Ἅγιοι τεσσαράκοντα, μάρτυρες τοῦ Κυρίου
ἡ γλώσσα σᾶς ἐξύμνησε, Μεγάλου Βασιλείου.
Καὶ τώρα ἂς ἀρχίσουμε ἀπ᾿ τὸ δικό σας βίο,
μὲ λίγα ἄνθη δροσερὰ εἰς μνήμη τῶν Ἁγίων.
Τρίτος αἰὼν μετὰ Χριστὸν τότε στὴ Σεβαστεία,
κυριαρχοῦσε πάντοτε ἡ εἰδωλολατρεία.
Λικίνιον τὸν ἔλεγαν τὸν τότε βασιλέα,
καὶ ὅσοι ἦσαν στὰ εἴδωλα ἐζούσανε ὡραῖα.
Ὁ βασιλιὰς Λικίνιος τὴν ἐποχὴ ἐκείνη
ἦταν θηρίο ἀνήμερο γιὰ τὴ χριστιανοσύνη.
Ἔβγαλε μία διαταγὴ ὅλοι νὰ γονατίσουνσ
τὰ ψεύτικα τὰ εἴδωλα νὰ πᾶν᾿ νὰ προσκυνήσουν.
Οἱ Ἅγιοι τεσσαράκοντα προτοῦ νὰ μαρτυρήσουν,
ἐκλήθησαν εἰς τὸ στρατὸν νὰ τὸν ὑπηρετήσουν.
Ὡραία πόλις ἤτανε ἐκεῖ ἡ Σεβαστεία,
μὲ λίμνη καὶ ὀμορφιὲς πολλὲς εἰς τὴν Καππαδοκία.
Σὲ ἕνα τάγμα ἤσανε σαράντα παλληκάρια,
ὀρθοδοξίας πρόμαχοι καὶ τοῦ Χριστοῦ βλαστάρια.
Μονιασμένοι, ἥσυχοι καὶ ταπεινοὶ τὸν τρόπο,
φεγγοβολοῦσαν πάντοτε στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων.
Εἴχανε πίστι στὸ Θεὸ καὶ ἔγινε ἕνα θαῦμα,
ἐχθροὶ περιεκύκλωσαν τὸ ἰδικό τους τάγμα.
Τοὺς φράξαν ὅλες τὶς πηγές, ἂν δὲν παραδοθοῦνε,
δὲν τοὺς ἀφῆναν οἱ ἐχθροὶ ποτὲ νερὸ νὰ πιοῦνε.
Μὰ οἱ Ἅγιοι τεσσαράκοντα καθόλου δὲν τρομάζουν,
προσεύχονται μὲ δάκρυα, τὸν οὐρανὸ κοιτάζουν.
Οἱ ἄπιστοι τοὺς βλέπουνε καὶ τοὺς κοροϊδεύουν,
σὰν εἶδαν θαῦμα τοῦ Θεοῦ, τότε τοὺς ἐπαινεύουν.
Καὶ ἐνῶ ἐπροσευχότανε οἱ Ἅγιοι Σαράντα,
ἀστραποβρόντια καὶ βροχὲς γεμίσαμε τὰ πάντα.
Ἤπιαν νερὸ καὶ χόρτασαν ποὺ ἦταν διψασμένοι,
καὶ τὸν Θεὸ δοξάζανε τώρα εὐτυχισμένοι.
Στὸ ἐχθρικὸ στρατόπεδο ἡ ἴδια καταιγίδα,
πολλοὶ ἐσκοτωθήκανε ἀπ᾿ τοῦ ἐχθροῦ παγίδα.
Φύγαν κατόπιν οἱ ἐχθροὶ μετὰ τὴν τιμωρία,
καὶ οἱ Ἅγιοι Τεσσαράκοντα βρῆκαν ἐλευθερία.
Ὁ βασιλιὰς Λικίνιος θηρίο εἶχε γίνει,
θέλησε νὰ ἐξαφανιστεῖ ὅλη ἡ χριστιανοσύνη.
Τοῦ εἶπαν μέσα στὸ στρατὸ ὑπάρχουν στρατιῶτες
πῶς προσκυνοῦνε τὸν Χριστόν, δὲν γίνονται προδότες.
Ἔπαρχο στέλνει στὸ στρατὸ νὰ κάνῃ ἀνακρίσεις,
ποιοὶ προσκυνοῦν τὰ εἴδωλα καὶ τὸν Χριστὸν ἐπίσης.
