Ἁγία Μεγαλομάρτυς Μαρίνα

17 Ἰουλίου

Δοξάζουμε ὅλοι τὸν Θεόν, χριστιανικὴ θρησκεία,
ποὺ μᾶς ἀξίωσε κι ἐμᾶς τὴν πίστι τὴν ἁγία.

Ὅταν διαβάζῃ ὁ χριστιανὸς τοὺς βίους τῶν ἁγίων,
δύναμη παίρνει ἀπ᾿ τὸν Θεὸν ἀπ᾿ τὸν δικό τους βίον.

Μᾶς δίνει ἕνα παράδειγμα καὶ ἡ ἁγία Μαρίνα
φλόγα καὶ πίστι στὸν Χριστὸ εἶχε τὰ χρόνια ἐκεῖνα.

Γεννήθηκε σ᾿ ἕνα χωριό, λεγόταν Πισιδία,
στὴν πόλι τὴν Καισάρεια εἰς τὴν Μικρὰ Ἀσία.

Εἰδωλολάτρες οἱ γονεῖς, πατέρας ἱερέας,
θυσίασαν στὰ εἴδωλα τῆς ψεύτικης ἰδέας.

Τὴ γέννησε ἡ μητέρα της, ὅμως σὲ λίγο χρόνο
πέθανε καὶ τὴν ἄφησε μὲ τὸν πατέρα μόνο.

Καὶ τότε ὁ Αἰδέσιος ρωτᾷ καὶ ἐξετάζει
καὶ ἔδωσε τὸ ὀρφανὸ μητέρα νὰ θηλάζῃ.

Μαρίνα ἐμεγάλωνε, μέρα μὲ τὴν ἡμέρα,
καὶ γνώρισε ἀπὸ μικρὴ μία χριστιανὴ μητέρα.

Ὀρφάνεια δὲν τὴν ἔβλαψε, ἦταν εὐτυχισμένη,
ἁγνοὺς βρῆκε χριστιανοὺς εἶν᾿ εὐχαριστημένη.

Στὸ περιβάλλον ἄκουγε γιὰ τοῦ Χριστοῦ τὴν πίστι,
ποὺ ἦταν ἡ ἀληθινή, ἔτσι ἐκατηχήθη.

Γιὰ τοὺς ἁγίους μάθαινε ὅτι ἀγωνιζόταν,
μαρτύρησαν γιὰ τὸ Χριστὸ μὲ αἷμα καὶ ἱδρῶτα.

Ἔμεινε νύχτες ἄυπνη, τοὺς ἅγιους σκεπτόταν,
δοξολογοῦσε τὸν Θεόν, καὶ πάντα προσευχόταν.

Παρακαλοῦσε τὸν Θεὸν νὰ τὴν καταξιώσῃ,
ἁγνὴ καὶ καθαρὴ ψυχὴ στὰ χέρια του νὰ δώσῃ.

Ἦταν δεκατριῶν ἐτῶν τότε στὴν ἡλικία,
καὶ ὁμιλοῦσε ἄφοβα γιὰ τοῦ Χριστοῦ θρησκεία.

Διαλαλοῦσε πάντοτε πὼς στὸ Χριστὸ πιστεύει,
νὰ μαρτυρήσῃ ἤθελε, αὐτὸ τὸν ἱκετεύει.

Τὸ ἔμαθε ὁ πατέρας της ποὺ εἴδωλα προσκυνοῦσε,
ψάχνει νὰ βρῇ κατηχητὲς τῆς κόρης ἐρευνοῦσε.

Ἐνεύριασε στὴν κόρη του, προστάζει νὰ θυσιάσῃ,
τὰ ἄψυχα τὰ εἴδωλα ἐκείνη νὰ θυμιάσῃ.

Νὰ ἀρνηθῇ καὶ τὸν Χριστόν, νὰ τὸν ἀκολουθήσῃ
στὴν εἰδωλολατρικὴ ζωὴ μαζί του γιὰ νὰ ζήσῃ.

Μὲ πεῖσμα τὸν πατέρα της ἐκείνη τὸν ἐλέγχει,
στὰ εἴδωλα εἶναι ὁ σατανᾶς καὶ πρέπει νὰ προσέχει.

