Νύμφη Χριστοῦ Παρασκευὴ γεννήθηκε στὴ Ρώμη,
ἀπὸ ὀρθοδόξους χριστιανοὺς καὶ ἐνάρετους ἀκόμη.
Ἀγάθων ὁ πατέρας της, μητέρα ἡ Πολιτεία,
εἶχαν εὐσέβεια πολλὴν καὶ ἀγαθοεργία.
Θεοφοβούμενοι κι δυό, γεμάτοι καλοσύνες,
πιστοὶ στὶς ἐντολὲς Θεοῦ καὶ ἐλεημοσύνες.
Ἀγάπη εἶχαν στὸ Θεό, ἀλλὰ καὶ στοὺς ἀνθρώπους,
μὲ ἥσυχη συνείδησι ζοῦσαν σ᾿ αὐτοὺς τοὺς τόπους.
Ἕνα μόνο τοὺς ἔλειπε· δὲν εἶχαν κληρονόμο,
στὸ σπίτι αὐτὸ ἐζούσανε τὸ ἀνδρόγυνο αὐτὸ μόνο.
Παρακαλοῦσαν τὸν Θεὸν παιδὶ νὰ τοὺς χαρίσῃ,
καὶ νὰ τὸ ἀφιερώσουνε κατὰ Χριστὸν νὰ ζήσῃ.
Καὶ ὁ Θεὸς στέλνει παιδί, γεννᾶ ἡ Πολιτεία,
ἡμέρα εἶν᾿ Παρασκευὴ ποὺ γέννησε τὴν Ἁγία.
Καὶ ὅταν τὴν βαπτίσανε, πῆρε ὀνομασία,
Παρασκευὴ ὀνόμασαν ἐτότε τὴν Ἁγία.
Ἀπὸ μικρὴ εἶν᾿ φρόνιμη, πιστὴ στὴν παρθενία,
στὸ στόμα της τὴν προσευχή, ζῆλο στὴν ἐκκλησία.
Ἁγνότητα εἶχε πάντοτε, μάτια καθηλωμένα,
ποτὲ μὲ περιέργεια δὲν κοίταζε κανένα.
Ἀντὶ στολίδια ποὺ ἔβαζαν οἱ συνομίληκές της,
δάκρυα εἶχε προσευχὴ κι ἦταν οἱ ὀμορφιές της.
Εἶχε τ᾿ αὐτιά της ἀνοιχτὰ στὰ λόγια τοῦ Κυρίου,
ποὺ εἶναι ψυχοσωτήρια, πατέρα οὐρανίου.
Ἀντὶ κορδόνι στὸ λαιμό, κρεμοῦσε τὴν νηστεία,
κι ἔλαμπε σὰν τὸν ἥλιο, ἔχαιρε στὴν ὑγεία.
Τὰ χέρια της τὰ στόλιζε ὄχι μὲ δακτυλίδια,
ἀπ᾿ τὶς μετάνοιες τὶς πολλὲς ἐκόμπιαζαν τὰ ἴδια.
Καὶ ὡς χρυσὸν ζωνάριον εἶχε τὴν παρθενία,
κι εἶχε σὲ ὅλη τὴ ζωὴ ἀμφότερην ὑγεία.
Ὡς φόρεμα τὴν ἐντροπὴν εἶχε στὸν ἑαυτό της
καὶ εἶχε τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ ὡς σκέπασμα δικό της.
Ἀκούσατε νεάνιδες, στολίδι τῆς Ἁγίας
νὰ πάρετε παράδειγμα γιὰ ψυχοσωτηρία
Ἔμαθε γράμματα πολλά, ἔγινε σοφωτάτη,
καὶ μὲ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ θεράπευε τὰ πάθη.
Ἰάτρευσε τυφλούς, κωφούς, θαύματα εἶχε κάνει,
ἀνέστησε ὅμως καὶ νεκροὺς ποὺ εἴχανε πεθάνει.
Ἡ ἀρετή της ἔλαμπε, εἶχε τὴν σωφροσύνη,
καὶ γάμον τῆς ἐπρότειναν οἱ ἄρχοντες ἐκεῖνοι.
Αὐτὴ ἀγαποῦσε τὸν Χριστόν, μὰ καὶ τὴν παρθενία,
ἤθελε νὰ ῾ναι τοῦ Χριστοῦ ἀμόλυντη Ἁγία.
