Ὅσιος Παχώμιος ὁ Μέγας

15 Μαΐου

Ὁ ὅσιος Παχώμιος ἐγεννήθη σὲ πατρίδα,
τοποθεσία Αἴγυπτο καὶ πόλι Θηβαΐδα.

Διακόσια ἐνενήντα μετὰ Χριστὸν ἦταν ἡ γέννησή του,
εἰδωλολάτρες ἤσανε τότε οἱ γονεῖς του.

Σὰν ἔφθασε εἴκοσι χρονῶν, εἰς τὸν στρατὸ πηγαίνει,
κι ἀπὸ ἀνθρώπους χριστιανοὺς γιὰ τὸν Χριστὸ μαθαίνει.

Στὰ λόγια αὐτὰ φωτίστηκε ἀμέσως ἡ ψυχή του,
σὲ μέρος ἀποσύρθηκε, ἔκανε προσευχή του.

Εἶπε· ἀληθινὸν Θεὸν πὼς θέλει νὰ γνωρίσῃ,
καὶ νὰ φυλάξῃ νόμο του εἰς ὅλη του τὴ ζήση.

Ἔφυγε ἀπὸ τὸν στρατό, πάει γιὰ τὴν πατρίδα,
ἀντὶ νὰ πάῃ στοὺς γονεῖς, πάει στὴ Θηβαΐδα.

Βρῆκε ναὸ χριστιανικό, παπᾶ παρακαλοῦσε
καὶ ὁμολόγησε Χριστό, νὰ βαπτισθῇ ζητοῦσε.

Σὰν ἐβαπτίσθη στὸν Χριστό, γίνεται ἕνα θαῦμα,
τὸ χέρι μὲ οὐρανοῦ δροσιὰ γεμίζει ἐν τῷ ἅμα.

Φωτίστηκε ὁ ὅσιος ἀπὸ τὴ θεία χάρι,
θέλει νὰ γίνῃ μοναχός, τὸν δρόμο του νὰ πάρῃ.

Σὲ ἀσκητὴ Παλάμωνα ἐπῆγε νὰ ζητήσῃ
νὰ τόνε κάνῃ δόκιμο, εἰς τὴν μονὴ νὰ ζήσῃ.

Τὸν διώχνει ὁ Παλάμωνας, τοῦ λέγει γιὰ νηστεία,
πῶς τρώγει ἁλάτι καὶ ψωμὶ καὶ κάνει ἀγρυπνία.

Πολλὰ τοῦ εἶπε ὁ γέροντας γιὰ νὰ τὸν διαβάλει,
τ᾿ ἀπάντησε ὁ Παχώμιος δίχως νὰ τὸν προσβάλει·

Ἐλπίζω πρῶτα στὸν Θεό, ἔπειτα στὶς εὐχές σου,
ὅτι θὰ ἐκτελῶ πιστὰ ὅλες τὶς συμβουλές σου.

Τότε λοιπὸν τὸν κράτησε μέσα στὸ μοναστήρι,
ποὺ ζοῦσαν κοινοβιακὰ ὅλοι οἱ καλογῆροι.

Τρίχινους σάκους ἔπλεκαν νὰ ἐλεοῦν ἀνθρώπους,
ποὺ κρύωναν νὰ ζεσταθοῦν ἀπὸ τοὺς ξένους τόπους.

Σὰν νύσταζαν κουβάλαγαν ἄμμο μὲ τὸ ζεμπίλι,
γιὰ νὰ νικοῦνε τὸν ἐχθρὸ ποὺ ὕπνο εἶχε στείλει.

Εἶχε πολλὴ ἐγκράτεια, πάλη μὲ τὴ νηστεία,
τὰ γράφει ὁ βιογράφος του, ἀλήθεια, ὄχι ἀστεία.

Ἔβρασε ὁ Παχώμιος λάχανα γιὰ τὸ Πάσχα,
καὶ λίγο λάδι ἔριξε νὰ μὴν τὰ φάει μονάχα.

Στενoχωρήθη ὁ γέροντας, λέει τὸ παλικάρι,
ἐχθὲς σταυρώθηκε ὁ Χριστὸς κι᾿ ἐγὼ νὰ φάω λάδι;

Τοῦ λέγει ὁ Παχώμιος νὰ φάῃ ποὺ εἶναι Πάσχα,
ἔφαγε, ἀλλὰ ἀλάδωτα στὸ πιάτο του μονάχα.

Ἔμαθε στὸν Παχώμιο τὴν ταπεινοφροσύνη,
γιατὶ ἡ ὑπερηφάνεια τὴν ἀρετὴ τὴν σβήνει.

Ἀρρώστησε ὁ Παλάμωνας ξεράθηκε ἡ σπλῆνα,
νερὸ ψωμὶ δὲν χόρταινε τὸν ἔζωνε ἡ πεῖνα.

Τὸ σῶμα τὸ βασάνιζε προτοῦ νὰ ἀποθάνῃ,
μιμήθηκε τοὺς μάρτυρες ποὺ καῖγαν οἱ τυράννοι.

Ἀπέθανε ὁ Παλάμωνας, Παχώμιος τὸν θάβει,
κι ἐπέστρεψε εἰς τὸ κελὶ ποὺ ἔμενε τὸ βράδυ.