Κι ὅτι ἡ ἀλήθεια βρίσκεται εἰς τοῦ Χριστοῦ θρησκεία,
κι ὄχι στοὺς ψεύτικους θεοὺς ποὖν᾿ εἰδωλολατρία.

Θηρίο ἔγινε ἀνήμερο, ἡ κόρη τὸν προσβάλλει,
ντροπιάστηκε ποὺ ἄκουγαν εἰδωλολάτρες ἄλλοι.

Λύσιν εὑρίσκει ὁ Αἰδέσιος καὶ τὴν ἀποκληρώνει,
οὔτε στὰ μάτια νὰ τὴν δῇ, καὶ τὴν ἀφήνει μόνη.

Μαρίνα ἦταν νεαρή, στὰ δεκαπέντε χρόνια,
μὰ εἶχε πίστι στὸ Χριστὸ μαζὶ νὰ ζῇ αἰώνια.

Δὲν στεναχωρέθηκε ποὺ ἀπόπαιδο εἶχε γίνει,
ἤξερε ὅτι ὁ Χριστὸς μόνη δὲν τὴν ἀφήνει.

Εἶχε διπλὴ τὴν ὀμορφιὰ εἰς τὴν ψυχὴ καὶ σῶμα,
καὶ εἰδωλολάτρες ἄρχοντες τὴν ζήλευαν ἀκόμα.

Μιὰ ἡμέρα ἕνας ἔπαρχος στὴν πόλι Ἀντιοχεία,
τυχαίως ἐσυνάντησε στὸ δρόμο τὴν Ἁγία.

Τὸν θάμπωσε τὸ κάλλος της καὶ εἶχεν ἐπιθυμία
Μαρίνα γιὰ γυναῖκα του νὰ πάρῃ τὴν Ἁγία.

Καὶ διατάζει τὸν στρατό, τὴν ἔφεραν μπροστά του,
καὶ τότε προσποιήθηκε μὲ τὰ γλυκόλογά του.

Τὴν ἐρωτάει πῶς λέγεται καὶ ποιὰν ἔχει θρησκεία
μὲ θάρρος τοῦ ἀπάντησε τοῦ ἔπαρχου ἡ Ἁγία.

Μαρίνα μὲ φωνάζουνε ὅλοι τὸ ὄνομά μου,
καὶ Κύριον Ἰησοῦν Χριστὸν τὸν ἔχω στὴν καρδιά μου.

Εἰδωλολάτρης ἔπαρχος εἶδε πὼς δὲν ἐπείσθη·
ἔδωκε μίαν ἐντολή, στὴ φυλακὴν ἐκλείσθη.

Τὴν ἄλλη ἡμέρα γιόρταζαν μεγάλο πανηγύρι,
εἴδωλα ὅλοι προσκυνοῦν, γιὰ ἔπαρχου χατίρι.

Βγάζουν ἀπὸ τὴ φυλακὴ τὴ νεαρὴ Μαρίνα,
τὴν πίεσε νὰ προσκυνᾷ τὰ εἴδωλα ἐκεῖνα.

Νὰ θυσιάσω εἴδωλα, ποτέ μου δὲν τὸ κάνω,
καὶ γιὰ τὴν πίστι τοῦ Χριστοῦ ἕτοιμη νὰ πεθάνω.

Ἔξαλλος ἦν ὁ ἔπαρχος Μαρίνα τὸν προσβάλλει,
τὴν φοβερίζει βάσανα πολλὰ πὼς θὰ τῆς βάλῃ.

Δὲν μὲ φοβίζουν ἀπειλές, τοῦ λέγει ἡ Ἁγία,
ποτὲ δὲν τὴν ἀσπάζομαι τὴν εἰδωλολατρία.

Ντροπιάστηκε ὁ Ὀλύβριος ἀμέσως διατάζει
τὴν γύμνωσαν, τὴν ἔδερναν· ἐκείνη δὲν τρομάζει.

