Στὴν πόλι Νικομήδεια εἰς τὴν Μικρὰ Ἀσία
γεννήθηκε ὁ Ἅγιος μέσ᾿ στὴν εἰδωλολατρεία.
Μητέρα εἶχε χριστιανή, πατέρα εἰδωλολάτρη,
καὶ τὸ παιδὶ σκεπτότανε τὸ ποῦ θὰ ῾βρισκε ἄκρη.
Εὐβούλη καὶ Εὐστόργιος ἦσαν τὰ ὄνόματά τους,
καὶ Παντολέων λέγανε τὸ τέκνον τὸ δικό τους.
Τοῦ ἐδίδασκε ἡ μητέρα του χριστιανικὴ θρησκεία,
μὰ ἀπὸ μητέρα ὀρφάνεψε, μικρὸς στὴν ἡλικία.
Προσπάθησε ὁ πατέρας του γράμματα νὰ τὸν μάθῃ,
καὶ σὲ γιατρὸ διδάσκαλο νὰ θεραπεύῃ πάθη.
Εὐφρόσυνος ἐλέγετο ἰατρὸς τὸ ὄνομά του,
τὸν εἶχε ὁ αὐτοκράτορας εἰς τὰ ἀνάκτορά του.
Σὰν εἶδε ὁ Μαξιμιανὸς τὸ νέο παλληκάρι,
εἶπε εἰς τὸν Εὐφρόσυνον μαζί του νὰ τὸν πάρῃ.
Μέσα εἰς τὰ ἀνάκτορα σὰν ἰατρὸς νὰ ζήσῃ,
ὅταν πεθάνῃ ὁ Εὐφρόσυνος διάδοχο ν᾿ ἀφήσῃ.
Ὁ Παντολέων ἔβλεπε τὴν εἰδωλολατρεία,
μὰ συμπαθοῦσε πάντοτε χριστιανικὴ θρησκεία.
Θυμότανε παντοτινὰ τὴ χριστιανὴ μητέρα·
τὸν δίδασκε γιὰ τὸν Χριστόν, τὴν νύκτα καὶ ἡμέρα.
Τὸν ἔπαιρνε καὶ πήγαιναν μαζὶ στὴν ἐκκλησία,
ὁ Παντολέων ἤτανε μικρὸς στὴν ἡλικία.
Τὸν ἱερέα ἔλεγαν εἰς τὴν Νικομηδεία,
Ἑρμόλαον οἱ Χριστιανοὶ ἐκεῖ στὴν ἐκκλησία.
Τὴν ἐπιστήμη ἐσπούδασε, ἕνα μόνο τοῦ λείπει,
μία ἡμέρα ἐπέρασε στ᾿ Ἑρμόλαου τὸ σπίτι.
Τὸν εἶδε ὁ Ἑρμόλαος, στὸ σπίτι του τὸν βάζει
καὶ ἀπὸ ὅλες τὶς πλευρὲς τὸν Ἅγιον ἐξετάζει.
Τοῦ εἶπε τὴν ἰατρικὴ ἔχει γιὰ ἐπιστήμη,
καὶ ἡ καρδιά του σκιρτᾶ γιὰ τὴν χριστιανοσύνη.
Καὶ τότε ὁ Ἑρμόλαος εὑρῆκε εὐκαιρία
Καὶ τὸν κατήχησε πιστὰ εἰς τὴν ὀρθοδοξία.
Ὁ Παντολέων εὐχαριστεῖ τότε μὲ τὴν καρδιά του,
τὸν ἱερέα Ἑρμόλαον καὶ πῆγε στὴν δουλειά του.
Μία ἡμέρα ποὺ ἐπέστρεφε ἀπ᾿ τὸν διδάσκαλόν του,
στὸν δρόμο βρίσκει ἕνα παιδί· νεκρὸ ἦταν ἐμπρός του.
Τὸ ῾χε τσιμπήσει μιὰ ὀχιά, ἦταν κουλουριασμένη,
πιὸ πέρα ἀπ᾿ τὸ νεκρὸ παιδὶ δηλητηριασμένη.
