Ἅγιε Νικόλαε Πλανᾶ καὶ λειτουργὲ Κυρίου,
ἡ ἐκκλησία σὲ τιμᾶ στὶς δύο τοῦ Μαρτίου.
Ἀπὸ τῆς Νάξου τὸ νησὶ ἦν ἡ καταγωγή σου,
καὶ ὁ Χριστὸς κατοίκησε στὴν ταπεινὴ ψυχή σου.
Γιάννης Πλανᾶς πατέρας του, μητέρα Αὐγουστῖνα,
καΐκι εἶχαν πλεούμενο καὶ τὰ περνοῦσαν φίνα.
Ἔκανε δρομολόγια στὴ Σμύρνη καὶ στὴν Πόλι,
μὰ καὶ στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ τοὺς ζηλεῦαν ὅλοι.
Ὁ Νικολάκης ἔμαθε λέξεις νὰ συλλαβίζῃ,
ἀπ᾿ τὸν παπποῦ του τὸν παπά, ὁδὸν Χριστοῦ ἀρχίζει.
Στὰ παιδικὰ τὰ χρόνια του ἐφάνηκε ἡ ἀγάπη
γιὰ ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἤθελε νὰ μάθῃ.
Ἀκόμα ἐφανέρωνε μὲ τὴ ζωὴ ἐκείνη
πῶς εἶχε ζῆλο στὴν ψυχὴ γιὰ τὴν ἱερωσύνη.
Ἐβοηθοῦσε τὸν παπποῦ στὴν θεία λειτουργία,
κήρυγμα κάνει στὰ παιδιά, μικρὸς στὴν ἡλικία.
Καὶ στὰ ἐξωκκλήσια τοῦ Χριστοῦ ἄναβε τὰ καντήλια,
ὑμνολογοῦσε κι ἔψαλλε μὲ παιδικά του χείλια.
Ξεσπᾶ χειμώνας ἄγριος καὶ μέσα στὸ λιμάνι,
καΐκια ὅλου του νησιοῦ ἀράζουν μάνι μάνι.
Μὰ τὸ καΐκι τοῦ Πλανᾶ ταξίδευε στὴν Πόλι,
κι ἔμεινε ὁ Γιάννης στὸ νησὶ μὲ τὴν φροντίδα ὅλη.
Στὸ τζάκι ἐζεσταίνοντο Γιάννης καὶ Αὐγουστῖνα,
καὶ γιὰ τὴν τύχη καϊκιοῦ ἔλεγαν τοῦτα-ἐκεῖνα.
Καὶ ὁ Νικόλας ὁ μικρὸς τοὺς παρακολουθοῦσε,
φωτίσθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ ἄρχισε καὶ μιλοῦσε.
Πνίγεται τὸ καΐκι μας, μέσ᾿ στὰ στενὰ στὴν Πόλι·
ἔντρομοι γίνονται οἱ γονεῖς στὴν ὁμιλία ὅλη.
Τὴν ἴδια ὥρα ἀργότερα ὅπως διεπιστώθη,
τὸ πλοῖο ἐβυθίστηκε, τὸ πλήρωμα δὲν ἐσώθη.
Τότε ὁ Γιάννης ὁ Πλανᾶς π᾿ ἄκουσε τὰ χαμπάρια,
τὸ πλοῖο ἐλυπήθηκε, μὰ καὶ τὰ παλληκάρια.
Μαράζωσε κι ἀπόθανε καὶ μένει ἡ Αὐγουστῖνα,
καὶ παίρνει τὰ ὀρφανά, μισεύει στὴν Ἀθήνα.
Ἡ μάνα ἐξενοδούλευε, ἄρχισε τὸν ἀγώνα,
τὰ δύο μικρὰ τὰ ὀρφανὰ νὰ ζήσουν τὸ χειμώνα.
