Ὅσιος Φιλόθεος ὁ ἐν Πάρῳ

8 Μαΐου

Θὰ ῾ταν γιὰ μένα ἀπάνθρωπο, ψυχῆς θὰ εἶχα κρῖμα,
ἂν στὸν παπα-Φιλόθεο δὲν ἔγραφα ἕνα ποίημα.

Ἴσως ἀναρωτήθηκε κανείς· ποιὸς εἶσαι ἐσὺ ποὺ γράφεις;
Τὸν Ὅσιο Φιλόθεο ἐσὺ θὰ μᾶς τὸν μάθῃς;

Ἀγράμματος καὶ ἀμαθὴς γιὰ ἄλλην αἰτία γράφω
κι᾿ ὄχι τὸν μακάριο ἐγὼ νὰ σᾶς τὸν μάθω.

Ἁμαρτωλὸς καὶ ἀνάξιος σὲ παιδικὴ ἡλικία,
ἐγνώρισα τoν Ἅγιο, Θεοῦ ἦταν εὐσπλαγχνία.

Γιατὶ ὁ Θεὸς μᾶς ἀγαπᾷ, εἴμαστε πλάσματά του,
καὶ μᾶς θέλει αἰώνια ὅλους στὴν ἀγκαλιά του.

Τὸν ὅσιο Φιλόθεο θὰ ἐξιστορήσουν ἄλλoι
καὶ θεολόγοι καὶ σοφοὶ καὶ δάσκαλοι μεγάλοι.

Ἐγὼ γράφω ἐδῶ σὰν τὸ μικρὸ παιδάκι,
ποὺ δίνει στὸν πατέρα του δικό του παιχνιδάκι.

Ἕνα μεγάλο εὐχαριστῶ θέλω νὰ τοῦ προσφέρω,
ποὺ τὴν ψυχή μου γιάτρεψε ἀπὸ ἐνδιαφέρον.

Γι᾿ αὐτὸ μᾶς λέει ὁ Θεός· τιμᾶτε τοὺς γονεῖς σας,
σᾶς γέννησαν καὶ φρόντισαν γιὰ τὴν ἀνατροφή σας.

Ἀκόμα περισσότερο πνευματικοὺς πατέρες
νὰ κάνουμε ὑπακοὴ στὶς πονηρὲς ἡμέρες.

Ἂς ἔχῃ δόξα ὁ Θεὸς κάθε ἀγαθοῦ αἰτία,
ποὺ καθαρίζει τὶς ψυχὲς ἀπὸ τὴν ἁμαρτία.

Πατέρες τοὺς πνευματικοὺς γιὰ μᾶς τοὺς ἔχει στείλει
καὶ ἄφεση λαμβάνομε ἀπὸ τὸ πετραχήλι.

Ὅλα αὐτὰ τὰ ἔγραψα γιατὶ τὰ ἔχω πάθει,
στὸν γέροντα Φιλόθεο ποὺ μοῦ ῾σβησε τὰ λάθη.

Θὰ ἤμουν λοιπὸν ἀγνώμονας ἐγὼ ἀπέναντί του
κι ἕνα ἀνόητο παιδὶ στὴν πατρικὴ στοργή του.

Γι᾿ αὐτὸ εὐχαριστῶ Θεὸν καὶ ἁγιότητά του
ποὺ ἤμουν ἁμαρτωλὸ παιδὶ καὶ μ᾿ ἔφερε κοντά του.

Ἔκανα ἐξομολόγηση τὸ ποίημα πρὶν ἀρχίσω,
καὶ τώρα μὲ ἀδρὲς γραμμὲς στὸ βίο συνεχίσω.

Τὶ νὰ πρωτοσκεφτῇ κανεὶς καὶ τὶ νὰ περιγράψῃ
τὸν Ἅγιο Φιλόθεο νὰ τὸν ἐγκωμιάσῃ;

Στὰ Πάκια ἐγεννήθηκε, κάτω στὴ Λακωνία,
ἔφυγε ἀπὸ τὸ σπίτι του μικρὸς στὴ ἡλικία.

Καὶ ὅταν ἐμεγάλωσε, ἐδιάβαζε βιβλία,
τὸ σῶμα του ταλαιπωρεῖ, νηστεία, κακουχία.

Τὸν Ἅγιο Νεκτάριο εἶχε πνευματικό του
καὶ ἐξομολογήθηκε· τὸν εἶχε βοηθό του.

