Ἔνατο αἰώνα μετὰ Χριστὸν ζοῦσε ἡ Θεοδώρα,
ποὺ ἤτανε Βασίλισσα τοῦ Βυζαντίου τώρα.
Εὐσεβεστάτη ἔμεινε εἰς τὴν Ὀρθοδοξία,
ἅγιες εἰκόνες στήλωσε, Χριστοῦ τὴν Ἐκκλησία.
Εἶχε ἕνα γιὸ τὸν Μιχαήλ· θέλει νὰ τὸν παντρέψῃ,
μὲ μία κοπέλα ἐνάρετη, αὐτὸς νὰ βασιλέψῃ.
Στὴν χώρα τῶν Καππαδοκῶν τὴν ἐποχὴ ἐκείνη,
ἦταν κοπέλα χριστιανή, τὴν λέγανε Εἰρήνη.
Τὴν πήρανε οἱ βασιλικοὶ ἀπ᾿ τὴν Καππαδοκία,
τὸν Μιχαὴλ νὰ παντρευτῇ, νὰ ζῇ στὴ βασιλεία.
Στὸν Ὄλυμπο σὰν ἔφθασαν εἰς τόπον Βιθυνία,
εἶπε εἰς τὰς βασιλικὰς νὰ κάνουν μιὰ θυσία.
Τὸν Μέγα Ἰωαννίκιο ἤθελε νὰ γνωρίσῃ,
ἀσκήτευε εἰς τὸ βουνό, γιὰ τὴν εὐλογήσῃ.
Πήγανε καὶ τὸν βρήκανε καὶ λέγει στὴν Εἰρήνη,
μὲ προορατικότητα τὶ ἔμελλε νὰ γίνῃ.
Χρυσοβαλάντου ἡ Μονὴ ἐσένα περιμένει
καὶ εἶναι θέλημα Θεοῦ νὰ γίνῃς Ἡγουμένη.
Ἡ Κόρη ὅταν τ᾿ ἄκουσε θαύμασε τοῦ ὁσίου,
τὴν προορατικότητα τοῦ ἰδικοῦ της βίου.
Κι εὐθὺς πέφτει στὰ πόδια του καὶ παίρνει εὐλογία,
καὶ στὴν Κωσταντινούπολι βαδίζουν τὴν πορεία.
Ὁ Παντογνώστης Κύριος ἤξευρε τὶ θὰ γίνῃ,
νυμφεύτηκε ἄλλη ὁ βασιλιὰς καὶ ὄχι τὴν Εἰρήνη.
Ἡ Εἰρήνη ὅταν τ᾿ ἄκουσε, θερμὰ εὐχαριστοῦσε,
τὸν Ἐπουράνιον Θεὸν ποὺ τὴν εὐεργετοῦσε.
Πολλοὶ ἐκεῖ τῆς ζήτησαν γιὰ νὰ τὴν παντρευτοῦνε,
σ᾿ ὅλους ὅμως ἀπαντᾶ νὰ μὴν τὴν ἐνοχλοῦνε.
Ἐπίγεια καταφονεῖ, οὐράνιον Νυμφίο,
θέλησε νὰ ὑπηρετῇ μ᾿ ἀγγελικὸν τὸν βίο.
Τὰ λόγια ἐθυμήθηκε πατρὸς Ἰωανικίου
καὶ ἔκανε ὑπακοὴ θελήματος Ἁγίου.
Χρυσοβαλάντου στὴ Μονὴ ἐπῆγε νὰ μονάσῃ,
καὶ ἀπὸ τὴν ματαιότητα ἐκεῖ νὰ ἡσυχάσῃ.
Εἰς τὴν κουρὰ κόβει μαλλιὰ ἡ νεαρὰ Εἰρήνη,
τρίχινα ράσα ἐφόρεσε νύμφη Χριστοῦ νὰ γίνῃ.
Χαρὰ εἶχε στὸ πρόσωπο, ἀλλὰ καὶ ἡ ψυχή της
ταπείνωσι θαυμάσια εἶν᾿ ἡ διαγωγή της.
Εἶχε τὴν χάρι ἀπ᾿ τὸν Θεόν, ἤξερε τὶ νὰ κάνῃ,
ἔκανε πάντα ὑπακοή, βρισκόταν στὸ λιμάνι.
