Ἅγιοι Ἰσαπόστολοι Κωνσταντῖνος καὶ Ἑλένη

21 Μαΐου

Μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν καιρὸ ἐκεῖνο
θὰ καταγράψῃ ἡ πέννα μου τὸν Μέγα Κωνσταντῖνο.

Ἀρχίζω ἀπ᾿ τὸ γενέσιο· ὡς λέγει ἡ ἱστορία
γεννήθηκε σ᾿ ἕνα χωριὸ στὴ Νύσσα τῆς Σερβίας.

Κωνστάντιο Καίσαρα Χλωρὸ ἐγνώρισε πατέρα
κι ἐνάρετη καὶ εὐσεβῆ Ἑλένη ὡς μητέρα.

Τρίτο αἰώνα μετὰ Χριστόν, ὡς λέγει ἡ ἱστορία,
στὸν κόσμο ἐβασίλευεν ἡ εἰδωλολατρία.

Τὸν Κωνσταντῖνο τὸν υἱὸν ἡ εὐσεβὴς μητέρα,
τὸν δίδασκε γιὰ τὸν Χριστὸν τὴν νύχτα καὶ τὴ μέρα.

Ἦταν ὁ Διοκλητιανὸς τὴν ἐποχὴ ἐκείνη,
βασίλευε, ἀλλὰ ἐχθρὸς γιὰ τὴν χριστιανοσύνη.

Καὶ ὁ Διοκλητιανὸς εἰς τὰ ἀνάκτορά του
πῆρε πατέρα καὶ υἱόν, τοὺς κράτησε κοντά του.

Μέσ᾿ στὸ παλάτι ἀσεβεῖς ἐγνώρισε ἀνθρώπους,
μὰ ὁ Κωνσταντῖνος ἔζησε μὲ τῆς μητρὸς τοὺς τρόπους.

Τὸν ἔβλεπαν οἱ ἀσεβεῖς, τὸν παρακολουθοῦσαν,
ἀλλὰ ἀντὶ νὰ χαίρονται, πολὺ τὸν ἐφθονοῦσαν.

Πολλὲς παγίδες ἔστηναν στ᾿ ἀθῶο παλικάρι,
σὲ ὅλες ἦταν νικητὴς μὲ τοῦ Θεοῦ τὴν χάρι.

Πῆγε μὲ τὸν πατέρα του, τὸν κάνει βασιλέα,
νὰ ἀγαπᾶ τοὺς χριστιανοὺς τοῦ μίλησε ὡραία.

Καὶ μὲ τὰ λόγια του αὐτά, ποὺ πῆρε ἀπ᾿ τὸν πατέρα,
ἦταν κι ἐκεῖνος Χριστιανὸς εἰς τὸ ἑξῆς καὶ πέρα.

Σὰν πέθανε ὁ πατέρας του, τὸν Μέγα Κωνσταντῖνο
ἐτότε Καίσαρα εὐθὺς ἐκήρυξαν κι ἐκεῖνον.

Στὴν ἡλικία ἤτανε τριάντα δύο χρόνων,
ἦταν ὁ πρῶτος βασιλιὰς τῶν Χριστιανῶν καὶ μόνον.

Ὁ ἀσεβὴς Γαλέριος πόλεμο τοῦ ῾χε στήσει,
τὸν Κωνσταντῖνο βασιλιὰ θέλει νὰ τὸν νικήσῃ.

Κι ὁ Κωνσταντῖνος ἕτοιμος μὲ τὰ στρατεύματά του,
εἶχε τὸν τίμιο σταυρὸ ποὺ βάδιζε μπροστά του.

Δὲν ὑποφέραν οἱ ἐχθροὶ ἀπ᾿ τοῦ σταυροῦ τὴ λάμψη,
φοβήθηκαν καὶ ἔφευγαν μὴν πέσῃ καὶ τοὺς κάψῃ.

Βλέποντας τότε οἱ ἐχθροὶ τὸ μέγα θαῦμα ἐκεῖνο,
ἔπεσαν καὶ προσκύνησαν τὸν Μέγα Κωνσταντῖνο.

Καὶ ἔτσι ὁ Γαλέριος εἶδε πανωλεθρία,
ἀρρώστησε καὶ πέθανε, Θεοῦ ἦταν τιμωρία.

Ὑπῆρξε Αὔγυστος τρανὸς Μαξέντιος εἰς τὴν Ρώμη,
ποὺ πόλεμο ἐκήρυξε στὸν Κωνσταντῖνο ἀκόμη.

