Ἡ Ἁγία ἐγεννήθηκε στὴν Μαγεδών, Περσία
πατέρας ὁ Λικίνιος, μητέρα Λικινία.
Μοναχοκόρη ἤτανε τότε ἡ Πηνελόπη
τὴν φώναζαν ἀπὸ μικρὴ γονεῖς καὶ οἱ ἀνθρῶποι.
Εἶχε μιὰ σπάνια ὀμορφιά· γιὰ νὰ τὴν προφυλάξῃ
πύργο κτίζει ὁ πατέρας της διὰ νὰ εἶν᾿ ἐντάξει.
Στὸν πύργο δὲν εἶναι μόνη της, εἶχε ὑπηρεσία,
κοπέλες εἶναι δεκατρεῖς, μικρὲς στὴν ἡλικία.
Γέροντα Ἀπελλιανὸ εἶχε διδάσκαλό της,
γιὰ νὰ τὴν μάθῃ γράμματα νὰ ξέρῃ στὸ μυαλό της.
Μία κοπέλα χριστιανὴ προστέθηκε κοντά της,
δὲν ἤξερε ὁ πατέρας της τὴν εἰδικότητά της.
Ἦταν πολὺ ἐνάρετη, εἶχε πολλὴ σοφία,
ἡ Πηνελόπη ἔλαβε μεγάλη εὐχαριστία.
Τὴν ἀγαπᾷ τόσο πολύ, τῆς δίνει τὴν καρδιά της,
τὴν ἕλκυσαν τὰ ἠθικὰ καὶ προτερήματά της.
Περίπατο βγήκανε μαζί, στὸν κῆπο σεργιανοῦσαν,
εἶχε φρουροὺς γιὰ ἀσφάλεια, τὴν παρακολουθοῦσαν.
Ὑπηρέτρια ἐκρύβονταν, δὲν ἤθελε κατευθεία
στὴν Πηνελόπη νὰ εἰπῇ γιὰ τοῦ Χριστοῦ θρησκεία.
Ἡ Πηνελόπη ἐρώτησε τὴν φίλη της μία ἡμέρα,
νὰ μάθῃ τὸν χριστιανισμὸ στὸ νοῦ νὰ πάρῃ ἀέρα.
Κάνει ἡ κοπέλα προσευχὴ καὶ τὸν Θεὸ δοξάζει,
ἐκεῖνος στὴν ἀποστολὴ αὐτὴ νὰ διατάζῃ.
Ἡ Πηνελόπη σὲ ὄνειρο βλέπει ἕνα περιστέρι,
κλάδο ἐλιᾶς τῆς ἄφησε ἐπάνω στὸ τραπέζι.
Σὲ λίγο βλέπει κόρακα μπαίνει ἀπὸ τὸ παραθύρι,
καὶ στὸ τραπέζι ἄφησε ἕνα μεγάλο φίδι.
Κοιμήθηκε πάλι ξανά, ἤτανε κουρασμένη,
κι ἔλεγε, αὐτὸ τὸ ὄνειρο τὶ ἄραγε σημαίνει;
Στὸν ὕπνο πάει ἄγγελος, ἦταν λευκοντυμένος,
τῆς ἐξηγεῖ τὸ ὄνειρο ἀπ᾿ τὸ Θεὸ σταλμένος.
Τῆς εἶπε ὅτι ὁ Θεὸς εἶδε προαίρεσίν της
νὰ βρῇ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ, νὰ σώσῃ τὴν ψυχή της.
Ἔντρομη καὶ χαρούμενη τὸν ἄγγελο ρωτάει
ποιὸς θὰ τῆς πῇ γιὰ τὸν Χριστὸ ποὺ τὸν ἀναζητάει.
Ἔστειλε εἶπε ὁ Θεὸς τὴν ὑπηρέτριά σου,
διὰ νὰ γίνῃς χριστιανή, ποὺ βρίσκεται κοντά σου.
Θεραπαινίδα συναντᾷ, λέγει τὸ ὄνειρό της,
τὴν εἶχε καθημερινὰ σύντροφο στὸ πλευρό της.
