Ἅγιος Μεγαλομάρτυς Προκόπιος

8 Ἰουλίου

Εἶναι πολὺ ψυχωφελεῖς οἱ βίοι τῶν Ἁγίων,
μᾶς ἐμψυχώνουν καὶ ἐμᾶς μὲ τὸ δικόν τους βίον.

Μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ χάριν τοῦ Ἁγίου,
κάναμε μιὰ μεταγραφὴ τοῦ Ἁγίου Προκοπίου.

Εἶναι μεγαλομάρτυρας, γενναῖο παλληκάρι,
γιατὶ ἐπάλεψε σκληρὰ γιὰ τοῦ Χριστοῦ τὴ χάρι.

Γόνος τῆς Ἀντιόχειας, μὲ χριστιανὸ πατέρα,
ὅμως εἰδωλολάτρισσα ἤτανε ἡ μητέρα.

Ἀπὸ πατέρα ὀρφάνεψε, μικρὸς στὴν ἡλικία,
τὸν ὁδηγοῦσε ἡ μάνα του στὴν εἰδωλολατρία.

Ὄνομα τῆς μητέρας του ἦταν Θεοδοσία,
καὶ τὸ δικό του ὄνομα, τὸν λέγαν Νεανία.

Ἦταν Διοκλητιανὸς στὴν αὐτοκρατορία,
κι ἐγύριζε τοὺς χριστιανοὺς στὴν εἰδωλολατρία.

Φιλόδοξη ἡ μητέρα του, τὸν Νεανία παίρνει,
καὶ στὸ Διοκλητιανὸ πολὺ χρυσάφι στέλνει.

Ἤθελε ἀξιωματικὸς νὰ γίνῃ τὸ παιδί της,
εἶπε στὸν αὐτοκράτορα τὴ γνώμη τὴ δική της.

Ἐχάρηκε ὁ αὐτοκράτορας, δούκα τὸν ὀνομάζει,
καὶ εἰς τὴν Ἀλεξάνδρεια νὰ πάῃ τὸν προστάζει.

Δύο τάγματα στρατιωτῶν εἶχε στὴν ἐξουσία,
γιὰ νὰ γυρίζουν χριστιανοὺς στὴν εἰδωλολατρία.

Πρὶν πᾶν στὴν Ἀλεξάνδρεια, γίνεται ἕνα θαῦμα,
καὶ τὸν προσκάλεσε ὁ Χριστὸς κοντά του ἐν τῷ ἅμα.

Στὸν δρόμο ἔγινε σεισμὸς μὲ ἀστραπὴ καὶ πάλι,
ἔλαμψε ἀπ᾿ τὸν οὐρανὸ κι ἦρθε φωνὴ μεγάλη.

Ὦ Νεανία ἔπρεπε προτοῦ νὰ ξεκινήσῃς
καὶ πῆρες καὶ στρατὸ μαζὶ γιὰ νὰ μὲ πολεμήσῃς.

Κι ὁ Νεανίας ἀπαντᾶ· Σὺ Κύριε, ποιὸς εἶστε;
Γιατὶ δὲν σὲ κατάλαβα ποὺ γνώριμος δὲν εἶσαι.

Βλέπει μπροστά του ἕνα σταυρὸ φτιαγμένο ἀπὸ κρυστάλλι.
Καὶ μία φωνὴ ἀκούστηκε ἀπ᾿ τὸ σταυρὸ καὶ πάλι·

Ἐγὼ ῾μαι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, Υἱὸς Θεοῦ πατέρα,
σταυρώθηκα ἐγὼ γιὰ σᾶς, Παρασκευὴν ἡμέρα.

Πέθανα ἐπάνω στὸ σταυρὸ γιὰ νὰ σωθῇ ὁ κόσμος,
νικήθηκε ὁ σατανᾶς ποὺ ἦταν φόβος τρόμος.

Καὶ σὺ μὲ τοῦτο τὸν Σταυρὸ ἐχθροὺς θὰ πολεμήσῃς,
μὲ τὴν δική μου δύναμιν, ὅλους θὰ τοὺς νικήσῃς.

Τὰ λόγια αὐτὰ τὰ θεϊκὰ γεμίσαν τὴν ψυχήν του,
τοῦ Νέου Δούκα μὲ χαρὰ καὶ ἀγαλλίασίν του.

