Ὅσιος Γεράσιμος ἐν Κεφαλληνίᾳ

20 Ὀκτωβρίου, 16 Αὐγούστου

Ὁ Ὅσιος Γεράσιμος νήσου Κεφαλληνίας
στὰ Τρίκαλα γεννήθηκε νομοῦ τῆς Κορινθίας.

Τὸ χίλια πεντακόσια ἐννιά, πρὶν πεντακόσια χρόνια,
εἶναι μεγάλος Ἅγιος, θαυματουργεῖ αἰώνια.

Πῆρε καλὴ ἀνατροφὴ ἀπ᾿ τοὺς πιστοὺς γονεῖς του,
διάβαζε Ἁγία Γραφὴ κι ἀγάλλιαζε ἡ ψυχή του.

Ἀκόμη διάβαζε πολὺ τοὺς βίους τῶν Ἁγίων,
τοῦ ἑτοίμαζε ἡ μητέρα του τὸν ἰδικόν του βίον.

Γιορτὲς καὶ κάθε Κυριακὴ ἦταν στὴν ἐκκλησία,
γιατὶ ἐκαταλάβαινε· ἐκεῖ ἦταν ἡ ἀξία.

Καὶ ἔτσι ἔγινε ἅγιος μὲ τοῦ Θεοῦ τὴ χάρι,
μεγάλο ἄστρο φωτεινό, Χριστοῦ μαργαριτάρι.

Στὰ εἴκοσι πέντε χρόνια του, βγάζει ἀπόφασίν του,
ν᾿ ἀφήσῃ πλούτη καὶ γονεῖς κι ὅλους τοὺς συγγενεῖς του.

Ἂν καὶ ἔλεγαν οἱ γονεῖς νὰ νυμφευτῇ μία κόρη,
ὅμως αὐτὸς ἀρνήθηκε, τράβηξε γιὰ τὰ ὄρη.

Καὶ ἔζησε ἀσκητικὰ μὲ τὸ παράδειγμά του,
μὲ γενναιότητα ψυχῆς κι ἀνωτερότητά του.

Ἔφυγε ἀπ᾿ τὴν Κόρινθο, στὴ Ζάκυνθο πηγαίνει,
καὶ στὴν Κωνσταντινούπολι εὐθὺς ἐκεῖ διαβαίνει.

Στὸ Ἅγιον Ὄρος προχωρεῖ· εἶχε τὴν καλοσύνη
νὰ πάῃ σὰν προσκυνητὴς καὶ μοναχὸς νὰ γίνῃ.

Καὶ ἔγινε καλόγηρος μὲ νέα ὀνομασία·
Γεράσιμο τὸν ἔλεγαν μετὰ ρασοφορία.

Σκληροὺς ἀγῶνες ἔκανε τὴν ἐποχὴ ἐκείνη,
μὲ πίστι καὶ ὑπακοὴ καὶ ταπεινοφροσύνη.

Εἶχε πολὺ συμπάθεια μὰ καὶ φιλαδελφία,
καὶ μέσα του ἐβασίλευε ἡ ἀνεξικακία.

Φεύγει ἀπὸ τὸν Ἄθωνα, πάει στὴν Παλαιστίνη,
Ἁγίους τόπους τοῦ Χριστοῦ προσκυνητὴς νὰ γίνῃ.

Ἀπ᾿ τὰ Ἱεροσύλυμα εἰς τὸ Σινᾶ πηγαίνει,
Αἴγυπτο, Ἀλεξάνδρεια μεγάλη βόλτα παίρνει.

Δὲν ἦταν περιηγητὴς κι ἄσκοπα νὰ γυρίζῃ,
ἀλλὰ ἐνάρετους σοφοὺς πατέρας νὰ γνωρίζῃ.

Πίστευε στὰ ταξίδια του αὐτὰ ποὺ ἐπερνοῦσε,
πὼς ἑαυτὸν καὶ Χριστιανοὺς πολὺ θὰ ὠφελοῦσε.

