Ὁ Ἅγιος Νικόδημος, θέλω νὰ τὸ φωνάξω,
γεννήθηκε καὶ τίμησε τὴ νῆσο μας τὴ Νάξο.
Εἶχε ἐνάρετους γονεῖς μὲ εὐσέβεια μεγάλη,
καὶ τοὺς ἐπλήρωσε ὁ Θεὸς τὴν πίστι τὴ μεγάλη.
Ἀντώνιον τὸν λέγανε τοῦ Ἁγίου τὸν πατέρα
καὶ Ἀναστασία ἤτανε ἡ χριστιανὴ μητέρα.
Καὶ ὅταν ἐγεννήθηκε, ἐτότε τὸν βαπτίσαν
Νικόλαον τὸν λέγανε καὶ τὸν ἐγαλουχήσαν.
Τοῦ ἔλεγαν γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ τὴν ὀρθοδοξία
εἶχε γιὰ πρῶτο δάσκαλο μητέρα Ἀναστασία.
Καὶ ἔτσι ὁ Νικόλαος ἀπὸ μικρὸ παιδάκι,
ἦταν στοὺς συνομήλικους ἁγνὸ Χριστοῦ ἀρνάκι.
Εἰς τὸ σχολεῖο πήγαινε μὰ καὶ στὴν ἐκκλησία
καὶ ὑπηρετοῦσε τὸν παπᾶ σὲ κάθε λειτουργία.
Δεκάξι χρονῶν ἔφυγε, μαζὶ μὲ τὸν πατέρα,
στὴ Σμύρνη πῆγε, σπούδασε γιὰ μόρφωση ἀνωτέρα.
Στὰ πέντε χρόνια ἄριστος εἰς τὰ μαθήματά του,
θαυμάζανε τὴ μνήμη του καὶ ἐπιμέλειά του.
Στοὺς μαθητὲς ποὺ ἤτανε στὴν ἴδια ἡλικία,
τοὺς ἔλυνε σὰν δάσκαλος τὴν κάθε ἀπορία.
Γιὰ τὴν ἀγάπη του αὐτὴ καὶ γιὰ τὴν καλωσύνη,
τοῦ ἔδειχναν οἱ συμμαθηταὶ πολλὴν εὐγνωμοσύνη.
Ἀκόμα καὶ ὁ διδάσκαλος τοῦ εἶχε ἀναθέσει
νὰ πάρει μετὰ θάνατον τὴν ἰδικήν του θέση.
Ἐσπούδασε λατινικὰ καὶ ἀρχαία ἱστορία,
ἰταλικὰ καὶ γαλλικὰ καὶ τὴ Θεολογία.
Κατόπιν ὅταν σπούδασε, γύρισε στὴν πατρίδα
καὶ πέντε χρόνια κάθησε μὲ τοῦ Θεοῦ ἐλπίδα.
Ἀπὸ τὴ Σμύρνη ἔφυγε κι ἦρθε στὴ Νάξο πάλι
καὶ Ἁγιορεῖτες βρῆκε ἐδῶ, δύο μοναχοὶ δασκάλοι.
Γιὰ τ᾿ Ἅγιον Ὄρος τοῦ εἴπανε, σκλαβώθηκε ἡ καρδιά του,
κι ἔνθεος ζῆλος φλόγισε τότε τὰ σωθικά του.
Κι ἡθέρμη τότε στὴν καρδιὰ ἔγινε δυναμίτης,
καὶ ἀπὸ τὴ Νάξο θἄφευγε νὰ γίνῃ Ἁγιορείτης.
Εἶδε ὁ Θεὸς τὸν πόθο του, ποὺ ὅλα τὰ κυβερνάει,
τὸν φώτισε ἀπ᾿ τὸ σπίτι του στὴ θάλασσα νὰ πάῃ.
Κατέβηκε στὴ θάλασσα κι εἶδε ἕνα βαπόρι
στ᾿ Ἅγιον Ὄρος νὰ διαβεῖ, ἐκεῖ νὰ βάλῃ πλώρη.
Τὸ εἶπε εἰς τὸν πλοίαρχο καὶ αὐτὸν νὰ τὸν ἐπάρῃ,
καὶ ἐκεῖνος ὑποσχέθηκε πὼς θὰ γενεῖ ἡ χάρι.