Ἀπέρριψε τὴν πρότασι γιὰ γάμο ποὺ ῾χαν κάνει
καὶ πῆρε ἀπὸ τὸν Χριστὸν ἀμάραντο στεφάνι.
Ἔγινε εἴκοσι χρονῶν, πεθάναν οἱ γονεῖς της,
καὶ φρόντισε μὲ ἀρετὲς νὰ σώσῃ τὴν ψυχή της.
Τῆς ἄφησαν πλούτη πολλά, δὲν δίνει σημασία,
τὰ μοίρασε ὅλα στοὺς φτωχούς, μὰ καὶ στὴν ἐκκλησία.
Ἀπὸ τὰ πλούτη ἔδωσε σὲ ἕνα παρθενώνα,
ζοῦσαν κοπέλες Χριστιανὲς ἐκεῖνο τὸν αἰώνα.
Ἐπῆγε κι ἡ Ἁγία ἐκεῖ καὶ ἔμενε κοντά τους,
εἰδωλολάτρες γύριζαν μὲ τὸ παράδειγμά τους.
Γυναῖκες κατηχούσανε ποὺ ἤτανε Ἑβραῖες
καὶ χριστιανὲς τὶς κάνανε καὶ γίνονταν ὡραῖες.
Ὅμως ἡ Ἁγία Παρασκευὴ εἶχε ζῆλο μεγάλο
ἤθελε νὰ χρησιμοποιῇ ἄριστον τρόπον ἄλλο.
Σὲ λίγα χρόνια ἀργότερα ἐκήρυττε δημοσίᾳ,
Χριστὸν καὶ Εὐαγγέλιον στὴν εἰδωλολατρεία.
Ἀπὸ τὴν Ῥώμη ἔφυγε κι εἶν᾿ ἀποφασισμένη
νὰ μαρτυρήσῃ διὰ Χριστὸν νὰ ῾ν᾿ εὐχαριστημένη.
Μὲ ὁδοιπορίες βάσανα ρίχτηκε στὸν ἀγώνα,
κι ἐκύρηττε παντοῦ Χριστὸν καὶ μέλλοντα αἰώνα.
Πολλοὺς κινδύνους πέρασεν, εἶχεν αὐτοθυσία,
ἐρρίζωσε, ἐγιγάντωσε Χριστοῦ τὴν Ἐκκλησία.
Ἤτανε ἔξυπνη πολύ, ἔπιανε συζητήσεις,
εἰδωλολάτρες στόμωνε μὰ καὶ σοφοὺς ἐπίσης.
Στὴ Ρώμη αὐτοκράτορας ἦταν ὁ Ἀντωνίνος,
εἰδωλολάτρης ἤτανε ὁ βασιλιὰς ἐκεῖνος.
Ἑβραῖοι πᾶν᾿ στὸν βασιλιά, προδίδουν τὴν Ἁγία
ὅτι κηρύττει τὸν Χριστὸν καὶ τὴν Ὀρθοδοξία.
Σὰν τ᾿ ἄκουσε ὁ βασιλιάς, ἀνάβει ἀπ᾿ τὸν θυμό του,
κι ἀμέσως ἐδιέταξε νὰ τοῦ τὴν πᾶν ἐμπρός του.
Σὰν εἶδε ὅμως ὁ βασιλιὰς τὴν ὡραιότητά της,
ἄρχισε μὲ γλυκόλογα καὶ ἔλεγε μπροστά της.
-Θυσίασε εἰς τοὺς θεούς, αὐτὸ σοῦ λέγω τώρα,
κι ἂν μὲ ἀκούσῃς θὰ χαρῇς, θὰ σὲ φορτώσω δῶρα.
Ἂν ὅμως δὲν εἰσακουστῶ, σταθῇς στὸ θέλημά σου,
φρικτὰ βασανιστήρια θὰ ὑποστῇς δικά σου.
Ὅταν αὐτὰ τὰ ἄκουσε μὲ προσοχὴ ἡ Ἁγία,
πρῶτα σταυρόν της ἔκανε κι ἔπειτα ἀπολογία.
Νὰ μὴν νομίσῃς βασιλιὰ ὅτι μὲ κολακεία
θὰ ἀρνηθῶ τὸν Ἰησοῦ καὶ τὴν Ὀρθοδοξία.
Δὲν μὲ φοβίζουν βάσανα, οὔτε καὶ τιμωρία,
ἡ πίστις σου εἶναι ψεύτικη, ἡ εἰδωλολατρία.