Ὁ Ἅγιος τὸ λυπήθηκε, τὴν προσευχή του κάνει,
καὶ τὸν Χριστὸν παρακαλεῖ τὸ θαῦμα του νὰ κάνῃ.
Κι ἀμέσως ἀνεστήθηκε νεκρὸ σὰν νὰ κοιμόταν
κι ἐπῆγε στὸν Ἑρμόλαον νὰ πῇ τὰ γεγονότα.
Ἡ δὲ ὀχιὰ ποὺ ἦταν ἐκεῖ, ἔσκασε μοναχή της,
ποὺ ἔδειξε μάθημα κακὸ μὲ τὴν διαγωγή της.
Ἐπίστευσε εἰς τὸν Χριστὸν γιὰ νὰ τὸν εὐχαριστήσῃ,
ἐπῆγε στὸν Ἑρμόλαον διὰ νὰ τὸν βαπτίσῃ.
Βαπτίστηκε, ἐκοινώνησε ἀχράντων μυστηρίων
κι ἔπειτα ἐσυνέχισε χριστιανικόν του βίον.
Ἐκάθισε στὸν Ἑρμόλαον ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρες,
τρεφόμενος πνευματικὰ στοῦ οὐρανοῦ τὶς σφαῖρες.
Ἐτέλειωσε ἡ ἐπίσκεψη τὴν ὄγδοη ἡμέρα,
ἐστράφηκε ὁ Ἅγιος κι ἐπῆγε στὸν πατέρα.
Πατέρας του τὸν ἐρωτᾷ, πῶς μία βδομάδα λείπει,
γιατὶ πολὺ ἀργοπόρησε κι ἔφυγε ἀπ᾿ τὸ σπίτι.
Φίλος πιστὸς τοῦ βασιλιᾶ, ἐκεῖνος μὲ κρατοῦσε,
γιὰ βασιλέα τὸν Χριστὸν ἐκεῖνον ἐννοοῦσε.
Τοῦ ἔκανε ἀνάκριση καὶ ὁ διδάσκαλός του,
ποὺ τόσες μέρες ἔλειπε δὲν ἤτανε ἐμπρός του.
Τοῦ λέγει ὁ πατέρας μου ἀγόρασε χωράφι,
ἤθελε καλλιέργεια γιὰ νὰ γενῇ χρυσάφι.
Πατέρα ἐννοοῦσε τὸν Θεὸν χωράφι τὴν ψυχή του
καὶ τὸ ἐκαλλιέργησε μὲ τὴν διαγωγή του.
Κι ἔτσι τὸ πράγμα ἔκρυψε στὰ μάτια τοῦ δασκάλου,
ὅπως καὶ τοῦ πατέρα του μὲ δίχως λόγου ἄλλου.
Ἐφρόντιζε τὸν πατέρα του, τὰ εἴδωλα ν᾿ ἀφήσῃ,
καὶ στὸν ἀληθινὸν Θεὸν εἰς τὸ ἑξῆς νὰ ζήσῃ.
Τοῦ ἔκανε κατήχηση ὁ Ἅγιος τοῦ πατέρα,
γι᾿ ἄψυχα τὰ εἴδωλα ἐκείνη τὴν ἡμέρα.
Τὰ εἴδωλα εἶναι ὄρθια, ρωτάει τὸν πατέρα,
γιατὶ δὲν κάθονται ποτὲ τὴν νύχτα καὶ τὴ μέρα.
Καὶ ὅσα πάλι γίνανε καὶ εἶναι καθισμένα,
γιατὶ δὲν σηκωθήκανε κι εἶναι καθηλωμένα.
Πατέρας ὁ Εὐστόργιος δὲν εὕρισκε τὴ λύση,
δὲν ἤξευρε στὸν Ἅγιον τὶ νὰ τοῦ ἀπαντήσῃ.
Ψυχράθηκε ὁ ζῆλος του δὲν ἔκανε θυσία,
ὅπως εἶχε πρωτύτερα στὴν εἰδωλολατρεία.
