11 Νοεμβρίου
Μεγαλομάρτυρας Μηνᾶς, στὴν Αἴγυπτο ἐγεννήθη, Διακόσια πενήντα μετὰ Χριστὸν ἦταν ἡ γέννησή του, Ὡραῖο τριαντάφυλλο εὐγῆκε ἀπ᾿ τ᾿ ἀγκάθι, Καὶ ὅταν ἐμεγάλωσε εἰς τὸν στρατὸ πηγαίνει, Ἦταν ὁ Μαξιμιανὸς στὴν αὐτοκρατορία, Ἐμίσησε τοὺς χριστιανούς, δὲν ἤθελε καθόλου, Σκληρὰ βασανιστήρια σ᾿ ἀνατολὴ καὶ δύση, Τοὺς ἔπαιρναν τὰ σπίτια τους καὶ τὴν περιουσία, Τοὺς ἔδερναν ἀλύπητα ἀπ᾿ τὸ πρωῒ ὡς τὸ βράδυ, Ἄλλους ἔγδερναν ζωντανούς, τοὺς ψήναν σὰν τὰ ψάρια, Τοὺς ἔβγαζαν τὰ μάτια τους καὶ ἄλλους μὲ τὴ λόγχη, Ἀλλὰ ὁ Ἅγιος Μηνᾶς γενναῖος στρατιώτης, Εὐγῆκε μία διαταγὴ στὴν αὐτοκρατορία, Τοῦτο σὰν ἄκουσε ὁ Μηνᾶς, δὲν συμφωνεῖ μαζί του, Ἀναχωρεῖ σ᾿ ἕνα βουνὸ ποὺ ζοῦσαν τὰ θηρία, Ἀσκήτευε στὴν ἔρημο, μόνος Θεοῦ ἐζοῦσε, Πόλεμο μὲ τὸ σατανᾶ καὶ μὲ τὸν ἑαυτό του, Πέρασαν χρόνια ἀρκετά, Θεὸς τοῦ ῾χε μηνύσει, Ἐπῆρε τὴν ἀπόφασι, πηγαίνει σὲ μία πόλι, Ἀνέβη εἰς μέρος ὑψηλὸ καὶ τὸν Χριστὸν κηρύττει, Τὸν ἄκουσαν οἱ ἄνθρωποι καὶ πήγανε κοντά του, Χάρηκαν κρυπτοχριστιανοὶ ποὺ εἴδανε τὸ θάρρος, Ὅρμησαν κατὰ πάνω του, νόμιζαν πὼς θὰ φύγῃ, Τὸν ἔδερναν, τὸν ἔσερναν, τὸν πᾶν᾿ στὸν ἡγεμόνα, Ἦταν σὲ θρόνο ὑψηλό, ἔβλεπε τὸν ἀγῶνα, Ὁ ἡγεμόνας ἄρχισε τότε μὲ καλωσύνη, Εἶμαι ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο, Μηνᾶς τὸ ὄνομά μου, Τοῦ εἶπε πὼς εἶναι ἀσεβεῖς ὅλοι οἱ εἰδωλολάτρες, Κατοίκησα σ᾿ ἕνα βουνὸ καὶ τὸν Χριστὸν πιστεύω, Ὁ Πύρος τότε ἀγρίεψε κι ἀμέσως διατάζει, Τὸν βγάζουν ἀπ᾿ τὴ φυλακή, τὸν φέρνουνε μπροστά του, Ὅλο μὲ καλοπιάσματα ὁ Πύρρος προσπαθοῦσε, Τοῦ λέγει, εἶσαι φρόνιμος, θὰ ἔχῃς πρώτη θέση, Ἄνοστα εἶν᾿ τὰ λόγια σου, ἀγαπητέ μου Πύρρο, Ὁ Πύρρος τότε θύμωσε, ἀμέσως διατάζει, Μὲ βούνευρα τὸν ἔδεσαν τότε οἱ στρατιῶτες, Οἱ στρατιῶτες ἐθαύμαζαν τ᾿ Ἁγίου τὴν ἀνδρεία, Ἀγνώριστο τὸ σῶμα του ἀπὸ τὴν τιμωρία, Κι ἄλλα βασανιστήρια μὲ νύχια σιδερένια, Ὁ Ἅγιος μὲ ὑπομονὴ Χριστὸν ὁμολογοῦσε, Ὁ Πύρρος ἐκατάλαβε πὼς δὲν μπορεῖ νὰ πείσῃ, Λέγει μὲ τρίχινα σακιὰ νὰ τρίβουν τὶς πληγές του, Μὰ σὰν παιχνίδι ἐνόμισε αὐτὴν τὴν τιμωρία, Μᾶς τὸ προεῖπε ὁ Χριστὸς νὰ τὸν ὁμολογοῦμε, Τότε ὁ Πύρρος τὸν ρωτᾷ· ποιὸν θὲς ἀπὸ τοὺς δύο, Ὁ Ἅγιος τοῦ ἀπαντᾷ· μὲ τὸν Χριστὸν θὰ εἶμαι, Τότε τὸν ρίχνουν κατὰ γῆς τριβόλια σιδερένια, Χριστὸν καὶ τὸν παράδεισον Μηνᾶς