Ἦταν λίγα στρατεύματα τ᾿ Ἁγίου Κωνσταντίνου,
ἐφ᾿ ὅσον τοῦ Μαξεντίου πλῆθος ἦταν ἐκείνου.

Σὲ ὕψωμα ἀνέβηκε μιὰ ἡμέρα μεσημέρι,
καὶ λυπημένος σκέπτεται πὼς θὰ τὰ καταφέρῃ.

Κοιτάζοντας τὸν οὐρανὸ βλέπει κάτι ἀστέρια,
μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ σὰν ἄσπρα περιστέρια.

Γύρω ἀπ᾿ τὸν ἄϋλον σταυρὸ τὰ γράμματα διαβάζει,
μὲ γράμματα ἑλληνικὰ κι εὐθὺς τὸν διατάζει.

«Ἐν τούτῳ νίκα» βασιλιά, ἔλπιζε, Κωνσταντῖνε,
ἦταν Θεοῦ τὸ μήνυμα σὲ τοῦτο μόνο μεῖνε.

Μὲ τὴν δική σου δύναμι, ποτὲ νὰ μὴν ἐλπίσῃς,
μὲ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ ἐχθρούς σου θὰ νικήσῃς.

Τὴν νύχτα φάνηκε ὁ Χριστὸς στὸν ὕπνο τὸν δικό του,
τοῦ λέγει κάνε ἕνα σταυρό, ποὺ εἶδες ὅμοιό του.

Νὰ τὸν κρατᾶς στὸν πόλεμο μὲ πίστι καὶ ἀνδρεία,
καὶ θὰ νικᾶς πάντα ἐχθροὺς μ᾿ αὐτοῦ τὴν παρουσία.

Κι ὁ Κωνσταντῖνος ξύπνησε, τὸν οὐρανὸ κοιτάζει,
βλέπει καὶ πάλι τὸν σταυρό, Χριστὸς τὸν διατάζει.

Τὴν ἄλλη ἡμέρα ἔφτιαξε ἕνα σταυρὸ ἀσημένιο
Ὡσὰν αὐτὸ ποὺ εἴδενε στὸν οὐρανὸ στημένο

Τὸν παίρνει καὶ στὸ στράτευμα εὐθὺς τώρα βαδίζει,
τοῦ Μαξεντίου στρατεύματα ὅλα καταποντίζει.

Μὲ τοῦ Σταυροῦ τὴν δύναμη καὶ τὴν ὀρθοδοξία,
ὁ Κωνσταντῖνος νίκησε τὴν εἰδωλολατρία

Τοῦ Κωνσταντίνου ἡ νίκη αὐτὴ ἔδωσε στὴ μητέρα,
Σταυροῦ τὴ θεία δύναμι, χαρὰ νύχτα καὶ ἡμέρα.

Καὶ στὸ παλάτι ἔμεινε ἡ μητέρα ἡ Ἑλένη,
Αὐγούστα τίτλο τῆς ἔδωσε, κοντά του γιὰ νὰ μένῃ.

Ναὸ Σωτῆρος τοῦ Χριστοῦ σχεδίασαν ἀκόμη,
καὶ σχῆμα τίμιου Σταυροῦ ἔκτισεν εἰς τὴν Ῥώμη.

Ἀκόμα ἐδιέταξε νὰ κάνουνε ἀργία,
ἕνα δεκαπενθήμερο σωματικὴ ἐργασία

Ἀπ᾿ τοῦ Λαζάρου ὡς τοῦ Θωμᾶ νὰ ἔχουνε εὐκαιρία,
πρόθυμα νὰ προσέρχονται ὅλοι στὴν ἐκκλησία.

Κι ὅσοι φτωχοὶ βαπτίζονται εἰς τὴν χριστιανοσύνη,
ἀπὸ τροφὴ κι ἐνδύματα ἐκεῖνος νὰ τοὺς δίνῃ.

Εἰδωλολάτρες ἤτανε οἱ ἄρχοντες στὴ Ῥώμη,
καὶ γιὰ Θεὸν ἀληθινὸν τοὺς μίλησε ἀκόμη.

Τοὺς εἶπε ἂν θελήσουνε νὰ βροῦνε σωτηρία,
ὅλοι τους νὰ πιστέψουνε εἰς τὴν ὀρθοδοξία.