Καὶ στὰ Ἱεροσόλυμα πάλι ξαναπηγαίνει,
κανδηλανάφτης τοῦ Χριστοῦ τάφου ἀναλαμβαίνει.

Καὶ ἱεροδιάκονος ἐκεῖ χειροτονεῖται·
καὶ ἱερεὺς ἀργότερα γιὰ νὰ συλλειτουργεῖται.

Ἐπῆγε καὶ ἐπισκέφτηκε τὶς ὄχθες Ἰορδάνη,
καὶ στὴν νηστεία μιμητὴς ἦταν τοῦ Ἅη-Γιάννη.

Σαράντα μέρες νήστεψε, ἔκανε ἀσιτία,
στὴν πίστι ἦταν δυνατὸς καὶ ψυχικὴ ὑγεία.

Δώδεκα χρόνια κάθισε στ᾿ ἅγια κεῖνα μέρη,
καὶ πάλι ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ στὴν Ζάκυνθο τὸν φέρει.

Κάθισε πέντε χρόνια ἐκεῖ, κάνει σκληραγωγία
καὶ τὸ κορμὶ τιμώρησε, τοῦ βάζει τιμωρία.

Ὄσπρια μόνον ἔτρωγε μαζὶ καὶ κολοκύθια,
βρεγμένα μόνο στὸ νερό· αὐτὴ εἶν᾿ ἡ ἀλήθεια.

Τριάντα χρόνια πέρασαν χωρὶς ψωμὶ νὰ φάῃ,
περιόρισε τὴν σάρκα του νὰ μὴν τὸν κυβερνάῃ.

Κατέβαινε εἰς τὰ χωριὰ καὶ ἐξομολογοῦσε
καὶ τοὺς πιστοὺς χριστιανοὺς πάντα τοὺς κατηχοῦσε.

Φεύγει ἀπ᾿ τὴ Ζάκυνθο, Κεφαλληνία πηγαίνει,
ἐκεῖ ἦτο θέλημα Θεοῦ παντοτινὰ νὰ μένῃ.

Βρῆκε ἐκεῖ μικρὴ σπηλιὰ στὴ θέση Ἀργοστόλι,
ἕνδεκα μῆνες πάλεψε μὲ τοὺς ἐχθροὺς διαβόλοι.

Ἐκεῖ ἐκτίσθηκε ναὸς Γεράσιμου τοῦ θείου,
τὸ ἔτος δὶς γιορτάζεται πρὸς χάριν τοῦ Ἁγίου.

Ἐκεῖ πηγαῖναν ἄνθρωποι νὰ ἐξομολογηθοῦνε,
ν᾿ ἀκούσουνε λόγια σοφά, παρηγοριὰ νὰ βροῦνε.

Φεύγει ἀπὸ κεῖ ὁ Ἅγιος, ἤθελε ἡσυχία,
σὲ μέρος ἄλλο, Ὁμαλό, τούτου ἡ ὀνομασία.

Πηγάδι ἄνοιξε ἐκεῖ, ποὺ πρῶτα δὲν ὑπῆρχε,
ὁὉ τόπος ἤτανε ξερός, γιατὶ νερὸ δὲν εἶχε.

Καὶ μοναστήρι ἔχτισε ἐτότε γυναικεῖο,
καὶ μόνασαν μέσα σ᾿ αὐτὸ οἱ ἀδελφὲς οἱ δύο.

Εἴκοσι πέντε ἔφθασε τότε ὁ ἀριθμός τους,
καὶ ἤτανε ὁ Ἅγιος προστάτης κι ὁδηγός τους.

Νέα Ἱερουσαλὴμ ὀνόμασε τὸ νέο μοναστήρι,
ἐμόναζαν οἱ μοναχὲς καὶ εἶχαν πανηγύρι.

