5 Μαρτίου
Εἶναι πολὺ διδακτικὸς ὁ βίος τοῦ ἁγίου, γιὰ νὰ γενοῦμε μιμητὲς τοῦ ἰδικοῦ του βίου. Στὴν Αἴγυπτο σὲ μία σπηλιὰ
ἤτανε δύο πατέρες, Τὰ ὀνόματά τους λέγονταν Ἰωάννης καὶ Σεραπίων, Ὁ Σεραπίων πλάγιασε νὰ κοιμηθῇ λιγάκι· Πῶς κατοικεῖ ἕνας γέροντας εἰς τὴν Αἰθιοπία, Ἅγιος Μᾶρκος λέγεται, καταγωγὴ Ἀθηναῖος Ὁ Σεραπίων τὸ ὄνειρο τὸ εἶπε στὸν Ἰωάννη, Πῆρε ὁ Σεραπίωνας τὴν πατρικὴ εὐλογία, Πραματευτὴ ἀντάμωσε, ἐρώτησε νὰ μάθῃ, Εἴκοσι μέρες ἀπαντᾷ εἶναι πεζοπορία, Πῆρε ὁ Σεραπίωνας μαζὶ λίγους χουρμᾶδες, Ἐπύρωσεν ἡ ἔρημος ὅταν ἐπερπατοῦσε, Ὅπως ἐφύλαξε ὁ Θεὸς τρεῖς παῖδες στὸ καμίνι, Ἀγρίμια δὲν συνάντησε, οὔτε στὴ γῆ χορτάρι, Εἴκοσι μέρες βάδιζε καὶ τὸ νερὸ ἐσώθη, Τοῦ ἔδωσαν ρίζα καὶ ἔγλυφε σὰν δίψαγε στὸ στόμα, Ἑπτὰ ἡμέρες ἐβάδιζε, στὸ σπήλαιο πηγαίνει, Στὴν προσευχή του ἔλεγε λόγια ἀπ᾿ τὸ ψαλτήρι, Μεγάλο θάρρος ἔπαιρνε ἀπὸ τὴν προσευχή του, Τελείωσε τὴν προσευχή, στὸ σπήλαιο προβαίνει,, Εὐλόγησὲ με γέροντα, λέγει ὁ Σεραπίων, Ὁ Κύριος νὰ σὲ εὐλογῇ, θὰ σοῦ ἀνταποδώσῃ, Μπήκανε μέσα στὴ σπηλιά, μὰ ἤτανε σκοτάδι, Ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ἱστορεῖ τὸν ἰδικόν του βίο, Στὸ σπήλαιο ἐτοῦτο κατοικῶ ἐνενήντα πέντε χρόνια, Τώρα μ᾿ ἀξίωσε ὁ Θεός, βλέπω τὸ πρόσωπό σου, Τοῦ ἁπαντᾷ ὁ ἅγιος· ἐγεννήθην στὴν Ἀθήνα, Οἱ γονεῖς μου ἀποφάσισαν φιλόσοφος νὰ γίνω, Σὰν οἱ γονεῖς μου πέθαναν, λέγω στὸν ἑαυτό μου· Τὸν κόσμο ἐπαράτησα, πάω Ἀλεξανδρεία, Ἔκανα ἕνα διάλειμμα καὶ πάλι ἄλλες σαράντα Ἄνθρωπο δὲν συνάντησα ἐνενήντα πέντε χρόνια, Φεύγω ἀπὸ καλόγερος στὴ θάλασσα μὲ πᾶνε Τριάντα χρόνια ἔζησα μεγάλη στεναχώρια, Ὅταν διψοῦσα ἔπινα θαλασσινὸ νεράκι, Εἴκοσι χρόνια ἤμουνα γυμνὸς καὶ πεινασμένος, Καὶ ἐρωτᾷ ὁ ἅγιος, ἀββᾶ τὸν Σεραπίων, Ὁ Σεραπίων ἀπαντᾷ· Θεὸς ἂς ἔχει δόξα, Καὶ στὴν Ἑλλάδα ἔπαψε ἡ εἰδωλολατρία, Ὅ,ποιος, τοῦ λέγει ὁ ἅγιος, ἔχει Χριστοῦ τὴν πίστι, Καὶ τὸ βουνὸ σὰν ἄκουσε ἁγίου ὁμιλία, Ὁ ἅγιος τὸ εὐλογεῖ μὲ τὸ δεξί του χέρι, Ὁ Ὅσιος Σεραπίωνας σὰν εἶδε αὐτὸ τὸ θαῦμα, Ἐμπήκανε στὸ σπήλαιο, κάνουν τὴν προσευχή τους, Τραπέζι εἶχε ἕνα ψωμὶ ποὺ ἄχνιζε ἀκόμα, Ἅγιος λέγει· εὐλόγησον, ἐφάνηκε ἕνα χέρι, Φάγανε καὶ χορτάσανε, εἴπανε εὐχαριστία, Σήμερον, τέκνο ἀγαπητό, τελειώνει ἡ ζωή μου, Εἶπε στὸ Σεραπίωνα νὰ κάνουν ἀγρυπνία, Γράμματα ἐκκλησίας μας ποτὲ δὲν εἶχε μάθει, Δοξολογοῦσε τὸ Θεό, κάνει τὴν προσευχή του, Λέγει στὸ Σεραπίωνα· τὸ σῶμα μου νὰ θάψῃς Ἄκουσε ὁ Σεραπίωνας καὶ ἄρχισε τὸ κλάμα, Τέκνον, μὴν κλαίγεις σήμερα, ποὺ εἶναι ἡ χαρά μου, Καὶ πάλι εἰς τὴν κέλλαν σου, πάλι νὰ ἐπιστρέψῃς, Ἡ πιὸ μεγάλη σήμερα ἡμέρα τῆς ζωῆς μου Πηγαίνει νὰ ξεκουραστῇ στὴν Ἄνω Βασιλεία Τὴν ὥρα ποὺ ἔλεγε αὐτά, τὸ σπήλαιο ἐφωτίσθη, Καὶ τὸ βουνὸ ἐγέμισε ἐτοῦτο εὐωδία Καὶ ἄρχισε καὶ τὸ σπήλαιο νὰ τὸν ἐγκωμιάζῃ, Ὡραῖος ὁ ἐπίλογος στὸ σπήλαιό του κάνει, Τοῦ λέγει ἔχε γειὰ σπηλιά, πέρασα τὴ ζωή μου, Καὶ θὰ φυλάξῃς τὸ κορμί, θὰ εἶναι ἀσφαλισμένο, Τώρα στὸ Σεραπίωνα ἀκόμα παραγγέλλει, Οἱ τρίχες θὰ ᾿ναι σάβανο ἐπάνω στὸ κορμί μου, Ἔπαψε τότε νὰ μιλῇ καὶ ὁ Θεὸς διατάζει· Ἄγγελοι τότε πήρανε τὴ φωτεινὴ ψυχή του, Ὁ Σεραπίων προσευχὴ κάνει στὸ λείψανό του, Τὴ νύχτα δύο γέροντες τὸν πήρανε μαζί του, Ἐκεῖ πάλι ἀντάμωσε ἀββᾶ τὸν Ἰωάννη, Ὅσιε συνονόματε, κάνε τὴν προσευχή σου, |