Προσεύχεται ὁ Ἅγιος καὶ ἕνα θαῦμα κάνει,
καὶ ἔτσι ὁ πατέρας του ἐγύρισε ἀπὸ τὴν πλάνη.
Ἕναν τυφλὸν στὸν Ἅγιον ἔφεραν μία ἡμέρα,
νὰ τὸν γιατρέψῃ ὁ Ἅγιος παρόντος τοῦ πατέρα.
Καὶ ἐρωτάει τὸν τυφλὸ ὁ Ἅγιος τὶ νὰ κάνῃ,
καὶ ἀπαντάει ὁ τυφλὸς τὰ μάτια νὰ τοῦ γιάνῃ.
Ἐγύρισα ὅλους τοὺς γιατρούς, δὲν βρῆκα θεραπεία,
στραβός, πτωχὸς καὶ ἄθλιος, χωρὶς περιουσία.
Τότε τοῦ λέγει ὁ Ἅγιος ἀμέσως ἐν τῷ ἅμα,
ὅτι ὁ ἀληθινὸς Θεός, αὐτὸς θὰ κάνει θαῦμα.
Ἐσταύρωσε ὁ Ἅγιος μὲ τὸ δεξί του χέρι,
τὰ δύο μάτια τοῦ τυφλοῦ ποὺ ἐμπρός του εἶχαν φέρει.
Καὶ ἔκανε ὁ Ἅγιος θερμὰ τὴν προσευχή του,
στὸν Κύριον Ἰησοῦ Χριστὸν νὰ δώσῃ τὴν εὐχή του.
Ἀμέσως θαῦμα ἔγινε, ἰάθηκαν τὰ μάτια,
κι ὅλο τὸν κόσμο ἔβλεπε καὶ τοῦ Χριστοῦ παλάτια.
Μὰ καὶ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς εὑρῆκαν ἰατρεία,
γιατὶ ἤτανε πρωτύτερα στὴν εἰδωλολατρεία.
Σὰν εἶδε ὁ πατέρας του Εὐστόργιος τὸ θαῦμα,
βαπτίστηκε καὶ χριστιανὸς ἔγινε ἐν τῷ ἅμα.
Βαπτίστηκε καὶ ὁ τυφλὸς ἀπ᾿ τοῦ Ἁγίου χέρια,
καὶ ἀπὸ μαῦροι κόρακες ἔγιναν περιστέρια.
Ἐπῆρε χαρὰν ὁ Ἅγιος μαζὶ μὲ τὸν πατέρα,
κι ἀγώνα εἰς τὴν ἀρετὴ εἴχανε κάθε μέρα.
Ἐτσάκισε τὰ εἴδωλα τὰ ἔκανε κομμάτια,
σὰν εἶδε τότε τὸν τυφλὸν καὶ ἄνοιξαν τὰ μάτια.
Ἔζησε ὁ πατέρας του ἀκόμα ἕνα χρόνο,
μὲ πίστι καὶ ὑπακοὴ εἰς τὸν Χριστὸν καὶ μόνο.
Κατόπιν βρῆκε ὁ Ἅγιος πολλὴ περιουσία·
τὴν μοίρασε ὅλη στοὺς φτωχοὺς καὶ εἰς τὴν ἐκκλησία.
Ἐργάζεται ὡς ἰατρός, ὅλους τοὺς βοηθοῦσε,
ποτὲ δὲν ἔπαιρνε λεφτά, γιατὶ τοὺς ἀγαποῦσε.
Καὶ ὁ Θεὸς τὸν εὐλογεῖ στὴν ἀγαθοεργία,
νὰ κάνῃ πάντα θαύματα σ᾿ ἀρρώστους τὴν ὑγεία.
Ἐδίδασκε γιὰ τὸν Χριστόν, τὸ Εὐαγγέλιό του,
καὶ ἔκανε χάρι διπλῆ εἰς τὸν συνάνθρωπόν του.
Τὸν ἐζητούσανε παντοῦ γιὰ κάθε ἰατρεία,
μὰ οἱ γιατροὶ τὸν μίσησαν ἀπὸ ζηλοφθονία.