Δὲν ἔλειψε καμιὰ φορὰ ἀπὸ ἀκολουθία,
βίους Ἁγίων διάβαζε πάντοτε ἡ ὁσία.
Ἐδίδασκε τὶς ἀδελφὲς ἁγίους νὰ μιμοῦνται,
νὰ μελετοῦν τοὺς βίους των, πολλὰ νὰ ὠφελοῦνται.
Τὴν νύχτα προσευχότανε ὥσπου νὰ ξημερώσῃ·
κι ἄλλες φορὲς ἀπ᾿ τὸ πρωΐ, ὡσότου νὰ νυκτώσῃ.
Σὰν τρία χρόνια πέρασαν τὰ πάθη εἶχε νικήσει
καὶ τὸν μισόκαλο ἐχθρὸ εἶχε στενοχωρήσει.
Ἕνα μόνο ἱμάτιο φοροῦσε ὅλο τὸ χρόνο,
τὸ ἄλλαζε κάθε Λαμπρὴ μία φορὰ καὶ μόνο.
Καὶ τὴν ἡμέρα μία φορὰ εἶχε διατροφή της,
νερὸ καὶ λίγα λάχανα καὶ λίγο τὸ ψωμί της.
Τὴν δόξα κατεφρόνησε· ἦταν ἁπλὴ στὴν πράξι·
καὶ δὲν μποροῦσε ὁ Δαίμονας ἐκείνη νὰ πειράξῃ.
Σὲ σαρκικὲς πάντα ἡδονὲς ἔβαζε στὸ μυαλό της,
μὰ ἦταν πολὺ προσεκτικὴ διὰ τὸν ἑαυτόν της.
Τὰ ἐξαγόρευε ὅλα αὐτὰ εἰς τὴν Γερόντισσά της·
καὶ ἔφευγε ὁ πειρασμὸς πάντα ἀπὸ κοντά της.
Κάποτε προσευχότανε μέσ᾿ στῆς νυχτὸς τὰ βάθη,
καὶ βλέπει ἀπὸ μακριὰ κατάμαυρο ἀράπη.
Τὴν φοβερίζει ὁ δαίμονας νὰ τὴν κακοποιήσῃ,
κι ἔλεγε μὲ ἐγωισμὸ ὅτι θὰ τὴν νικήσῃ.
Μὰ ἡ Ὁσία παρευθὺς ἔκανε τὸ σταυρό της
κι ἔγινε ἀμέσως ἄφαντος ἀμέσως ἀπὸ ἐμπρὸς της.
Τὴν ἄλλη ἡμέρα λογισμοὶ κακοὶ στὸν ἑαυτό της,
πιὸ δυνατοὶ τὴν τάραξαν, ζάλισαν τὸ μυαλό της.
Ἔπεσε τότε κατὰ γῆς, κάνει τὴν προσευχή της,
μὲ δάκρυα στὴν Παναγιὰ κάνει παράκλησίν της.
Ἁγία Τριάδα παρακαλεῖ καὶ δύο Ἀρχαγγέλους,
καὶ τοὺς Ἁγίους ἅπαντας νὰ λιώσουν τοὺς σκοπέλους.
Λάμψη μεγάλη ἀπ᾿ οὐρανοῦ ἔλαμψε τὴν ψυχή της
τοὺς πονηροὺς τοὺς λογισμοὺς ἔδιωξε ἀπὸ τὸ νοῦ της.
Καὶ ἔτσι ἀνενόχλητη εἰς τὸν Θεὸν δουλεύει,
τῆς δίνει χάρι ὁ Χριστὸς καὶ πάντα κυριεύει.
Ἐφώτισε πολλὲς ψυχὲς στὸ φῶς τῆς ἀληθείας,
κι ἔγινε κήρυκας Χριστοῦ καὶ τῆς ὀρθοδοξίας.
Γυναῖκες πάντα τρέχανε ὅλες στὸ Μοναστήρι,
πάντοτε τὶς συμβούλευε κι εἴχανε πανηγύρι.
Πολλὲς ἄφησαν κοσμικά, πνευματικὰ εὑρῆκαν,
στὸ μοναστήρι ἔτρεξαν καὶ μοναχὲς ντυθῆκαν.
