4 Μαρτίου
Ὁ Ὅσιος Γεράσιμος ἐγεννήθη στὴ Λυκία, ἕνα τόπο εὑρισκόμενο εἰς τὴν Μικρὰ Ἀσία. Γονεῖς του εἶχε πλούσιους
καὶ αὐστηροὺς στοὺς τρόπους, Ὅταν ἔγινε ἔφηβος ἤθελε νὰ ἀποκτήσῃ Ἀπ᾿ τὴ Λυκία ἔφυγε, σὲ ξένο τόπο φθάνει, Θέλησε νὰ ἀγωνιστῇ, στὴν ἀρετὴ νὰ φθάσῃ, Ἄρχισε τὸν ἀγῶνα του εἰς τὴν γραμμὴ τὴν πρώτη, Ἔβαλε αὐστηρότητα πρῶτα στὸν ἑαυτό του, Πολυτέλεια ἀπέφευγε πάντοτε στὴν τροφή του Δυνάμωνε στὴν ἀρετή, πάντοτε ἀγρυπνοῦσε, Στὴ σάρκα ἀγωνίστηκε συνέχεια ἀγώνων, Τοῦ ἔκαναν ἐπίθεση οἱ σκοτεινοὶ ἐχθροί του, Ὁ Ὅσιος Γεράσιμος συχνὰ ἀγωνιζόταν Ἡ φήμη του διαδόθηκε κι ἡ ἁγιότητά του Ἦρθαν καὶ ἀναχωρητὲς καὶ μοναχοὶ ἀκόμη Λαύρα μεγάλη ἄρχισε ὁ Ἅγιος νὰ φτιάχνῃ, Ἔμειναν σὲ κοινόβιο, τοὺς ὅρισε κανόνες, Προστάζει κάθε μοναχὸ μέσα εἰς τὸ κελί του Σάββατο καὶ τὴν Κυριακὴ νὰ εἶναι στὴν ἐκκλησία Τὴν Κυριακὴ σὰν τέλειωνε ἡ Θεία Λειτουργία, Μαγειρευμένο φαγητὸ τρώγαν οἱ καλογῆροι Εἰς τὸ κελὶ ἐπρόσταξε φωτιὰ νὰ μὴν ἀνάβῃ, Στολίδι εἶπε στὴ ζωὴ εἶναι ἡ ἀκτημοσύνη Καθένας μέσα στὸ κελὶ μὲ τὸ δικό του χέρι, Ἔτσι τὸ κάθε Σάββατο φεύγει ἀπ᾿ τὸ κελί του, Ἄρτον, φοίνικες καὶ νερὸ ποὺ εἶχαν στὰ δοχεῖα, Χαιρόντανε οἱ μοναχοὶ γιὰ τὴ διδασκαλία, Μία ψάθα ἔστρωναν στὴ γῆ, τὴν εἴχανε γιὰ στρῶμα, Ὁ Ὅσιος Γεράσιμος τοὺς εἶπε· τὰ κελιά τους Τὰ πράγματα μέσ᾿ στὸ κελὶ νὰ παίρνῃ ὅ,ποιος θέλῃ, Ὅπως οἱ πρῶτοι χριστιανοὶ κοινὰ εἶχαν τὰ πάντα, Ἔλεγε, ἡ ἐγκράτεια, μὰ καὶ ἡ σωφροσύνη Καὶ ἔδειξε παράδειγμα, ἐγκράτεια, νηστεία, Ἔτσι ζωὴ ἀσκητικὴ Γεράσιμος εἶχε ζήσει Τὸ τετρακόσια ἑβδομήντα πέντε Ἂς δοῦμε ἕνα θαῦμα Ἁγίου Γερασίμου Ἕνα λιοντάρι ἤτανε κοντὰ στὸν Ἰορδάνη Στὸ ἕνα πόδι λιονταριοῦ ἐμπήχθη ἕνα καλάμι Ὁ ὅσιος τὸ κατάλαβε, λυπᾶται τὸ λιοντάρι, Τὸ ζῷο τότε ἡμέρεψε, ἔπαυσε νὰ πονάῃ, Στὸ μέρος ποὺ ἐπήγαινε ἦταν καὶ τὸ λιοντάρι, Γαϊδούρι εἶχε ὁ ὅσιος ποὺ τὸν ὑπηρετοῦσε Διέταξε ὁ ὅσιος μία μέρα τὸ λιοντάρι, Τὸ γαϊδουράκι ὁ λέοντας τὸ παρακολουθοῦσε Μιὰ μέρα ἀπὸ τὸν τόπο αὐτὸ περνούσανε διαβάτες Οἱ ξένοι τότε πήρανε μαζί τους τὸ γαϊδούρι, Οἱ ξένοι ξαναστράφηκαν, τοὺς βλέπει τὸ λιοντάρι, Ὁ ὅσιος σὰν κοιμήθηκε ἐπῆγε τὸ λιοντάρι, Τὸν πῆγε ἕνας μοναχὸς στὸ μνῆμα καὶ τοῦ λέει· Ὦ Ὅσιε Γεράσιμε, δῶσε μας τὴν εὐχή σου |