Διέταξε ὁ βασιλιὰς μιὰν περικεφαλαία
νὰ τὴν πυρώσουν στὴν φωτιά, νὰ ζεσταθῇ ὡραία.
Καὶ τῆς Ἁγίας φόρεσε εἰς τὸ ἁγνὸ κεφάλι,
ἀλλὰ καὶ τώρα ὁ Θεὸς θαῦμα κάμνει καὶ πάλι.
Ὅπως ἐφύλαξε ὁ Θεὸς παῖδας ἐν τῇ καμίνῳ,
καὶ τὴν Ἁγία ἐφύλαξε σὰν τὸν καιρὸ ἐκεῖνο.
Ἡ κατακόκκινη φωτιὰ στὴν περικεφαλαία,
ἔγινε ἀμέσως δροσερή, εὐχάριστη, ὡραία.
Εἰδωλολάτρες πίστεψαν σὰν εἴδανε τὸ θαῦμα,
καὶ στὸν Χριστὸν πιστέψανε ἀμέσως ἐν τῷ ἅμα.
Ἀπ᾿ τὸ κακό του ὁ βασιλιὰς δὲν ξέρει τὶ νὰ κάμῃ
Τοὺς ἔκοψε τὴν κεφαλὴ πνίγηκαν στὸ ποτάμι
Στὴν φυλακὴ τὴν ἔριξαν καὶ πάλι τὴν Ἁγία,
καὶ προσευχήθηκε θερμὰ γιὰ τῆς ψυχῆς ὑγεία.
Κατὰ τὸ μεσονύχτιο Ἄγγελος Θεοῦ φθάνει
Κρατᾶ στὰ χέρια του σταυρὸ καὶ ἀγκάθινο στεφάνι.
Χαῖρε τῆς λέγει ὁ Ἄγγελος, Παρασκευὴ Ἁγία,
θὰ σὲ φυλάξῃ ὁ Θεὸς ἀπὸ τὴν τυραννία.
Τὴν ἀνακρίνει ὁ βασιλιάς, ἀλλὰ τόνε προσβάνει·
δὲν προσκυνᾶ τὰ εἴδωλα καὶ σὰν θεριὸ τὸν κάνει.
Ἀπ᾿ τὰ μαλλιὰ τῆς κεφαλῆς κρεμνοῦνε τὴν Ἁγία,
τὴν ἔκαιγαν μὲ τὰ κεριά· μεγάλη τιμωρία.
Καὶ ἐνῶ πονοῦσε τρομερὰ γιὰ τὰ μαρτύριά της,
ἐλεηνολογεῖ τὸν βασιλιὰ ποὺ βρίσκεται κοντά της.
Πίσσα καὶ λάδι ἔβρασαν μαζὶ σ᾿ ἕνα καζάνι,
καὶ τὴν Ἁγία ἔριξαν, ἐκεῖ γιὰ νὰ πεθάνῃ.
Θαῦμα μεγάλο ἔγινε, στεκόταν ἡ Ἁγία,
σὰν σὲ περβόλι δροσερὸ ποὺ εἶχε ὑγρασία.
Τὴν ἐρωτᾷ ὁ βασιλιάς, ἂν καίγεται ἡ Ἁγία,
τοῦ ἁπαντᾷ ὅτι ὁ Χριστὸς τῆς ἔδωσε ὑγεία.
Τότε τῆς λέγει ὁ βασιλιάς, ράντισε καὶ ἐμένα,
νὰ δῶ ἂν καίῃ τὸ νερό, ὡς ἔσωσε κι ἐσένα.
Ἡ Ἁγία τότε ράντισε κι εὐθὺς τὸ πρόσωπό του,
ἔγινε θαῦμα φοβερὸ καὶ ἔχασε τὸ φῶς του.
Τότε πιστεύει ὁ βασιλιὰς εἰς τὴν χριστιανοσύνη,
καὶ ἤθελε νὰ βαπτισθῇ καὶ χριστιανὸς νὰ γίνῃ.
Ἡ ἁγία τὸν ἐβάπτισε, τοῦ ἔδωσε τὸ φῶς του,
καὶ τὸν ἐφύλαγε ὁ Χριστὸς ἤτανε βοηθός του.
Τότε ἡ Ἁγία Παρασκευὴ ἔλαβε θεία χάρι
καὶ θεραπεύει ὀφθαλμούς, τὸ φῶς τοὺς δίνει πάλι.