Μὴν προσκυνοῦν τὰ εἴδωλα καὶ τὰ ἀγάλματά τους,
κι ὅλους τοὺς ἐσυμβούλευε γιὰ τὰ συμφέροντά τους.

Ἐλεύθερα θέλει ὁ Θεός, δὲν μᾶς ὑποχρεώνει,
μὲ ἐκλογὴ καὶ λογικὴ ἐμεῖς νὰ βροῦμε μόνοι.

Καὶ ὅλοι ἀνεφώνησαν μετὰ τὴν ὁμιλία·
Χριστὸς ἀληθινὸς Θεὸς εἶναι ὁδὸς εὐθεία.

Πίστεψαν καὶ βαπτίστηκαν, εἶχαν χαρὰ μεγάλη,
ἀπὸ τὴν πλάνη γύρισαν, φωτίστηκαν καὶ πάλι.

Πόλεμο ὁ Λικίνιος κάνει στὸν Κωνσταντῖνο,
μὲ λάβαρο ὅμως τοῦ σταυροῦ ἐνίκησε καὶ ἐκεῖνον.

Καὶ ἔμεινε μονοκράτορας ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος,
στὸ κράτος τὸ Ῥωμαϊκὸ διηύθυνε ἐκεῖνος.

Καὶ ἔπαψαν οἱ πόλεμοι, ἔφερε τὴν εἰρήνη,
ἐξασφαλίζοντας χαρὰ μὲ τὴν χριστιανοσύνη.

Ἀπαλλαγμένος ὕστερα ἀρχίζει τὴν δουλειά του,
σὲ ἔργα πιὰ θεάρεστα ἔδωσε τὴν καρδιά του.

Στὰ ἔργα αὐτὰ τὰ ἱερά, ἡ σύνοδος ἡ πρώτη,
ἐδίκασε τὸν Ἄρειο, αἱρετικὸ προδότη.

Τριακόσιους δέκα καὶ ὀκτὼ ἐκάλεσε πατέρες,
ἐστόμωσαν τὸν Ἄρειο μὲ πύρινες φλογέρες.

Τριακόσια εἴκοσι πέντε μετὰ Χριστὸν εἶν᾿ ἡ χρονολογία,
στὴ Νίκαια συνάχθηκαν, πόλι στὴν Βιθυνία.

Θαύματα τότε ἔγιναν τ᾿ Ἁγίου Σπυριδώνου,
κι ἄλλων πατέρων θαύματα δὲν εἶναι ἑνὸς μόνου.

Ὁ Ἅγιος Σπυρίδωνας κρατάει κεραμίδι,
τὸ ἔδειξε στὸν Ἄρειο, αἱρετικὸ σὰν φίδι.

Τοῦ λέγει τρία πράγματα εἶν᾿ κατασκευασμένο,
χῶμα, νερὸ μὰ καὶ φωτιὰ αὐτὸ εἶναι φτιαγμένο.

Ἕνας Θεὸς ἀληθινός, πρόσωπα εἶναι τρία,
ἀλλ᾿ ὅμως ἀδιαίρετα, εἶναι Θεότης μία.

Ὅλοι τους ἀποστόμωσαν τοῦ Ἄρειου τὴν πλάνη,
καὶ ἐτιμωρήθη ἀπ᾿ τὸν Θεὸν οἰκτρὰ εἶχε πεθάνει.

Καὶ τὸν ἀναθεμάτισεν ἡ σύνοδος ἐκείνη,
ποὺ ἔφερεν τὴν αἵρεσιν εἰς τὴν χριστιανοσύνη.

Τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως σύναξαν οἱ Πατέρες,
τὸ λένε πάντα οἱ Χριστιανοὶ τὶς νύκτες καὶ ἡμέρες.

Ἀκόμα ἐρυθμίσανε τὴν ἑορτὴ τοῦ Πάσχα,
νὰ τὸ γιορτάζουν χριστιανοὶ μία φορὰ μονάχα.

Μετὰ ἀπὸ τὴν πανσέληνο ἡ Κυριακὴ ἡ πρώτη,
τὴν ἄνοιξη (ἐαρινὴ) σ᾿ ὅλη τὴν ἀνθρωπότη.

Οἱ ἐργασίες κράτησαν σχεδὸν τέσσερα χρόνια,
εἴχανε φώτιση Θεοῦ καὶ μένουνε αἰώνια.

Κατόπιν προσευχήθηκε ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος,
ποὺ τὸν ἀξίωσε ὁ Θεὸς νἆν᾿ βασιλιὰς ἐκεῖνος.

