Ἁγία Ἰσαπόστολος Θέκλα

24 Σεπτεμβρίου

Ὀνόμασε Ἰσαπόστολον Χριστοῦ ἡ Ἐκκλησία,
μεταξὺ ὀλίγων γυναικῶν τὴν Θέκλαν τὴν Ἁγία

Πατρίς της τὸ Ἰκόνιον εἰς τὴν Μικρὰν Ἀσία,
μὰ πίστευε ἡ μητέρα της στὴν εἰδωλολατρία.

Ἦταν δέκα ὀκτὼ χρονῶν καὶ ἀρραβωνιασμένη,
μὲ εἰδωλολάτρη Θάμυριν ὁ γάμος τους νὰ γένῃ.

Συνέβη ὅμως γεγονὸς κι ἄλλαξε τὴ ζωή της,
ὁ Παῦλος, ὁ Ἀπόστολος εἶν᾿ στὴν περιοχή της.

Ὀνησιφόρος Χριστιανὸς στὸ σπίτι του τὸν παίρνει
κι ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Χριστοῦ τὰ λόγια σπέρνει.

Ὁ κόσμος ὅλος ἔτρεχε σὰν διψασμένο ἐλάφι
καὶ γιὰ τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ ἐφρόντιζε νὰ μάθῃ.

Ἡ Θέκλα σὰν τὸ ἔμαθε ἔτρεξε ἕνα βράδυ,
κρυφὰ ἀπ᾿ τὴ μητέρα της στῆς νύχτας τὸ σκοτάδι.

Ἐπῆγε καὶ κρυφάκουγε στὸ σπίτι Ὀνησιφόρου
τὸ θεϊκὸ τὸ κήρυγμα Χριστοῦ τοῦ Ζωηφόρου.

Ἅγιος Παῦλος ἔλεγε σ᾿ αὐτὴν τὴν ὁμιλία,
γάμος εὐλογημένος εἶν᾿, μὰ καὶ ἡ παρθενία.

Ὁ ἄνδρας ποὺ παντρεύεται θὰ ἔχει βοηθό του
μία γυναίκα ποὺ ὁ Θεὸς ἔβαλε στὸ πλευρό του.

Συμβούλευε τοὺς ἄγαμους κι ὅσοι εἶναι στὴ χηρεία,
ἂν θέλουν ἂς παντρεύονται, μὴν ζοῦν στὴν ἁμαρτία.

Ἀκόμα ἐγκωμίασε πολὺ τὴν ἀγαμία,
διὰ τὴν πίστι τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἔχει ἡ παρθενία.

Συνάρπασε, κατέπληξε τὴν Θέκλα ἡ ὁμιλία
καὶ τὴν ψυχή της χόρτασε στὰ λόγια αὐτὰ τὰ θεῖα.

Κατασκοπεύει ἡ μάνα της, ἤξερε ποὺ βρισκόταν,
κι ὅταν πῆγε σπίτι της στὴν κόρη της ἐρώτα.

Ἡ Θέκλα ὁμολόγησε, τῆς εἶπε τὴν αἰτία,
καὶ ἡ μητέρα ἔβριζε χριστιανικὴ θρησκεία.

Ἀλλὰ τὴν ἀποστόμωσε εὐθὺς τὴν ὥρα ἐκείνη,
ὅτι ἀληθινὸς Θεὸς εἶν᾿ ἡ χριστιανοσύνη.

Ἔξω φρενῶν ἡ μάνα της ἀπ᾿ τὸν καημό της κλαίει
καὶ πάει στὸν μνηστήρα της, τὸ μυστικὸ τοῦ λέει.

Σὰν τ᾿ ἄκουσε ὁ Θάμυρις τὴν Θέκλα πλησιάζει,
νόμιζε μὲ τὰ λόγια του τὸν νοῦ της πὼς ἀλλάζει.

Αὐτὴ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ εἶχε μὲς στὴν καρδιά της·
τὸν Θάμυρι ἀρνήθηκε κι ἔδιωξε ἀπὸ κοντά της.

Ἐθύμωσε ὁ Θάμυρις γιατὶ εἶχε ἀλαζονεία,
κι ἤθελε τὸν Ἀπόστολο νὰ βάλῃ τιμωρία.

Τὸν Ἑρμογένη καὶ Δημᾶν τοῦ Παύλου ὀπαδοί του,
ἀρνήθηκαν τὸν Ἅγιον· τοὺς τράβηξε μαζί του.

Ἔφυγαν κι ἐγκατέλειψαν πνευματικὸν ἀγώνα,
τὸν κόσμο αὐτὸ ἐλάτρευαν τὸν τωρινὸν αἰώνα.

Ὁ Ἑρμογένης κι Δημᾶς καὶ Θάμυρις ἀντάμα,
Ὀνησιφόρου τοῦ σπιτιοῦ ὁρμοῦνε ἐν τῷ ἄμα.

Στὸν ἡγεμόνα ὁδηγοῦν Ἀπόστολο τὸν Παῦλο,
πῶς διαλύει τοὺς δεσμοὺς γάμου τὸ περιβάλλον.