Μὲ ροζιασμένα ρόπαλα τὸ σῶμα της ματώνει
κάνει θερμὴ τὴν προσευχή, Θεὸς τὴν δυναμώνει.

Μπαίνει ξανὰ στὴ φυλακή, τὴν πίστι δὲν ἀλλάζει
σχίστε την, κομματιάστε την ὁ ἔπαρχος φωνάζει.

Ἔγινε μαῦρο τὸ κορμὶ μὲ τὸ μαρτύριό της,
αἱμορραγία καὶ πληγὲς τὸ σῶμα τὸ δικό της.

Μπῆκε ξανὰ στὴ φυλακή, ἐκεῖ νὰ χουζουρέψῃ,
μὰ πῆγε ἐκεῖ ὁ σατανᾶς μαζί της νὰ παλέψῃ.

Ἔγινε δράκος ἄγριος, σφύριζε στὸ σκοτάδι,
σὰν ἀναμμένο κάρβουνο ποὺ βγῆκε ἀπὸ τὸν Ἅδη.

Μαρίνα δὲν ἐδειλίασε· κάνει τὴν προσευχή της·
Χριστὸς ὁ παντοδύναμος βρισκότανε μαζί της.

Τὴν φοβερίζει ὁ σατανᾶς, ψεύτικη φαντασία,
πὼς ἦταν μέσ᾿ στὸ στόμα του, ἐνόμισε ἡ Ἁγία.

Κάνει σημεῖον τοῦ Σταυροῦ καὶ εὐθὺς τὴν προσευχή της,
ἔφυγεν εὐθὺς ὁ σατανᾶς δὲν ἤτανε μαζί της.

Καὶ δεύτερη ἐπίθεσιν ὁ σατανᾶς τῆς κάνει,
καὶ γίνεται μαῦρο σκυλί, μπροστά της πάλι φθάνει.

Μαρίνα δὲν ἐτρόμαξε, ἕνα σφυρὶ ἁρπάζει
στὴν πλάτη καὶ τὴν κεφαλὴ τὰ κόκαλα τοῦ σπάζει.

Ὁ σατανᾶς τὴν ἔπιασε γιὰ νὰ τὴν βασανίσῃ,
μὰ τὸν ἐμπόδισε ὁ Θεὸς πιὸ ῾κεῖ νὰ προχωρήσῃ.

Χτυπιοῦνται, κλαῖνε οἱ δαίμονες γιὰ τὴν ἀποτυχία,
τοὺς νίκησε στὴ φυλακὴ Μαρίνα ἡ Ἁγία.

Πανηγυρίζουν οὐρανοὶ τὴν νίκη τῆς Ἁγίας,
φῶς ἔλαμψε στὴ φυλακὴ μιᾶς θείας ὀπτασίας.

Ἕνας πελώριος Σταυρός, ποὺ πάνω στὴν κορφή του,
ὁλόλευκη περιστερὰ στόλιζε τὴν μορφή του.

Ὅλα μαζὶ φανέρωναν τὴν θείαν ὀπτασία,
τὰ τρία αὐτὰ συμβόλιζαν Τριάδα τὴν Ἁγία.

Σταυρὸς ἐσήμαινε Υἱὸν καὶ φῶς εἰς τὸν Πατέρα
Ἅγιον Πνεῦμα πέταγε ἀθῴα περιστέρα.

Ἐμίλησε ἡ περιστερὰ καὶ λέγει στὴ Μαρίνα,
πῶς νίκησε τὸ σατανᾶ στὰ κόλπα του ἐκεῖνα.

Καὶ πλησιάζει ὁ καιρὸς νὰ πάρῃ τὸ στεφάνι,
ποὺ ὁ Χριστὸς στοὺς μάρτυρες στὴν κεφαλὴν τοὺς βάνει.

Βλέπει εὐθὺς τὸ σῶμα της καὶ εἶχε γίνει θαῦμα,
οὔτε σημάδι αἵματος, οὔτε κανένα τραῦμα.

Εἶναι εὐτυχία καὶ χαρὰ καὶ τὸν Θεὸ δοξάζει,
ποὺ εἶναι παντοδύναμος, τὰ πάντα ἐξουσιάζει.