Κάλεσε σὲ συμπόσιο τοὺς Ἅγιους Πατέρες,
καὶ τοὺς ἐφιλοδώρησε ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες.

Καὶ μὲ πολλὴν εὐλάβεια φιλεῖ τὰ τραύματά τους,
καὶ τὰ βγαλμένα μάτια τους, δὲν ἔβλεπαν μπροστά τους.

Καὶ τώρα ἀπεφάσισε νὰ κτίσῃ μία πόλι,
μετὰ ἀπὸ ὅραμα Θεοῦ καὶ μὲ σοφία ὅλη,

στὰ μέρη τῆς Ἀνατολῆς καὶ ὅταν τελειώσῃ,
εἰς τὴν μητέρα τοῦ Χριστοῦ νὰ τὴν ἀφιερώσῃ.

Βρῆκε θέση κατάλληλη στὰ μέρη Βυζαντίου,
τοῦ εἶπε τὴν νύχτα σὲ ὅραμα ὁ Ἄγγελος Κυρίου.

Καὶ βρῆκε ἀρχιτέκτονα, ἄρχισε ἡ ἐργασία,
τὸν ὁδηγοῦσε ὁ Ἄγγελος κι ἔβαλε τὰ σημεῖα.

Σὰν τελείωσαν τὰ κτήρια κι ἐργασία ὅλη,
πολλὲς ὡραῖες ἐκκλησιὲς ἔκτισε μὲς στὴν πόλι.

Τριακόσια τριάντα μετὰ Χριστὸν παῦσαν οἱ ἐργασίες,
καὶ τοῦ Μαΐου ἕνδεκα οἱ πρῶτες λειτουργίες.

Ἔγιναν τὰ ἐγκαίνια σὰν τελείωσε ἡ Πόλις,
τοῦ Κωνσταντίνου ὄνομα τὴν ὀνομάσαν ὅλοι.

Ἔκτισαν Ἱερὸ Ναὸ εἰς τοῦ Θεοῦ Σοφία·
τὴν Πόλι ἀφιέρωσαν ὅλη στὴν Παναγία.

Βλέπει ὅραμα ὁ βασιλιὰς νὰ πάῃ νὰ προσκυνήσῃ,
καὶ στὰ Ἱεροσόλυμα σταυρὸν ν᾿ ἀναζητήσῃ.

Καὶ παίρνει τὴν μητέρα του, πᾶνε στὴν Παλαιστίνη,
Ἑβραῖοι κρύψαν τὸν Σταυρὸ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη.

Ἕνας Ἑβραῖος ἤξερε ποὖν᾿ ὁ σταυρὸς κρυμμένος,
τὸν τόπον δὲν τὸν ἔδειχνε, ἦταν φανατισμένος.

Βασίλισσα διέταξε, τὸν ρίχνουν στὸ πηγάδι,
οὔτε ψωμὶ οὔτε νερό, οὔτε φαὶ μὲ λάδι.

Μέσα στὸ ξεροπήγαδο ἦταν ἑπτὰ ἡμέρες,
κοιλιές, στομάχια ἄδειασαν σὰν νἆταν ταμπακιέρες.

Ἐφώναζε ἀπ᾿ τὴν πείνα του νὰ τὸν ἐλευθερώσῃ,
καὶ ὅπου εἶν᾿ κρυμμένος ὁ σταυρὸς αὐτὸς νὰ φανερώσῃ.

Καὶ προσευχήθηκε θερμὰ Ἁγία ἡ Ἑλένη,
καὶ μὲ σεισμὸν ποὺ ἔγινε, νὰ ὁ Σταυρὸς προβαίνει.

Μία μυρωδιὰ σκορπίστηκε, εὐωδιαστὸ λιβάνι,
ἐκεῖ ποὺ κρύψαν τὸν Σταυρὸ Ἑβραῖοι μάνι μάνι.

Τὸν δὲ Ἑβραῖο ποὺ ἔριξαν μέσα εἰς τὸ πηγάδι,
ἔγινε ἀμέσως Χριστιανός, ἔφυγε ἀπ᾿ τὸ σκοτάδι.

Σὰν ἔσκαψαν πολὺ βαθειά, τοὺς τρεῖς σταυροὺς εὑρῆκαν,
ὁ ἕνας ἦταν τοῦ Χριστοῦ κι οἱ ἄλλοι στοὺς δυὸ ληστὲς ἀνῆκαν.

