Ἅγιος Μάρτυς Καλλίνικος

29 Ἰουλίου

Ὁ Ἅγιος Καλλίνικος μὲ τοῦ Θεοῦ τὴ χάρι,
εἶναι μεγαλομάρτυρας, ἁγνὸ μαργαριτάρι.

Γεννήθηκε καὶ ἔζησε μέσα στὴν Κιλικία,
κι ἦταν ἐνάρετος πολὺ ἀπὸ μικρὴ ἡλικία.

Ὅταν ἐκατηχήθηκε εἰς τοῦ Χριστοῦ τὴν πίστι,
τὸν θεῖον λόγον τοῦ Θεοῦ ἄρχισε νὰ κηρύττῃ.

Ἤτανε εὐκατάστατη ἡ οἰκογένειά του,
μὰ καὶ μεγάλος ῥήτορας στὰ προτερήματά του.

Στὴν πόλι Γάγγρα ἄρχισε τὸ πρῶτο κήρυγμά του,
εἰδωλολάτρες δίδασκε καὶ ἔρχονταν κοντά του.

Ἔκανε ἱεραποστολὴ στὴν πόλι Κιλικία,
ἔλεγε λόγια ἅγια, Χριστοῦ διδασκαλία.

Πῆγαν καὶ τὸν ἐπρόδωσαν τότε στὸν ἡγεμόνα,
εἰδωλολάτρης ἤτανε, τὸν λέγαν Σαρκεδώνα.

Στὴν Ἄγκυρα ὁμολογεῖ μὰ καὶ στὴν Γαλατία,
Χριστόν, ποὺ ὁ κόσμος πίστευε στὴν εἰδωλολατρεία.

Ὅμως ἀντὶ γιὰ ἀμοιβὴ εἰς τὰ κηρύγματά του,
ἄρχισαν τὰ μαρτύρια καὶ τὰ παθήματά του.

Ἐνημερώθη ὁ ἡγεμών, βγάζει ἀπόφασή του,
καὶ ἔδωσε διαταγὴ τὴν ἄμεση σύλληψή του.

Γαλήνη ὁ Καλλίνικος εἶχε καὶ καρτερία,
γιατὶ Χριστὸν ἐκήρυττε, ἀληθινὴ θρησκεία.

Νὰ τὸν παιδεύσῃ ὁ τύραννος τότε ἀποφασίζει,
ὀγδόντα στάδια σωστὰ τὸν δρόμο νὰ βαδίζῃ.

Νὰ ξεκινήσουν ἔπρεπε ἀπὸ τὴν Κιλικία,
καὶ ὡς τὴν Γάγγρα τελικὰ νὰ πᾶν᾿ πεζοπορία.

Βάζουν καρφιὰ στὰ πόδια του, τὸν βίαζαν νὰ τρέχῃ,
τότε ἀνοίξανε πληγές, τοὺς πόνους τοὺς ἀντέχει.

Ὁ μάρτυς ψάλλει δύο ψαλμοὺς μὲ μία μία λέξι,
τριακοστὸ ἔνατο ψαλμὸ καὶ τὸν εἴκοσι ἕξι.

Στὸν δρόμο κάνει καύσωνα διψοῦν οἱ στρατιῶτες,
καὶ Ἅγιον παρακαλοῦν μετανοοῦν ἐτότες.

Ὁ Ἅγιος τοὺς ἐλυπήθηκε, κάνει τὴν προσευχή του,
κι᾿ ἀμέσως θαῦμα ἔγινε, ἦν ὁ Θεὸς μαζί του.

Ἤτανε ἀνεξίκακος, στὸν νοῦ κακὸ δὲν βάνει,
γιατὶ πολλὰ μαρτύρια στὸ δρόμο τοῦ ῾χαν κάνει.