Ἀνέβη ὁ σταυρὸς ψηλά, στὸν οὐρανὸ ἀνεβαίνει,
καὶ ἡ ἀόρατη φωνὴ σταμάτησε, δὲν βγαίνει.

Ὁ Νεανίας καὶ λοιποὶ πῆραν χαρὰ μεγάλη
καὶ πῆγαν στὴν Σκυθόπολιν γιὰ ἐργασίαν ἄλλη.

Παρήγγειλε ἕνα σταυρὸ εἰς τὰ χρυσοχοεῖα,
ὅπως τὸν εἶδε ἀκριβῶς στὴν θεία ὀπτασία.

Ὁ χρυσοχόοος τελείωσε, μὰ δίχως νὰ τὸ θέλῃ,
τυπώθηκαν εἰς τὸν σταυρὸν οἱ δύο Ἀρχαγγέλοι.

Ὁ Μιχαὴλ κι ὁ Γαβριὴλ ἔγραψε τὸ ὄνομά τους,
εὐάρεστοι εἰς τὸν Θεὸν δι᾿ ἁγιότητά τους.

Ὁ χρυσοχόος θέλησε γιὰ νὰ τὶς ἐξαλείψῃ,
ξεράθηκε τὸ χέρι του καὶ εἶχε παραλύσει.

Ὁ Νεανίας μὲ χαρὰ τὸν κοίταζε μπροστά του,
κι ἀμέσως τὸν προσκύνησε, τὸν εἶχε στὴν καρδιά του.

Πῆγε στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ βρῆκε ἀναρχία,
μεγάλη ἀποθράσυνσι καὶ εἰδωλολατρία.

Ἐπαῖρναν οἱ Ἀγαρηνοὶ παιδιὰ ἀπ᾿ τοὺς γονεῖς τους,
καὶ κλαίγανε ὅλοι μαζί, παρὰ τὴ θέλησί τους.

Ὁ Νεανίας ἔτρεξε μὲ τὸ σταυρὸ στὸ χέρι,
γιὰ νὰ νικήσῃ τοὺς ἐχθρούς, εἰρήνη νὰ προσφέρῃ.

Καὶ πάλι ἀκούστηκε φωνή, λέγει στὸν Νεανία·
Νὰ ἔχῃ θάρρος στὸν Χριστὸν πάντοτε αἰωνία.

Καὶ τότε ἐδυνάμωσε μὲ τοῦ Χριστοῦ τὴ χάρι,
Ἐσταυρωμένου τοῦ Χριστοῦ, ἄξιο παλληκάρι.

Μὲ τοῦ σταυροῦ τὴ δύναμι ἐνίκησε τοὺς ἐχθρούς του,
ἕξι χιλιάδες οἱ νεκροί· φύλαξε τοὺς δικούς του.

Κι ὁ Νεανίας ἀκράδαντα πίστεψε ἐν τῷ ἅμα
στὸν Βασιλέα τὸν Χριστό, σὰν εἶδε αὐτὸ τὸ θαῦμα.

Ἔστειλε στὴν μητέρα του εὐχάριστες εἰδήσεις
κι ἦρθε στὴν Ἀλεξάνδρεια γιὰ νὰ τὸν συναντήσῃ.

Χάρηκε ἡ μάνα του πολὺ καὶ τὸν καταφιλοῦσε,
νὰ εὐχαριστήσῃ τοὺς θεοὺς τὸν ἐπαρακαλοῦσε.

Κι ὁ Νεανίας ἀπαντᾶ· ἕνας Θεὸς ὑπάρχει
καὶ εἶναι ὁ ἀληθινὸς καὶ νίκησα τὴ μάχη.

Τῆς εἶπε λόγια ὠφέλιμα γιὰ τὴν ὀρθοδοξία
κι ἐγκρέμισε τὰ εἴδωλα ποὺ εἶχε στὴν οἰκία.

Τὸν πρόδωσε ἡ μητέρα του· στὸν βασιλιὰ πηγαίνει,
πῶς τὸ παιδί της Χριστιανὸς τὴν εἴδησι τοῦ φέρνει.

