἀδύνατο εἶναι νὰ δῇς τὸ θεῖο πρόσωπό του,
τὸν ἔχει δίπλα ὁ Χριστὸς στὸν θρόνο τὸν δικό του.
Εἶναι πολὺ θαυματουργὸς μὲ τοῦ Χριστοῦ τὴν χάρι,
δικαίως στεφανώθηκε εἶν᾿ τοῦ Χριστοῦ καμάρι.
Στὴ Νάξο ἐδῶ ποὺ μένομε βρίσκεται ἡ Μονή του
ἐπάνω σὲ βουνοπλαγιά, νὰ ῾χωμε τὴν εὐχή του.
Ἀπ᾿ τὰ πολλὰ τὰ θαύματα ποὺ κάνει στὸ νησί μας
θὰ γράψω λίγα τοπικά, πρὸς ἐνημέρωσί μας.
Τὰ διηγοῦνται ἄνθρωποι ποὺ τὰ ῾χουν ἀκουσμένα,
νὰ ὠφελοῦνται οἱ χριστιανοί, πρέπει νὰ ῾ναι γραμμένα.
Γυναῖκα ἀπὸ τὶς Ἐγκαρὲς καὶ τὸ χωριὸ Γαλήνη,
μᾶς εἶπε γιὰ τὸν ἅγιο, ποὺ θαῦμα του εἶχε γίνει.
Δὲν εἶχε αὐτοκίνητο τὴν ἐποχὴ ἐκείνη,
ἐρχόταν ποδαρόδρομο εἰς τὴν Μονὴ νὰ μείνῃ.
Τὶς πέτρες τεμαχίζανε τότε μὲ τὰ φουρνέλλα,
κι ἀνύποπτη ἐβάδιζε εἰς τὸ βουνὸ ἡ Στέλλα.
Ὁ μάστορας ποὺ ἔβαλε φωτιὰ εἰς τὸ φυτίλι,
φώναξε «βάρδααα!» δυνατὰ καὶ γρήγορα εἶχε φύγει.
Ἡ Στέλλα δὲν τὴν ἄκουσε τότε τὴ φωνή του
καὶ βάδιζε ἀτάραχη εἰς τὴν διαδρομή της.
Μὰ ἔξαφνα ποὺ βάδιζε ἀκούει ἕνα κρότο,
καὶ στὸν ἀέρα ἔπεφταν πέτρες σὲ κάθε τόπο.
Ἐτρόμαξε ἡ Στυλιανή, κάνει τὴν προσευχή της
στὸν ἅγιο Χρυσόστομο ποὺ ἤτανε μαζί της.
Οἱ πέτρες κάτω ἔπεσαν χωρὶς νὰ τὴν ἀγγίξουν,
ποὺ ἔπρεπε κανονικὰ νεκρὴ νὰ τὴν ἀφήσουν.
Αὐτὰ μᾶς διηγήθηκε μὲ τὸ δικό της στόμα
τὸ θαῦμα αὐτὸ ποὺ ἔγινε, θὰ τὸ θυμᾶται ἀκόμα.
Κι ἂς ποῦμε κι ἕνα δεύτερο, ποὺ εἶναι κι αὐτὸ θαῦμα,
εἰς τοῦ ἁγίου τὴν Μονὴ ἔγινε αὐτὸ τὸ πρᾶγμα.
Κατέβαινε ἕνας ὁδηγὸς ποὺ ἦταν μὲ τ᾿ ἁμάξι,
πρώτη στροφὴ ἀπ᾿ τὴ Μονὴ δὲν ἤτανε ἐντάξει.
Τιμόνι δὲν ἐπρόσεξε, ἔκανε ἕνα λάθος,
μὲ τὸ ἁμάξι ἐβάδιζε ὁ ὁδηγὸς στὸ βάθος.
Ἔπεσε κάτω στὸ γκρεμό, ἐπῆρε τὴν κατρακύλα,
ἔγινε τ᾿ ἁμάξι του σχεδὸν κομμάτια χίλια.
Ὁ ὁδηγὸς δὲν ἔπαθε οὔτε μικράκι τραῦμα,
ἔγινε ὁλοφάνερο τοῦ Χρυσοστόμου θαῦμα.
Ἦταν ὁδοκαθαριστὴς ὁ ἄνθρωπος κατόπιν
καὶ ἐδόξαζαν Θεὸν καὶ ἅγιον οἱ ἀνθρῶποι.
Καὶ τρίτον θαῦμα γράφομε μὲ τοῦ Θεοῦ τὴν χάρι·
στ᾿ ἁγίου Ἱερὰ Μονή, τῆς Νάξου τὸ καμάρι.
Πήγαιναν ἀπὸ τὰ χωριὰ ἅγιον νὰ τιμήσουν,
νὰ πᾶνε ἐκεῖ τὰ δῶρα τους καὶ νὰ τὸν προσκυνήσουν.
Καὶ αὐτὸ τὸ θαῦμα ἀληθινὸ στ᾿ αὐτιὰ τὸ ἔχω ἀκούσει,
μόνον ὅποιος εἶν᾿ ἄπιστος καὶ θὰ τὸ ἀποκρούσῃ.
