29 Ἰουλίου
Ὁ Ἅγιος Καλλίνικος μὲ τοῦ Θεοῦ τὴ χάρι, Γεννήθηκε καὶ ἔζησε μέσα στὴν Κιλικία, Ὅταν ἐκατηχήθηκε εἰς τοῦ Χριστοῦ τὴν πίστι, Ἤτανε εὐκατάστατη ἡ οἰκογένειά του, Στὴν πόλι Γάγγρα ἄρχισε τὸ πρῶτο κήρυγμά του, Ἔκανε ἱεραποστολὴ στὴν πόλι Κιλικία, Πῆγαν καὶ τὸν ἐπρόδωσαν τότε στὸν ἡγεμόνα, Στὴν Ἄγκυρα ὁμολογεῖ μὰ καὶ στὴν Γαλατία, Ὅμως ἀντὶ γιὰ ἀμοιβὴ εἰς τὰ κηρύγματά του, Ἐνημερώθη ὁ ἡγεμών, βγάζει ἀπόφασή του, Γαλήνη ὁ Καλλίνικος εἶχε καὶ καρτερία, Νὰ τὸν παιδεύσῃ ὁ τύραννος τότε ἀποφασίζει, Νὰ ξεκινήσουν ἔπρεπε ἀπὸ τὴν Κιλικία, Βάζουν καρφιὰ στὰ πόδια του, τὸν βίαζαν νὰ τρέχῃ, Ὁ μάρτυς ψάλλει δύο ψαλμοὺς μὲ μία μία λέξι, Στὸν δρόμο κάνει καύσωνα διψοῦν οἱ στρατιῶτες, Ὁ Ἅγιος τοὺς ἐλυπήθηκε, κάνει τὴν προσευχή του, Ἤτανε ἀνεξίκακος, στὸν νοῦ κακὸ δὲν βάνει, Τὸν ἔδεσαν μ᾿ἕνα σχοινί, στὸν δρόμο τὸν κυλοῦσαν, Μία πέτρα ἔβγαλε νερό, ἦταν σπουδαῖο πρᾶγμα, Ἤπιαν νερὸ καὶ χόρτασαν ποὺ θὰ πεθαῖναν ὅλοι, Πρὸς Γάγγρα ἐξεκίνησαν, μὰ εἶχαν μετανιώσει, Στὴν πόλι ὅταν ἔφτασαν, σκέπτονταν τὶ νὰ πράξουν, Σκέπτονταν ἂν τὸ ἔπρατταν, θὰ ῾ταν ἀχαριστία, Ὁ Ἅγιος Καλλίνικος τότε τοὺς συμβουλεύει, Νὰ πάῃ στὰ οὐράνια, πολὺ νὰ μὴν ἀργήσῃ, Ὁ Ἅγιος τοὺς ἐνθάρρυνε, μὰ καὶ τὴν προσευχή του, Οἱ στρατιῶτες ἄναψαν φωτιὰ τὴν ὥρα ἐκείνη, Καὶ στὴν μεγάλη πυρκαγιὰ ἡ φλόγα εἶχε φουντώσει, Ἐκτέλεσαν διαταγή· τὸ σῶμα του ἐκάη, Πρὶν παραδώσῃ τὴν ψυχὴ Θεὸν δοξολογώντας, Δικαίως κληρονόμησες κάλλη τοῦ παραδείσου, Θὰ χαίρεσαι αἰώνια κοντὰ εἰς τὸν Χριστόν μας, Νὰ ἀξιωθοῦμε καὶ ἐμεῖς στοῦ οὐρανοῦ τὰ πλάτη, Καὶ τότε θὰ αἰσθανόμενα μία θείαν εὐωδία, Ὦ Ἅγιε Καλλίνικε, ζητῶ τὴν προσευχή σου, |