Ὅσιος Κυριακὸς ὁ Ἀναχωρητής

29 Σεπτεμβρίου

Ὁ Ὅσιος Κυριακὸς γεννήθηκε στὴν Πόλι,
πατέρας του ἤτανε παπὰς καὶ τὸν ζηλεῦαν ὅλοι.

Εἰς τὴν Κωνσταντινούπολι θεῖον εἶχε δεσπότη,
τοῦ μίλησε ἡ μητέρα του, τὸν ἔκανε ἀναγνώστη.

Ἐδιάβαζε ἀπὸ μικρὸς θρησκευτικὰ βιβλία,
καὶ θαύμαζε Δημιουργοῦ γιὰ κόσμου σωτηρία.

Καὶ σὰν ἐμελέτα τὶς Γραφὲς ἄναψε ἡ καρδιά του
καὶ θεῖος ζῆλος ἔτρωγε ὅλα τὰ σωθικά του.

Ἦταν δεκαοχτὼ χρονῶν, μπῆκε σ᾿ ἕνα βαπόρι,
γιὰ τὰ Ἱεροσόλυμα εἶχε ἐκεῖνο πλώρη.

Δύο πατέρες εὕρηκε εἰς τὴν Ἁγία πόλι
Εὐστόργιον καὶ Εὐθύμιον καὶ ἐχαρῆκαν ὅλοι.

Τοῦ εὐχήθηκε ὁ Εὐθύμιος, πάει στὸν Ἰορδάνη,
εὑρῆκε τὸν Γεράσιμο, τοῦ εἶπε τὶ νὰ κάνῃ.

Ἀμέσως τὸν διόρισε μέσα στὸ μαγειρεῖο,
ὁ κόπος δὲν τὸν ἔπιανε· νέο παιδί, θηρίο.

Ζοῦσε μὲ ἄρτο καὶ νερὸ μόνο κάθε δυὸ μέρες,
ἔκανε θεῖες προσευχές, σ᾿ οὐράνιους αἰθέρες.

Ὁ Ὅσιος Γεράσιμος πολὺ τὸν ἀγαπάει,
τὸν παίρνει τὴν Σαρακοστὴ στὴν ἔρημο ποὺ πάει.

Εἶδε ὁ Ἅγιος Γεράσιμος σὲ μυστικὴ ὀπτασία,
πὼς ἐκοιμήθη ὁ Εὐθύμιος, νὰ πᾶνε στὴν κηδεία.

Ἐπῆρε καὶ τὸν Κυριακὸ καὶ προχωροῦνε πάλι,
Ἁγίου σῶμα ἔθαψαν μ᾿ εὐλάβεια μεγάλη.

Ὁ Ὅσιος Γεράσιμος τελείωσε τὴ ζωή του,
στὸν οὐρανὸ ἐπέταξε ἡ φωτεινὴ ψυχή του.

Ἔφυγε τότε ὁ Κυριακὸς μονὴ Σουκᾶ πηγαίνει,
τοῦ δίνουν διακονήματα, ὅλα τὰ ὑπομένει.

Σὲ ἡλικία τῶν ἐτῶν σαράντα ἔχει γίνει,
καὶ πῆρε τὸ ἀξίωμα τότε Ἱεροσύνης.

Δύο συμφιλίωνε ἐχθροὺς σὰν εἴχανε μαλώσει,
ποτέ του δὲν ἐθύμωσε εἰς τὴν ζωὴ τὴν τόση.

Στὴν ἔρημο τοῦ Νατουφᾶ πῆγε νὰ κατοικήσῃ
τροφὲς δὲν βρίσκονταν ἐκεῖ, σκέφτονταν πῶς νὰ ζήσῃ.

Μονάχα σκυλοκρόμμυδα θὰ εἶχε γιὰ τροφή του,
παρακαλάει τὸν Θεὸν θερμὰ στὴν προσευχή του.

Νὰ τὰ γλυκάνῃ ὁ Θεὸς νὰ ῾χουν καλὴν οὐσία,
καθημερινὰ θὰ εἴχανε αὐτὰ τροφοδοσία.

Καὶ ὁ Θεὸς ἐπήκουσε τότε τὴν προσευχή του,
καὶ ἀπὸ πικρὰ ἐγλύκαναν, τὰ εἶχαν γιὰ τροφή τους.

Τέσσερα χρόνια ἔτρωγαν εὐλογημένα χόρτα,
καὶ ἦταν ἡ ὑγεία τοὺς καλύτερη ἀπὸ πρῶτα.

Ἐπῆγε ἕνας χριστιανὸς ψωμιὰ σ᾿ ἕνα μουλάρι,
ἦταν ζεστὰ καὶ νόστιμα, Θεοῦ εἶχαν τὴ χάρι.

Ἔβρασε λάθρα ὁ μαθητὴς πρὶν νὰ τὸν ἐρωτήσῃ,
ἀπὸ τὰ σκυλοκρέμμυδα καὶ εἶχε ἀσθενήσει.

Προσεύχεται ὁ Ἅγιος καὶ κάνει ἕνα ἀκόμα
καὶ ὅταν τὸν κοινώνησε ζωντάνεψε τὸ σῶμα.