Ὁ βασιλιὰς σὰν τ᾿ ἄκουσε, γράμμα στὴν Παλαιστίνη
στὸν Ἡγεμόνα Οὐλκίωνα τὸν Δούκα τοῦ συστήνει.

Πῆγε στὴν Ἀλεξάνδρεια, βρῆκε τὸν Νεανία,
τοῦ ἔφερνε ἀπ᾿ τὸν βασιλιὰ φρικτὴ παραγγελία.

Νὰ ἀρνηθῇ τὴν πλάνην του καὶ τὸν Χριστὸν ν᾿ ἀφήσῃ,
τὰ ψεύτικα τὰ εἴδωλα νὰ πάῃ νὰ προσκυνήσῃ.

Εἶμαι τοῦ λέγει Χριστιανός, γεμάτος παρησία,
καὶ γιὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ θὰ γίνω ἐγὼ θυσία.

Καὶ αὐτοκαθαιρέθηκε, ἔβγαλε καὶ τὴν ζώνη,
τοῦ τὴν πετᾷ στὸ πρόσωπο καὶ τὸν καταρακώνει.

Τὸν πῆγαν στὴν Καισάρεια ἐκεῖ νὰ τὸν δικάσουν,
ὁ ἡγεμὼν διέταξε γυμνὸν νὰ τὸν κρεμάσουν.

Ξεσκίσανε τὸ σῶμα του μὲ δίχως εὐσπλαγχνία,
κι ὁ κόσμος ὅλος ἔκλαιγε γι᾿ αὐτὴν τὴν τυραννία.

Πολὺ πονοῦσε ὁ Ἅγιος μὰ ἔδειξε ἀνδρεία,
χαιρότανε γιὰ τὸ Χριστὸ ποὺ ἔκανε θυσία.

Κατόπιν προσευχήθηκε γιὰ νὰ τὸν ἐνισχύσῃ
καὶ τὸ φρικτὸ μαρτύριο ἐκεῖ νὰ συνεχίσῃ.

Καὶ ὅταν ἐσκοτείνιασε στὴν φυλακὴ τὸν ρίχνουν,
ἀντὶ γιὰ περιποίησι τὴν ἀσπλαχνία δείχνουν.

Μὰ κατὰ τὰ μεσάνυχτα συνέβη ἕνα θαῦμα,
ἦρθε ὁ Χριστὸς ἀπὸ ψηλὰ μὲ τῶν ἀγγέλων τάγμα.

Καὶ αὐτομάτως ἄνοιξαν τὶς φυλακὲς οἱ πόρτες
λευκοντυμένοι ἄγγελοι ἐφάνηκαν ἐτότες.

Ὁ Ἅγιος τους ἐρωτᾷ· γιὰ πεῖτε μου, ποιοὶ εἶστε
καὶ ἤρθατε στὴν φυλακὴ νὰ μὲ ἐπισκεφτεῖτε;

Εἴμεθα Ἄγγελοι Θεοῦ, τοῦ ἀπαντοῦν ἐκεῖνοι,
γιὰ νὰ σὲ χαιρετίσουμε στὸν πόνο, στὴν ὀδύνη.

Τότε ἂν εἶστε ἄγγελοι, κάνετε τὸ σταυρό σας,
καὶ προσκυνῆστε τὸν Χριστὸ ποὺ εἶναι ὁ Θεός σας.

Ὑπάκουσαν οἱ Ἄγγελοι ἔκαναν τὸν σταυρό τους
καὶ πείσθηκε ὁ Ἅγιος γιὰ τὸν προορισμό τους.

Τοὺς λέγει τότε ὁ Ἅγιος μὲ ταπεινοφροσύνη·
Ἀγγέλους ἔστειλε Χριστὸς τοὺς παῖδας στὸ καμίνι.

Ἐμένα δὲν μοῦ ἄξιζε τόση τιμὴ μεγάλη,
δὲν πάλεψε μὲ τὴν φωτιὰ καὶ μὲ λιοντάρι πάλι.

Καὶ τότε φάνηκε ὁ Χριστὸς μὲ ἀνθρώπινη μορφή του,
τὸν φώτισε, τὸν ράντισε καὶ μίλησε μαζί του.