Μεγάλη εἶναι Παρασκευή, γυναῖκες ξεκινοῦνε,
ἀπ᾿ τὸ Γλινάδο τὸ χωριό, εἰς τὴν Μονὴ νὰ μποῦνε.
Σὰν ἔφτασαν εἰς τὴν Μονὴ τὸν κώδωνα ἐκτυπῆσαν,
μὰ δὲν ἀπήντησε κανεὶς καὶ στεναχωρεθῆκαν.
Κατέβηκαν οἱ μοναχὲς στὴ χώρα γιὰ τὶς Ὧρες,
νὰ προσκυνήσουν τὸν Χριστὸ σὰν ἄλλες Μυροφόρες.
Πάλι οἱ προσκυνήτριες μοναστηριοῦ τὴν πόρτα,
κτυποῦν καὶ πάλι δυνατά, εἶναι κλειστὴ σὰν πρῶτα.
Τότε στενοχωρήθηκαν, δὲν ξέρουν τὶ νὰ ποῦνε,
κι ἄρχισαν διάλογο σὲ προσευχὴ ξεσποῦνε.
Στὸν ἅγιο Χρυσόστομο λέν᾿ τὸ παράπονό τους
τὸ μοναστήρι ἦταν κλειστὸ καὶ εἶχαν τὸ σκοπό τους.
Θὰ ἄφηναν τὰ δῶρα τους, θ᾿ ἀνάβαν τὰ κεριά τους,
θὰ θυμίαζαν τὸν ἅγιο, νὰ ῾ναι βοήθειά τους.
Καὶ ὅπως τὰ σκέφτονταν αὐτὰ ὁ ἅγιος κάνει θαῦμα,
καὶ ἡ ἐξώπορτα ἡ κλειστή, ἀνοίγει ἐν τῷ ἅμα.
Μεγάλη παίρνουνε χαρά, μπαίνουν καὶ προσκυνοῦνε,
ἀφήνουνε τὰ δῶρα τους εἶν᾿ ἕτοιμες νὰ βγοῦνε.
Βγῆκαν ἀπ᾿ τὴν ἐκκλησιὰ καὶ ἔκλεισε ἡ πόρτα,
δίχως νὰ κλείσῃ ἄνθρωπος, ἦταν κλειστὴ ὅπως πρῶτα.
Θὰ τελειώσω τὴ γραφὴ μὲ ἕνα ἄλλο θαῦμα,
ποὺ ῾ναι πολὺ σημαντικὸ καὶ γράφω ἐν τῷ ἅμα.
Γερόντισσα μοναστηριοῦ λέγεται Θεοκτίστη,
μικρὴ κοπέλα ἔφυγε ἀπὸ γονέων σπίτι.
Γερόντισσα μοναστηριοῦ εἶχεν ἐδῶ μιὰ θεία,
ποὺ τὸ ὄνομά της ἤτανε, τὴν χριστιανὴ Εὐγενία.
Ἡ ἡγουμένη ἀντάμωσε μιὰ ἡμέρα ἕναν ἄνδρα,
λιοτρίβι ἔχει στὶς Μέλανες καὶ τοῦ ῾πε τὰ συμβάντα.
Λέγει, κύριε Στέφανε, μᾶς κάνεις μία χάρι;
μὲ προσοχὴ καὶ σεβασμὸ ἀκούει τὸ παλληκάρι.
Στὸν ἅγιο Χρυσόστομο νὰ στείλῃ λίγο λάδι
ν᾿ ἀνάβουμε τὸ καντήλι του κάθε πρωὶ καὶ βράδυ.
Ὁ Στέφανος ντρεπότανε λάδι γιὰ νὰ ζητήσῃ,
πελάτες στὸ λιοτρίβι του μὴν τοὺς στενοχωρήσῃ.
Μία ἡμέρα στὸ ἐργοστάσιο νέος μ᾿ ἕνα μουλάρι,
εἶχε φορτώσει τὶς ἐλιὲς τὸ λάδι του νὰ πάρῃ.
Ξεφόρτωσε καὶ ἔφυγε μαζὶ μὲ τό μουλάρι
ὁ Στέφανος τὸν περίμενε τὸ λάδι του νὰ πάρῃ.
Πέρασαν ἡμέρες ἀρκετὲς κι αὐτὸς ποὺ εἶχε ἔρθει
τοῦ Στέφανου τὸ λιοτρίβι δὲν ξαναεπεσκέφθη.
Ἀποφασίζει ὁ Στέφανος καὶ πῆρε ὅλο τὸ λάδι,
στοῦ Χρυσοστόμου τὴν μονὴ ἐκεῖ ἔφυγε τροχάδην.
Εἰκόνες πάει καὶ προσκυνᾷ καὶ στὸ προσκυνητάρι,
ἐγνώρισε τὸν Ἅγιο ἐλιὲς ποὺ εἶχε πάει.
Ὦ! Ἅγιε Χρυσόστομε μεγάλη ἡ δύναμίς σου,
θυμήσου τοὺς ἁμαρτωλοὺς ἐμᾶς στὴν προσευχή σου.
|