Πατέρας τὸν παρακαλεῖ δαιμόνιο νὰ βγάλῃ
τὸν γιό του ἐβασάνιζε, λύπη εἶχε μεγάλη.

Ὁ Ὅσιος προσευχήθηκε, τὸν ἔχρισε μὲ λάδι,
ἐλευθερώθη ἀπ᾿ τὴ σκλαβιὰ ποὺ ἦταν στὸ σκοτάδι.

Μεγάλη ἀνδρεία ἔδειξε τότε στὴν οἰκουμένη,
ποὺ ἐπολέμησε σκληρὰ τότε τὸν Ὠριγένη.

Πολὺν καιρὸ οἱ αἱρετικοὶ χτυποῦν τὴν Ἐκκλησία,
τοὺς ἐξολόθρευσε ὁ Θεὸς καὶ ἔγινε ἡσυχία.

Τὸν ἐνοχλοῦσαν οἱ πιστοὶ ἀπὸ τὴν προσευχή του,
πῆγε στὴ Λαύρα τοῦ Σουκᾶ μὲ ἕνα μαθητή του.

Ἡ Λαύρα ἀντὶ γιὰ φύλακα εἶχε ἕνα λιοντάρι,
τοὺς ἄφησε κι ἐπέρασαν, τοὺς ἔκανε τὴ χάρι.

Ὁ Ὅσιος τὸν λέοντα τὸν εἶχε φύλακά του,
ποὺ τὰ θηρία ἔδιωχνε ἀπ᾿ τὰ λαχανικά του.

Στρώνει τραπέζι ὁ Ὅσιος, πάει καὶ τὸ λιοντάρι,
μὲ τὴ σειρά του θέλησε μερίδα του νὰ πάρῃ.

Τοῦ ἔδωσε μὲ τὸ χέρι του ἄρτον γιὰ νὰ τὸν φάῃ,
τὸν ἔστειλε στὸν κῆπο του, γερὰ νὰ τὸν φυλάῃ.

Τὸν Ἰωάννη Κύριλλο φεύγουν μὲ καλοσύνη,
δὲν τοὺς πειράζει ὁ λέοντας καὶ ἔφυγαν κι ἐκεῖνοι.

Στὸν τόπο τότε ἔγινε μεγάλη ξηρασία,
ὁ Ὅσιος κάνει προσευχή, βροχὴ ἦρθε πλουσία.

Δύο μαθητές του πήγαιναν νὰ τὸν ἐπισκεφθοῦνε,
ἔτυχε ἕνα παράξενο στὸ δρόμο τους νὰ δοῦνε.

Πέρασαν σ᾿ ἕνα σπήλαιο μέσα στὴ γῆ χωσμένο,
μία γυναίκα εἴδανε, σῶμα σκελετωμένο.

Τὴν ρώτησαν πῶς βρέθηκε στὸν ἔρημο τὸν τόπο,
εἶπε πὼς «ἐσκανδάλιζα τὰ ὦτα τῶν ἀνθρώπων.

Ἤμουνα τραγουδίστρια, ψυχὲς εἶχα λερώσει,
καὶ ἦρθα ἐδῶ στὴν ἔρημο, ψυχὴ νὰ μετανιώσῃ.

Νερὸ ἀπὸ τοῦ Σιλωὰμ πῆρα ἕνα δοχεῖο,
κι ἕνα ζεμπίλι ὄσπρια τροφή μου γιὰ τὸ βίο.

Ὡς τώρα δὲν λιγόστεψαν τὰ τρόφιμα καθόλου,
νυχθημερὸν προσεύχομαι πρὸς πεῖσμα τοῦ διαβόλου.»

Στὸν Ὅσιο Κυριακὸ εἶπαν ἀφήγησί της,
εἶπε σὰν ἐπιστρέψουνε νὰ πᾶν συνάντησί της.

Στράφηκαν εἰς τὸ σπήλαιο, τὴν βρῆκαν πεθαμένη,
τὴν ἔθαψαν στὸ σπήλαιο, ψυχὴ ἁγιασμένη.

Ὁ Ὅσιος στὴν ἔρημο ἐνενήντα χρόνια ζοῦσε,
μὲ πίστι καὶ εὐλάβεια Θεὸν εὐαρεστοῦσε.

Ἔζησε ἑκατὸν ὀχτὼ χρόνια εἰς τὴν ζωή του,
γαλήνιος, πραότατος, μέχρι τὴν κοίμησί του.

Λίγο καιρὸ ἀσθένησε προτοῦ τῆς κοίμησής του,
εἰς Παντοδύναμον Θεὸν παρέδωσε ψυχή του.

Λέγεται ἀναχωρητής, πάντοτε τριγυρνοῦσε,
ἐρήμους τὶς ἀλώνιζε, ποτὲ δὲν σταματοῦσε.

Ὅσιε ἀναχωρητή, Ἅγιε Κυριακέ μας,
προσεύχου πάντα στὸ Θεὸ γιὰ ἁμαρτωλὲς ψυχές μας.