Τώρα θ᾿ ἀλλάξῃς ὄνομα καὶ ὄχι Νεανία
τὸ ὄνομα Προκόπιος θὰ ῾χῃς ὀνομασία.

Ἀνδρίζου, ἔχε δύναμιν, τὸ ὄνομά σου φέρει
καὶ στὸν Πατέρα μου Θεὸν ποίμνιον θὰ προσφέρῃ.

Κι ὁ Ἅγιος ἀπὸ χαρὰ στὰ πόδια τοῦ Κυρίου,
τοῦ ἐζητοῦσε δύναμη στὸ τέλος μαρτυρίου.

Κι ὁ Κύριος τοῦ ἁπαντᾷ· ἐγὼ θὰ ῾μαι κοντά σου
καὶ θὰ ῾σαι πάντα νικητὴς εἰς τὰ μαρτύριά σου.

Ἐθεραπεύτηκαν πληγὲς ποὺ εἶχε στὸ κορμί του,
δυνάμωσε ἡ πίστις του μὰ καὶ ἡ ἀντοχή του.

Τὴν ἄλλη ἡμέρα ὁ ἡγεμὼν στὴ φυλακὴ τὸν βγάνει,
ἐνόμιζεν ὁ δυστυχὴς ἐκεῖ πὼς θὰ πεθάνῃ.

Εἶδεν γιαμένες τὶς πληγὲς κι ὁ κόσμος μὲ ἀπορία,
εἰς τοῦ Ἁγίου ἐπίστεψαν τὴν πίστι τὴν ἁγία.

Ὁ τύραννος τὰ ἔχασε, δὲν ξέρει τὶ νὰ κάμῃ,
σηκώθηκε ἀπ᾿ τὸ θρόνο του, ἔτρεμε σὰν καλάμι.

Ἔλεγε ὅτι οἱ θεοὶ ἀπὸ φιλανθρωπία,
σ᾿ αὐτὸν τὸν ἀλιτήριον τοῦ δώσανε ὑγεία.

Τότε τοὺς λέγει ὁ Ἅγιος διὰ τὴν θεραπεία·
Πᾶμε νὰ δοῦμε στὸ Ναὸ ποιὸς μοῦ ῾δωσε ὑγεία.

Ὁ ἡγεμὼν ἐχάρηκε· εἶχεν ἀνοησία
καὶ νόμιζε ὁ Ἅγιος πὼς θὰ ῾κανε θυσία.

Ἔβγαλε καὶ ντελάληδες γιὰ νὰ εἰδοποιήσῃ,
ὁ Νεανίας τὰ εἴδωλα πάει νὰ προσκυνήσῃ

Ὁ Ἅγιος μπαίνει στὸν Ναό, τὴν προσευχή του κάνει
εἰς τὸν ἀληθινὸ Θεόν, τὰ εἴδωλα προσβάνει.

Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, λέγει στὴν προσευχή του,
σύντριψε ἐσὺ τὰ εἴδωλα, λέγει μὲ τὴν ψυχή του.

Κάνει σημεῖον τοῦ σταυροῦ κι ἀγάλματα τριάντα,
ἔλιωσαν κι ἔγιναν νερὸ καὶ χάθηκαν γιὰ πάντα.

Καὶ τὸ νερὸ ξεχύθηκε ἀπὸ τὴν θύρα ἔξω,
τὸ θαῦμα αὐτὸ τὸ εἴδανε οἱ ἄνθρωποι ἀπ᾿ ἔξω.

Καὶ ἐφωνάζαν δυνατὰ μ᾿ ὅλη τὴ δύναμίν τους,
εἰς τὸν Θεὸν τῶν χριστιανῶν ἔκαμαν προσευχή τους.

Ἐπίστευσαν οἱ δικαστές, μαζὶ καὶ στρατιῶτες,
τοὺς βάπτισε ὁ Ἅγιος στὴν φυλακὴ ἐτότες.

Ὅλους τοὺς ἐκατήχησε γιὰ τὴν ὀρθοδοξία,
πῆραν μετὰ τὸ βάπτισμα τὴ θεία Κοινωνία.

Τὴν ἄλλη μέρα ὁ τύραννος τοὺς κάνει θεωρία,
νὰ ἰδῇ ἂν ἐπιστρέψανε στὴν εἰδωλολατρία.