Τὸν ἐρωτᾷ ὁ Ἅγιος· ποιὸς εἶναι ὁ σκοπός σου
Ἁγιορείτης, τοῦ ἁπαντ«, τοῦ λέγει ὁ λογισμός του.

Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος τοῦ λέγει μετὰ θάρρους·
θὰ πᾶς στὴν Ἱερὰ Μονὴ στὴ Λογγοβάρδας Πάρου

Τότε ἔκανε ὑπακοή, πάει Θεσσαλονίκη,
αἰχμάλωτο τὸν πιάσανε οἱ Τοῦρκοι στὸ τσιφλίκι.

Στὸν Ἅγιο Δημήτριο προσεύχεται, τὸν σῴνει,
τὸν εἴχανε γιὰ θάνατο, ὁ Ἅγιος τὸν γλιτώνει.

Κατόπιν σὰν τὸν Ἰωνᾶ στὴν Πάρο κατεβαίνει,
στὴ Λογγοβάρδας τὴν Μονὴ μὲ προθυμία μπαίνει.

Πατέρες τὸν δεχτήκανε, ὑπακοὴ τοὺς κάνει,
ἔγινε τότε δόκιμος, τὸ μαῦρο ράσο βάνει.

Πνευματική του ἀρετὴν ἔβλεπαν οἱ πατέρες,
τοῦ δίνουν ἀξιώματα ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες.

Ἔγινε πρῶτα μοναχός, διάκονος κατόπιν,
ἀργότερα καὶ ἱερεὺς στὴν θέση του τὴν πρώτη.

Ἔλαβε τὸ ἀξίωμα καὶ τοῦ Ἀρχιμανδρίτη,
χάρισμα πῆρε ἀπ᾿ τὸ Θεὸ Ἁγία Γραφὴ κηρύττει.

Καὶ ἔγινε πασίγνωστος μέσ᾿ στὴν Παροναξία,
καὶ στὴν Ἑλλάδα ὁλόκληρη εἶχε μεγάλη ἀξία.

Πῆγε στὸ ἐξωτερικό, μὰ καὶ στὴ Παλαιστίνη,
Αἴγυπτο, ὄρος τὸ Σινᾶ, Ἁγία Αἰκατερίνη.

Μὲ πίστι, μὲ συναίσθησι, μὲ εὐλάβεια μεγάλη,
Ἁγίους τόπους προσκυνᾷ ποὺ δὲν τὴν εἶχαν ἄλλοι.

Κάθε ἱερὸ προσκύνημα πῆγε καὶ προσκυνοῦσε
καὶ ἔκλαιγε συνέχεια καὶ δὲν ἐσταματοῦσε.

Ἔβλεπε τὴν ταπείνωσι ποὺ εἶχε ὁ Χριστός μας
κι ἀγάπη πρὸς τὸν ἄνθρωπο, ὁ Κύριος καὶ Θεός μας.

Ἐπῆγε εἰς τὴν Βηθλεὲμ διὰ νὰ προσκυνήσῃ,
Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος, σὰν τὴ δική μας φύσι.

Φεύγει ἀπὸ τὴν Βηθλεέμ, πάει στὸν Ἰορδάνη,
ὅπου ἐβαπτίσθη ὁ Χριστὸς ἀπὸ τὸν Ἰωάννη.

Σ᾿ ὅλα τὰ προσκυνήματα, εἰς τοὺς Ἁγίους Τόπους,
ἔγραψε σὲ βιβλίο του, πρὸς ὄφελος ἀνθρώπους.

Ἀλλὰ μὲ φόβο ψυχικὸ στὸ Γολγοθᾶ ἀνεβαίνει,
μᾶς γράφει στὸ βιβλίο του, συναίσθησι τὸν παίρνει.

Βλέπει μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς τὸν Κύριο ἐμπρός του,
σὰν τότε ἐσταυρώνετο Χριστὸς ὁ Κύριός του.

Ἐπροσευχήθηκε θερμὰ καὶ ἄρχισε τὸ κλάμα
ἐνόμισε πὼς ἔφυγε ψυχή του ἐν τῷ ἅμα.

Πολλὰ εἶναι τὰ θαύματα Φιλόθεου πατέρα,
ποὺ στὴ ζωή του ἔπραξε τὴ νύχτα καὶ τὴ μέρα.

Θὰ γράψω λίγα ἀπ᾿ τὰ πολλά, τὸ ποίημα νὰ τελειώσω,
ποὺ ἄκουσα ἀπ᾿ τὸ στόμα του καὶ νὰ τὰ μεταδώσω.