Ὁ ἡγεμὼν Καστήλιος τὸν Παῦλο ἐξετάζει
καὶ μέσα εἰς τὴν φυλακὴν δεμένο τόνε βάζει.

Ἡ Θέκλα σὰν τὸ ἔμαθε στὴν φυλακὴ πηγαίνει,
διὰ τὴν πίστι τοῦ Χριστοῦ κι ᾿ αὐτὴ μαζὶ πεθαίνει.

Ἅγιο Παῦλο ἀντάμωσε στὴ φυλακὴ ἡ Ἁγία,
ὅπου Χριστὸν ἐκήρυττε σὰ νἆταν ἐκκλησία.

Τὸ ἔμαθε ὁ Θάμαρις, στὴν φυλακὴ πηγαίνει,
καὶ σὰν τὴν εἶδε ἔγινε ὀχέντρα πυρωμένη.

Καὶ τρέχει στὸν Ἀνθύπατο, τοῦ εἶπε δίχως ἄλλο,
πάλι στὸ δικαστήριο νὰ φέρουνε τὸν Παῦλο.

Τὸν ἐξετάζει ὁ ἡγεμών, μὰ στὴν ἀπολογία
ἔνιωσε εὐχαρίστηση στὰ λόγια του τὰ θεῖα.

Μαστίγιο διέταξε γιὰ νὰ ἱκανοποιήσῃ,
τοὺς ἄρχοντες καὶ τὸν λαὸν τὸ μίσος τους νὰ σβήσῃ.

Καὶ ἔδωσε διαταγὴ τοῦ Παύλου τοῦ Ἁγίου,
σὲ λίγες μέρες ἐδίωξε μακρὰν τοῦ Ἰκονίου.

Ἡ Θέκλα ἱεραπόστολος ἠθέλησε νὰ γίνῃ,
εἰδωλολάτρη ἄνδρα της δὲν ἤθελε ἐκείνη.

Ἂν θέλῃ τὸν μνηστήρα της ὁ δικαστὴς ρωτάει,
μὰ οὔτε τὸν ἐκοίταξε, οὔτε τοῦ ἀπαντάει.

Ὁ Θάμυρις ἐθύμωσε, οὔρλιαζε σὰν θηρίο,
κι ἡ μάνα της σὰν δαίμονας, οὐρλιάζανε κι οἱ δύο.

Νὰ τήνε κάψουν, ἔλεγε ἡ μάνα, τὴν ἁγία·
κι ὄχι νὰ εἶναι στοῦ Χριστοῦ τὴν πίστι τὴν Ἁγία.

Καὶ διατάζει ὁ ἄρχοντας, εὐθὺς φωτιὰ ν᾿ ἀνάψουν,
τὴν Θέκλα ἐκεῖ νὰ ρίξουνε καὶ μέσα νὰ τὴν κάψουν.

Γυμνὴ τὴν ρίχνουν στὴν φωτιὰ νὰ τὴν ἐξευτελίσουν,
θελήσανε οἱ ἄπιστοι σὰν ψάρι νὰ τὴν ψήσουν.

Καθόλου δὲν τὴν ἔμελλε γιὰ τὴν φωτιὰ ἐκείνη,
κάνει σημεῖον τοῦ Σταυροῦ καὶ πέφτει στὸ καμίνι.

Τὴν ἐνδυνάμωσε ὁ Χριστὸς μὲς στὸ καμίνι πάλι,
κατέβηκε στὸ στάδιο εἶχε χαρὰ μεγάλη.

Τὴν ἐλυπήθη ὁ Χριστός, βροχὴ εἶχε ἀρχίσει,
καὶ ὅπως ἦταν φυσικὸ καμίνι εἶχε σβήσει.

Βροντές, βροχὴ καὶ ἀστραπές, σκοτεινίασαν τὸν τόπο,
χοντρὸ χαλάζι ἔσπασε κεφάλια τῶν ἀνθρώπων.

Ἡ Θέκλα διασώθηκε, βάνει ἐνδύματά της,
σὲ ἄλλη πόλι βάδισαν τὰ διαβήματά της.

Στὴν πόλι αὐτὴ ἐγύρευε Ἀπόστολο τὸν Παῦλο,
μὲ Ὀνησιφόρο ζούσανε σὲ τάφο πολὺ μεγάλο.

Ὀνησιφόρος εἴχενε ἕνα μεγάλο ἀγόρι,
τοῦ δίνει ὁ Παῦλος καὶ πουλεῖ δικό του πανωφόρι.

Τὸ πούλησε, παίρνει ψωμί· στὸ δρόμο τὴν Ἁγία
βλέπει καὶ πήγανε μαζὶ στοῦ τάφου κατοικία.

Εὐχαριστοῦσαν τὸν Θεὸ ἡ Θέκλα μὲ τὸν Παῦλο,
ποὺ πάλι ξαναντάμωσαν, σὰν εἶδε ὁ εἷς τὸν ἄλλο.

Ὁ Ὀνησιφόρος στράφηκε εἰς τὴν δική του οἰκία,
Παῦλος καὶ Θέκλα πήγανε γιὰ τὴν Ἀντιοχεία.