Καὶ ὅλοι τους ὁμολογοῦν· ἡ πίστις ποὺ ῾χει ἀξία
εἶναι ἡ πίστις στὸν Χριστὸν κι ὄχι εἰδωλολατρία.

Ψεύτικοι εἶναι οἱ θεοί, ἐσεῖς ποὺ προσκυνᾶτε,
κι ἂν δὲν πιστέψετε Χριστὸν στὴν κόλασι θὰ πᾶτε.

Ἐθύμωσε ὁ τύραννος κι ἀμέσως διατάζει,
ἦταν μπροστὰ κι ὁ Ἅγιος καὶ σὰν ἀρνιὰ τοὺς σφάζει.

Κι ὁ Ἅγιος Προκόπιος κάνει τὴν προσευχή του
Νὰ τοὺς ἀξιώσῃ ὁ Θεὸς στὴν ποίμνη τὴ δική του

Καὶ μία φωνὴ ἀκούστηκε μετὰ τὴν προσευχή του
Ὅτι ἔγινε ἀπ᾿ τὸν Θεὸν δεκτὴ ἡ δέησή του

Ἤτανε τότε εἴκοσι δύο ἐκείνου τοῦ Μαΐου
ποὺ τοὺς ἀποκεφάλισαν στὰ μάτια τοῦ Ἁγίου

Φυλάκισαν τὸν Ἅγιο καὶ δώδεκα γυναῖκες
ποὺ ὁμολόγησαν Χριστὸν στὸ θέατρο ἐτότες

Ὅλη τὴ νύχτα ὁ Ἅγιος γιὰ τὸ Χριστὸ μιλοῦσε
Νὰ μὴν δειλιάσουν βάσανα αὐτὸ παρακαλοῦσε

Ὁ τύραννος τ᾿ ἄλλο πρωὶ τοὺς κάνει θεωρία,
νὰ θυσιάσουν στοὺς θεοὺς στὴν εἰδωλολατρία.

Παροῦσα ἦταν τότε ἐκεῖ ἡ μητέρα τοῦ Ἁγίου
Ἦρθε νὰ δῇ τὶ θὰ γενῇ τὸ τέλος Προκοπίου.

Γυναῖκες ὅλες πίστεψαν εἰς τὴν ὀρθοδοξίαν,
τὸν τύραννο ἐπρόσβαλαν καὶ εἰδωλολατρία.

Καὶ διατάζει ὁ τύραννος ὅλες νὰ κρεμαστοῦνε
καὶ μὲ φωτιὰ στὸ σῶμα τους ὅλες τους νὰ καοῦνε.

Ἦσαν φρικτὰ τὰ βάσανα αὐτοῦ τοῦ μαρτυρίου,
καὶ τὰ παρακολούθησε ἡ μάνα τοῦ Ἁγίου.

Τὰ βάσανα ποὺ ἔβλεπε πλημμύρισε ἡ καρδιά της,
ἀπὸ τὸν θεῖον ἔρωτα κι ὅλα τὰ σωθικά της.

Κι ἀμέσως περιφρόνησε τὴν ματαιοδοξία,
κι ἐφύτευσε μὲς στὴν καρδιὰ Χριστὸν κι ὀρθοδοξία.

Στὸ βῆμα τώρα προχωρεῖ καὶ μὲ πολὺ βιασύνη,
κι ὁμολογεῖ δούλη Χριστοῦ πὼς ἔγινε κι ἐκείνη.

Ὁ ἡγεμόνας θύμωσε γιὰ τὴν μεταστροφή της·
τῆς εἶπε πὼς πλανήθηκε ἀπ᾿ τὴν παράδοσί της.

Καθόλου δὲν πλανήθηκα, τοῦ ἁπαντᾷ ἐκείνη,
δὲν γνώριζα ἡ ἄμυαλη γιὰ τὴν χριστιανοσύνη.

Σὰν τ᾿ ἄκουσε ὁ τύραννος, στὴν φυλακὴ τὴν βάνει,
μαζὶ μὲ ἄλλες δώδεκα παρέα νὰ τοὺς κάνῃ.

Σὰν εἶδε ὁ Προκόπιος τὴν χριστιανὴ μητέρα,
χαρὰ καὶ ἀγαλλίασιν ἐπῆρε αὐτὴν τὴ μέρα.