Τὸν πρόδωσαν στὸν βασιλιὰ ὅλοι οἱ συνάδελφοί του,
πὼς πίστεψε εἰς τὸν Χριστόν, δὲν εἶναι πιὰ μαζί του.
Τοῦ εἴπανε γιὰ τὸν τυφλό, πῶς τοῦ ῾δῶσε τὸ φῶς του,
καὶ διατάζει ὁ βασιλιὰς νὰ εὑρεθῇ ἐμπρός του.
Τοῦ ἔκανε ἀνάκρισι νὰ μάθῃ τὶ θὰ γίνῃ,
θὰ προσκυνᾷ τὰ εἴδωλα, ἢ τὴ Χριστιανοσύνη.
Μὲ θάρρος λέγει ὁ τυφλὸς στὸν βασιλιὰ ποὺ ἐρώτα,
ἔγινα τώρα χριστιανός, εἰδωλολάτρης πρῶτα.
Σὰν τ᾿ ἄκουσε ὁ βασιλιὰς ἀμέσως διατάζει,
νὰ τοῦ κοπῇ ἡ κεφαλὴ καὶ σὰν ἀρνὶ τὸν σφάζει.
Κι ἔγινε ὁ ἄλλοτε τυφλὸς μάρτυρας τοῦ Κυρίου,
τὸ λείψανό του ἔθαψαν τὰ χέρια τοῦ Ἁγίου.
Τώρα καλεῖ ὁ βασιλιὰς τὸν Ἅγιον ἐμπρός του,
τὸν ἐξετάζει νὰ τοῦ πῇ ποιὸς εἶναι ὁ Θεός του.
Τοῦ μίλησε γιὰ τὸν Θεὸν ποὺ εἶναι ἡ ἀλήθεια,
κι ὄχι γιὰ ψεύτικους θεοὺς ποὺ λὲν τὰ παραμύθια.
Τοῦ πρότεινε ὁ Ἅγιος τὴν ἰδικήν του γνώμη,
νὰ φέρουνε ἕναν ἄρρωστο ἀνίατο ἀκόμη.
Νὰ δεηθοῦν οἱ ἱερεῖς τῆς εἰδωλολατρίας,
ἂν τὰ κουφὰ τὰ εἴδωλα θὰ φέρουν ἰατρεία.
Φέρανε ἕναν παράλυτο ἐπάνω στὸ κρεβάτι,
ποὺ ἤτανε σὰν κούτσουρο στὸ στῆθος καὶ στὴν πλάτη.
Ὧρες παρακαλούσανε στοὺς ψεύτικους θεούς τους,
ἀναίσθητα τὰ εἴδωλα δὲν ἄκουγε ὁ νοῦς τους.
Χαμογελᾶ ὁ Ἅγιος γιὰ τὴν ἀνοησία,
τὰ ψεύτικα τὰ εἴδωλα δὲν δίνουν ἰατρεία.
Κι ὅταν αὐτοὶ ἀπελπίστηκαν, κάνει τὴν προσευχή του
ὁ Ἅγιος εἰς τὸν Θεὸν μὲ ὅλη τὴν ψυχή του.
Σὰν τελείωσε τὴν προσευχὴ μὲ τὸ δεξί του χέρι,
ἐσήκωσε τὸν παράλυτο κι ἔγινε περιστέρι.
Ἐν τῷ ὀνόματι Χριστοῦ τοῦ ἔδωσε τὴν ὑγεία,
τὸ θαῦμα αὐτὸ οἱ ἱερεῖς θεώρησαν μαγεία.
Λέγαν στὸν αὐτοκράτορα νὰ τὸν ἐξαφανίσῃ,
πρὶν γίνουν ὅλοι χριστιανοί, τὰ εἴδωλα νὰ σβήσῃ.
Τοὺς ἄκουσε ὁ βασιλιάς· μαρτύρια ἀρχίζουν
καὶ σὰν ἀρνὶ τὸν κρέμασαν, τὸν καῖνε, τὸν ξεσχίζουν.