Τοὺς λέγει τὴ διαταγὴ διὰ νὰ δειλιάσουν,
στὰ ἄψυχα τὰ εἴδωλα νὰ πᾶν᾿ νὰ θυσιάσουν.
Οἱ στρατιῶτες ἄκουσαν, στὰ εἴδωλα πηγαίνουν,
μὰ οἱ Σαράντα ἀκίνητοι, εἰς τὸν Χριστόν τους μένουν.
Δὲν τοὺς φοβίζουν ἀπειλές, δὲν κάνουνε θυσία,
δὲν τὸν ἀρνοῦνται τὸν Χριστὸν καὶ τὴν ὀρθοδοξία.
Τρέμει ὁ Ἀγρικόλαος καὶ μὲ ὀργὴ φωνάζει·
γιατὶ δὲν θυσιάζετε στὰ εἴδωλα, κραυγάζει.
Τότε ἀκούει μία φωνὴ ἀπὸ τὸν κάθε ἕνα·
ὅτι εἴμαστε ὅλοι χριστιανοί· δὲν ἔπεισε κανέναν.
Τοὺς καλοπιάνει ἔπειτα, τοὺς ἔταζε βραβεῖα,
μὰ οἱ Σαράντα Ἅγιοι δὲν δίνουν σημασία.
Καὶ ἔπειτα τοὺς ἀπειλεῖ καὶ ὅλο τοὺς φοβερίζει,
μὰ ὅλοι εἶναι ἀτάραχοι, κανέναν δὲ φοβίζει.
Τοῦ ἀπαντοῦν οἱ Ἅγιοι· εἴδωλα δὲν τιμοῦμε,
τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστὸ πάντα θὰ προσκυνοῦμε.
Σὰν ἄκουσε ὁ ἔπαρχος πὼς πᾶν᾿ οἱ ἀπειλές του,
βράζει ἀπὸ ἐγωισμό, βγάζει διαταγές του.
Τοὺς γύμνωσαν, μαστίγια εἰς τὰ κορμιὰ μαρτύρων,
ὥσπου τὸ αἷμα ἔτρεχε ἀλύπητα τριγύρω.
Καθημερινῶς τοὺς ἔδερναν, χωρὶς νὰ λυπηθοῦνε,
μετὰ ἁλυσσοδέθηκαν στὴ φυλακὴ νὰ μποῦνε.
Ἐκεῖνοι μέσ᾿ στὴ φυλακὴ βρήκανε μία λύση,
καὶ στὸ Θεὸ προσεύχονται γιὰ νὰ τοὺς βοηθήσῃ.
Δύο ἀπὸ τοὺς μάρτυρες τονώνουν τοὺς Ἁγίους,
μὴ φοβηθοῦν τὰ βάσανα ποτὲ ἀπ᾿ τοὺς ἀγρίους.
Μαζὶ εἰς τὰ μαρτύρια καὶ πάντα ἑνωμένοι,
θὰ ἀνεβοῦμε στὸν οὐρανὸ δαφνοστεφανωμένοι.
Ὅταν ἐτελείωσε Κυρίων των ὁμιλία
ἐφάνηκε στὸ δεσμωτήριο μιὰ λάμψις οὐρανία.
Ἦλθε ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς γιὰ νὰ τοὺς ἐνθαρρύνῃ,
καὶ μὲ γλυκύτατη φωνὴ δύναμι τοὺς ἐδίνει.
«Ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ κἂν ἀποθάνει ζήσεται»,
«Ὁ ὑπομείνας εἰς τέλος οὗτος καὶ σωθήσεται».
Τοὺς ἐπαίνεσε, εὐλόγησε ποὺ ἦταν ἀνάμεσά τους,
καὶ ἔπειτα ἔγινε ἄφαντος, ἔφυγε ἀπὸ μπροστά τους.
Ἐχάρησαν οἱ Ἅγιοι, ἄρχισαν ψαλμωδίες,
καὶ στὸν Θεὸν ἀνέπεμπαν πολλὲς εὐχαριστίες.
Ἑπτὰ ἡμέρες μείνανε στὴ φυλακὴ κλεισμένοι
πείνα καὶ δίψα ἄντεξαν καὶ εἶν᾿ εὐχαριστημένοι.
