Ὅσιος Μᾶρκος ὁ Ἀθηναῖος

5 Μαρτίου

Εἶναι πολὺ διδακτικὸς ὁ βίος τοῦ ἁγίου,
γιὰ νὰ γενοῦμε μιμητὲς τοῦ ἰδικοῦ του βίου.

Στὴν Αἴγυπτο σὲ μία σπηλιὰ ἤτανε δύο πατέρες,
ἐκεῖ ἐπροσευχότανε τὶς νύχτες καὶ τὶς μέρες.

Τὰ ὀνόματά τους λέγονταν Ἰωάννης καὶ Σεραπίων,
ζοῦσαν πολὺ ἀσκητικὰ τὸν ἰδικόν τους βίον.

Ὁ Σεραπίων πλάγιασε νὰ κοιμηθῇ λιγάκι·
σεβάσμιοι δύο γέροντες τοῦ εἴπανε στ᾿ αὐτάκι.

Πῶς κατοικεῖ ἕνας γέροντας εἰς τὴν Αἰθιοπία,
καὶ ἑκατὸν τριάντα ἐτῶν εἶναι στὴν ἡλικία.

Ἅγιος Μᾶρκος λέγεται, καταγωγὴ Ἀθηναῖος
πῆγε βαθιὰ στὴν ἔρημο, ἤτανε τότε νέος.

Ὁ Σεραπίων τὸ ὄνειρο τὸ εἶπε στὸν Ἰωάννη,
κι ἀφοῦ εἶναι ἀπ᾿ τὸ Θεό, ὅτι τοῦ πῇ νὰ κάνῃ.

Πῆρε ὁ Σεραπίωνας τὴν πατρικὴ εὐλογία,
φθάνει στὴν Ἀλεξάνδρεια πέντε ἡμερῶν πορεία.

Πραματευτὴ ἀντάμωσε, ἐρώτησε νὰ μάθῃ,
γιὰ Μᾶρκο ἀναχωρητὴ ποὺ βρίσκεται στὴ Θράκη.

Εἴκοσι μέρες ἀπαντᾷ εἶναι πεζοπορία,
θὰ περπατᾷς στὴ ἔρημο, πολλὴ ταλαιπωρία.

Πῆρε ὁ Σεραπίωνας μαζὶ λίγους χουρμᾶδες,
καὶ κολοκύθι μὲ νερό, νὰ μὴν κρατᾷ κουβᾶδες.

Ἐπύρωσεν ἡ ἔρημος ὅταν ἐπερπατοῦσε,
σὰν ἀναμμένα κάρβουνα ἐσπινθηροβολοῦσε.

Ὅπως ἐφύλαξε ὁ Θεὸς τρεῖς παῖδες στὸ καμίνι,
δρόσιζε τότε τὸν ἀββᾶ εἰς τὴν πορεία ἐκείνη.

Ἀγρίμια δὲν συνάντησε, οὔτε στὴ γῆ χορτάρι,
γιατὶ ἐκεῖ δὲν ἔβρεχε, λίγη δροσιὰ νὰ πάρῃ.

Εἴκοσι μέρες βάδιζε καὶ τὸ νερὸ ἐσώθη,
καὶ τότε ἐλιποθύμησε, μὰ εἶδε δυὸ ἀνθρῶποι.

Τοῦ ἔδωσαν ρίζα καὶ ἔγλυφε σὰν δίψαγε στὸ στόμα,
ὥσπου ν᾿ ἀνέβῃ στὸ βουνὸ εἶχε καιρὸ ἀκόμα.

Ἑπτὰ ἡμέρες ἐβάδιζε, στὸ σπήλαιο πηγαίνει,
ὁ ἅγιος προσεύχεται καὶ τὸν-ε περιμένει.

Στὴν προσευχή του ἔλεγε λόγια ἀπ᾿ τὸ ψαλτήρι,
καὶ ὅλους τοὺς μακαρισμοὺς σὰ νὰ ἦταν πανηγύρι.

Μεγάλο θάρρος ἔπαιρνε ἀπὸ τὴν προσευχή του,
ποτὲ δὲν ἐδειλίαζε, εἶναι ὁ Θεὸς μαζί του.

Τελείωσε τὴν προσευχή, στὸ σπήλαιο προβαίνει,,
Ἀββᾶ τὸν Σεραπίωνα βλέπει, τὸν συντυχαίνει.

Εὐλόγησὲ με γέροντα, λέγει ὁ Σεραπίων,
ποὺ κατοικοῦσε στὴ σπηλιὰ τῶν ἄγριων θηρίων.

Ὁ Κύριος νὰ σὲ εὐλογῇ, θὰ σοῦ ἀνταποδώσῃ,
σὰν κρίνει ζώντας καὶ νεκροὺς γιὰ ὁδοιπορία τόση.

Μπήκανε μέσα στὴ σπηλιά, μὰ ἤτανε σκοτάδι,
ὁ ἥλιος δὲν τὴν φώτιζε καὶ λύχνος μὲ τὸ λάδι.

Ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ἱστορεῖ τὸν ἰδικόν του βίο,
ποὺ ἐφιλοξένησε ἐκεῖ ἀββᾶ τὸν Σεραπίων.

Στὸ σπήλαιο ἐτοῦτο κατοικῶ ἐνενήντα πέντε χρόνια,
ἄνθρωπο δὲν συνάντησα, μόνο στὰ ὄρη χιόνια.

Τώρα μ᾿ ἀξίωσε ὁ Θεός, βλέπω τὸ πρόσωπό σου,
ὁ Σεραπίων ἐρωτᾷ, ποιὸς ἦταν ὁ σκοπός σου.

Τοῦ ἁπαντᾷ ὁ ἅγιος· ἐγεννήθην στὴν Ἀθήνα,
εἰδωλολάτρες ἤτανε ὅλα τὰ χρόνια ἐκεῖνα.

Οἱ γονεῖς μου ἀποφάσισαν φιλόσοφος νὰ γίνω,
ἀλλὰ μὲ ἐλέησε ὁ Χριστὸς νὰ μείνω μὲ Ἐκεῖνον.

Σὰν οἱ γονεῖς μου πέθαναν, λέγω στὸν ἑαυτό μου·
εἶδα τὴ ματαιότητα, βγάζω σκοπὸ δικό μου.

Τὸν κόσμο ἐπαράτησα, πάω Ἀλεξανδρεία,
μέρες πολλὲς περπάτησα ἐκεῖ πεζοπορία.

Ἔκανα ἕνα διάλειμμα καὶ πάλι ἄλλες σαράντα
ἡμέρες ἐπερπάτησα καὶ ἦρθα ἐδῶ γιὰ πάντα.

Ἄνθρωπο δὲν συνάντησα ἐνενήντα πέντε χρόνια,
μὲ φόβιζε ὁ σατανᾶς καὶ ὅλα τὰ δαιμόνια.

Φεύγω ἀπὸ καλόγερος στὴ θάλασσα μὲ πᾶνε
θέλανε νὰ μὲ πνίξουνε ἥσυχα πιὰ γιὰ νὰ ῾ναι.

Τριάντα χρόνια ἔζησα μεγάλη στεναχώρια,
ψωμὶ δὲν ἔφαγα ποτέ, ροῦχα καὶ πανωφόρια.

Ὅταν διψοῦσα ἔπινα θαλασσινὸ νεράκι,
καὶ ὅταν πεινοῦσα ἔτρωγα τῆς γῆς τὸ χωματάκι.

Εἴκοσι χρόνια ἤμουνα γυμνὸς καὶ πεινασμένος,
μὲ τρίχες μὲ ἔντυσε ὁ Θεὸς καὶ ἤμουν σκεπασμένος.

Καὶ ἐρωτᾷ ὁ ἅγιος, ἀββᾶ τὸν Σεραπίων,
στὸν κόσμο ζοῦν οἱ ἄνθρωποι μὲ τοῦ Χριστοῦ τὸ βίον;

Ὁ Σεραπίων ἀπαντᾷ· Θεὸς ἂς ἔχει δόξα,
ποὺ ὁ Χριστὸς διέλυσε τοῦ σατανᾶ τὰ τόξα.

Καὶ στὴν Ἑλλάδα ἔπαψε ἡ εἰδωλολατρία,
ἡ ἐκκλησία λειτουργεῖ μὲ τοῦ Χριστοῦ θρησκεία.

Ὅ,ποιος, τοῦ λέγει ὁ ἅγιος, ἔχει Χριστοῦ τὴν πίστι,
μπορεῖ σὲ τοῦτο τὸ βουνὸ νὰ πῇ νὰ περπατήσῃ.

Καὶ τὸ βουνὸ σὰν ἄκουσε ἁγίου ὁμιλία,
σάλεψε στὴν ὑπακοή, θέλει πεζοπορία.

Ὁ ἅγιος τὸ εὐλογεῖ μὲ τὸ δεξί του χέρι,
στὴν πρώτη του κατάσταση πάλι τὸ ἔχει φέρει.

Ὁ Ὅσιος Σεραπίωνας σὰν εἶδε αὐτὸ τὸ θαῦμα,
ἐτρόμαξε καὶ ἔπεσε στὸ χῶμα ἐν τῷ ἅμα.

Ἐμπήκανε στὸ σπήλαιο, κάνουν τὴν προσευχή τους,
καὶ ἄλλο θαῦμα ἔγινε· ἦν ὁ Θεὸς μαζί τους.

Τραπέζι εἶχε ἕνα ψωμὶ ποὺ ἄχνιζε ἀκόμα,
ψητὰ δύο ψάρια, λάχανα μὰ καὶ νερὸ ἀκόμα.

Ἅγιος λέγει· εὐλόγησον, ἐφάνηκε ἕνα χέρι,
εὐλόγησε τὴν τράπεζα· Χριστὸς τὰ εἶχε φέρει.

Φάγανε καὶ χορτάσανε, εἴπανε εὐχαριστία,
ὁ ἅγιος Μᾶρκος στὸν ἀββᾶ κάνει παραγγελία.

