Καὶ Ἅγιον Καλλιόπιον γιορτάζει ἡ Ὀρθοδοξία,
τοῦ Ἀπριλίου στὶς ἑπτὰ τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία.Στὰ χρόνια Μαξιμιανοῦ στὴν
εἰδωλολατρία,
μητέρα εἶχε ὁ Ἅγιος, ποὺ λέγαν Θεοκλεία.
Τοῦ ἔλεγε γιὰ τὸ Χριστό, τὸν εἶχε κατηχήσει,
καὶ ὅταν ἐμεγάλωσε πῆγε νὰ μαρτυρήσῃ.
Ἐζήτησε τὴν συμβουλὴ στὴν χριστιανὴ μητέρα·
καὶ τὸν ἐπαρακίνησε ἐκείνη τὴν ἡμέρα.
Ἐγνώριζε σὰν χριστιανὴ γιὰ τὸν προορισμό της·
Καὶ μάρτυρα τὸν ἔκανε, Καλλιόπιον, τὸν γιό της.
Μὲ προσευχὴ θερμὴ πολλὴ πάει στὸν Ἡγεμόνα,
στὴν Γαλατία καὶ Ἄγκυρα ποὺ βρίσκονταν ἀκόμα.
Ὁ Ἡγεμόνας ἐρωτᾶ· ποιὸ εἶναι τ᾿ ὄνομά του;
Τοῦ λέγει· εἶμαι χριστιανός, ν᾿ ἀκούσῃ μὲ τ᾿ αὐτιά του.
Πάλι τὸν ξαναρώτησε· τὶ ἐργασία κάνει;
Τοῦ λέγει· εἶμαι χριστιανός, τὸ ἐπαναλαμβάνει.
Συνῆλθε λέγει ὁ τύραννος· εἶσαι παιδὶ ἀκόμη
Γιατὶ πεθαίνεις σύντομα, ἂν δὲν ἀλλάξῃς γνώμη.
Τοῦ λέγει ὁ Καλλιόπιος· ἦρθα γιὰ νὰ πεθάνω,
τὴν πίστι μου ἔχω στὸν Χριστὸν στὸν οὐρανὸ ἐπάνω.
Καὶ ἄρχισαν τὰ μαρτύρια· πρῶτα τὸν μαστιγώνουν,
μολύβια εἶχαν στὶς ἄκρες τους, πολλὲς ξυλιὲς τοῦ δώνουν.
Τοῦ δέσανε τὰ χέρια του, τὰ γύρισαν στὴν πλάτη,
καὶ σὲ τροχὸ τὸν ἔβαλαν, φωτιὰ εἶχαν ἀνάψει.
Ὑπέμενε ὁ Ἅγιος κι ἀμέσως νὰ τὸ θαῦμα,
Ἄγγελος σβήνει τὴν φωτιὰ καὶ τὸν τροχὸ ἐν τῷ ἅμα.
Ὁ Ἅγιος Καλλιόπιος ἀμέσως πῆρε θάρρος,
τὰ μέλη του ἐξαρθρώθηκαν ἀπ᾿ τοῦ τροχοῦ τὸ βάρος.
Ὁ τύραννος ἐγωιστὴς ἔδειξε ἀπιστία,
τὸν ἔριξε στὴν φυλακή, ἐκεῖ γιὰ τιμωρία.
Στὴν φυλακὴ κατόρθωσε νὰ μπεῖ καὶ ἡ μητέρα,
ποὺ τοῦ ἐσπόγγιζε πληγὲς ποὺ εἶχε νύχτα-ἡμέρα.
Ἐλευθέρωσε τοὺς δούλους της, ποὺ ἦταν πεντοκόσιοι,
καὶ τὴν περιουσία της σ᾿ αὐτοὺς τὴν εἶχε δώσει.
Στὴν φυλακὴ ποὺ ἔμενε μαζὶ μὲ τὸ παιδί της,
καὶ συντροφιὰ τοῦ ἔκανε· κάνει τὴν προσευχή της.
Νὰ δυναμώσῃ ὁ Κύριος μαρτύρια ν᾿ ἀντέξῃ·
ὑπέροχος, Θεόκλεια, εἶπε αὐτὴ τὴ λέξη.
Μεσάνυχτα στὴ φυλακὴ οὐράνιο φῶς ἐφάνη
καὶ μία θεϊκὴ φωνὴ στὴν φυλακὴ προφτάνει.