Ἠθέλησε νὰ βαπτιστῇ καὶ χριστιανὴ νὰ γίνῃ,
ἱερέας Τιμόθεος τὴν βάπτισεν ἐκείνη.
Κρυφὰ στὸν πύργο ὁ παπᾶς μιὰ νύχτα εἶχε μείνει,
τὴν βάπτισε σὲ ὄνομα ποὺ λέγανε Εἰρήνη.
Βαπτίστηκε καὶ γκρέμισε εἴδωλα τοῦ πατέρα,
ποὺ μέσ᾿ στὸν πύργο βρίσκονταν, τὰ ῾ριξε στὸν ἀέρα.
Τὸ ἔμαθε ὁ πατέρας πὼς κόρη ἐβαπτίσθη
καὶ νόμιζε εἰς τὴν ἀρχὴ πὼς εἶναι παραμύθι.
Πῆγε στὸν πύργο εὑρῆκε τὰ ἀγάλματα σπασμένα
τὴν κάλεσε, τὴν ρώτησε πολὺ ἀγριεμένα.
-Γιατὶ τὸ ἔκανες αὐτό; -Ψεύτικοι οἱ θεοί σου
τοῦ ἁπαντᾷ ἡ κόρη του εἰς τὴν ἐρώτησί του.
-Πιστεύω Ἰησοῦ Χριστό, ἀληθινὴ θρησκεία,
ἀρνήθηκα ψεύτικους θεοὺς καὶ εἰδωλολατρία.
Ἀκόμα καὶ ἡ μητέρα της παράπονα τῆς κάνει
ἡ Εἰρήνη μίλησε γλυκά, στὴ θέση της τὴ βάνει.
Ὡσὰν γονεῖς σᾶς ἐκτιμῶ καὶ σὲ καὶ τὸν πατέρα
τὴ ψεύτικη θρησκεία σας τὴν ἔχω κάνει πέρα.
Ἐγὼ πάντα προσεύχομαι τὸ φῶς Χριστοῦ νὰ δεῖτε
τὰ ἄψυχα τὰ εἴδωλα νὰ τὰ ἀπαρνηθῆτε.
Εἰδωλολάτρες ἱερεῖς ἦρθαν ἀπ᾿ τὴν Περσία,
ἔκαναν ἕνα διάλογο, τοὺς στόμωσε ἡ Ἁγία.
Μίλησε στὸν πατέρα της ποὺ ἤτανε ἐμπρὸς της
τὸ «πειθαρχεῖν μᾶλλον Θεῷ ἢ παρὰ τοῖς ἀνθρώποις».
Ἐλύσσαξε ὁ Λικίνιος τότε ἀπ᾿ τὸ θυμό του,
τὰ ἄλογα νὰ σκοτώσουνε τὸ σπλάγχνο τὸ δικό του.
Ἀγρίεψε ἕνα ἄλογο, μία κλωτσιὰ τοῦ δίνει,
τὸ βασιλιὰ Λικίνιο ἐκεῖ νεκρὸ ἀφήνει.
Οἱ θεατὲς τοῦ φονικοῦ ἔγιναν πῦρ μανία,
ἐνόμιζαν ἡ κόρη του πὼς ἔκανε μαγεία.
Ἦταν παροῦσα ἡ κόρη του· λυπήθηκεν ἐκείνη,
ἔφυγε ἀμετανόητος, τὴν ἔτρωγε ἡ ὀδύνη.
Κάνει θερμὴ τὴν προσευχή, τὰ γόνατά της κλίνει
καὶ ἀκούει ὁ καλὸς Θεὸς κι εὐθὺς τὸν ἀναστήνει.
Ἔγινε νεκρανάστασις, Θεὸς τὸν εἶχε φέρει,
τὸν κράταγε ἡ κόρη του μὲ τὸ δεξί της χέρι.
Πατέρας ἀναστήθηκε ἀγκάλιασε τὴν κόρη,
συγνώμη τῆς ἐζήτησε, τώρα ἀλλάζει πλώρη.