Τὸ πλοῖο ἑτοιμάστηκε καὶ εἶχε ξεκινήσει
καὶ ξέχασε ὁ πλοίαρχος νὰ τὸν εἰδοποιήσῃ.
Ὅταν τὸ πλοῖο ἔφυγε, ἤθελε νὰ τὸ φτάσῃ,
κολυμπώντας στὸ νερὸ πῆγε νὰ τὸ προφθάσῃ.
Οἱ ναῦτες ὅταν εἴδανε πόθο στὸ παλληκάρι,
ἐστράφησαν καὶ τὸ ἔβαλαν στοῦ καραβιοῦ τ᾿ ἀμπάρι.
Στὸ Ἅγιον Ὄρος ἄραξαν, στῆς Δάφνης τὸ λιμάνι,
στοῦ Διονυσίου τὴ Μονή, ἔτρεξε μάνι-μάνι.
Ἐχάρηκε ποὺ πῆγε ἐκεῖ, σ᾿ αὐτὸ τὸ μοναστήρι,
ποὺ ἦσαν καὶ ἐνάρετοι ὅλοι οἱ καλογῆροι.
Ἐκεῖ ἐκάρη μοναχός, ἐχάρηκε ἡ καρδιά του,
Νικόδημον τοῦ ἄλλαξαν τότε τὸ ὄνομά του.
Ἦσαν πατέρες ἠθικοὶ πάντα ἡ συντροφιά του,
καὶ ἐχαρήκανε πολὺ μὲ τὰ χαρίσματά του.
Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸν τιμήσανε, τὸν κάνουν ἀναγνώστη,
καὶ γραμματέα τῆς μονῆς ποὺ ἦταν τότε πρώτη.
Καὶ αὐτὸς ἀνταποκρίθηκε εἰς τὴν ὑπηρεσία,
ἔργῳ καὶ λόγῳ πάντοτε ἦταν παντοῦ θυσία.
Καὶ τώρα ἄρχισαν ἐδῶ πνευματικοὶ ἀγῶνες,
καὶ ἔγραφε συγγράμματα στοὺς μέλλοντας αἰῶνας.
Ἔγραψε ὀγκωδέστατα πνευματικὰ βιβλία
Μετάληψη, Εὐεργετινὸ καὶ τὴ Φιλοκαλία.
Φεύγει γιὰ λίγο ἀπ᾿ τὴν Μονὴ καὶ στὶς Καρυὲς πηγαίνειν
καὶ στῶν Σκουρταίων τὸ κελί, ἐκεῖ ψηλὰ ἀνεβαίνει.
Ἐκεῖ ἕνα χρόνο κάθησε, γύρισε στὴ Μονή του
καὶ ἔμαθε τὴ νοερὰ νὰ κάνει προσευχή του.
Πάλιν ἐμετακόμισε καὶ πῆγε στὴν Καψάλα,
ψάχνοντας γιὰ ἀγωνίσματα, ἀκόμη πιὸ μεγάλα.
Ἔγινε ὁ λαμπρότατος φωστὴρ ὀρθοδοξίας,
καὶ αἱρέσεως ἀντίπαλος καὶ τῆς κακοδοξίας.
Κάποτε ἦρθαν παπικοὶ νὰ τὸν ἐσυναντήσουν
ζητήματα δογματικὰ μαζὶ νὰ συζητήσουν.
Ἔβαλε τὰ τσαρούχια του καὶ τὰ σχισμένα ράσα
καὶ διαμαρτυρήθηκαν, οἱ παπικοὶ τὰ ῾χάσαν.
Ἄρχισε ἡ συζήτηση, μὰ καὶ οἱ ἐρωτήσεις,
κλονίστηκαν οἱ παπικοὶ ἀπὸ τὶς ἐξηγήσεις.
Τοῦ εἶπαν ἂν ὑπάρχουνε στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἄλλοι,
μὰ εἶναι ὅλοι εὐσεβεῖς, στὴ μόρφωση μεγάλη.
Τοὺς λέει ὑπάρχουνε πολλοὶ πλῆθος ὁσίων νέων
καὶ ἐμένα συναντήσατε τώρα τὸν τελευταῖον.
Τὸ στόμα του ἤτανε πηγὴ θείας διδασκαλίας
καὶ Ἅγιον τὸ χέρι του τῆς θείας ὑμνωδίας.
Στὴ Σκυροπούλα, ἕνα νησί, πάει μὲ γέροντά του,
ὄρνεα καὶ ἄγρια πουλιὰ εἶχε γιὰ συντροφιά του.