Κι ἀμέσως τὴν ἐρώτησε· ποιὰ ἦταν ἡ αἰτία
ποὺ ἄφησε τὴν πλάνη της, τὴν εἰδωλολατρία.

Κι ἀμέσως τοῦ ἀπάντησε· ἤτανε καρτερία
τῶν μακαρίων γυναικῶν ποὺ ἔδειξαν ἀνδρεία.

Ἀνοίγει ἡ πόρτα φυλακῆς, ὁ Ἅγιος τὴν παίρνει
καὶ εὐθὺς ἀπ᾿ τὸν ἐπίσκοπο τὸ βάπτισμα λαβαίνει.

Ἐπέστρεψαν στὴν φυλακή, κήρυγμα τόνε κάνει,
μὲ ἀνδρεία καὶ ὑπομονὴ νὰ πάρουν τὸ στεφάνι.

Ὁ τύρρανος ἀνέκρινε πάλι τὴ Θεοδοσία,
κι ἐκείνη τοῦ ἀπάντησε μὲ τοῦ Θεοῦ σοφία.

Δὲν ντρέπεσαι, τοῦ ἁπαντᾷ, εἴδωλα νὰ λατρεύῃς,
μὲ τὰ ὁποῖα ὅμοιος νὰ γίνῃς κινδυνεύεις.

Καὶ διατάζει ὁ τύρρανος, χαστούκισαν τὸ στόμα,
τέσσαρες ἄνδρες ράβδιζαν τὸ τεντωμένο σῶμα.

Οἱ ἄλλες γυναῖκες κλαίγανε βοήθεια νὰ δώσῃ
καὶ προσευχόταν στὸν Θεὸ νὰ τόνε δυναμώσῃ.

Ὁ τύραννος ὁ ἄσπλαγχνος δὲν ἔδειξε συμπόνοια,
διέταξε νὰ τὶς δέρνουνε μὲ σφαῖρες στὰ σαγόνια.

Δὲν ἤθελε ὁ μισάνθρωπος τὴν προσευχὴ νὰ κάνουν,
διέταξε ἀποκεφαλισμό, ὅλες νὰ ἀποθάνουν.

Ὅλες ἐτότε μὲ χαρὰ στὸν θάνατο ἐτρέχαν,
καὶ τοῦ δημίου τὸ σπαθὶ καθόλου δὲν προσέχαν.

Ἤτανε τότε τοῦ μηνὸς εἰκοσιεννιὰ Μαΐου,
τῶν δέκα τρίων γυναικῶν ἡμέρα μαρτυρίου.

Καὶ εὐθὺς τότε ὁ τύραννος διέταξε μπροστά του
νὰ φέρουν τὸν Προκόπιον εἰς τὰς διαταγάς του.

Καὶ λέγει εἰς τὸν Ἅγιον:
Ἄθλιε δὲν ἐχόρτασες ψυχὲς νὰ καταστρέψῃς,
νὰ ἀφαιρέσῃς τὴν ζωή, ἐσὺ νὰ τοὺς πλανέψῃς;

Ἔγινε τὸ ἀντίθετο, λέγει στὸν ἡγεμόνα,
καὶ τώρα ζοῦν μὲ τὸν Χριστὸ στὸν ἅπαντα αἰώνα.

Ἀγρίεψεν ὁ τύραννος καὶ νύχια σιδερένια
διέταξε στὶς σάρκες του νὰ εἶν᾿ ὅλα μπηγμένα.

Ὁ Ἅγιος ἐπόνεσε φρικτά· μὲ προσευχὴ στὸ στόμα
δοξολογία στὸν Θεὸν προσέφερεν ἀκόμα.

Ξανὰ τὸν φυλακίζουνε, τὸν βάνουν τιμωρία,
ἐκεῖνος προσευχότανε γιὰ τὴν ὁμολογία.

Ἀπ᾿ ἔξω ἀπ᾿ τὴν φυλακὴ ὁ τύρρανος Οὐλκίων,
ἀπ᾿ τὸ κακό του ἔτρεμε σὰν λυσσασμένος κύων.

Μέσα στὴν ἀγριάδα του μὲ πυρετὸ μεγάλο,
ξεψύχησεν ὁ ἄθλιος, δὲν ἄντεξε πιὰ ἄλλο.