Τρεῖς χιλιάδες χριστιανοὶ βαπτίζονται ἐν τῷ ἅμα,
πίστευσαν ὅλοι στὸ Χριστό, σὰν εἴδανε τὸ θαῦμα.
Οἱ πρῶτοι ποὺ βαπτίστηκαν ἤτανε οἱ γονεῖς της,
στὸν πύργο τότε κάθησαν καὶ ζούσανε μαζί της.
Ζούσανε χριστιανικὰ ἡ οἰκογένειά τους,
καὶ ἐλεοῦσαν τοὺς πτωχοὺς ἀπ᾿ τὰ ὑπάρχοντά τους.
Ἀπέθανε ὁ πατέρας της, εἶναι εὐχαριστημένος,
ὅτι ἐβαπτίσθη χριστιανὸς καὶ ἔφυγε σωσμένος.
Εἰρήνη ἐξακολουθεῖ, κάνει φιλανθρωπίες,
ζωή της κατανάλωσε σὲ ἀγαθοεργίες.
Τὸ εἶπαν στὸ Σεδέκιο, τύραννο μὲ κακία,
διέταξε καὶ ἔφεραν ἐμπρός του τὴν Ἁγία.
Τὴν ρώτησε τὰ εἴδωλα γιατὶ δὲν προσκυνάει·
τοῦ ἀπάντησε πὼς στοῦ Χριστοῦ θρησκεία ἔχει πάει.
Τὴν δίκασε, τὴν ἔριξαν σὲ λάκκο μὲ τὰ φίδια,
τὸ λάκκο τὸν ἐσκέπασαν γιὰ νὰ πεθάνῃ ἡ ἴδια.
Σώα τὴν φύλαξε ὁ Θεὸς μὲ θαυμαστὸ τὸν τρόπο,
ὡς φύλαξε τὸ Δανιὴλ στὸ λάκκο τῶν λεόντων.
Θαῦμα μεγάλο εἴδανε σὰν ἄνοιξαν τὸ λάκκο,
τὰ φίδια δὲν τὴν πείραξαν μέσ᾿ στὸ δικό τους τάφο.
Χιλιάδες Πέρσες πίστευσαν σὰν εἴδανε τὸ θαῦμα
καὶ τὴ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ ἀσπάστηκαν συνάμα.
Ὄργανο ἦν τοῦ σατανᾶ τύραννος Σεδεκίας,
διέταξε ἄλλα μαρτύρια νὰ κάνουν στὴν Ἁγία.
Ἐκόβανε τὰ πόδια της μὲ κοφτερὸ πριόνι,
τώρα τὸ αἷμα ἔτρεχε, ὑπέφερε ἀπὸ πόνοι.
Ἄγγελος ἀπ᾿ τὸν οὐρανὸ ἐτότε ἐκατέβη,
ἀφοῦ τὴν ἐθεράπευσε στὴ θέση του ἀνέβη.
Σκληρὸς ἦταν ὁ τύραννος, εἰς τὸν τροχὸ τὴ δένει,
ἀλλὰ σταμάτησε ὁ τροχός, μὲ τὸν Θεὸ δὲν βγαίνει.
Ὀκτὼ χιλιάδες πίστευσαν σὰν εἴδανε τὸ θαῦμα,
ὁ Σεδεκίας ἔφυγε στὸν θρόνο ἐν τῷ ἅμα.
Ὁ τύραννος εἶχε ἕνα γιό, Σαπὼρ το ὄνομά του,
ἁγίαν ἐσυνέλαβε μὲ τὰ στρατεύματά του.
Οἱ στρατιῶτες τὴν κοιτοῦν μὲ μάτια πονηρίας
μὰ ἔλαβαν ἀπ᾿ τὸ Θεὸ μεγάλη τιμωρία.
Κάνει ἡ Ἁγία προσευχὴ καὶ τυφλωθῆκαν ὅλοι
αὐτὸ τὸ θαῦμα ἔγινε στὴ Μαγεδὼν τὴν πόλι.