Καλλιόπιε, εἶσαι εὐτυχὴς διὰ τὴν παῤῥησίαν,
καὶ εἶσαι ἀξιέπαινος γιὰ τὴν ὁμολογία.
Συνέχισε ἀγώνα σου καὶ θὰ τὸν ἐπιτύχῃς,
καὶ σὲ αἰώνια ἀγαθὰ θὰ ῾ρθῃς ἐδῶ νὰ ζήσῃς.
Τὰ λόγια αὐτὰ τὰ θεϊκὰ ἀπ᾿ τοῦ Θεοῦ τὸ στόμα
ἔδωσαν στὸν Καλλιόπιον θάρρος πολὺ ἀκόμα.
Μπρὸς στὸν κριτὴν τὸν φέρνουνε νὰ τὸν-ε δελεάσουν,
ἀλλὰ καὶ μὲ ἀπειλὲς γιὰ νὰ τὸν δειλιάσουν.
Μὰ ἔμεινε ἀκλόνητος σὰν πέτρα ἀπὸ γρανίτη,
κι ἀλύγιστος καὶ σταθερὸς εἰς τοῦ Χριστοῦ τὴν πίστι.
Καὶ τότε βγάζει ὁ τύραννος, σκληρὴ διαταγή του,
Καλλιόπιος νὰ σταυρωθῇ ἦταν ἀπόφασή του.
Ὁ Ἅγιος σὰν τ᾿ ἄκουσε, πετάει ἀπ᾿ τὴ χαρά του,
σκέφτηκε Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ τὰ παθήματά του,
ὅτι θὰ σταυρωθῇ κι αὐτὸς ὅπως ὁ Κύριός του.
Συνέπεσε καὶ ἔτυχε ἡμέρα Μεγάλη Πέμπτη,
ποὺ τοῦ Ἁγίου ἡ σταύρωσις τότε συνετελέσθη.
Παρακαλεῖ τοὺς Σταυρωτὲς τ᾿ Ἁγίου ἡ μητέρα
τὸν γιό της νὰ σταυρώσουνε ἐκείνη τὴν ἡμέρα.
Πέντε χρυσὰ νομίσματα τοὺς ἔδωσε καὶ πάλι,
νὰ τὸν σταυρώσουν στὸν σταυρὸ μὲ κάτω τὸ κεφάλι.
Συνέργησε καὶ ἔγινε Ἅγιο τὸ παιδί της,
αἰώνιο παράδειγμα μὲ τὴν διαγωγή της.
Ποιὰ μητέρα σήμερα δημίους θὰ πληρώσῃ,
καὶ γιὰ ἀγάπη στὸν Χριστὸν θὰ πάει νὰ τὸ σταυρώσῃ;
Εἴχανε πίστι ζωντανὴ οἱ χριστιανὲς μητέρες
κι ἔγιναν ὅλες ἅγιες ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες.
Τὸν ἐσταύρωσαν οἱ δήμιοι μὲ τὸ κεφάλι χάμου,
καὶ ἔτσι εὑρῆκε ὁ Ἅγιος τὸ τέλος τοῦ θανάτου.
Οἱ πόνοι ἀνυπόφοροι ἦταν ἀπ᾿ τὶς πληγές του,
ποὺ κάρφωναν μὲ τὰ καρφιὰ τότε οἱ σταυρωτές του.
Μεγάλη εἶν᾿ Παρασκευὴ ποὺ ὁ Ἅγιος ἐσταυρώθη,
καὶ τρίτη ὥρα στὸν Χριστὸν ψυχὴ ἐπαραδόθη.
Κατέβασαν ἀπ᾿ τὸν Σταυρὸ εὐθὺς τὴν ἴδια ἡμέρα,
κι ἀγκάλιασε τὸ σῶμα του τ᾿ Ἁγίου ἡ μητέρα.
Ἀμέσως λιποθύμησε καὶ μὲς στὴν ἀγκαλιά της,
παρέδωσε εἰς τὸν Θεὸν καὶ τὴν ψυχὴ δικιά της.
Ἔθαψαν τότε χριστιανοὶ τὰ ἅγια λείψανά τους.
Ἂς ἔχωμεν τὴν πίστιν τους καὶ τὴν βοήθειὰν τους.
|