Εἰς τὸ κελὶ ποὺ ἔμενε ἦρθε ἕνας ἀδελφός του,
ποὺ κατὰ σάρκα ἤτανε κι ἔγινε βοηθός του.

Ἔγινε μοναχὸς κι αὐτὸς τὸν λέγαν Ἰωάννη,
ἀγωνιζόντανε μαζὶ νὰ πάρουν τὸ στεφάνι.

Σὰν πέρασε λίγος καιρὸς πέθανε ὁ ἀδελφός του,
καὶ ἔμεινε ὁ Παχώμιος καὶ πάλι μοναχός του.

Τὸν πείραζαν οἱ δαίμονες νὰ σηκωθῇ νὰ φύγῃ,
δὲν ἤθελαν στὴν προσευχὴ ποτὲ νὰ γονατίζῃ.

Γινόντουσαν οἱ δαίμονες ὁλόγυμνες γυναῖκες,
καὶ δίπλα του καθόντανε κι ἐγύριζαν κουβέρτες.

Καθόλου δὲν τοὺς κοίταζε, κάνει τὴν προσευχή του,
μὲ τό· Ἀνασθήτω ὁ Θεός, ἔφευγαν ἀπὸ μαζί του.

Ἄγρια τὸν ἐδείρανε οἱ δαίμονες στὴν πλάτη,
ὥσπου ἀρρώστησε βαριά, ἔπεσε στὸ κρεβάτι.

Τοὺς ἐπιτρέπει ὁ Θεὸς τέτοια δοκιμασία,
νὰ γίνουν τελειότεροι ἅγιοι στὴν ἀξία.

Τοῦ εἶπε ἕνας ἀσκητὴς νὰ μὴν ὑπολογίζῃ,
τοὺς πειρασμοὺς τοῦ δαίμονα· καὶ τότε τοὺς σκορπίζει.

Πατώντας ἔτσι τοὺς ἐχθρούς, ὄφεων καὶ σκορπίων,
ἐνίκησε τοὺς δαίμονας πρὸς μίμησιν ἁγίων.

Τὸν δίδαξε ἕνας ἄγγελος τὸ θέλημα Κυρίου,
ἀνθρώπους νὰ φιλοξενῇ ἐντὸς μοναστηρίου.

Ἐπήγαιναν ἐκεῖ πολλοὶ νὰ γίνουν καλογέροι,
καὶ μὲ χαρὰ τοὺς ἔπαιρνε ὅλους στὸ μοναστήρι.

Πῆγε ἡ ἀδελφή του νὰ τὸν δῇ ποὺ ῾ταν στὸ μοναστήρι,
δὲν θέλησε νὰ τὴν ἰδῇ, δὲν ἔκανε χατίρι.

Τῆς μήνυσε μὲ θυρωρὸ νὰ ῾χῃ χαρὰ ἐκείνη,
καὶ ἂν τὸν κόσμο τὸν μισεῖ, καλογριὰ νὰ γίνῃ.

Ἔκλαψε τότε ἡ ἀδελφή, τὸν κόσμο ἀπαρνήθη,
καὶ ἔγινε καλογριά, Χριστοῦ ὡραία νύμφη.

Καὶ μοναστήρι ἔχτισε κοντὰ εἰς τὸ δικό του,
πρόσεχε τὶς καλογριὲς ὡσὰν τὸν ἑαυτόν του.

Τοὺς στέλνει ἱερομόναχο σώφρονα πάτερ Πέτρο,
τὶς κατηχοῦσε πάντοτε μὲ τοῦ Χριστοῦ τὸ μέτρο.

Ἑπτὰ χιλιάδες μοναχοὶ εἶχε τὸ μοναστήρι,
ὁ Ὅσιος Παχώμιος δὲν χάλαγε χατίρι.

Ἔτρεχαν ἄρρωστοι πολλοὶ εἰς τὴν μονὴ ὁσίου,
καὶ ἔφευγαν ὅλοι ὑγιεῖς μὲ θαύματα τ᾿ ἁγίου.

Ἕνα τὸν λέγαν Ἰωνᾶ, τοῦ ῾πε συκιὰ νὰ κόψῃ,
γαστριμαργία σὲ ἀδελφοὺς ἤθελε νὰ γλιτώσῃ.

Ἔκανε αὐτὸς παρακοὴ σὰν λόγια τοῦ ἀέρα,
ὅμως τὴν εἶδε τὴν συκιὰ ξερὴ τὴν ἄλλη μέρα.

Ῥώτησαν τὸν ἅγιο πῶς νὰ νικοῦν τὰ πάθη,
εἶπε, ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, ὁ κόσμος ἂς τὸ μάθῃ.

Ἀρρώστησε ὁ ἅγιος καὶ πέθανε ἐπὶ τόπου,
τὸ σῶμα του, εἶπε νὰ μὴν δοῦν τὰ μάτια τοῦ ἀνθρώπου.

Δεκάτη Πέμπτη τοῦ μηνὸς πασχαλινοῦ Μαΐου,
τιμᾷ ἡ ἐκκλησία μας τὴ μνήμη Παχωμίου.