Στὸ μοναστήρι του ἔφεραν μία δαιμονισμένη,
γιὰ νὰ ἐξομολογηθῇ, γυναῖκα παιδεμένη.

Ἑπτὰ ὧρες ἐκράτησε ἐξομολόγησί της
γιατὶ μιλοῦσε ὁ διάβολος ποὺ ἤτανε ἐντὸς της.

Ἐδιάβαζε ὁ γέροντας, εὐχὲς τὸν ἐξορκίζει,
ἐμπόδιζε ὁ σατανᾶς, μὲ γλῶσσα τὸν ἀρχίζει.

Πῶς εἶναι ἀναιδέστατος, τοῦ λέγει μὲ κακία,
ὅτι τοῦ ἀνῆκε ἡ ψυχὴ ποὺ εἶχε ἁμαρτία.

Ὁ Ὅσιος τὴν λυπήθηκε, πολὺ τὴν ἐσπλαγχνίσθη,
κι ἐδιάβασεν ἐξορκοσμούς, ὁ δαίμων ἐξαφανίσθη.

Καὶ τώρα στὴ συνέχεια, γράφω γιὰ ἄλλο θαῦμα,
στὸν Ἅγιο Ἀρσένιο ποὺ ἔγινε ἐν τῷ ἅμα.

Ἦταν ἐκεῖ προσκυνητὲς στὴ Λογγοβάρδα· πάει,
συννέφιασε ὁ οὐρανὸς καὶ μὲ βροντὲς ξεσπάει.

Ὅλοι τους θὰ βρεχόντανε, εἴχανε ξεκινήσει,
προσεύχεται ὁ Ὅσιος προτοῦ βροχὴ ἀρχίσῃ.

Καὶ λέγει εἰς τὸ σύννεφον, ἐκεῖ νὰ σταματήσῃ,
καὶ τὸ νερὸ ἀπ᾿ τὴ βροχὴ νὰ μὴν τοὺς ἐμποδίσῃ.

Μὲ τοῦ Ὁσίου τὴν προσευχὴ παύουν τ᾿ ἀστροπελέκια,
ξεκίνησαν τὸ δρόμο τους μὲ δίχως κασαβότια.

Μπαίνουν στὸ αὐτοκίνητο, στὴ Λογγοβάρδα πᾶνε,
ἐμπόδιο στὸ δρόμο τους καὶ πάλι συναντᾶνε.

Στὸ δρόμο τὸν ἁμαξωτὸ ἤτανε ξαπλωμένη
μιὰ ἀγελάδα κι ἤτανε γι᾿ αὐτοὺς ἡ ὁδὸς κλεισμένη.

Πατέρας Ἐπιφάνιος ἐτότε ὁδηγοῦσε,
τῆς μίλησε νὰ σηκωθῇ, αὐτὴ δὲν ἐννοοῦσε.

Ὁ πάτερ Ἐπιφάνιος τὸν γέροντα τὸν κράζει,
τότε μὲ ἤρεμη φωνὴ αὐτὸς τὴν διατάζει.

Στὴν ἀγελάδα μίλησε νὰ φύγῃ ἀπὸ τὴ μέση,
νὰ φύγῃ τὸ αὐτοκίνητο καὶ τότε ἂς ξαναπέσῃ.

Καὶ ἡ ἀγελάδα ἄκουσε καὶ ἔκανε στὴν ἄκρη,
πέρασε τὸ αὐτοκίνητο, δίχως ζημιὰ νὰ πάθῃ.

Βλέπουμε δύο θαύματα ἐκείνη τὴν ἡμέρα,
σὲ ἀγελάδα καὶ σὲ σύννεφο, σὲ γῆ καὶ σὲ ἀέρα.

Μία κοπέλα ἔδινε εἰς τὴν σχολὴ ἐξετάσεις
κι ἐζήτησε ἀπ᾿ τὸ Γέροντα πρᾶγμα γιὰ νὰ περάσῃ.

Μία τρίχα ἀπ᾿ τὰ γένια του βγάζει καὶ τήνε δίνει
καὶ ἀριστοῦχος ἐπέτυχε τὴν ἐποχὴ ἐκείνη.

Τὰ θαύματα ἀναρίθμητα καὶ προτερήματά του·
τὶ νὰ πρωτοθαυμάζουμε στὴν ἁγιότητά του.