Ἐπλήρωσεν ὁ ἀσεβὴς μεγάλες ἀδικίες,
ποὺ ἐτιμώρησε σκληρὰ ἁγίους καὶ ἁγίες.

Ὁ Ἅγιος στὴ φυλακὴ ὅλους τοὺς κατηχοῦσε,
ἀλλὰ τὸ σπουδαιότερον ἐκεῖ θαυματουργοῦσε.

Μὲ τὸ σημεῖον τοῦ σταυροῦ γιάτρευε τὶς ἀρρώστιες,
ἀλλὰ καὶ τὰ δαιμόνια ἐφεύγανε ὅλα ἐτότες.

Σὰν πέθανε ὁ Οὐλκίωνας, ὁ βασιλιὰς συστήνει
τὸν ἔπαρχον Φλαβιανὸν ἀπὸ τὴν Παλαιστίνη.

Ἦταν κι αὐτὸς πολὺ σκληρός, μὰ καὶ διεστραμμένος,
ὡσὰν τὸν προηγούμενον, ἦταν δυστυχισμένος.

Ἀπὸ τὴ Ῥώμη ἔφθασε Καισάρειας τὰ μέρη
τὸν Ἅγιον Προκόπιον τοῦ εἶχαν ἀναφέρει.

Καὶ τότε ἐδιάταξε, τὸν φέρανε μπροστά του,
καὶ ρώτησε τὸν Ἅγιον ποιὸ εἶναι τὸ ὄνομά του.

Τοῦ λέγει εἶμαι Χριστιανός, Προκόπιος τ᾿ ὄνομά μου,
μοῦ τὸ ῾χε δώσει ὁ Χριστὸς κι εἶναι στερέωμά μου.

Ὁ ἔπαρχος τοῦ ἁπαντᾷ· ὅ,ποιος δὲν προσκυνήσῃ
τὰ εἴδωλα καὶ τοὺς θεούς, δὲν πρόκειται νὰ ζήσῃ.

Τότε τοῦ λέγει ὁ Ἅγιος· ἕνας Θεὸς ὑπάρχει,
ποὺ εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, αὐτὸς τὸν κόσμο ἄρχει.

Τὰ λόγια αὐτὰ τὰ θεϊκὰ πῆρε σὰν φλυαρίες,
καὶ ἔλεγε στὸν Ἅγιον πὼς εἶναι ἀνοησίες.

Προσκύνησε σὺ τοὺς θεούς, εἰδάλλως ἀπὸ ἐμένα
θὰ ἔχῃς βασανιστήρια, δὲν φείδομαι κανένα.

Δυστυχισμένε ἄνθρωπε, δὲν θέλεις νὰ γνωρίσῃς
καὶ τὸν ἀληθινὸν Θεὸ νὰ τόνε προσκυνήσῃς;

Σὰν ἤλεγξε ὁ Ἅγιος τὸν ἔπαρχον μὲ θάρρος
ἀπ᾿ τὸ θυμό του ἄναψε, γιατὶ τὸ πῆρε βάρος.

Καὶ πρόσταξε Ἀρχέλαον μὲ μανιασμένο ὕφος
νὰ θανατώσῃ τὸν Ἅγιον μὲ κοφτερό του ξίφος.

Μεγάλο θαῦμα ἔγινε, ξεράθηκε τὸ χέρι,
συγχρόνως ἐξεψύχησε, μόνο ὁ Θεὸς τὸ ξέρει.

Βλέποντας ὁ Φλαβιανὸς θάνατον τοῦ Δημίου,
θέλησε νὰ ἐκδικηθῇ τὸ σῶμα τοῦ Ἁγίου.

Διέταξε, τὸν ἔδεσαν τὰ χειροπόδαρά του,
στὴν φυλακὴ τὸν ρίξανε, μὰ εἶν᾿ ὁ Χριστὸς κοντά του.

Ἄκουσε θεϊκὴ φωνή, θεία παραγγελία,
μὲ πίστι καὶ ὑπομονὴ νὰ δώσῃ μαρτυρία.