Κάποτε στὴν Κεφαλονιὰ ἤτανε ἀνομβρία,
καὶ τὰ σπαρτὰ ἀφανίζονταν ἀπὸ τὴν ξηρασία.

Οἱ κάτοικοι προσεύχονταν, ἔκαναν λιτανεῖες,
μὰ ὁ Θεὸς δὲν ἔβρεχε σ᾿ αὐτῶν τὶς ἱκεσίες.

Καὶ τρέχουνε στὸν ἀσκητὴ καὶ τὸν παρακαλοῦνε·
τοὺς διώχνει ἀπὸ ταπείνωσι, μὰ δὲν ὑποχωροῦνε.

Στὸ τέλος ὑποχώρησε· μὲ ὅλους γονατίζει,
προσεύχεται πολὺ θερμά, τὸ πρόσωπο δακρύζει.

Κι ἀνοίγουνε οἱ οὐρανοί, ἡ γῆ βροχὴ χορταίνει,
δοξολογοῦσαν τὸν Θεό, ποὺ πανταχοῦ προφθαίνει.

Ἦρθε ὁ καιρὸς κι ὁ Ὅσιος τὸν κόσμο νὰ ἀφήσῃ
λαὶ τὴν οὐράνια ζωὴ νὰ τὴν κληρονομήσῃ.

Κατάλαβε τὸ τέλος του ὅτι θὰ ἀποθάνῃ,
ἐκάλεσε τὶς μοναχὲς καὶ διαθήκη κάνει.

Τοὺς εἶπε νὰ ῾χουν ὁμόνοια καὶ πίστι καὶ ἀγάπη,
νὰ ζοῦν ἐνάρετη ζωὴ καὶ νὰ νικοῦν τὰ πάθη.

Καὶ ἔκλεισε τὰ μάτια του ὁ Ἀσκητὴς ἐκεῖνος,
πῆγε ἡ ψυχή του στὸν Χριστὸν σὰν μυρωμένος κρίνος.

Χίλια πεντακόσια ἑβδομήντα ἐννιὰ ἦταν χρονολογία
καὶ δέκα πέντε Αὐγούστου ἡ ἡμερομηνία.

Λειψάνου ἀνακομιδὴ εἶν᾿ ἡ ἑορτὴ τ᾿ Ἁγίου,
γιορτάζει Ἐκκλησία μας στὶς εἴκοσι Ὀκτωβρίου.

Δύο χρόνια μετὰ ταφῆς τὸ σῶμα τοῦ Ὁσίου
ἔμεινε ἄφθαρτο, σεπτό, μὲ θαῦμα τοῦ Κυρίου.

Δεσπότης ἀμφισβήτησε καὶ βάνει προθεσμία
καὶ εὐθὺς τὸ ξαναθάβουνε γιὰ μία ὀκταμηνία.

Ὅταν ἐπέρασε ὁ καιρὸς γίνεται ἐκταφή του,
ἤτανε σῶον καὶ σεπτὸν ὅπως στὴν κοίμησί του.

Καὶ τώρα στὴν Κεφαλονιὰ τ᾿ ἅγιο λείψανό του
καθημερινῶς θαυματουργεῖ ὡς λύπη τῶν ἐχθρῶν του.

Ἔχει τὴν χάριν ἀπ᾿ τὸν Θεὸν δαιμόνια νὰ βγάζῃ,
ἀδύνατος ὁ σατανᾶς, ὅσο καὶ νὰ κραυγάζῃ.

Ὅσοι τὸν ἐπικαλεσθοῦν, Γεράσιμον τὸν θεῖον,
τοὺς θεραπεύει καὶ εἶν᾿ καλὰ σ᾿ ὁλόκληρο τὸν βίο.

Εἶναι ἕνα θαῦμα τοῦ Θεοῦ, νησιὰ τοῦ Ἰονίου
νὰ ἔχουνε καθένα τους λείψανα τοῦ Ἁγίου.