Γιὰ τελευταῖο θαῦμα του, γράφω τὸ πιὸ σπουδαῖο,
ποὺ ἔσωσε μὲ προσευχὴ τὸν θάνατο τῶν νέων.

Ἦταν καιρὸς τῆς κατοχῆς καὶ ἐδῶ εἰς τὰ νησιά σας,
οἱ Γερμανοὶ καὶ Ἰταλοὶ ἦσαν ἀφεντικά σας.

Σκοτώσανε ἕνα Γερμανὸ στὴν Πάρο στρατιώτη
κι ἐβγάλανε διαταγὴ γιὰ νεαροὶ ἀνθρῶποι.

Ἔπρεπε νὰ ξεπληρωθῇ αὐτὴ ἡ ἀδικία,
ἑκατὸν εἴκοσι ἄτομα, νέοι στὴν ἡλικία.

Οἱ Παριανοὶ τρομάξανε, πᾶνε στὴ Λογγοβάρδα,
πληροφοροῦν τὸν Γέροντα γιὰ ὅλα τὰ συμβάντα.

Προσεύχεται ὁ Γέροντας, καλεῖ εἰς φιλοξενία,
τὸν Γερμανὸ διοικητή, κάνει τραπεζαρία.

Ἐπῆγαν στὸν ἑσπερινὸ καὶ ὁ Γερμανὸς ἐπίσης,
θὰ φεύγανε ἀπ᾿ τὴ Μονὴ μετὰ εὐχαριστήσεις.

Διερμηνεὺς στὸν Γέροντα λέγει ἂν θέλῃ χάρι,
νὰ τοῦ προσφέρῃ ὁ Γερμανός, ἀφοῦ τὸν συνεχάρη.

Τοῦ ἁπαντᾷ ὁ Γέροντας· χάρι δὲν θέλω ἄλλη
μὰ ν᾿ ἀρνηθῇ παλληκαριῶν νὰ πάρῃ τὸ κεφάλι.

Τοῦ ἁπαντᾷ ὁ Γερμανός· δὲν γίνεται ἡ χάρι.
Τότε τοῦ λέγει ὁ Γέροντας· κεφάλι νὰ τοῦ πάρῃ.

Συγκίνησε τὸν Γερμανὸ μὲ τὴν αὐτοθυσία,
ποὺ ἔδειξε τὴν ἀγάπη του γιὰ νεαρὴ ἡλικία.

Τοῦ ἁπαντᾷ ὁ Γερμανός· χαλάλι Γέροντά μου,
ὅλα τὰ παλικάρια σου, τὸ λέει ἡ καρδιά μου.

Εὐχαριστεῖ ὁ Γέροντας καὶ τοὺς κατευοδώνει,
μὲ προσευχὴ στὴν Παναγιὰ τὴ νεολαία σῴνει.

Ἀνθρώπους ποὺ θὰ ἐπέθαιναν ἐτότε ἀπὸ πεῖνα,
τοὺς ἔτρεφε στὴν κατοχὴ ὅλα τὰ χρόνια ἐκεῖνα.

Εἶναι πολλὰ τὰ θαυμαστὰ ἔργα τοῦ Γέροντά σας,
αὐτὰ νὰ τὰ διαβάζουμε ποὺ ἦταν ἐδῶ κοντά σας.

Καὶ τώρα εἰς τὸν οὐρανὸ ἀκούει καὶ μᾶς βλέπει,
καὶ θέλει πάντα στὸν Θεὸ νὰ κάνουμε ὅτι πρέπει.

Νὰ ἔχουμε τὴν εὐχούλα σου, Ἅγιε Γέροντά σας,
εἰς τὴν ζωὴ νὰ σὲ ἔχουμε πάντα βοήθειά σας.

Δοξολογοῦμε τὸν Θεὸ θερμὰ μὲ τὴν ψυχή μας,
γνωρίσαμε ἕναν Ἅγιο στὴν πρόσκαιρη ζωή μας.

Ἀμέτρητες οἱ χάρες του, ἀγάπη, καλοσύνη,
πίστι θερμὴ εἰς τὸν Θεὸ καὶ ταπεινοφροσύνη.

Στὸν οὐρανὸ ποὺ βρίσκεσαι, Ἅγιε Γέροντά σας
Προσεύχου πάντοτε γιὰ ἐμᾶς στὴ μητέρα Παναγιά σας.

Νὰ ἀξιωθοῦμε ὅλοι μας στὴν Ἄνω Βασιλεία
νὰ ῾μαστε στὸν Παράδεισο ζωὴ τὴν αἰωνία.