Τοὺς βγάζουν ἀπ᾿ τὴ φυλακὴ ὄχι γιὰ νὰ χαροῦνε,
γιὰ τελικὴν ἀνάκρισι, νὰ καταδικαστοῦνε.
Μέσα στὸ δικαστήριο ὅλοι ἁλυσοδεμένοι,
προσεύχονται εἰς τὸν Θεὸν καὶ εἶν᾿ εὐχαριστημένοι.
Πάλι τοὺς λέγει ὁ δικαστὴς νὰ κάνουνε θυσία,
νὰ προσκυνοῦνε πάντοτε τὴν εἰδωλολατρεία.
Τοῦ μίλησε ὁ Κάνδιδος, ἕνας ἀπ᾿ τοὺς σαράντα,
τὸν βασιλέα μας Χριστὸ θὰ ἀγαποῦμε πάντα.
Δὲν θέλουμε τὶς δόξες σας, οὔτε τὰ χρήματὰ σας,
πολὺ χαρὰ μᾶς δίνετε μὲ τὰ μαρτύριὰ σας.
Καὶ μὲ ἕνα στόμα φώναξαν οἱ Ἅγιοι Σαράντα·
εἴμαστε ὅλοι χριστιανοὶ καὶ τώρα καὶ γιὰ πάντα.
Μὲ τὴν ὁμολογία αὐτὴ βγῆκεν ἡ καταδίκη,
σκληρὰ βασανιστήρια σ᾿ ὅλους αὐτοὺς ἀνήκει.
Τοὺς ἔδειξε ὁ σατανᾶς ἕνα δικό του τρόπο,
ποὺ εἶναι ἄσπονδος ἐχθρὸς τῶν χριστιανῶν ἀνθρώπων.
Τοὺς ἔβγαλαν τὰ ροῦχα τους, τοὺς ἔριξαν στὴ λίμνη,
ποὺ παγωμένη ἤτανε τὴν ἐποχὴ ἐκείνη.
Βογγοῦσε, σφύριζε ὁ βοριὰς στὴ λίμνη Σεβαστείας,
γιὰ τοὺς Ἁγίους ἤτανε μεγάλη τιμωρία.
Μὰ οἱ γενναῖοι μάρτυρες ποτέ τους δὲν δειλιάζουν,
ποὺ τὰ φρικτὰ τὰ βάσανα γι᾿ αὐτοὺς τὰ ἑτοιμάζουν.
Σὰν ἔβγαλαν τὰ ροῦχα τους, σκέφτηκαν τὸν Χριστό μας,
ποὺ ἐγυμνώθη στὸ σταυρὸ ὑπὲρ διὰ τὸν ἑαυτό μας.
Ἂς γυμνωθῶμεν καὶ ἐμεῖς νὰ τὸν ἐμιμηθοῦμε,
μὰ καὶ τὶς ἁμαρτίες μας καὶ αὐτὲς νὰ τὶς πετοῦμε.
Γυμνοὶ ἦσαν οἱ μάρτυρες στὴν παγωμένη λίμνη,
γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ ὑπέφεραν ἐκεῖνοι.
Κτυπούσανε τὰ δόντια τους, τὰ σώματα σπαράζουν,
ἐπάγωσε τὸ αἷμα τοὺς ἀλλὰ δὲν δειλιάζουν.
Μὲ ὑπομονὴ οἱ μάρτυρες ὅλη τὴ νύχτα ἐκείνη
προσεύχοναται εἰς τὸν Θεὸν γιὰ νὰ τοὺς ἐνθαρρύνῃ.
Παλεύουν μὲ τὸ θάνατο μέσ᾿ στὸ δριμὺ χειμώνα,
γλυκὸς εἶν᾿ ὁ παράδεισος στὸν μέλλοντα αἰώνα.
Τοὺς φύλαγαν καὶ φύλακες ποὺ ἦσαν πολὺ ντυμένοι
κι ἀπίστευτο τοὺς φάνηκε ποὺ εἶδαν τὶ συμβαίνει.
Τοὺς εἶχαν ἕνα δόλωμα τὴν πίστι ν᾿ ἀρνηθοῦνε,
καὶ μέσα σὲ ζεστὸ λουτρὸ τὰ εἴδωλα νὰ τιμοῦνε.
Τοὺς δυναμώνει ἡ προσευχή, πιστοὶ μέχρι θανάτου
θελήσανε μὲ τὸν Χριστὸ νὰ βρίσκονται κοντά του.