Φεύγει ἡ Ἁγία Παρασκευή,πηγαίνει σ᾿ ἄλλα μέρη,
τὴν ἱεραποστολὴ ἐκεῖ σε ὅλους νὰ προσφέρῃ.
Ἀσκληπιὸ τὸν ἔλεγαν τὸν ἄρχοντα ἐκεῖνο,
σ᾿ ἀνάκριση ὁδηγήθηκε τὸ μυρωμένο κρίνο.
Ἐρώτησεν ὁ Ἀσκληπιὸς γιατὶ εἶχεν ἀπορία,
ποιὸς εἶν᾿ ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ ἡ Ὀρθοδοξία.
Καὶ ἡ Ἁγία παρευθὺς ἔκανε τὸ σταυρό της,
ἐπεκαλέσθη τὸν Χριστὸν εἰς τὸν διάλογό της.
Τοῦ εἶπε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ γιὰ τὴν δημιουργία,
μέχρι ποὺ ἐτελείωσε Δευτέρα Παρουσία.
Εἶναι Θεὸς ἀληθινός, τὸν ἔχω βοηθό μου,
τὰ εἴδωλα δὲν προσκυνῶ, μονάχα τὸν Χριστόν μου.
Ταράχτηκεν ὁ ἄρχοντας σὰν ἄγριο θηρίο,
νὰ τὴν πετάξουνε διέταξε σὲ θηριοτροφεῖο.
Τὴν βλέπει ἕνας δράκοντας, πάει νὰ τὴν κτυπήσῃ,
κάμνει σημεῖον τοῦ σταυροῦ τὸ φίδι εἶχε νικήσει.
Προσεύχεται εἰς τὸν Θεὸν καὶ γίνεται τὸ θαῦμα,
ὁ ὄφις στρυφογύρισε κι ἔσκασε ἐν τῷ ἅμα.
Εἶδε τὸ θαῦμα ὁ βασιλιὰς κι ἐκεῖ ὅσοι βρεθῆκαν,
στὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὅλοι ἐβαπτισθῆκαν.
Ἡ Ἁγία ἐκήρυττε Χριστὸν καὶ ἔφερνε τὴν νίκη,
καὶ στὴν Ἑλλάδα ἔφθασε καὶ στὴ Θεσσαλονίκη.
Εἰς τὴν κοιλάδα τῶν Τεμπῶν συλλάβαν τὴν Ἁγία,
ποὺ οἱ χριστιανοὶ εἰς μνήμην της, τῆς κτίσαν ἐκκλησία.
Καὶ τὴν Ἁγία ὁδηγοῦν εἰς τὴν Θεσσαλονίκη,
στὸν ἄρχοντα Ταράσιο ἐκεῖ νὰ γίνῃ δίκη.
Τῆς ἔλεγε ἐνάντια γιὰ τὴν χριστιανοσύνη,
ἀλλὰ Θεὸν ἀληθινὸν ἐκήρυττεν ἐκείνη.
Ταράχθηκε ὁ Ταράσιος κι ἀμέσως διατάζει,
καζάνι μὲ πισσόλαδο πάρα πολὺ νὰ βράζῃ.
Καὶ τὸ καμίνι ἄναψε μὰ σὰν τὴ Βαβυλώνα,
Ἄγγελος σβήνει τὴν φωτιὰ κι ἦταν σὰν κρύα χιόνια.
Εἰδωλολάτρες εἴδανε τὸ θαῦμα στὸ καμίνι
καὶ ἀπὸ τότε πίστευσαν καὶ στὸν Χριστὸ ἐκεῖνοι.
Ὁ δυστυχὴς Ταράσιος δὲν θέλει νὰ πιστέψῃ
καὶ τὴν Ἁγία Παρασκευὴ ἀκόμα νὰ παιδεύσῃ.
Καὶ τὴν τεντώνουν κατὰ γῆς, μὲ βούνευρα κτυποῦνε,
καὶ τὴν κτυποῦν ὥρα πολλὴ χωρὶς νὰ λυπηθοῦνε.
Καὶ ἡ Ἁγία ἔδειξε μεγάλη καρτερία,
-δὲν προσκυνῶ τὰ εἴδωλα, λέγει μὲ παρρησία.
Μπαίνει ξανὰ στὴ φυλακή, στὰ στήθη μία πλάκα,
τὴν κάρφωσαν, τῆς ἄφησαν ἀναπνοὴ μονάχα.