Ἀκόμα καὶ οἱ δαίμονες νικήθηκαν στὴν τόλμη,
τοὺς κυνηγοῦσε σὰν φωτιὰ ἡ χάρις της ἀκόμη.
Καὶ δὲν μποροῦν εἰς τὸ ἑξῆς νὰ τήνε πλησιάσουν,
μὲ τὴν ἐνάρετη ζωὴ τοὺς ἔκανε νὰ σκάσουν.
Ἡ ἡγουμένη ἀρρώστησε μέσα στὸ Μοναστήρι,
ἦταν πολὺ ἐνάρετη, δὲν χάλαγε χατήρι.
Τὴν ἔκλαιγαν οἱ Μοναχές, πήγανε στὸ κελί της,
καὶ ἡ Εἰρήνη ἔκλαιγε ἡ ταπεινὴ ψυχή της.
Ἡ ἡγουμένη ἔλεγε μὲ ἀγάπη στὴν ψυχή της,
νὰ μὴν λυποῦνται οἱ ἀδελφὲς γιὰ ἀναχώρησίν της.
Τοὺς εἶπε Ἡγουμένη σας νὰ ῾χετε τὴν Εἰρήνη
Μὴν κάμετε μὲ τόλμη σας ἄλλη ἐκτὸς ἐκείνη.
Εἶναι ἀμνάδα τοῦ Χριστοῦ πνεύματος Παναγίου
καὶ σκεῦος καθαρότατον, στύλος Μοναστηρίου.
Ἀφοῦ τὴν ἐσυμβούλευσε ἡ Ἡγουμένη τώρα,
δόξα τῷ ἐλέει σου Κύριε λέγει αὐτὴν τὴν ὥρα.
Καὶ ἔτσι στὰ χέρια τοῦ Χριστοῦ παρέδωσε ψυχή της
καὶ στοὺς ἀγγέλους ποὺ ἔστεκαν παντοτινὰ μαζί της.
Ἡ Ἡγουμένη ποὺ ἔλεγε λόγια γιὰ τὴν Εἰρήνη,
δὲν ἤτανε τότε μπροστὰ γιὰ νὰ τ᾿ ἀκούῃ ἐκείνη.
Καὶ δὲν τῆς εἶπαν τίποτα, μὴν σηκωθῇ καὶ φύγῃ,
δὲν ἤτανε κενόδοξη, σ᾿ ἐπαίνους νὰ προσφύγῃ.
Μεθόδιος ὁμολογητὴς γιὰ τὴν ὀρθοδοξία
εἰκονομάχοι τοῦ ἔκαναν στὸ σῶμα τυραννία.
Ἦταν Ἀρχιεπίσκοπος τὴν ἐποχὴ ἐκείνη
κι εὐθὺς ἐχειροτόνησε Διάκονο τὴν Εἰρήνη.
Τὴν ἔκανε Διακόνισσα, ἀλλὰ τὴν ἑπομένη
στὸ Μοναστήρι ἔθεσε Εἰρήνη ὡς Ἡγουμένη.
Οἱ μοναχὲς πῆραν χαρά, μὰ ἔκλαιγε ἡ Εἰρήνη,
φρόνημα εἶχε ταπεινὸ καὶ μετριοφροσύνη.
Ἐδόξασαν ὅλες τὸν Θεόν, πῆγαν στὸ Ἡγουμενεῖο,
καὶ μόνη της προσεύχεται νὰ συνεχίσῃ βίον.
Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐσὺ δυνάμωσέ μας,
μὴν μᾶς ἁρπάξῃ νοητὸς λύκος καὶ λύτρωσέ μας.
Νηστεία καὶ μὲ προσευχὴ τὴν νύχτα ἡ Ἁγία,
δὲν ἔδινε στὴν σάρκα της ἀνάπαυσι καμία.
Ἐδίδασκε τὶς ἀδελφὲς μὲ ταπεινοφροσύνη,
νὰ κάνουνε ὑπακοὴ ὅτι θὰ λέγει ἐκείνη.
Ἡ τιποτένια δούλη σας, ἐγὼ ἡ ἀναξία,
ἤτανε θέλημα Θεοῦ νὰ πάρω τὴν ἀξία.