Τὴν βγάλαν ἀπ᾿ τὴ φυλακή, ἦταν θεραπευμένη,
ὁ ἔπαρχος τὰ ἔχασε καὶ ἀμέσως ἐπεμβαίνει.

Σὲ λυπηθῆκαν οἱ θεοὶ διὰ τὴν ὀμορφιὰν σου,
στὴ φυλακὴ σοῦ ἔδωσαν ἐκεῖνοι τὴν ὑγειά σου.

Ἐκείνη τοῦ ἀποκρίθηκε· εἶναι νεκροὶ οἱ θεοί σου,
σὺ πίστεψε εἰς τὸν Χριστὸν νὰ σώσῃς τὴν ψυχή σου.

Ἐμένα μὲ ἐγιάτρεψε ὁ Ἰησοῦς Χριστός μου
Υἱὸς ἀληθινοῦ Θεοῦ εἶναι τὸ φῶς τοῦ κόσμου.

Σὰν τ᾿ ἄκουσε ὁ ἔπαρχος, ἔτρεμε στὰ σαγόνια,
καὶ ἄρχισαν τώρα πιὸ σκληρὰ βάσανα στὸν ἀγῶνα.

Τὴν ἔγδυσαν, τὴν ἔκαιγαν κορμὶ μὲ τὶς λαμπάδες,
μεγάλο πόνο τράβηξε ἀπ᾿ τοὺς βασανιστάδες.

Ὑπέμεινε καρτερικά, κάνει τὴν προσευχή της,
καζάνι μὲ βραστὸ νερὸ πετᾶνε τὸ κορμί της.

Μέσ᾿ τὸ καζάνι ἔριξαν τὴν κεφαλὴ τῆς κάτω,
νὰ νεκρωθῇ τὸ σῶμα της νὰ μένῃ εἰς τὸν πάτο.

Ἡ Ἁγία κάνει προσευχὴ μὲ βροντερὴ φωνή της,
νὰ μετατρέψῃ τὸ νερό, νὰ εἶναι βάπτισί της.

Ὅλα τρέμουν συθέμελα, γίνεται μέγα θαῦμα,
περιστερὰ ὁλόλευκη ἐφάνη ἐν τῷ ἅμα.

Τὸ περιστέρι ἔφερε μαζί του ἕνα στεφάνι,
μίλησε ἀνθρώπινη φωνή, στὴν κεφαλὴ τῆς βάνει.

Πάνω σ᾿ ἀστραφτερὸ Σταυρὸ περιστερὰ καθίζει,
τῆς λέγει εἰς τὸν οὐρανὸ ὁλοταχῶς βαδίζει.

Τὸ περιστέρι ἔλεγε θεία παραγγελία,
ὁ κόσμος συγκλονίστηκε ἀπὸ τὴν ὁμιλία.

Χιλιάδες ἐπιστέψανε εἰς τοῦ Χριστοῦ θρησκεία,
ποὺ στὸ σκοτάδι ζούσανε στὴν εἰδωλολατρία.

Σὰν ἐπιστέψαν στὸ Χριστό, ἔπαρχος διατάζει,
ὅσοι γινῆκαν χριστιανοί, ὡσὰν ἀρνιὰ τοὺς σφάζει.

Ἄνδρες ἔσφαξε ὁ ἔπαρχος, δίχως πολλὲς κουβέντες,
δίχως γυναῖκες καὶ παιδιὰ, χιλιάδες δέκα πέντε.

Κατάλαβε ὁ ἔπαρχος, Μαρίνα ἦν ἡ αἰτία,
καὶ ὅλοι ἀπαρνήθηκαν τὴν εἰδωλολατρία.

Γι᾿ αὐτὸ τὸ συντομότερο εἶχεν ἀποφασίσει,
Μαρίνα τὴ νεάνιδα νὰ ἀποκεφαλίσῃ.

Σὰν βγῆκε ἡ διαταγὴ σὲ τόπο καταδίκης,
τὴν ὁδηγοῦν οἱ δήμιοι γιὰ καρατόμησί της.