Εἰδωλολάτρης φίλησε στὸν δρόμο τὴν Ἁγία,
φώναξε καὶ τὸν ἔφτυσε γιὰ τὴν παρανομία.

Ἐθεωρήθη προσβολή, τὴν βάνουν τιμωρία,
νὰ τὴν κατασπαράξουνε τὰ ἄγρια θηρία.

Τὴν ἔριξαν στὸ θέατρο, δήμιοι παλικάρια
καὶ ἄφησαν τότε ἐλεύθερα ἀρκοῦδες καὶ λιοντάρια.

Θαῦμα μεγάλο ἔγινε, τ᾿ ἄγρια θηρία
δὲν τὴν κατασπαράξανε· σέβονταν τὴν Ἁγία.

Πάλι γιὰ δεύτερη φορὰ τὴν ρίχνουν στὰ θηρία,
μία λέαινα ἐφύλαξε καὶ τότε τὴν Ἁγία.

Ἔπειτα καταπάνω της ἀγριεμένοι ταῦροι·
Καὶ μέρεψαν μὲ προσευχή, ποὺ ἦσαν πρῶτα μαῦροι.

Πάντα τὴν φύλαγε ὁ Θεός, βρισκότανε κοντά της,
τὴν βοηθοῦσε πάντοτε, ἤτανε συντροφιά της.

Γυναίκα βλέπει θαύματα, τὴν Θέκλα ἐρωτάει,
γιὰ δὲν παθαίνει τίποτα, δὲν κλαίει, δὲν πονάει.

Κι ἡ Θέκλα τότε ἀπαντᾶ· εἰς τὸ Θεὸ πιστεύει,
ποὺ εἶναι ὁ ἀληθινός, τὰ πάντα κυριεύει.

Ἄλλοι θεοὶ εἶναι ψεύτικοι· τοὺς φτιάχνουν οἱ ἀνθρῶποι,
καὶ κατοικοῦν οἱ δαίμονες, ἄγριοι εἶναι τόποι.

Ἐζοῦσε ἡ μητέρα της, ἤθελε νὰ τὴν πείσῃ
καὶ στὴν θρησκεία τοῦ Χριστοῦ παντοτεινὰ νὰ ζήσῃ.

Ματαίως ἐπροσπάθησε ἡ Θέκλα ἡ Ἁγία
καὶ πέθανε ἡ δυστυχὴς στὴν εἰδωλολατρεία.

Διδάσκει καὶ θαυματουργεῖ σ᾿ ἕνα βουνὸ ἐπάνω,
ἔζησε σ᾿ ἕνα σπήλαιο κι ἔκανε τὸν τσομπάνο.

Ζοῦσε ἀσκητικώτατα καὶ εἶχε γιὰ τροφή της
τὰ χορταράκια τοῦ βουνοῦ ποὺ τὸ κορμί της.

Τὸ μέρος αὐτὸ ποὺ ἔμενε ἦταν τῆς Σελευκείας,
σ᾿ ὅλους τοὺς τόπους ἔφτασε ἡ φήμη τῆς Ἁγίας.

Πολλὲς γυναῖκες ἤρχοντο καὶ μόναζαν κοντά της,
κι ἄλλοι ἐθεραπεύονταν μὲ τὴ βοήθειά της.

Δαίμονες τὴν πολέμησαν, μὰ πάντα τοὺς νικοῦσε,
μὲ τοῦ Θεοῦ τὴν δύναμιν ποὺ τοὺς ἐπολεμοῦσε.

Γίνονταν ἀσθενεῖς καλά, μὰ καὶ δαιμονισμένοι,
μονάχα τότε οἱ γιατροὶ εἶν᾿ στενοχωρημένοι.

Γιατὶ ὅλοι οἱ ἄρρωστοι ἤρχοντο στὴν Ἁγία,
καὶ οἱ γιατροὶ φτωχαίνανε, δὲν εἶχαν πελατεία.

Καὶ τότε γιὰ ἐκδίκησι, ἀλλὰ καὶ τιμωρία,
νέους γιὰ νὰ ἀτιμάσουνε στέλνουνε στὴν Ἁγία.

Εἰς τὸ βουνὸ ἀνέβηκαν, ἡ πόρτα της κτυπάει,
τοὺς εἶπε· τὶ γυρεύουνε κι ἕνας τῆς ἀπαντάει.

Τῆς εἴπανε ἀδιάντροπα νὰ κοιμηθοῦν μαζί της,
ἡ Ἁγία τους ἀρνήθηκε κάνει τὴν προσευχή της.
Ἀμέσως εἰσακούστηκε εἶν᾿ ὁ Θεὸς μαζί της.

Εὐθὺς μία πέτρα σχίσθηκε ποὺ ἤτανε μπροστά της,
καὶ σώα τὴν ἐφύλαξε γιὰ τὴν ἁγνότητά της.

Ἐπῆγε εἰς τὸν οὐρανὸ στὰ ἐνενήντα χρόνια,
καὶ μὲ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸν θὰ χαίρεται αἰώνια.