Χάρισμα διορατικὸ ὁ Κύριος τῆς δίνει,
μὰ καὶ προορατικό, ζήτησεν ἡ Εἰρήνη.
Γιὰ νὰ γνωρίζῃ ἤθελεν ἀπόκρυφα ἀδελφῶν της,
νὰ μὴν τῆς κρύβουν κρίματα τῶν ἰδικῶν ψυχῶν της.
Δὲν εἶχε περιέργεια, ἀλλὰ ἀπὸ ἀγάπη
νὰ ἰατρεύῃ ἤθελε τῶν ἀδελφῶν τὰ πάθη.
Ὁ Κύριος ποὺ ἄκουσε θερμὴ παράκλησί της,
Ἄγγελο στέλνει ἀπ᾿ οὐρανοῦ κι ἐμίλησε μαζί της.
Χαῖρε Εἰρήνη τοῦ Θεοῦ, ὁσία πιστοτάτη,
θὰ στέκομαι πλησίον σου παντοτινὰ προστάτης.
Καὶ ὅλα τ᾿ ἀπόκρυφα θὰ σοῦ τὰ φανερώνω,
νὰ καθαρίζονται ψυχὲς μὲ τὴν ἀγάπη μόνο.
Ἄγγελος τῆς φανέρωνε τοῦ καθ᾿ ἑνὸς τὰ ἔργα
κι ὅλους τοὺς ἐσυμβούλευε καὶ καθαροὶ ἐφεῦγαν.
Πάντα μὲ τρόπο μυστικὸ καθ᾿ ἕναν διατάζει
καὶ κατὰ μόνας πάντοτε δίχως νὰ τοὺς ντροπιάζῃ.
Ὅταν ἡ κάθε ἀδελφὴ ντρεπόταν τὴν Εἰρήνη
νὰ πῇ τὴν ἁμαρτία της, τὴν ἔλεγε ἐκείνη.
Οἱ δαίμονες τὴν μίσησαν, πηγαίνουν στὸ κελί της,
μὲ ὑψωμένα τὰ χέρια της ἔκανε προσευχή της.
Τὴ νύχτα ὅλοι φώναζαν, ἕνας ὁ πιὸ ἀντάρτης
περιγελοῦσε κι ἔλεγε σὰν βρέθηκε κοντά της.
Μᾶς καίγεις μὲ τὶς προσευχές, μᾶς δίνεις τόση λύπη,
κι ὅλοι οἱ ἄλλοι δαίμονες εἴχανε καρδιοχτύπι.
Μὰ σὰν κολόνα ἀσάλευτη στεκόταν ἡ Εἰρήνη·
καθόλου ἀπὸ τὴ θέση της δὲν σάλεψε ἐκείνη.
Ἀδιάντροπος ὁ δαίμονας ἕνα κερὶ ἀνάβει
καὶ τὸ κουκούλι ἔκαψε θέλει νὰ κάνῃ βλάβη.
Ἐκάηκε τὸ ράσο της καὶ σάρκες της ἀκόμα,
ποὺ παραλίγο θὰ ῾καιγε ὁλόκληρο τὸ σῶμα.
Μία ἀδελφὴ μυρίστηκε καὶ πῆγε στὸ κελί της,
κατακαημένη ὄρθια ἔκανε προσευχή της.
Ἔσβησε τότε τὴν φωτιά, ἐκούνησε τὴν Ὁσία,
ἀλλὰ τὴν ἐπετίμησε πὼς ἔκανε ἀδικία.
Τῆς εἶπε ἕνας ἄγγελος μὲ μυρωμένα ἄνθη,
μοῦ ἔμπλεκε ἕνα στέφανο γι᾿ αὐτὰ ποὺ εἶχα πάθει.
Θὰ μοῦ ῾βαζε τὸ στέφανο ἐπάνω στὸ κεφάλι,
καὶ ὅταν ἔφθασες ἐσύ, γύρισε πίσω πάλι.
Ἔκλαψε τότε ἡ ἀδελφή, τραβοῦσε ἀπὸ τὸ σῶμα,
τὰ ράσα ποὺ βρεθήκανε μισοκαμμένα ἀκόμα.