Σήμερον, τέκνο ἀγαπητό, τελειώνει ἡ ζωή μου,
ὁ Κύριος σὲ ἔστειλε νὰ θάψῃς τὸ κορμί μου.

Εἶπε στὸ Σεραπίωνα νὰ κάνουν ἀγρυπνία,
καὶ τὸ ψαλτήρι ψάλλανε ποὺ εἶχε ἡ ἐκκλησία.

Γράμματα ἐκκλησίας μας ποτὲ δὲν εἶχε μάθει,
μὰ ἔψαλε ὅλους τοὺς ψαλμοὺς δίχως νὰ κάνῃ λάθη.

Δοξολογοῦσε τὸ Θεό, κάνει τὴν προσευχή του,
καὶ ἐξομολογήθηκε γιὰ ὅλη τὴ ζωή του.

Λέγει στὸ Σεραπίωνα· τὸ σῶμα μου νὰ θάψῃς
μέσα σ᾿ αὐτὸ τὸ σπήλαιο, τὴν πόρτα του νὰ φράξῃς.

Ἄκουσε ὁ Σεραπίωνας καὶ ἄρχισε τὸ κλάμα,
τὸν ἐνθαρρύνει ὁ ἅγιος του λέγει ἐν τῷ ἅμα·

Τέκνον, μὴν κλαίγεις σήμερα, ποὺ εἶναι ἡ χαρά μου,
ὁ Θεὸς σὲ ἔστειλε ἐδῶ κι ἐχάρηκε ἡ καρδιά μου.

Καὶ πάλι εἰς τὴν κέλλαν σου, πάλι νὰ ἐπιστρέψῃς,
ἀπὸ ἄλλο δρόμο ὁ Θεὸς θὰ δείξῃ νὰ μισεύσῃς.

Ἡ πιὸ μεγάλη σήμερα ἡμέρα τῆς ζωῆς μου
στὸ παθιασμένο μου κορμὶ πετάει ἡ ψυχή μου.

Πηγαίνει νὰ ξεκουραστῇ στὴν Ἄνω Βασιλεία
ἀπὸ τοὺς κόπους τοὺς πολλοὺς καὶ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία.

Τὴν ὥρα ποὺ ἔλεγε αὐτά, τὸ σπήλαιο ἐφωτίσθη,
πιὸ δυνατὸ ἀπ᾿ τὸν ἥλιο ἐχαίρετο ἡ κτίσι.

Καὶ τὸ βουνὸ ἐγέμισε ἐτοῦτο εὐωδία
ποὺ ἔκανε ὁ ἅγιος θερμὴ δοξολογία.

Καὶ ἄρχισε καὶ τὸ σπήλαιο νὰ τὸν ἐγκωμιάζῃ,
ποὺ τὸν ἐφιλοξένησε Θεὸν γιὰ νὰ δοξάζῃ.

Ὡραῖος ὁ ἐπίλογος στὸ σπήλαιό του κάνει,
μὲ εὐγνωμοσύνη τοῦ μιλεῖ προτοῦ αὐτὸς πεθάνῃ.

Τοῦ λέγει ἔχε γειὰ σπηλιά, πέρασα τὴ ζωή μου,
δάμασα τὸ κορμάκι μου, ἔκανα προσευχή μου.

Καὶ θὰ φυλάξῃς τὸ κορμί, θὰ εἶναι ἀσφαλισμένο,
ὡς τῶν νεκρῶν ἀνάστασιν, ἀφθαρτοποιημένο.

Τώρα στὸ Σεραπίωνα ἀκόμα παραγγέλλει,
τὸ σῶμα νὰ εἶναι ἄθικτο, ὡς ὁ Θεὸς τὸ θέλει.

Οἱ τρίχες θὰ ᾿ναι σάβανο ἐπάνω στὸ κορμί μου,
ποὺ μ᾿ ἔντυσε ὁ Κύριος νὰ κάνῃ προσταγή μου.

Ἔπαψε τότε νὰ μιλῇ καὶ ὁ Θεὸς διατάζει·
ν᾿ ἀναπαυθῇ ἡ ψυχούλα του, στὸν οὐρανὸ νὰ πάῃ.

Ἄγγελοι τότε πήρανε τὴ φωτεινὴ ψυχή του,
τὴν πήγανε πρὸς τὸν Θεό, εἰς τὴν ἀνάπαυσί του.

Ὁ Σεραπίων προσευχὴ κάνει στὸ λείψανό του,
μὲ πέτρες φράζει τὴ σπηλιά, καθῆκον εἶν᾿ δικό του.

Τὴ νύχτα δύο γέροντες τὸν πήρανε μαζί του,
ὅπου τὸν ὁδηγήσανε καὶ πῆγε στὸ κελί του.

Ἐκεῖ πάλι ἀντάμωσε ἀββᾶ τὸν Ἰωάννη,
στὸν Ὅσιο Μᾶρκο πλέξανε πνευματικὸ στεφάνι.

Ὅσιε συνονόματε, κάνε τὴν προσευχή σου,
ὅλους ἐμᾶς τοὺς ἁμαρτωλοὺς νὰ ῾χουμε τὴν εὐχή σου.