Ἄγονο ἦταν τὸ νησί, μὰ εἶχε ἡσυχία,
καὶ ἔγραψε Συμβουλευτικόν, ἕνα ἀπὸ τὰ βιβλία.
Δίνει ὡραῖες συμβουλές, εἶναι καλὸ βιβλίο,
σὲ κληρικοὺς καὶ λαϊκούς, γιὰ ὅλον τους τὸ βίο.
Φεύγει τὸ Μέγα Σάββατον, γυρνᾶ στὸ Ἅγιον Ὄρος,
καὶ στοῦ Πρωτάτου τὴ Μονὴ κάνει μεγάλο ντόρος.
Ἱεροψάλτες, μοναχοὶ θέλουν νὰ τὸν θαυμάσουν,
τοῦ κάνουν ἕνα τέχνασμα νὰ τὸν ἐξιχνιάσουν.
Ὁ τυπικάρης ἔκρυψε κρυφά του τὰ βιβλία,
ἔπρεπε νὰ συνεχιστῇ ὅλη ἡ ἀκολουθία.
Συνέχισε διδάσκαλε, τοῦ λένε οἱ καλογέροι,
τὶς προφητεῖες μὲ τὸ νοῦν νὰ δοῦνε ἂν τὶς ξέρει.
Τὶς ἔλεγε προφορικὰ ποὺ ἤξερε κατὰ βάθος,
καὶ μία ὥρα κράτησε χωρὶς νὰ κάνει λάθος.
Ἐδίδασκε καὶ ἔγραφε πνευματικὰ βιβλία
καὶ ἔδινε ὡραῖες συμβουλὲς σὲ κάθε ἀπορία.
Πολλὰ βιβλία ἔγραψε μὲ τοῦ Θεοῦ σοφία,
γιὰ ἐπιθέσεις τοῦ ἐχθροῦ καὶ κάθε ἁμαρτία.
Ἔγραψε τὸ Πηδάλιον, τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες,
καὶ τοῦ Χριστοῦ τὸ ὄνομα γιὰ ὅλους τοὺς αἰῶνες.
Ἔγραψε Χρηστοήθεια καὶ λόγια Ἐπιταφίου
καὶ ἔφυγε ἀπὸ τὸ κελλὶ τοῦ Ἁγίου Βασιλείου.
Ζοῦσε ζωὴ ἀγγελικὴ καὶ τὸ ψωμὶ ἀκόμα
καὶ αὐτὸ τὸ ὑστερήθηκε τὸ ἰδικόν του στόμα.
Ὀρύζιον νερόβραστον εἶχε ζωοτροφία,
κουκιὰ καὶ μερικὲς ἐλιὲς καὶ ἔκανε νηστεία.
Ψάρια ἂν τοῦ ῾φερνε κανεὶς διὰ νὰ τὸν φιλέψῃ,
τὰ ἔδινε σ᾿ ἕνα γείτονα νὰ τοῦ τὰ μαγειρέψῃ.
Πολὺ ἐκουραζότανε, εἶχε μεγάλο ἀγώνα,
ἀπ᾿ τὰ πολλὰ συγγράμματα ἐτσάκιζε τὸ σῶμα.
Τὴν ὥρα δὲ τοῦ φαγητοῦ ἂν κάποιος τὸν ρωτοῦσε,
τοῦ ἔλεγε λόγια τοῦ Θεοῦ, τὴν πείνα ἐξεχνοῦσε.
Καὶ ἐνῶ ἀγωνιζότανε εἰς τοῦ Θεοῦ τὸ δρόμο,
μεγάλους εἶχε πειρασμοὺς τῶν πονηρῶν δαιμόνων.
Τὸν ζήλευαν οἱ ἀμαθεῖς κι ὅλους τοὺς συγχωροῦσε,
γιὰ τὶς συκοφαντίες τους ὅλους τοὺς ἀγαποῦσε.
Ὅμως οἱ νοητοὶ ἐχθροὶ ποὺ στὸ κελὶ ἀγρυπνοῦσε
μιλοῦσαν, κάναν θόρυβο καὶ τοὺς περιγελοῦσε.
Στὴ Σκυροπούλα πήγανε καὶ ἐκεῖ νὰ τὸν πειράξουν,
μεγάλο κρότο κάνανε διὰ νὰ τὸν τρομάξουν.