ἐπιθυμοῦσε, Ὁ Πύρρος ἐδιάταξε ἀποκεφάλισί του, Τὸν πῆραν καὶ τὸν πήγανε ἔξω ἀπὸ τὴν πόλι, Στὸ δρόμο λέγει ὁ Ἅγιος σὲ Χριστιανοὺς μὲ τρόπο, Στὸν τόπο ἐκτελέσεως ἐσήκωσε τὰ χέρια, Εὐχαριστοῦσε τὸν Θεὸ θερμὰ στὴν προσευχή του, Ἀφοῦ ἐπροσευχήθηκε κάνει θυσία πάλι, Διακόσια ἐνενήντα ἕξι μετὰ Χριστὸν ἦταν χρονολογία, Γι᾿ αὐτὸ ἡ ἐκκλησία μας ἕνδεκα Νοεμβρίου, Σὰν τὸν ἀποκεφάλισαν εἰδωλολάτρες πάλι, Δὲν κάηκε ὁλόκληρο τὸ ἅγιο λείψανό του, Σὲ μία καμήλα φόρτωσαν λείψανα τοῦ Ἁγίου, Παρ᾿ ὅλες τὶς προσπάθειες αὐτὴ νὰ ξεκινήσῃ, Τότε ἐκατάλαβαν πὼς θέλημα Κυρίου, Καὶ τότε χρίστηκε ἐκεῖ Ναὸς καὶ μοναστήρι, Εἶχε πηγὴ θαυματουργὴ καὶ ἁγιασμένο λάδι, Τιμοῦν τὸν Ἅγιο Μηνᾶ σὲ ἀνατολὴ καὶ δύση, Θαύματα τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ Εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν εἶχε Ναὸν τ᾿ Ἁγίου, Ἕνας πιστὸς Χριστιανὸς πήγαινε στὴ γιορτή του, Ξεκίνησε ἀπὸ τὸ πρωὶ καὶ ἔφτασε τὸ βράδυ, Ὁ ξενοδόχος ἔκρινε χρήματα θὰ κρατοῦσε, Τὸν σφάζει τὰ μεσάνυχτα, τὸν ἔκαμε κομμάτια, Ὁ ξενοδόχος τὸ πρωὶ βλέπει ἕνα καβαλάρη, -Ποῦ εἶν᾿ ὁ ξένος ποὺ ῾ρθε χτὲς εἰς τὸ ξενοδοχεῖον; Ὁ Ἅγιος κατάλαβε πὼς θέλει νὰ σκεπάσῃ, Κατέβηκε ὁ Ἅγιος Μηνᾶς ἀπὸ τὸ ἄλογό του, Σ᾿ ἕνα σακὶ στὴν ἄκρια ἦταν κομματιασμένο, Ὁ ξενοδόχος τὰ ῾χασε γιατὶ ἐφανερώθη, Καὶ κλαίγοντας στὸν Ἅγιο νὰ μὴν τὸ φανερώσῃ, Τὰ μέλη, ὁ Ἅγιος, τοῦ σώματος στὴ θέση τους τὰ βάνει, Τότε εὐθὺς στὸν τόπο αὐτὸ γίνεται μέγα θαῦμα, Σὰν ἀνεστήθη ὁ νεκρὸς ὁ Ἅγιος διατάζει, Στὸν ξενοδόχο ζήτησε ὁ Ἅγιος τὸ χρῆμα, Τοῦ εἶπε τώρα ὁ Θεὸς θὰ σοῦ συγχωρήσῃ, Στὸν ξένο δίνει τὰ λεφτά, στ᾿ ἄλογο ἀνεβαίνει, Καὶ τότε ἐκατάλαβαν ὅτι ὁ στρατιώτης, Ἐπῆγε στὸν Ναὸν γιὰ νὰ τὸν προσκυνήσῃ, Μεγάλο θαῦμα ἔγινε καὶ στὸ νησὶ στὴν Κρήτη, Τὸ 1826 ἡμέρα Πάσχα ἤτανε, δεκαοχτὼ Ἀπριλίου, Οἱ Τοῦρκοι ποὺ ἤτανε ἐκεῖ ζητοῦσαν εὐκαιρία, Ἐκεῖ ποὺ ἦταν ποίμνιον Χριστοῦ συγκεντρωμένο, Τὸ ἱερὸν Εὐαγγέλιον ἐδιάβαζε ὁ δεσπότης, Τὰ ξίφη ὅλα τοῦ ἐχθροῦ πλησίασαν τὶς πόρτες, Μὰ ξαφνικὰ βλέπουνε φῶς γεμάτο ἀπὸ αἴγλη, Φάνηκε ἀξιωματικὸς καβάλα στ᾿ ἄλογό του, Διὰ τοὺς Τούρκους τοὺς ἐχθροὺς ἦταν ἀγριεμένος, Οἱ Τοῦρκοι τότε ἐτρόμαξαν φεύγουν πεζοπορία, Τότε ὅλοι ἐκατάλαβαν ποὺ ῾δαν τὸν καβαλλάρη, Μεγαλομάρτυρα Μηνᾶ κάνε τὴν προσευχή σου, |