Ἁγία Κυριακὴ γεννήθηκε θείᾳ ἐπαγγελίᾳ,
γιατὶ οἱ γονεῖς βρισκότανε τότε σὲ ἀτεκνία.
Δωρόθεος ὁ πατέρας της, Εὐσέβεια ἡ μητέρα,
ζοῦσαν χριστιανικὴ ζωὴ τὴ νύχτα καὶ τὴ μέρα.
Μιὰ στεναχώρια εἴχανε, δὲν ἔκαναν παιδία,
εἶχαν ἐλπίδα στὸ Θεὸ γιὰ τὴν δοκιμασία.
Προσεύχονταν νυχθημερὸν στὴ λύπη τους τὴν τόση,
στὸν Παντοδύναμο Θεὸ παιδὶ γιὰ νὰ τοὺς δώσῃ.
Ὁ πολυεύσπλαχνος Θεὸς ἀκούει προσευχή τους,
τοὺς ἔστειλε ἕνα παιδὶ κατὰ τὴν αἴτησή τους.
Εὐσέβεια μένει ἔγκυος, ἐγέννησε μία κόρη,
τὸ κοριτσάκι ἥσυχο, δὲν τοὺς ἐστενοχώρει.
Γεννήθηκε Κυριακὴ καὶ εἰς τὴ βάπτισίν του,
ἔτσι τὸ ὀνομάσανε, συμφώνησαν γονεῖς του.
Εὐχαριστοῦσαν τὸν Θεὸν διὰ τὴν εὐτυχία,
ποὺ εἶχαν ἐλευθερωθῇ ἀπὸ τὴν ἀτεκνία.
Τὸ ἀνδρόγυνο ἦταν πλούσιο, ἔκαναν καλὴ χρήση,
ξένους, γυμνοὺς καὶ ἄσιτους εἶχαν φιλοξενήσει.
Μεγάλωνε ἡ Κυριακὴ μὲ τῶν γονιῶν φροντίδα
καὶ ὁδηγοῦσαν τὸ παιδὶ μὲ τοῦ Θεοῦ ἐλπίδα.
Καὶ τὸ παιδὶ μεγάλωνε μὲ θεία νουθεσία,
βοηθοῦσε τὴν μητέρα της μέσα στὴν κατοικία.
Δὲν ἔκανε κουτσομπολιό, ὅπως οἱ νέες τώρα,
οὔτε ἔλεγε λόγους ἀργούς, θέματα ψυχοφθόρα.
Ἐνήστευε καὶ ἐδίωχνε τὴν πονηρή της σκέψη,
ποὺ ἤθελε ὁ σατανᾶς νὰ τὴν ἐδιαστρέψῃ.
Ἡ σωφροσύνη ἔλαμπε πάντα στὸ πρόσωπό της,
ἁγνότης καὶ ἄλλες ἀρετές, ἦταν ὁ στολισμὸς της.
Ἐπίσημοι τὴν ζήλευαν γιὰ τὰ χαρίσματά της
καὶ νύφη τὴν ἐζήτησαν νὰ βρίσκονται κοντά της.
Ἐκείνη ὅμως ἀρνήθηκε, τοὺς ἔκανε ὅλους πέρα,
ποὺ προξενιὰ εἰς τοὺς γονεῖς ἔστελναν κάθε ἡμέρα.
Σκεπτότανε τὸν διωγμό, ποὺ εἶχε ἡ χριστιανοσύνη,
ποθοῦσε μάρτυρες Χριστοῦ, ἔτσι ἤθελε νὰ γίνῃ.
Ἐπῆρε τὸ παράδειγμα ἀπὸ τὴν Παναγία,
ποὺ ῾ναι παρθενομήτορα, σὲ ὅλα μακαρία.
Εἰδωλολάτρης ἄρχοντας τὴν ἐποχὴ ἐκείνη
ἤθελε ἡ Κυριακὴ γυναῖκα του νὰ γίνῃ.
Ἡ Κυριακὴ ἀρνήθηκε εὐθὺς τὴν πρότασίν του,
καὶ εἰς τὸν αὐτοκράτορα βγάζει ἀπόφασίν του.
Εἰς τὸν Διοκλητιανὸ ὁ νεαρὸς πηγαίνει,
καὶ τοὺς γονεῖς καὶ Κυριακὴ σ᾿ αὐτὸν τοὺς καταγγέλλει.
Τοῦ λέγει· εἶναι χριστιανοὶ στὴ νέα αὐτὴ θρησκεία,
καὶ ὅτι δὲν πιστεύουνε στὴν εἰδωλολατρία.
Καλεῖ ἐτότε ὁ ἔπαρχος πατέρα καὶ μητέρα
καὶ τὴν ἁγία νὰ κριθοῦν ὅλοι τὴν ἴδια ἡμέρα.
Ὁμολογοῦν τὴν πίστι τους, δίχως νὰ φοβηθοῦνε,
καὶ βάσανα τὰ μέλλοντα αὐτοὶ νὰ ὑποστοῦνε.