Σὲ ἕξι μέρες ἔφεραν πάλι γιὰ νὰ τὸν κρίνουν,
διαταγὲς ὑλιστικὲς ἤθελαν νὰ τοῦ δίνουν.

Δὲν ἄκουσε ὁ Ἅγιος τὰ λόγια του τυράννου
καὶ ἀναμμένα κάρβουνα στὴν πλάτη του τοῦ βάνουν.

Μὲ βούνευρα τὸν κτύπησαν σὲ ὅλο του τὸ σῶμα
καὶ ἔτρεχε ποταμηδὸν τὸ αἷμα του στὸ χῶμα.

Σουβλιὰ ἐκοκκινήσανε εἰς τὴν φωτιὰ ρηγμένα,
τὸ σῶμα του ἐσούβληζαν σὲ ὅλο καρφωμένα.

Ὅλα τὰ μέλη κάρφωσαν τὸ στῆθος καὶ τὴν πλάτη
γιὰ νὰ πονάῃ πιὸ πολὺ ἐβάζανε ἁλάτι.

Οἱ πόνοι εἶν᾿ ἀβάσταχτοι, μὰ μὲ γενναία πίστι
προσεύχεται ὁ Ἅγιος εἰς τὸν Θεὸν τὸν Κτίστη.

Καὶ ἀναμένα κάρβουνα εἰς τὸ δεξὶ τὸ χέρι
τοῦ ῾βαλαν καὶ θυμίαμα θυσία νὰ προσφέρῃ.

Τὰ κράτησε ὁ Ἅγιος, δὲν ἔκανε θυσία,
καθόλου δὲν ὑπέκυψε στὴν εἰδωλολατρία.

Μὲ τὴ φωτιὰ ἐκάηκε τὸ δεξιό του χέρι,
στὸν βασιλέα τοῦ Χριστοῦ γιὰ κεῖνον ὑποφέρει.

Ἐλύσαξε ὁ τύραννος· καὶ πάλι διατάζει
ἀπὸ τὰ χέρια τὸν κρεμοῦν τοὺς δήμιους προστάζει.

Τοῦ ἔδεσαν στὰ πόδια του πέτρες πολὺ μεγάλες,
τὸ σῶμα γιὰ νὰ διαλυθῇ, τὸ στῆθος κι᾿ οἱ κουτάλες.

Κι ἄλλο κακὸ ἐσκέφτηκε, ν᾿ ἀνάψουνε καμίνι,
γιὰ νὰ καῇ τὸ σῶμα του, κόκκαλο νὰ μὴ μείνῃ.

Τὸ σταύρωσεν ὁ Ἅγιος καὶ ἔγινε ἐκεῖ τὸ θαῦμα,
οἱ φλόγες ἐσκορπίστηκαν ἀμέσως ἐν τῷ ἅμα.

Καὶ ἔκαψαν ὅσους ἤτανε ἔξω ἀπ᾿ τὸ καμίνι,
ὁ Ἅγιος Προκόπιος ποὺ σῶος εἶχε μείνει.

Οἱ εἰδωλολάτρες τρόμαξαν ποὺ εἴδανε τὸ θαῦμα,
φώναζαν νὰ θανατωθῇ ὁ Ἅγιος ἐν τῷ ἅμα.

Σὰν εἶδε ὁ Φλαβιανὸς πὼς δὲν ἀλλάζει γνώμη,
δὲν ἤθελε τὸν Ἅγιο οὔτε νὰ ζῇ ἀκόμη.

Ἔβγαλε τὴ διαταγὴ γιὰ ἀποκεφάλισί του,
Ἅγιος τοὺς παρακαλεῖ νὰ κάνῃ προσευχή του.

Ἐστάθη πρὸς τὴν Ἀνατολή, μὲ τὸν Θεὸν μιλάει,
ὅσους τιμοῦν τὴν μνήμη του γι᾿ αὐτοὺς παρακαλάει.

Ἀκούστηκε φωνὴ γλυκιὰ ἀπ᾿ τὸν Θεὸ πατέρα,
ἡ δέησις ἀκούστηκε, Προκόπιε, ἐδῶ πέρα.

Τοῦ ἔκοψαν τὴν κεφαλήν, ὀγδόη Ἰουλίου,
βοήθεια νὰ ἔχομεν τοῦ Ἁγίου Προκοπίου.