Κόσμος τὴν παρακολουθεῖ, ἐκείνη τοὺς διδάσκει,
νὰ ἔχουν πίστι στὸν Χριστὸ εἰς τὰ δικά τους πάθη.

Γιὰ τοὺς ἀμετανόητους ἔκλαιγε ἡ Ἁγία,
ποὺ ἔμεναν παντοτινὰ στὴν εἰδωλολατρία.

Ἔγινε τότε ἕνας σεισμός, ὁ δήμιος ὑποφέρει,
καὶ τὸ σπαθί του ἔπεσε ἀπ᾿ τὸ δεξί του χέρι.

Ὅμως τὸν ἐνεθάρρυνε καὶ τότε ἡ Ἁγία.
καὶ τὸ κεφάλι κόπηκε, ἔγινε μακαρία.

Ὁλόλευκη ἡ ψυχούλα της στὸν οὐρανὸ ἀνεβαίνει,
χαρούμενη, ὁλόλαμπρη, δαφνοστεφανωμένη.

Δεκαέξι ἤτανε ἐτῶν, τότε εἰς τὴν ζωή της,
μαρτύρησε γιὰ τὸν Χριστό, ἁγίασε ἡ ψυχή της.

Διακόσια ὀγδόντα ἕξι μετὰ Χριστὸν κι ἡμέρα μαρτυρίου
ἡμέρα τοῦ καλοκαιριοῦ, δεκαεπτὰ Ἰουλίου.

Γι᾿ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία μας τότε τήνε γιορτάζει,
δοξολογώντας τὸ Θεὸ ποὺ τὴν ἐγκωμιάζει.

Εἰς τὴν Κωνσταντινούπολι λείψανα τῆς Ἁγίας,
τὰ κλέψανε οἱ παπικοὶ πῆγαν στὴ Βενετία.

Πολλὰ εἶν᾿ τὰ χαρίσματα ποὺ εἶχε ἡ Ἁγία,
τὴν πίστι, τὴν ὑπομονὴ γιὰ τοῦ Χριστοῦ θρησκεία.

Ναὸν Ἅγιον ἔκτισαν, βρίσκεται στὴν Ἀθῆνα,
εἰς τὸ Θησεῖον ἀκριβῶς ἀπὸ τὰ χρόνια ἐκεῖνα.

Χάριν λαμβάνει ἀπ᾿ τὸ Θεό, προστάτις στὰ παιδία,
γιατὶ μαρτύρησε μικρὴ καὶ αὐτὴ στὴν ἡλικία.

Ἂν τὴν ζηλεύουν νεαρὲς νὰ εἶναι καὶ αὐτὲς κοντά της,
ἂς ζήσουνε τὸ βίο τους μὲ τὸ παράδειγμά της.

Μὲ προσοχὴ τὸ βίον της ὅ,ποιος τὸ μελετήσῃ,
καὶ τὴ δική του τὴν ψυχὴ πολὺ θὰ ὠφελήσῃ.

Ἀπὸ μικρὴ ὀρφάνεψε δὲν γνώρισε μητέρα,
ὅμως τὴ φύλαξε ὁ Θεὸς ἀθῴα περιστέρα.

Ὁ σαρκικὸς πατέρας της ἀπόπαιδο τὴν κάνει,
τὴν ἐστεφάνωσε ὁ Θεὸς μὲ ἀμάραντο στεφάνι.

Μικρὴ ἐπεριφρόνησε νεανικά της χρόνια
ἔζησε βίο ἐνάρετο καὶ τώρα ζεῖ αἰώνια.

Πολέμησε τὸ σατανᾶ καὶ τὰ τεχνάσματά του,
τοῦ ἔσπασε τὴν κεφαλή, τὴν πλάτη, τὰ πλευρά του.

Θεὸς ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ἔβλεπε τὸν ἀγῶνα,
γι᾿ αὐτὸ τὴν ἐστεφάνωσε μὲ ὁλόχρυση κορῶνα.

Ἁγία Μαρίνα νεαρά, κάνε τὴν προσευχή σου,
νὰ μᾶς σώσῃ ὁ Θεός, νὰ ἔχουμε τὴν εὐχή σου.