Δὲν ξέρανε ἀπὸ τοὺς τρεῖς ποιὸς εἶναι τοῦ Κυρίου,
καὶ δοκιμάσανε νεκρὸ ἐντὸς κοιμητηρίου.

Βάνουνε ἐπάνω τὸν σταυρό, μήπως ὁ νεκρὸς θὰ ζήσῃ,
βάζουνε καὶ τὸν δεύτερο, ἀλλὰ καμία λύση.

Βάζουν τὸν τρίτο τὸ σταυρὸ καὶ γίνεται τὸ θαῦμα
καὶ ἀνεστήθη ὁ νεκρός, κι ἔζησε ἐν τῷ ἅμα.

Ὁ Ἑβραῖος ἐβαπτίστηκε μὲ τ᾿ ὄνομα Κυριάκος,
βρῆκε τὰ τίμια καρφιὰ χωμένα σ᾿ ἕνα λάκκο.

Χαρὰ μεγάλη ἔγινε, κλαίγανε ἀπ᾿ τὴ χαρά τους,
καὶ ὁ Κυριάκος ἔγινε Ἐπίσκοπος κοντά τους.

Ἡ Ἁγία Ἑλένη ἔκανε πάντα ἀγαθοεργίες,
ἅγιους τόπους καὶ ἀλλοῦ ἔκτισε ἐκκλησίες.

Στὴν νῆσο Πάρο ἔκτισε ὡραία ἐκκλησία·
εἶναι Ἑκατονταπυλιανή, γιορτάζει ἡ Παναγία.

Καὶ εἰς τὴν Κύπρον ἔκτισε ναὸ μὲ μοναστήρι,
ποὺ Σταυροβούνι λέγεται, μονάζουν καλογῆροι.

Σὰν ἐπληροφορήθηκε ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος,
πὼς ἡ μητέρα ἔρχεται, ξεκίνησε καὶ ἐκεῖνος

Πῆγε πολὺ χαρούμενος νὰ τὴν προϋπαντήσῃ,
μὰ καὶ τὸν Τίμιον Σταυρὸν αὐτὸς νὰ προσκυνήσῃ.

Ἦταν καὶ τέσσερα καρφιὰ Σταυροῦ μὲ θεῖον αἷμα,
τὰ δύο τὰ εἶχε φυλακτὸ ἐπάνω εἰς τὸ στέμμα.

Σὲ τόπο ὅμως ἱερὸ τὰ ἄλλα δύο ἔχει ἀφήσει,
νὰ πάῃ ὁ κάθε χριστιανὸς ἐκεῖ νὰ προσκυνήσῃ.

Τριακόσια εἴκοσι ὀκτὼ ἀπέθανε ἡ Ἁγία,
καὶ ἡ κηδεία ἔγινε εἰς τὴν Νικομηδεία.

Καὶ τὰ ὀστᾶ ἀργότερα ἐτάφησαν στὴν Πόλι,
εἰς τὸν ναὸ ποὺ γιόρταζαν οἱ Δώδεκα Ἀποστόλοι.

Ταξίδευσε στὴ Νίκαια ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος,
κατάλαβε τὸ τέλος του, ἀρρώστησε ἐκεῖνος.

Ἐκάλεσε ἀρχιερεῖς, ἀμέσως τὸν βαπτίσαν,
κι ἀφοῦ ἐξομολογήθηκε, εὐθὺς τὸν κοινωνῆσαν.

Τριακόσια τριάντα καὶ ἑπτά, κάνει τὴν προσευχή του,
μὲ πίστι καὶ πολλὴ χαρὰ παρέδωκε ψυχήν του.

Ἔζησε ἐδῶ προσωρινά, ἑξήντα τρία χρόνια,
καὶ τώρα στὸν παράδεισο ἐκεῖ θὰ ζεῖ αἰώνια.

Δέκατο τρίτο Ἀπόστολο τὸν ἔχει ἡ Ἐκκλησία,
μαζὶ μὲ τὴν μητέρα του, Ἑλένη τὴν Ἁγία.

Ἅγιοι Ἰσαπόστολοι, υἱὲ μὲ τὴν μητέρα,
παρακαλέστε τὸν Θεόν, τὴν νύχτα καὶ ἡμέρα·

Μὲ τὶς δικές σας προσευχὲς ὅλοι μας νὰ σωθοῦμε,
σὰν ἔλθομεν στὸν οὐρανὸ πάντα μαζὶ νὰ ζοῦμε.