Πάλι ξαναπροσεύχεται καὶ εἴδανε τὸ φῶς τους
γιατὶ τοὺς ἐλυπήθηκε, δὲν βλέπανε ἐμπρός τους.
Οἱ δυστυχεῖς δὲν πίστεψαν, ἀντὶ νὰ μετανιώσουν,
ἐκάρφωσαν τὶς πτέρνες της ἄμμο νὰ τὴ φορτώσουν.
Τὴ φόρτωσαν σὰν ἄλογο, τὰ πόδια καρφωμένη,
καὶ τρία μίλια ὑπόχρεη μαζί τους νὰ πηγαίνῃ.
Μεγάλο θαῦμα ἔγινε ὅμως τὴν ὥρα ἐκείνη,
δέκα χιλιάδες ἄπιστους ἡ γῆ τοὺς καταπίνει.
Αὐτὸ τὸ θαῦμα εἴδανε ἄνθρωποι στὶς πεδιάδες,
καὶ πίστευσαν εἰς τὸ Χριστὸ τριάκοντα χιλιάδες.
Ὁ βασιλιὰς δὲν πίστεψε στὸ θαῦμα ποὺ εἶχε γίνει·
τὸν χτύπησε ὁ ἄγγελος καὶ ἄπνουν τὸν ἀφήνει.
Κήρυγμα ἡ Ἁγία ἔκανε γιὰ τὸν Χριστὸ στὴν πόλι
πέντε χιλιάδες πίστεψαν, εἰδωλολάτρες ὅλοι.
Στὴν πόλι τὴν Καλλίνικον ἐπῆγε ἡ Ἁγία,
ποὺ εἶχε Νουμεριανὸς ἐκεῖ τὴ βασιλεία.
Μὲ θάρρος ὡμολόγησε Χριστὸν στὸν βασιλέα,
ὅμως αὐτὸς ἀγρίεψε· δὲν φέρθηκε ὡραία.
Τὴν ἔγδυσαν, τὴν ἔβαλαν σὲ βόδι πυρακτωμένο,
μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ τὸ σῶμα δὲν εἶν᾿ καμμένο.
Δὲν πίστευσε ὁ βασιλιάς, τὴν βάζει σὲ τρίτο βόδι,
περπάτησε τὸ ἄψυχο ὡσὰν νὰ εἶχε πόδι.
Ἔκανε λίγα βήματα καὶ ἐσχίσθηκε στὰ δύο
βγῆκε ἡ Ἁγία ἀπὸ ἐκεῖ, συνέχισε τὸ βίο.
Τὸ θαῦμα καταπληκτικό, συνεπῆρε τοὺς ἀνθρώπους
ἑκατὸ χιλιάδες πίστεψαν στῆς Μαγεδὼν τοὺς τόπους.
Ἄπιστος Νουμεριανὸς προτοῦ νὰ ἀποθάνῃ,
διέταξε τὸν ἔπαρχο βάσανα νὰ τῆς κάνῃ.
Διέταξε ὁ ἔπαρχος φωτιὰ πολὺ μεγάλη,
νὰ τήνε κάψουν ζωντανή, τὴν στάχτη της νὰ βγάλῃ.
Ἦρθε ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ καὶ τὴ φωτιὰ τὴ σβήνει
δὲν τὴν ἐπείραξε ἡ φωτιὰ καὶ σώα τὴν ἀφήνει.
Ὁ ἔπαρχος ἐπίστευσε σὰν εἶδε αὐτὸ τὸ θαῦμα,
ἡ οἰκογένειά του ὁλόκληρη βαπτίστηκε ἐν τῷ ἅμα.
Μὲ ὅλα αὐτὰ τὰ θαύματα ἡ φήμη στὴν Ἁγία,
ἔφτασε σ᾿ ἕνα βασιλιά, ποὺ ζοῦσε στὴν Περσία.
Σαπὼρ τὸν ὀνομάζανε καὶ ἀμέσως διατάζει,
νὰ τοῦ τὴ φέρουνε μπροστὰ αὐτὸς τὴν ἐξετάζει.