Στὸν πόνο του ὁ Ἅγιος τὴν προσευχή του κάνει,
καὶ στὴν μορφὴ Ἑρμόλαου ὁ Κύριος ἐφάνη.
Καὶ σὰν πατέρας στοργικὸς μίλησε τοῦ Ἁγίου,
θὰ ῾μαι μαζὶ μὴν φοβηθῇς ποινὲς τοῦ μαρτυρίου.
Κι ἀμέσως τῶν στρατιωτῶν παρέλυσαν τὰ χέρια,
καὶ οἱ λαμπάδες σβήσανε, στόμωσαν τὰ μαχαίρια.
Ντροπιάστηκε ὁ βασιλιάς, θεώρησε μαγεία
ποὺ τυφλωμένοι ἦσαν εἰς τὴν εἰδωλολατρία.
Πάλι νέα μαρτύρια ἀμέσως διατάζει,
ἕνα καζάνι στὴν φωτιὰ μὲ τὸ μολύβι βράζει.
Ρίχνουν μέσα τὸν Ἅγιον ἐκεῖ γιὰ νὰ πεθάνῃ,
προσεύχεται ὁ Ἅγιος καὶ ὁ Χριστὸς προφθάνει.
Βραστὸ μολύβι ἐκρύωσε, ὁ κόσμος ἀποροῦσε,
ὁ Ἅγιος προσευχότανε, ποτὲ δὲν σταματοῦσε.
Πέτρα τοῦ δένουν στὸ λαιμό, στὴ θάλασσα τὸν πᾶνε,
νὰ τὸν πετάξουνε βαθιά, τὰ ψάρια νὰ τὸν φᾶνε.
Καὶ πάλι φάνηκε ὁ Χριστός· κι ἐκεῖ τὸν προστατεύει,
τὴν πέτρα λύνει ἀπ᾿ τὸν λαιμόν, πνιγμὸς δὲν τοῦ σύνεβη.
Ὁ βασιλιὰς ἐπρόσταξε, φρικτὴ θηριωδία
νὰ τὸν προσφέρουνε τροφὴ στὰ ἄγρια θηρία.
Τὰ ἄφησαν ἡμέρες νηστικὰ ὅλα γιὰ νὰ πεινάσουν,
ρίχνουν σ᾿ αὐτὰ τὸν Ἅγιον νὰ φᾶν᾿ καὶ νὰ χορτάσουν.
Εὐθὺς ὅλα ἡμέρεψαν, κουνοῦσαν τὶς οὐρές τους,
καὶ προσκυνοῦν τὸν Μάρτυρα μὲ τὶς προσπάθειές τους.
Μέγας Θεὸς τῶν χριστιανῶν, φωνάζαν οἱ ἀνθρῶποι,
εἶναι Θεὸς ἀληθινός, ἐβούιζαν οἱ τόποι.
Πολλοὶ ἐβαπτιστήκανε εἰς τοῦ Χριστοῦ θρησκεία,
καὶ ὅλο ἐλιγόστευε ἡ εἰδωλολατρία.
Ἀνόητος ὁ βασιλιάς, τὰ ἔβαλε μὲ τὰ ζῶα,
ποὺ ἄφησαν στὸν Ἅγιον ὅλα τὰ μέλη σῶα.
Καὶ διατάζει ὁ βασιλιὰς καὶ τὰ σκοτῶσαν ὅλα,
τὰ ὄρνια δὲν τὰ φάγανε, τὰ σεβαστῆκαν ὅλα.
Ντροπιάστηκε ὁ βασιλιὰς γιὰ τὴν παρανομία,
τὰ ἔθαψαν μέσα στὴν γῆ, πολὺ βαθειὰ μνημεῖα.
Τροχὸ μεγάλο ἔκανε τ᾿ Ἁγίου τιμωρία,
μὰ θαῦμα κάνει ὁ Χριστὸς τοῦ δίνει ἐλευθερία.