Ἔβγαινε ἀπὸ τὸ σῶμα της ἄῤῥητη εὐωδία,
καὶ ὅλοι ἐθαυμάζανε Εἰρήνη τὴν ὁσία.
Σὲ λίγες μέρες ὁ Χριστὸς γιάτρεψε τὴν Ἁγία,
τῆς ἔδωσε τὸ χάρισμα νὰ ἔχῃ προφητεία.
Ἀγώνα ὑπεράνθρωπον ἔκανε κάθε ἡμέρα
μὲ προσευχὴ εἰς τὸν Θεό, τὰ χέρια σηκωμένα.
Σαρακοστὴ περνοῦσε ὁλόκληρη μὲ αὐστηρὴ νηστεία,
δέρμα μόνον καὶ κόκκαλα στὸ σῶμα εἶχε ἡ Ἁγία.
Μὲ λίγα φροῦτα, λάχανα λίγο νερὸ ἀκόμη,
κάθε βδομάδα ἔτρωγε, χωρὶς ν᾿ ἀλλάξῃ γνώμη.
Εἰς τὴν αὐλὴ μεσάνυχτα ἔκανε προσευχή της,
βλέποντας ἔναστρο οὐρανό· ἔχαιρε ἡ ψυχή της.
Μία νύχτα, μιὰ ἀδελφὴ βγαίνει ἀπ᾿ τὸ κελί της,
καὶ εἶδε τὴν γερόντισσα π᾿ ἔκανε προσευχή της.
Καὶ ὅταν προσευχότανε στὴ γῆ δὲν ἐπατοῦσε,
δύο πῆχες ὑψηλότερα ἀπὸ τὴ γῆ πετοῦσε.
Δύο κυπαρίσσια ἔγερναν στὴ γῆ τὴν κορυφή τους,
σὰν ἐτελείωνε ἡ προσευχὴ ἐλάμβαναν τὴν μορφή τους.
Τὰ εὐλόγησε σταυροειδῶς μὲ τὸ δεξί της χέρι,
κι ἀνέβαιναν πάλι ψηλά, ὡσὰν τὸ περιστέρι.
Σὲ λίγες ἡμέρες οἱ μοναχὲς εἴδανε στὴν κορφή τους
δύο μανδήλια κρεμαστὰ ποὺ εἴχανε μαζί τους.
Καὶ ὅλες ἀπορούσανε· ρωτᾶ ἡ μιὰ τὴν ἄλλη,
στὴν κορυφὴ κυπαρισσιῶν ποιὸς νὰ τὰ εἶχε βάλει.
Τότε τοὺς εἶπε ἡ μοναχὴ ποὺ εἶχε δεῖ τὸ θαῦμα·
χαρήκανε καὶ τρέξανε δάκρυσαν ἐν τῷ ἅμα.
Ὅμως στενοχωρήθηκε ἡ Ἡγουμένη Εἰρήνη,
διότι τὴν ἐπρόδωσε ἡ Μοναχὴ ἐκείνη.
Κανόνα τῆς ἐπέβαλε μὰ καὶ στὶς ἄλλες εἶπε
Μὴν μαρτυρεῖτε κανενὸς ὅτι σ᾿ ἐμένα δεῖτε.
Στὴν Πόλι πάει ναυτικὸς τὴν ἐποχὴ ἐκείνη,
καὶ τρία μῆλα ἐδώρισε στὴ σεβαστὴν Εἰρήνη.
Στέλνει ὁ Πανάγαθος Θεὸς στὸν δοῦλο Ἰωάννη,
μῆλα ἀπ᾿ τὸν παράδεισο, διανομὴ νὰ κάνῃ.
Στὴν Πάτμο τὰ παρέλαβε Ἀπόστολος Κυρίου,
Χρυσοβαλάντου ἔφθασαν τόπο Μοναστηρίου.
Καὶ ἡ ὁσία ἔκλαψε τὰ μῆλα σὰν λαμβάνει,
κι εὐχαριστοῦσε τὸν Θεὸ μὰ καὶ τὸν Ἰωάννη.
Εἶχαν τρία χαρίσματα, Μῆλα τοῦ Παραδείσου,
στὴν ὀμορφιά, στὸ ἄρωμα, στὸ μέγεθος ἐξίσου.