Τὸν ἔδεσαν μ᾿ἕνα σχοινί, στὸν δρόμο τὸν κυλοῦσαν,
πέτρες κι᾿ ἀγκάθια μυτερὰ τὸ σῶμα του τρυποῦσαν.

Μία πέτρα ἔβγαλε νερό, ἦταν σπουδαῖο πρᾶγμα,
οἱ στρατιῶτες τρόμαξαν, σὰν εἴδανε τὸ θαῦμα.

Ἤπιαν νερὸ καὶ χόρτασαν ποὺ θὰ πεθαῖναν ὅλοι,
ἀπὸ τὴν δίψα τὴν πολλή, ὥσπου νὰ μποῦν στὴν πόλι.

Πρὸς Γάγγρα ἐξεκίνησαν, μὰ εἶχαν μετανιώσει,
νὰ μαρτυρήσῃ ὁ Ἅγιος, ἀφοῦ τοὺς εἶχε σώσει.

Στὴν πόλι ὅταν ἔφτασαν, σκέπτονταν τὶ νὰ πράξουν,
εἶχαν ρητὴ διαταγὴ τὸν Ἅγιο νὰ κάψουν.

Σκέπτονταν ἂν τὸ ἔπρατταν, θὰ ῾ταν ἀχαριστία,
τότε θὰ ἔπεφτε σ᾿ αὐτοὺς μεγάλη τιμωρία.

Ὁ Ἅγιος Καλλίνικος τότε τοὺς συμβουλεύει,
νὰ ἐκτελοῦν διαταγὴ συμφέρον του νὰ φεύγῃ.

Νὰ πάῃ στὰ οὐράνια, πολὺ νὰ μὴν ἀργήσῃ,
κι᾿ ἀγαπημένο του Χριστὸ ἐκεῖ νὰ συναντήσῃ.

Ὁ Ἅγιος τοὺς ἐνθάρρυνε, μὰ καὶ τὴν προσευχή του,
εἰς τὸν Θεὸν ἀνέπεμψε μ᾿ ὅλη τὴ δύναμή του.

Οἱ στρατιῶτες ἄναψαν φωτιὰ τὴν ὥρα ἐκείνη,
στὴν πόλι αὐτὴ βρισκότανε παλιὰ ἕνα καμίνι.

Καὶ στὴν μεγάλη πυρκαγιὰ ἡ φλόγα εἶχε φουντώσει,
Ἁγίου σῶμα ἔριξαν νὰ τὸ ἀποτεφρώσῃ.

Ἐκτέλεσαν διαταγή· τὸ σῶμα του ἐκάη,
ὅμως τ᾿ Ἁγίου ἡ ψυχὴ στὸν οὐρανὸ πετάει.

Πρὶν παραδώσῃ τὴν ψυχὴ Θεὸν δοξολογώντας,
σὰν ἀηδόνι κελαηδεῖ στὸν οὐρανὸ πετώντας.

Δικαίως κληρονόμησες κάλλη τοῦ παραδείσου,
ἐκάηκε τὸ σῶμα σου νὰ χαίρεται ἡ ψυχή σου.

Θὰ χαίρεσαι αἰώνια κοντὰ εἰς τὸν Χριστόν μας,
κάνε πρεσβεία Ἅγιε καὶ γιὰ τὸν ἑαυτό μας.

Νὰ ἀξιωθοῦμε καὶ ἐμεῖς στοῦ οὐρανοῦ τὰ πλάτη,
ἁμαρτιῶν συγχώρεση γιὰ τὰ δικά σας πάθη.

Καὶ τότε θὰ αἰσθανόμενα μία θείαν εὐωδία,
τοῦ παραδείσου τὴ ζωὴ ποὺ θὰ ῾ναι αἰωνία.

Ὦ Ἅγιε Καλλίνικε, ζητῶ τὴν προσευχή σου,
μεγάλη νὰ ῾ν᾿ ἡ δόξα σου, νὰ ῾χωμεν τὴν εὐχή σου.