Τὴν νύχτα φάνηκε ὁ Χριστὸς μὲ τῶν Ἀγγέλων πλῆθος,
καὶ γιάτρεψε ὅλες τὶς πληγὲς ποὺ εἶχε εἰς τὸ στῆθος.
-Χαῖρε, τῆς λέγει ὁ Χριστός, βάσανα μὴν δειλιάσῃς,
ἀκόμα λίγη ὑπομονὴ μαζί μου γιὰ νὰ φθάσῃς.
Ὅταν τὴν εἶδε ὁ τύραννος χωρὶς πληγῆ καμία,
τῆς λέγει· πᾶμε στοὺς θεοὺς νὰ δείξῃς εὐχαριστία.
-Ἐμὲ ὁ Χριστὸς μὲ γιάτρεψε, τοῦ λέγει ἡ Ἁγία,
ἀλλὰ θὰ ᾿ ρθῶ στὰ εἴδωλα ἀφοῦ ἔχῃς ἀπορία.
Ἐχάρηκεν ὁ τύραννος, νόμιζε πὼς ἡ Ἁγία
ἐμπρὸς στοὺς ψεύτικους θεοὺς θὰ ἔκανε θυσία.
Στοῦ Ἀπόλλωνος τὸ ἄγαλμα ἐσήκωσε τὸ χέρι,
τῆς λέγει ἀπειλητικὰ θυσία νὰ προσφέρῃ.
-Ἄψυχο εἶσαι εἴδωλο καὶ σὰν θεὸς θυσία
νὰ σοῦ προσφέρω μὲ τιμή, τοῦ λέγει ἡ Ἁγία.
Καὶ τότε τὸ δαιμόνιον ποὺ ἐκεῖ ἑκατοικοῦσε·
-Δὲν εἴμαστε ἐμεῖς θεοί, τῆς ἐβροντοφονοῦσε.
Μόνος ἀληθινὸς Θεὸς ἐκεῖνος ποὺ κηρύττεις,
ἐτοῦτα εἶναι εἴδωλα, δείγματα ψευδοπίστης.
Κάνει ἡ Ἁγία προσευχή, ἀκούστηκε ἕνας κρότος,
γκρεμίστηκαν τὰ εἴδωλα, ἐσείστηκεν ὁ τόπος.
Σὰν εἶδε ὁ Ταράσιος ὅλα τὰ γεγονότα,
εἶπεν ἀποκεφάλισι, γιὰ νὰ κλειστῇ ἡ πόρτα.
Μετὰ ἀπὸ τὴν διαταγή, ἐβγάλανε τὴν Ἁγία
στὸν τόπο ἐκτελέσεως, ἔξω ἀπ᾿ τὴν πολιτεία.
Ἡ Ἁγία ὅταν τ᾿ ἄκουσε, κάνει τὴν προσευχή της,
παρακαλάει τὸν Χριστὸν νὰ σώσῃ τὴν ψυχή της.
-Ἐλπίζω μὲ τὸν θάνατο θὰ βρίσκομαι κοντά σου,
κατάταξὲ με καὶ ἐμὲ μὲ τ᾿ ἀγαθὰ παιδιά σου.
Καὶ ὅσοι ἐπικαλεσθοῦν τ᾿ Ἅγιον ὄνομά σου,
καὶ δι᾿ ἐμοῦ τῆς δούλης σου στεῖλε βοήθειά σου.
Κι ἔτσι μετὰ τὴν προσευχή, ἔσκυψε τὸν αὐχένα,
καὶ μὲ χαρὰ εἰς τὸν Χριστὸν προσέφερε τὸ αἷμα.
Κι ἀπῆλθε εἰς τοὺς οὐρανοὺς Παρασκευὴ ἡ Ἁγία,
καὶ κληρονόμος ἔγινε Χριστοῦ στὴ βασιλεία.
Οἱ χριστιανοὶ τὸ ἔθαψαν τ᾿ ἅγιον λείψανό της,
καὶ πάντοτε θαυματουργεῖ στὸν τάφο τὸν δικό της.
Σὲ ὅλους δίνει γιατρειὰ ποὺ τὴν παρακαλοῦμε,
προσεύχεται παντοτινά, καημοὺς γιὰ νὰ σωθοῦμε.
Ὁσιοπαρθενομάρτυς σύ, Παρασκευὴ Ἁγία,
θερμῶς αἰτήσου στὸν Χριστὸν νὰ βροῦμε σωτηρία.
|