Μία ἑβδομάδα ἐνήστεψε, Θεὸν εὐχαριστοῦσε,
γιὰ τὴν μεγάλη δωρεὰν καὶ τὸν δοξολογοῦσε.
Τὸ ἕνα μῆλο ἔκοψε, περνοῦν σαράντα ἡμέρες,
δίχως ψωμί, δίχως νερό, στοῦ παραδείσου σφαῖρες.
Σὰν μυρωδιὰ εὐωδιαστὴ ἔβγαινε ἀπὸ τὸ στόμα,
καὶ ἀρωματιζότανε καὶ ὁ καιρὸς ἀκόμα.
Μεγάλη Πέμπτη ἔκοψε δεύτερο μηλαράκι,
στὶς ἀδελφὲς τὸ ἔδωσε ἀπὸ ἕνα κομματάκι.
Ὅλες σὰν ἐκοινώνησαν σὰν θεία εὐλογία,
ἔνοιωσαν μέσ᾿ στὸ στόμα τους ἄρρητη εὐωδία.
Τὸ τρίτο μῆλο φύλαξε διὰ τὸν ἑαυτό της,
ἐφόσον ζοῦσε στὴ ζωὴ τὸ εἶχε φυλακτό της.
Ἀπεύφευγε νὰ δοξασθῇ σὲ στόματα ἀνθρώπων,
δόξα ἐζητοῦσε πάντοτε τῶν αἰωνίων τόπων.
Πολλὰ θαύματα ἔκανε στὸν κόσμο ὅταν ζοῦσε,
στὶς ἀδελφὲς παρήγγελνε· καμία δὲν μαρτυροῦσε.
Ἄγγελος τὴν πληροφορεῖ πὼς ἡ ζωὴ τελειώνει,
σὲ ἕνα χρόνο ἀκριβῶς σὲ ἐκείνη φανερώνει.
Ἰουλίου εἴκοσι ὀκτώ, ἀφότου θὰ ἑορτάσῃς
ἅγιον Παντελεήμονα, στὸν οὐρανὸ θὰ φθάσῃς.
Ὅταν ὁ χρόνος πέρασε κάνει τὴν προσευχή της,
ἐνήστεψε, μῆλο ἔφαγε, τὸ φύλαγε μαζί της.
Νουθέτησε τὶς ἀδελφὲς ἡ μακαρία Εἰρήνη
νὰ κάνουν θέλημα Θεοῦ ὡς ἔκανε κι ἐκείνη.
Ἀφοῦ ἐπροσευχήθηκε, ὅλες τὶς χαιρετάει,
ἁγίους Ἀγγέλους ἔβλεπε κι ὅλο χαμογελάει.
Κι ἔτσι μὲ πολλὴ χαρὰ τελείωσε ἡ ζωή της,
καὶ στὸν οὐράνιον Θεὸν ἔδωσε τὴν ψυχή της.
Ἔζησε ἐπάνω ἐδῶ στὴ γῆ ἑκατὸν τρία χρόνια,
καὶ τώρα στὸν παράδεισο ἐκεῖ θὰ ζεῖ αἰώνια.
Μεγάλος θρῆνος ἔγινε τότε στὸ μοναστήρι,
ἤτανε ἁγιώτατη, δὲν χάλαγε χατήρι.
Πολὺ εὐωδία ἔβγαινε ἀπὸ τὸ λείψανό της,
κι ἀκόμα συνεχίζεται στὸν τάφο τὸν δικό της.
Σὲ ὅλους κάνει θαύματα, μὲ πίστι σὰν ζητοῦνε,
δοξάζουν ὅλοι τὸν Θεὸν καὶ τὴν εὐχαριστοῦνε.
Σὲ εὐχαριστῶ ὁ ἀνάξιος μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά μου,
π᾿ ἀντέγραψε ἀπ᾿ τὸν βίον σου ἡ πέννα ἡ δικιά μου.
Μία χάρι μόνο σοῦ ζητῶ· γιὰ ὅλους προσευχήσου,
νὰ ῾μαστε στὸν Παράδεισο, αἰώνια μαζί σου.
|