Ἀπ᾿ τοὺς Σαράντα μάρτυρες ἕνας λιποψυχάει,
καὶ ἔφυγε ἀπὸ τὸ στάδιο εἰς τὸ λουτρὸ νὰ πάῃ.
Ἀλλὰ ἀντὶ νὰ ζεσταθῇ νὰ σώσῃ τὴ ζωή του
ἀπὸ τὸ κρύο στὰ ζεστὰ νεκρώθη τὸ κορμί του.
Ἔμειναν τριανταεννιὰ μὰ γίνανε σαράντα,
γιατὶ φωτίζει ὁ Θεὸς ποὺ κυβερνᾶ τὰ πάντα.
Εἰδωλολάτρης ἤτανε ἕνας φρουρὸς στὴ λίμνη,
καὶ εἶδε μὲ τὰ μάτια του θαῦμα τὴν ὥρα ἐκείνη.
Ἦρθαν σαράντα ἄγγελοι ψηλὰ ἀπ᾿ τὰ οὐράνια,
στεφάνωσαν τοὺς μάρτυρες μὲ ὁλόχρυσα στεφάνια.
Ὅμως ὁ ἕνας ἄγγελος κρατοῦσε ἕνα στεφάνι,
καὶ δὲν ὑπῆρχε μάρτυρας, σκεφτόταν τὶ νὰ κάνῃ.
Τὸν βλέπει ὁ Ἀγλάϊος ποὺ ἦταν εἰδωλολάτρης
καὶ ὡμολόγησε Χριστὸν ποὺ ἦταν πρὶν ἀντάρτης.
Φωνάζει· εἶμαι χριστιανός, γυμνὸς στὴ λίμνη μπαίνει,
καὶ ἀμέσως ἀπ᾿ τὸν ἄγγελο τὸ στέφανο τὸ παίρνει.
Καὶ ἔτσι ἐσυμπληρώθηκε ὁ ἀριθμὸς σὰν πρῶτα
καὶ βρῆκαν ὅλοι ἀνοικτὴ τοῦ οὐρανοῦ τὴν πόρτα.
Μαρτυρικὸς ὁ θάνατος ἦταν τὴ νύκτα ἐκείνη
μελάνιασαν οἱ σάρκες τους μέσα στὴ σκοτοδίνη.
Ἐπάγωσαν στὸ σῶμα τους, στὰ πόδια καὶ στὰ χέρια,
μὰ ὅλοι ἦσαν στὴν ψυχὴ λευκοὶ σὰν περιστέρια.
Ἐντρόπιασαν τὸν τύραννο, πολὺ τὸν συνταράζει,
γιατὶ ἡ πίστι στὸ Χριστὸ τοὺς νέους δὲν τρομάζει.
Οἱ χριστιανοὶ τοὺς βλέπουνε, τοὺς κρυφοκαμαρώνουν,
τὴν φλόγα τους τὴν ἱερὴ καὶ οἱ καρδιὲς φουντώνουν.
Εἶναι γενναῖοι νικητὲς σαράντα παλληκάρια,
οἱ στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ, τῆς πίστεως βλαστάρια.
Μὰ ὁ σκληρὸς ὁ ἔπαρχος, προτοῦ νὰ ξεψυχήσουν,
ἀνάψανε γύρω φωτιὲς ὅλους γιὰ νὰ τοὺς ψήσουν.
Ἕνας ἀπὸ τοὺς μάρτυρες κρατοῦσε στὴν ὑγεία
τὸν Ἀγρικόλα πρόσβαλε γι᾿ αὐτὴν τὴν κακουργία.
Καὶ σκέφτηκε ὁ ἔπαρχος μήπως τὸν συνεφέρῃ,
νὰ γίνῃ ἀρνητὴς Χριστοῦ, στὰ εἴδωλα τὸν φέρει.
Στὰ ἁμάξια ἐφορτώνανε τὰ σώματα μαρτύρων,
γιὰ νὰ καοῦνε στὶς φωτιὲς ποὺ ἔκαιγαν τριγύρω.
Στὸν τόπο αὐτὸ ποὺ ἀνάβανε φωτιὲς τὴν ἴδια ἡμέρα,
ἦταν καὶ τοῦ Μελίτωνα ἡ χριστιανὴ μητέρα.
Ὅλη τὴ νύκτα βρίσκονταν γύρω ἀπὸ τὴ λίμνη,
καὶ τὸν υἱὸν συμβούλευε γιὰ τὴ χριστιανοσύνη.