Ἐφοβερίζαν τοὺς γονεῖς ποὺ εἴδωλα δὲν τιμοῦνε,
τὴν κόρη τοὺς τὴν Κυριακὴ νεκρὴ θὰ τὴν ἰδοῦνε.
Τοῦ ἀπαντοῦνε οἱ γονεῖς πὼς στὸ Χριστὸ ἀνήκει,
τοῦ τὴν προσφέρουν μὲ χαρά, εἶναι δική του νύμφη.
Ἔξαλλος γίνεται ὁ ἔπαρχος, δὲν ξέρει τὶ νὰ πράξῃ,
καὶ στὴν ἀντίδραση γονιῶν τὸ πῶς νὰ ἀντιδράσῃ.
Εἰς τὸν Διοκλητιανὸ διατάζει τὴν ἁγία
σ᾿ αὐτὸν νὰ παρουσιασθῇ, νὰ δώσῃ παρρησία.
Παρουσιάστηκε σεμνὴ ἐμπρὸς στὸ βασιλέα,
νὰ τὴν πλανέψῃ θέλησε, τῆς μίλησε ὡραία.
Μὲ πίστι, ἀγάπη στὸ Χριστό, ἀρχίζει ὁμιλία,
καὶ ὅτι δὲν θὰ σεβαστῇ ποτὲ τὴν εἰδωλολατρία.
Στὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ ἐκεῖ εἶναι ἡ εὐτυχία,
δὲν τὸν ἀρνοῦμαι ἐγὼ ποτέ, τοῦ λέγει ἡ ἁγία.
Ἐνίκησε τὸν βασιλιὰ μὲ τὴν ἀπόφασί της,
καὶ ἔκαναν μαρτύρια ἐτότε στοὺς γονεῖς της.
Τοὺς ἐβασάνισαν σκληρὰ γιὰ τοῦ Χριστοῦ θρησκεία,
γιατὶ δὲν προσκυνούσανε τὴν εἰδωλολατρία.
Σὰν πέθαναν, διέταξαν νὰ τοὺς ἰδῇ ἡ ἁγία,
λυπήθηκε μὰ χάρηκε γιὰ τοῦ Χριστοῦ θρησκεία.
Βλέπει ὁ Μαξιμιανὸς Ἁγίας ἄρνησίν της,
γίνεται θεριὸ ἀνήμερο, τὰ ἔβαλε μαζί της.
Σκληρὰ ἀρχίζουν βάσανα, ξαπλώνουν τὴν Ἁγία,
χέρια καὶ πόδια δώσανε, ἀρχίζει ἡ τιμωρία.
Μὲ βούνευρα τὴν ἐκτυποῦν στὴ γῆ ἐξαπλωμένη,
σὰν τὰ θεριὰ ἀνήμερα, σὰν σκύλοι λυσσασμένοι.
Αὐλάκωσαν μὲ τὶς πληγὲς νεανικό της σῶμα
γιὰ ν᾿ ἀρνηθῇ τὴν πίστι της, τὴν ἔδερναν ἀκόμα.
Ἔμεινε ὅμως ἄκαμπτη εἰς τοῦ Χριστοῦ τὴν πίστι,
προσεύχεται εἰς τὸ Χριστόν, μόνη μὴν τὴν ἀφήσῃ.
Μετὰ ἀπ᾿ τὸ μαστίγωμα δὲν ξέρουν τὶ νὰ κάνουν
καὶ τὴν Ἁγία Κυριακὴ στὴν φυλακὴ τὴν βάνουν.
Περίμενε ὁ βασιλιὰς πὼς θὰ μετανοήσῃ,
ἔβλεπε σταθερότητα· τὸν εἶχε ἐνικήσει.
Τὴν στέλνει εἰς τὸν ἔπαρχον, στ᾿ ὄνομα Ἱλαρίων,
ἀπόφασή της ἄκουσε καὶ ἔγινε θηρίον.
-Δὲν πρόκειται νὰ ἀρνηθῶ ποτὲ τὸν Κύριό μου,
θὰ ἀποθάνω χριστιανή, αὐτὸ ἔχω γιὰ σκοπό μου.
Ὁ ἔπαρχος σὰν ἄκουσε αὐτὴν ὁμολογία,
ἄναψε ἀπὸ ἐγωισμό, θυμὸ καὶ μὲ κακία.
-Νὰ κρεμασθῇ ἀπ᾿ τὰ μαλλιά, ἀμέσως διατάζει.
Δὲν τὴν λυπᾶται ὁ τύραννος· στὸν πόνο της σφαδάζει.
Γιὰ τὸ ὄνομα Ἰησοῦ Χριστοῦ πονοῦσε ἡ ἁγία,
δὲν τὴν κυρίεψε ποτὲ πόνος καὶ ἀπελπισία.
Ξέρει μετὰ τὸ θάνατο, τὸ στέφανο θὰ πάρῃ,
δίκαιος εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ θὰ τῆς κάνει χάρι.