Ἐθαύμασε ὁ βασιλιὰς μὰ ἦταν πωρωμένος,
στὰ ἄψυχα τὰ εἴδωλα ἤτανε σκλαβωμένος.
Καὶ ἐρωτᾶ τὸν Ἅγιον νὰ μάθῃ τὴν αἰτία,
ποιὸν εἶχε γιὰ διδάσκαλο εἰς τοῦ Χριστοῦ θρησκεία.
Καὶ ἀπαντᾶ ὁ Ἅγιος, Ἑρμόλαος τ᾿ ὄνομά του,
νὰ μαρτυρήσῃ καὶ αὐτός, νὰ ῾ναι στὴ συντροφιά του.
Στέλνει ὁ αὐτοκράτορας στοῦ Ἑρμόλαου τὸ σπίτι,
εἶπε νὰ τοῦ τὸν φέρουνε, μήπως ἀλλάξῃ πίστι.
Τοῦ λέγει τότε ὁ βασιλιὰς νὰ πάῃ νὰ προσκυνήσῃ
τὰ ἄψυχα τὰ εἴδωλα καὶ τὸν Χριστὸ ν᾿ ἀφήσῃ.
Εἶχε καὶ δύο χριστιανούς, Ἕρμιππο κι Ἑρμοκράτη,
μαζὶ καὶ ὁ Ἑρμόλαος, ἐδίδασκαν τὰ κράτη.
Τοῦ λένε καὶ οἱ τρεῖς μαζὶ ὅτι δὲν προσκυνοῦνε
τὰ ξόανα τὰ εἴδωλα Χριστὸν δὲν λησμονοῦνε.
Καὶ κάνουν ὅλοι προσευχὴ στὸν οὐρανὸ ἐπάνω,
σεισμὸς μεγάλος ἔγινε στὰ εἴδωλα ἐπάνω.
Ἔπεσαν ὅλα κατὰ γῆς καὶ ἔγιναν κομμάτια,
ὁ βασιλιὰς σὰν τ ᾿ ἄκουσε, ἀγρίεψε στὰ μάτια.
Καὶ ἀποκεφαλίσανε Ἑρμόλαον ἐμπρός τους
καὶ Ἑρμοκράτη καὶ Ἕρμιππον, ποὺ ῾χαν διδάσκαλό τους.
Ἐπήρανε οἱ Χριστιανοὶ τ᾿ ἅγια λείψανά τους,
τὰ θάψανε μὲ εὐλάβεια κι ἦταν βοήθειά τους.
Δέρνει ὁ βασιλιὰς τὸν ἅγιο μὲ πεῖσμα καὶ κακία,
γιατὶ δὲν ἐφοβότανε καμία τιμωρία.
Κατόπιν πιὰ ἐσκέφτηκε, δὲν ἔπρεπε νὰ ζήσῃ,
καὶ τέλος ἀπεφάσισε νὰ τὸν ἀποκεφαλίσῃ.
Σὰν τ᾿ ἄκουσε ὁ Ἅγιος ἐπῆρε χαρὰ μεγάλη,
καὶ ἄρχισε μὲ σεβασμὸ εἰς τὸν Χριστὸ νὰ ψάλλῃ.
Σὲ μία ἐλιὰ ἐδέσανε τὸ σῶμα τοῦ Ἁγίου,
καὶ κατεβάζει τὸ σπαθὶ τὸ χέρι τοῦ δημίου.
Μὰ τὸ σπαθὶ ἐλύγισε, σὰν νὰ ῾τανε κερένιο,
κι ὁ στρατιώτης τρόμαξε· στὴν γῆ ἤτανε πεσμένο.
Οἱ στρατιῶτες ποὺ εἴδανε αὐτὸ τὸ μέγα θαῦμα,
εἰς τὸν ἀληθινὸ Θεὸν πίστεψαν ἐν τῷ ἅμα.
Καὶ συνεχίζει ὁ Ἅγιος ξανὰ τὴν προσευχή του,
καὶ τοῦ Κυρίου ἀπὸ ψηλὰ ἀκούστηκε ἡ φωνή του.