Σὰν ἐξηγοῦσε τὸν ψαλμὸ τριακοστοῦ τετάρτου,
ἐπέρασε ὁ σατανᾶς μὲ ὅλο τὸ σύνταγμά του.
Τὸν φόβιζε ὁ πειρασμός, εἶχε δειλία πρῶτα,
μέσ᾿ στὸ κελὶ κοιμότανε μὲ ἀνοιχτὴ τὴν πόρτα.
Κατόπιν ἀνδρειώθηκε μὲ τοῦ Χριστοῦ τὴ χάρι
καὶ γιὰ τὰ βέλη τοῦ ἐχθροῦ δὲν ἔδινε χαμπάρι.
Ἐθεωροῦσε σὰν παιδιῶν τοῦ πονηροῦ τὰ βέλη,
βάδιζε δρόμο τοῦ Χριστοῦ καὶ φίλοι του οἱ Ἀγγέλοι.
Τὸν εὕρισκαν οἱ ἄνθρωποι νἄχουν παρηγορία,
καὶ ὅλους τοὺς ἐσυμβούλευε γιὰ κάθε ἁμαρτία.
Καὶ εὕρισκαν διδάσκαλο γιὰ ὅλες τους τὶς θλίψεις,
οἱ ἄνθρωποι οἱ κοσμικοὶ καὶ κληρικοὶ ἐπίσης.
Οἱ συνεχεῖς του προσευχές, μὰ καὶ ἡ ἀγρυπνία,
κλονίσανε τὴν ἀντοχὴ σώματος καὶ ὑγεία.
Ἔγραψε Συναξαριστὴ τὰ τελευταῖα χρόνια,
μὰ καὶ Ἑορτοδρόμιον, ποὺ θὰ ὑπάρχει αἰώνια.
Καὶ Νέα Κλίμαξ ἔγραψε, θαυμάσιο βιβλίο,
ποὺ συγγραφέας ἤτανε σὲ ὅλο του τὸ βίο.
Ὁ Ἅγιος Νικόδημος, δόξα τῆς Ἐκκλησίας,
Ἁγίου Ὄρους καύχημα καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας.
Εἶχε πολλὰ χαρίσματα καὶ ταπεινοφροσύνη,
τὸ σῶμα καὶ τὰ πόδια του πάντα φτωχὰ τὰ ντύνει.
Φοροῦσε ἕνα παλιόρασο, ποὺ δεύτερο δὲν εἶχε,
τσαρούχια εἰς τὰ πόδια του, παπούτσι δὲν ὑπῆρχε.
Τὸν ἑαυτό του ἔλεγε ἄσοφο γιὰ παιδεία
κι ὅτι ὑπῆρξε ἔκτρωμα μέσα στὴν κοινωνία.
Ἔλεγε· «εἶμαι τὸ οὐδέν, ὁ ψοφισμένος σκύλος»,
ἐκεῖνος ποὺ ἦταν πάντοτε τῆς Ἐκκλησίας στύλος.
Καὶ ὅταν ἐκατάλαβε τέλος τὸ τελευταῖο,
ἐφρόντισε νὰ κοιμηθῇ εἰς τὸ κελὶ Σκουρταίων.
Ἐξαντλήθηκε ὁ ὀργανισμός, τὰ δόντια του εἶχαν πέσει,
τ᾿ αὐτιὰ δὲν ἄκουγαν καλά, δὲν εἶχαν πρώτη θέση.
Ἀλλὰ καὶ στὸ περπάτημα ἔβρισκε δυσκολία,
μὰ καὶ τὸ στόμα ἔπαψε ἀπὸ διδασκαλία.
Στὸ Κουτλουμούσι ἔφυγε, καβάλησε μουλάρι,
καὶ στὸ Σκουρταίων τὸ κελὶ ἐκεῖ νὰ ξεμπαρκάρῃ.
Σὰν ἦρθε ἔξω ἀπ᾿ τὸ κελλί, παθαίνει ἡμιπληγία
ἡ γλώσσα καὶ τὸ χέρι του ἔπαθαν στὴν ὑγεία.
Κατάλαβε ὁ Ὅσιος, τὸ τέλος πλησιάζει,
καὶ ἄρχισε γιὰ τὴν ψυχή, τότε νὰ ἑτοιμάζει.