Φορτώνουνε τοὺς μάρτυρες καὶ ἀφήνουν τὸ παιδί της,
καὶ σκέπτεται πολὺ σωστά, βγάζει ἀπόφασή της.
Ἦταν μητέρα χριστιανὴ καὶ ὅλα τὰ καταφέρνει
τοὺς φύλακες παρακαλεῖ καὶ τὸ παιδί της παίρνει.
Τὸ ἀγαπάει τὸ παιδί, λυπᾶται τὴ ζωή του
τὸ ὁδηγεῖ ὅμως στὸ Χριστὸ νὰ σώσῃ τὴν ψυχή του.
Νὰ μὴ φοβᾶται θάνατο τοῦ εἶπε γιὰ νὰ μάθῃ,
πὼς πόνεσε καὶ ὁ Χριστὸς εἰς τοῦ Σταυροῦ τὰ πάθη.
Μὲ λόγια ἐνθαρρυντικὰ ἡ χριστιανὴ μητέρα,
τόνωσε τὸ Μελίτωνα ἐκείνη τὴν ἡμέρα.
Καὶ ἐφανέρωσε καὶ αὐτός, εἶχε τὴν ἴδια γνώμη,
καὶ μὲ τοὺς ἄλλους μάρτυρες καὶ νὰ καῇ ἀκόμη.
Καὶ τὸν ἀποχαιρέτησε ἡ χριστιανὴ μητέρα,
εἰς τὸν Δεσπότην μας Χριστὸν νὰ ζοῦνε κάθε μέρα.
Τὸν ἔβαλε στὸν ὦμο της, τὸν φόρτωσε στὸ ἁμάξι,
ὁ ἔπαρχος διέταξε αὐτὸν νὰ μὴν τὸν κάψῃ.
Γι᾿ αὐτὸ τὸν ἐκατέβασαν φρουροὶ ἀπὸ τ᾿ ἁμάξι,
μὰ ἡ ψυχὴ στοὺς οὐρανοὺς τώρα ἔχει πετάξει.
Καὶ χάρηκε ἡ μητέρα του, ὡς νικητὴς ὁ γιὸς της
ἔφυγε γιὰ τοὺς οὐρανοὺς γενναῖος στρατιώτης.
Τοὺς μάρτυρες τοὺς ἔκαψαν, ἦσαν φωτιὲς τριγύρω,
ὁ τόπος μοσχοβόλησε, σκόρπισε θεῖο μύρο.
Τὰ Ἅγια λείψανα σκόρπισαν ἐκεῖ σ᾿ ἕνα ποτάμι
γιὰ νὰ τὰ πάρῃ τὸ νερὸ σὰν νὰ ἤτανε καλάμι.
Οἱ Ἅγιοι φανερώθηκαν στὸν τοπικὸ δεσπότη
τοῦ εἶπαν καὶ τὰ μάζεψε στοῦ ποταμοῦ τὴν ὄχθη.
Μὲ προσευχὲς τὰ μάζεψε καὶ εὐλάβεια μεγάλη
μέσα σὲ θῆκες στέρεες ὅλα τὰ εἶχε βάλει.
Ὁ Ἅγιος Βασίλειος ἔκτισε ἐκκλησία
Ἁγίων Τεσσαράκοντα στὴν πόλι Σεβαστεία.
Πολλὰ εἶναι τὰ θαύματα Ἁγίων τῶν Σαράντα
καὶ ὅσοι τοὺς παρακαλοῦν τοὺς βοηθοῦνε πάντα.
Μὲ κρύο ἀνυπόφορο στὴν παγωμένη λίμνη,
εἶναι παράδειγμα τρανὸ γιὰ τὴ χριστιανοσύνη.
Καὶ ὁ Χριστὸς στοὺς οὐρανοὺς παράδεισο ἔχει δώσει
καὶ ἀπὸ τούτη τὴ ζωὴ τοὺς εἶχε στεφανώσει.
Ἅγιοι Τεσσαράκοντα ζητοῦμε τὴν εὐχή σας
καὶ μὴ μᾶς λησμονήσετε ἀπὸ τὴν προσευχή σας.
Ἐμαρτυρήσατε σκληρὰ καὶ κάνατε θυσία
καὶ στὸν Τριαδικὸν Θεὸν ἔχετε παρρησία.
|