Τοῦ λέγει· ἀπὸ σήμερα θ᾿ ἀλλάξῃ τ᾿ ὄνομά σου,
Παντελεήμων θὰ σὲ λὲν πνευματικὰ παιδιά σου.
Τὸ ὄνομα ποὺ σοῦ ἐδόθηκε εἶχε τὴ σημασία,
γιατὶ σὲ ὅλους πρόθυμα ἔδινε θεραπεία.
Οἱ στρατιῶτες δείλιασαν νὰ κόψουν τὸ κεφάλι,
ἀλλὰ τοὺς ἐνεθάρρυνε ὁ Ἅγιος καὶ πάλι.
Ἐκάνανε ὑπακοή· πρῶτα τὸν προσκυνῆσαν,
καὶ μὲ εὐλάβεια πολλὴ τὸν ἀποκεφαλίσαν.
Ἦταν τριακόσια τέσσερα, τότε χρονολογία,
καὶ Ἰουλίου εἴκοσι ἑπτὰ ἡ ἡμερομηνία.
Καὶ πάλι θαῦμα ἔγινε, ἕνα ἀπὸ τὰ μεγάλα,
μαζὶ μὲ αἷμα ἔτρεξε ἀπ᾿ τὸ κεφάλι γάλα.
Ἐπάνω σε ξερὴ ἐλιὰ τὸν Ἅγιον εἶχαν δέσει,
καὶ ἡ ἐλιὰ ἐχλώρηνε, ἦρθε στὴν πρώτη θέση.
Τὸ ἅγιο λείψανο πήρανε ἐν πάσῃ εὐλαβείᾳ,
τὸ ἔθαψαν οἱ χριστιανοὶ εἰς τὴν Νικομηδεία.
Στὸ μέρος ποὺ ἐτάφηκε ἔγινε μοναστήρι,
καὶ κάθε χρόνο γιόρταζαν πιστοὶ καὶ καλογῆροι.
Μία ἀπὸ τὶς εἴκοσι μονὲς πάνω στὸ Ἅγιον Ὄρος,
ὁ Ἅγιος Παντελεήμονας εἶναι σημαιοφόρος.
Στὴν οἰκουμένη ὁλόκληρη ἡ δεύτερη καμπάνα,
στὸ βάρος καὶ στὴν ἔκταση τῶν καμπανῶν ἡ μάνα.
Στὴν νῆσο Ἄνδρο βρίσκεται ἡ κάρα τοῦ Ἁγίου,
ἀπὸ τοῦ αὐτοκράτορα χρόνους τοῦ Μαυρικίου.
Ὁ μεγαλύτερος ναὸς τῶν Ἀθηνῶν κτισμένος
στὸν Ἅγιο Παντελεήμονα εἶν ᾿ ἀφιερωμένος.
Εἰς τὴν ὁδὸ τῶν Ἀχαρνῶν στολίζει τὴν Ἀθήνα
καὶ πάντοτε θαυματουργεῖ ἀπὸ τὰ χρόνια ἐκεῖνα.
Ὁ Ἅγιος Παντελεήμονας κάνει θαυματουργία,
στοὺς πάσχοντες καὶ ἀσθενεῖς χαρίζει τὴν ὑγεία.
Ἅγιε Παντελεήμονα, ποὺ πάντα θεραπεύεις,
διὰ ψυχὰς ἀθάνατες ἐσὺ νὰ μεσιτεύῃς.
Μαρτυρικὸν καὶ ἅγιον τὸ τέλος τοῦ Ἁγίου,
ἡ δέησίς του εὐπρόσδεκτη στὰ ὦτα τοῦ Κυρίου.
Δέξου θερμὴ παράκλησιν, Ἅγιε, ἀπὸ ἐμένα,
ποὺ ἔγραψε γιὰ τὸν βίον σου ἡ πτωχική μου πένα.
Προσεύχου ἀκατάπαυστα γιὰ τὴν χριστιανοσύνη,
νὰ μᾶς ἐλεήσῃ ὁ Θεὸς σὰν ἔλθῃ νὰ μᾶς κρίνῃ.
|