Ἀφοῦ ἐξομολογήθηκε κι εὐχέλαιο εἶχε γίνει,
κοινώνησε πῆρε Χριστὸν εἰς τὴν ἡμέρα ἐκείνη.
Ἀκόμα ἀδυνάτησε τότε καὶ ἡ φωνή του,
θερμὰ εἰς Χριστὸν συνέχιζε τὴν προσευχή του.
Καὶ ὅταν ἐκοινώνησε εἶχε μεγάλη χάρι,
γιατὶ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ εἰς τὴν καρδιὰ εἶχε πάρει.
Πατέρες καὶ τοὺς ἀδελφοὺς ὅλους εὐχαριστοῦσε,
δὲν ἔκανε ποτὲ ἐχθρούς, ὅλους τοὺς ἀγαποῦσε.
Καὶ τώρα ἡ ἐκδημία του, ὑπέρτατη γαλήνημ
δεκάτη τετάρτη Ἰουλίου ἦταν ἡμέρα ἐκείνη.
Τὸ χίλια ὀκτακόσια ἐννιὰ τότε χρονολογία,
καὶ μόλις ἐτῶν ἑξήκοντα ἦταν στὴν ἡλικία.
Ἐπένθησαν οἱ φίλοι του καὶ οἱ χριστιανοὶ ἀκόμα,
ὅταν τοῦ Ὁσίου λείψανο ἐμπῆκε μέσ᾿ στὸ χῶμα.
Κι ἔλεγε ἕνας χριστιανὸς μὲ πικραμένα χείλη,
νὰ ζοῦσε ὁ Νικόδημος καὶ νὰ πεθάνουν χίλιοι.
Τὸ ἅγιόν του λείψανο θάφτηκε εἰς κελλὶ Σκουρταίων,
ἐκεῖ ἀνεπαύθη εἰρηνικῶς ὕπνον τὸν τελευταῖον.
Καὶ ἡ τιμία κάρα του σκορπάει εὐωδία,
τὴν προσκυνοῦν οἱ χριστιανοὶ καὶ δέχονται εὐλογία.
Οἱ Ἁγιορεῖτες κλάψανε καὶ ἡ οἰκουμένη ὅλη,
γιατὶ ἔφυγε ἕνας κηπουρὸς στῆς Παναγιᾶς περβόλι.
Γι᾿ αὐτὸ τὸν ὀνομάσανε ὅλοι Ἁγιορείτη,
τὸ Ἅγιον Ὄρος ἤτανε ὅλο δικό του σπίτι.
Ἀλλὰ καὶ ἡ μητέρα του, ἡ πρὶν Ἀναστασία,
καὶ αὐτὴ ἀφιερώθηκε Χριστοῦ στὴν Ἐκκλησία.
Καὶ καλογραία ἔγινε, πῆγε στὸ μοναστήρι,
Ἀγάθη πῆρε ὄνομα γιὰ τοῦ Χριστοῦ χατίρι.
Στὸν Ἅγιον Χρυσόστομον, στὴν Ἱερὰ Μονή του,
ποὺ κόσμημα στὴ Νάξο μας εἶν᾿ ἡ ἐμφανισή του.
Τὸν Ἅγιο Νικόδημο τὸν τίμησε ἡ Νάξος,
ποὺ ἀπὸ ἐδῶ ξεκίνησε, θέλω νὰ τὸ φωνάξω.
Μαζὶ μὲ Ἅγιο Πλανᾶ Νικόλαο τοῦ κτίσαν ἐκκλησία,
πολυτελέστατος Ναὸς μέσ᾿ στὴν Παροναξία.
Ὁ Ὅσιος Νικόδημος ἁγίασε τὸ νησί μας,
καὶ στὸ πλευρό μας βρίσκεται καθημερινῶς μαζί μας.
Ἅγιε Νικόδημε φώτιζε κι ἐμεῖς νὰ περπατοῦμε
εἰς τὰ δικά σου βήματα, ἂν θέμε νὰ σωθοῦμε.
Ἐκεῖ ψηλὰ ποὺ βρίσκεσαι, στοῦ οὐρανοῦ τὰ κάλλη,
τὸν Κύριον Ἰησοῦ Χριστόν, ἐκεῖνον παρακάλει·
ὅλοι ἐμεῖς οἱ ἁμαρτωλοὶ νὰ βροῦμε σωτηρία,
ἀπ᾿ τὶς δικές σου προσευχές, ποὺ ἔχεις παῤῥησία.
|