Τὴν ἐπαινοῦσε ὁ ἔπαρχος πάλι μὲ κολακεῖες,
μὰ σ᾿ ὅλες τὶς προσπάθειες εἶχε ἀποτυχίες.
Ἔκανε ἕνα μάθημα στὸν ἔπαρχο ἡ Ἁγία,
τοῦ ἔλεγε γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ τὴν ὀρθοδοξία.
Ράκος, βουβὸς καὶ ἀμίλητος καὶ πάλι διατάζει
καὶ τὴν Ἁγία Κυριακὴ στὴ φυλακὴ τὴ βάζει.
Ἄγγελος ἀπ᾿ τὸν οὐρανὸ στὴ φυλακὴ κατέβη
καὶ τῆς Ἁγίας τὶς πληγὲς ὅλες τὶς ἰατρεύει.
Ὁ ἔπαρχος τὰ ἔχασε· τὴν ἔφεραν κοντά του
ποὺ εἶδε κλεισμένες τὶς πληγές, δὲν πίστευε μπροστά του.
-Πὼς οἱ θεοὶ στὰ εἴδωλα, ἔλεγε στὴν Ἁγία,
αὐτοὶ γιατρέψαν τὶς πληγὲς καὶ βρῆκε θεραπεία.
-Ἄγγελος ἀπ᾿ τὸν οὐρανὸ μοῦ γιάτρεψε τὸ σῶμα,
ἦταν γεμάτο αἵματα καὶ ἀπὸ πληγὲς ἀκόμα.
Καὶ ἂν θὲς νὰ δοκιμάσουμε δύναμη σήμερα τῶν θεῶν σου,
προχώρει πρῶτος στὸ ναὸ καὶ ἔρχομαι στὸ πλευρό σου.
Ὁ Ἱλαρίων νόμισε ἡ Ἁγία πὼς θὰ πιστεύσῃ
καὶ προχωράει εἰς τὸ ναὸν εἰδώλων πρώτη θέση.
Μία στεναχώρια ἔνιωσε ἐτότε ἡ ἁγία,
ὁ κόσμος πῶς πλανήθηκε στὴν εἰδωλολατρία.
Τότε ἡ Ἁγία Κυριακὴ κάνει τὴν προσευχή της
καὶ τὸν Χριστὸ παρακαλεῖ ποὺ ἤτανε μαζί της.
Καὶ ὅταν ἐπροσευχήθηκε μὲ βουρκωμένα μάτια,
γινήκανε ἀπὸ σεισμὸ τὰ εἴδωλα κομμάτια.
Ἐτρόμαξαν οἱ ἄνθρωποι, ἔφυγαν νὰ σωθοῦνε,
καὶ τὸν ἀληθινὸ Θεὸ ὅλοι ὁμολογοῦνε.
Ὁ ἀσεβὴς ὁ ἔπαρχος ὅμως ἐξακολουθοῦσε
τ᾿ ἅγιον ὄνομα Χριστοῦ αὐτὸς τὸ βλαστημοῦσε.
Προσπάθησε ἀπ᾿ τὸ ναὸ αὐτὸς νὰ προχωρήσῃ,
τὸν τσάκισε ἕνα ἄγαλμα, νεκρὸ τὸν εἶχε ἀφήσει.
Ἔπαρχος Ἀπολλώνιος τὴν ρίχνει σὲ καμίνι,
ὅμως ὁ Ἅγιος Θεὸς ἀπείραχτη ἀφήνει.
Τὴν ἔριξαν σὲ ἕνα κλουβὶ ποὺ ἦταν ἕνα λιοντάρι,
ὅμως δὲν τὴν ἐπείραξε, Θεοῦ ἦταν ἡ χάρι.
Διέταξε ὁ ἔπαρχος ἀποκεφάλισίν της
δημίους παρακάλεσε κάνει τὴν προσευχήν της.
Ὀλόθερμα προσεύχεται εἰς τὸν Χριστὸ Νυμφίο
ποὺ τὴν ἐφύλαξε ἁγνὴ σὲ ὅλο της τὸ βίο.
Ἀκόμα τὸν παρακαλεῖ νὰ πάρῃ τὴν ψυχή της,
μὴν ἔχουνε ἁμάρτημα τότε οἱ δήμιοί της.
Καὶ ὁ Χριστὸς ποὺ ἄκουσε, τῆς ἔκανε τὴ χάρι,
Ἄγγελοι ἀπ᾿ τὸν οὐρανὸ ψυχή της εἶχαν πάρει.
Οἱ στρατιῶτες τρόμαξαν, ἔφυγαν φοβισμένοι,
εἶδαν τὸ σῶμα της νεκρὸ ταφὴ νὰ περιμένῃ.
Μὲ ὕμνους καὶ μὲ προσευχὲς ἐκεῖ ἐνταφιάσαν,
παρθενομάρτυς Κυριακὴ καὶ τὸν Θεὸν δοξάσαν.
Μνήμη Ἁγίας Κυριακῆς ἑβδόμη Ἰουλίου
Τιμᾷ ἡ ἐκκλησία μας πρὸς δόξαν τοῦ Κυρίου.
|