Ἡ γνώμη της δὲν ἄλλαζε κι εἶχε ἀποφασίσει,
διέταξε τὸ δήμιο νὰ ἀποκεφαλίσῃ.
Ἀφοῦ τὴν καρατόμησαν, στὸν τάφο τὴν ἐβάλαν,
ἄγγελος τὴν ἀνέστησε· θαυμάσια μεγάλα!
Καὶ ὅταν ἀνεστήθηκε, ἔφυγε ἡ Ἁγία,
μέσα στὴν πόλι περπατεῖ, ἤτανε μεσημβρία.
Στὴν πόλι ἐσυνάντησε ἐκεῖ τὸν βασιλέα
κρατοῦσε καὶ στὰ χέρια της κλάδο ἀπὸ ἐλαία.
Ὅταν τὴν εἶδε ὁ βασιλιὰς πὼς εἶναι ἀναστημένη
ποὺ κόψανε τὴν κεφαλὴ καὶ ἦταν πεθαμένη.
Τότε εὐθὺς ἐπιστέψε εἰς τοῦ Χριστοῦ τὴν πίστι
ἀπ᾿ τὸν παπᾶ Τιμόθεο καὶ ὅλο του τὸ σπίτι.
Τοῦ βασιλιὰ σὰν εἴδανε τότε διαγωγή του
ἀμέσως ἐβαπτίστηκαν ὅλοι ὑπήκοοί του.
Ἀμέσως εἰς τὴν Μαγεδὼν ἔφθασε ἡ Ἁγία,
εὑρῆκε τὴν μητέρα της ποὺ ἔχαιρε ὑγεία.
Ἀφοῦ ἀποχαιρέτησε ἐτότε τὴ μητέρα,
στὴν Ἔφεσο γιὰ ἀποστολὴ φεύγει τὴν ἴδια ἡμέρα.
Εὑρίσκει Ἀπελλιανόν, πρῴην διδάσκαλόν της,
τὴν ἔμαθε τὰ γράμματα στὸν πύργο τῶν γονιῶν της.
Ἤκουσε μὲ εὐχαρίστηση ἀπὸ τοῦ στόματός του,
Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς πὼς εἶναι ὁ Θεός του.
Τὸ κέντρο ἦταν ἡ Ἔφεσος στὴν εἰδωλολατρία,
Παῦλος Ἀπόστολος μιλεῖ γιὰ τοῦ Χριστοῦ θρησκεία.
Μὲ ὁμολογία στὸ Χριστὸ κηρύττει ἡ Ἁγία
στὴν Ἔφεσο καὶ ἔπαυσε ἡ εἰδωλολατρία.
Ὅμως ὁ χρόνος πέρασε καὶ ἡ ἀποστολή της,
καὶ ἔπρεπε εἰς τὸ Θεὸ νὰ πάῃ ἡ ψυχή της.
Ἀγώνα ἔκανε σκληρὸ καὶ ἔπρεπε νὰ παύσῃ,
Ἄγγελος πῆρε τὴν ψυχὴ Θεὸς νὰ ἀναπαύσῃ.
Μένει εἰς τὸν Παράδεισο αἰώνια νὰ ζήσῃ,
παλάτι ἔκτισε ἀπ᾿ τὴ γῆ ἐκεῖ νὰ κατοικήσῃ.
Εἰδωλολάτρες γύρισε εἰς τοῦ Χριστοῦ τὴν πίστι,
μὲ τοὺς Ἁγίους κατοικεῖ στοῦ Παραδείσου σπίτι.
Ἡ Ἐκκλησία τὴν τιμᾷ στὶς πέντε του Μαΐου,
οἱ χριστιανοὶ τὴν προσκυνοῦν εἰς δόξαν τοῦ Κυρίου.
Προσεύχου πάντα στὸ Θεὸ Ἁγία μου Εἰρήνη,
νὰ μᾶς σκεπάζῃ μὲ στοργή, μόνους μὴ μᾶς ἀφήνῃ.
|