Τὸν Ἅγιο Σπυρίδωνα ἡ Κέρκυρα κατέχει,
προστάτη της καὶ βοηθὸ τὸ λείψανό του ἔχει.

Ἐπίσης ἡ Κεφαλονιὰ Γεράσιμον τὸν θεῖον
ποὺ εἶναι ἐξολοθρευτὴς ὅλων τῶν δαιμονίων.

Ἀκόμα καὶ ἡ Ζάκυνθος προπύργιον τ᾿ Ὁσίου,
εἶναι τὸ θεῖον λείψανον Ἁγίου Διονυσίου.

Τρεῖς φάρους στὸ Ἰόνιον ἔχει ἡ Ὀρθοδοξία
ἄφθαρτα τρία λείψανα τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία.

Ὁ πάπας καὶ οἱ αἱρετικοὶ φοβοῦνται τοὺς Ἁγίους,
ποὺ πολεμοῦν τοὺς Χριστιανούς, τοὺς θέλουνε ἀγρίους.

Μὰ ὅσοι θέλουν νὰ σωθοῦν πρεσβείαις τῶν Ἁγίων,
ζητοῦνε διὰ προσευχῆς νὰ ἔχουν θεῖο βίο.

Γράφομεν λίγα θαύματα τ᾿ Ἁγίου Γερασίμου:

Κάποτε στὴν Κεφαλονιὰ πεθαῖναν οἱ ἀνθρῶποι,
μὲ λοιμικὴ ἀσθένεια ἐγέμιζαν οἱ τόποι.

Μὲ προσευχὴ ὁ Ὅσιος καὶ τοῦ Θεοῦ τὴ χάρι,
σταμάτησε θανατικό, ποὺ φόρα εἶχε πάρει.

Θεράπευσε μέσ᾿ στὸ ναὸ μία δαιμονισμένη,
παρακαλοῦσε κι ἔκλαιγε· ἦταν δυστυχισμένη.

Ὁ σατανᾶς τὴν τάραξε ἀπότομα ἕνα βράδυ,
μὲ βία τὴν ἐγκρέμισε μέσα εἰς τὸ πηγάδι.

Καὶ προλαβαίνει ὁ Ἅγιος, τὶς ἀδελφὲς φωνάζει,
τῆς ρίχνουνε ἕνα σχοινὶ κι ἀπ᾿ τὸ νερὸ τὴν βγάζει.

Καὶ σὰν ἐλευθερώθηκε κάμαν εὐχαριστία,
εἰς τὸν Θεὸν καὶ Ἅγιον ποὺ ῾δωσε τὴν ὑγεία.

Ἐπῆγαν στὴν Κεφαλονιὰ τρεῖς γιὰ νὰ προσκυνήσουν,
ποὺ γιόρταζε ὁ Ἅγιος κι αὐτοὶ νὰ τὸν τιμήσουν.

Ἐκεῖ μαζὶ μὲ τοὺς πιστοὺς ἦσαν δαιμονισμένοι,
τοὺς εἶπε τὶς ἁμαρτίες τους κι ἔφυγαν ντροπιασμένοι.

Τοὺς δύο ἐξεσκέπασαν τὰ ἁμαρτήματά τους,
ὁ τρίτος ἐξομολογήθηκε, δὲν ἦταν συντροφιά τους.

Καὶ τότε τὸ δαιμόνιο ἔφριξε ἀπ᾿ τὸ κακό του,
ποὺ ἐξομολογήθηκε εἰς τὸν πνευματικό του.

Γι᾿ αὐτὸ νὰ μὴν ντρεπόμαστε εἰς τὸν πνευματικόν μας,
νὰ καθαρίζομε ἄμεσα τὸν βρωμερὸν ἑαυτό μας.

Ὦ Ὅσιε Γεράσιμε, νὰ ῾χωμεν τὴν εὐχή σου,
θυμήσου τοὺς ἁμαρτωλοὺς ἐμᾶς στὴν προσευχή σου.