Ὁ Νικολάκης ἤτανε χρονῶν δεκατεσσάρων,
ὑπόδουλοι οἱ Ἕλληνες στῶν Τούρκων τῶν βαρβάρων.
Ὁ Νικολάκης ἀρετὲς πῆρε ἀπ᾿ τὸ νησί του,
καὶ φωτισμένοι κληρικοὶ συζήταγαν μαζί του.
Σὰν τὸ ἐλάφι ἔτρεχε σὲ κάθε ἐκκλησία,
ἰδίως ὅταν ἔκαναν ἐκεῖ ὁλονυκτία.
Γλυκύτητα στὴν προσευχή, μὰ καὶ στὴν ψαλμωδία,
Ἁγιορεῖτες μοναχοὶ σὲ κάθε λειτουργία.
Ἔτσι ἐπροσκολλήθηκε τὴν ἐποχὴ ἐκείνη,
καὶ εἶχε πόθον ἰσχυρὸ γιὰ τὴν ἱερωσύνη.
Ἀλλὰ καὶ ἡ μητέρα του εὑρῆκε μία λύση,
νὰ παντρευτῇ μία χριστιανή, μαζί του γιὰ νὰ ζήσῃ.
Κόρη ἀπὸ τὰ Κύθηρα, τὴν ἔλεγαν Ἑλένη,
τῶν μυροφόρων Κυριακὴ ὁ γάμος τους νὰ γένῃ.
Τρεῖς μῆνες πιὸ ἀργότερα διάκονος εἶχε γίνει,
μὰ καὶ ἡ διακόνισα ἦν εὐσεβὴς κι ἐκείνη.
Ἐγέννησαν ἕνα παιδί, τὸ ὄνομά του Γιάννη,
ἀλλὰ ἡ διακόνισα δὲν ζεῖ, εἶχε πεθάνει.
Ὁ Ἅγιος τώρα τοῦ Θεοῦ ἔπρεπε νὰ κρατήσῃ
καὶ τῆς χηρείας τὸ σταυρὸ νὰ ἀντιμετωπίσῃ.
Πάλεψε, ἀγωνίστηκε ζητᾷ θεία βοήθεια,
στὴν ἐκκλησιὰ καλόγερος εὑρῆκε τὴν ἀλήθεια.
Καὶ τὸ παιδὶ παρέδωσε στὴ μάνα καὶ ἀδερφή του
καὶ ἔγινε μεγαλόσχημος νὰ ζήσῃ τὴ ζωή του.
Καὶ μέρα νύχτα ἄρχισε βιβλία νὰ διαβάζῃ,
κι ὅλους στὸ δρόμο τοῦ Χριστοῦ ἐπιμελῶς τοὺς βάζει.
Εἶχε χαρὰ χριστιανικὴ καὶ στὴν ψυχὴ γαλήνη,
καὶ ἔδινε σ᾿ ὅλους τοὺς πτωχοὺς τὴν ἐλεημοσύνη.
Καὶ ἔγινε πρεσβύτερος στὶς δύο τοῦ Μαρτίου,
χίλια ὀχτακόσια ὀγδόντα τέσσερα, Ἁγίου Ἡσυχίου.
Στὸ ἐκκλησάκι ἱερεὺς τ᾿ Ἁγίου Ἐλισσαίου
ὁλονυκτίες ἔκανε Προφήτου τοῦ ὡραίου.
Ὁ κόσμος τὸν ἀγάπησε γιατὶ εἶχε καλοσύνη·
ἦταν ἀφιλοχρήματος, εἶχε ἐλεημοσύνη.
Ἐμοίραζε εἰς τοὺς πτωχοὺς ἔξω ἀπ᾿ τὴν ἐκκλησία,
ὅπου τὸν ἐπερίμεναν σὲ κάθε λειτουργία.
Στὸν Ἅγιον Παντελεήμονα λίγο καιρὸ εἶχε κάνει
καὶ τὸν ἐμεταθέσανε στὸν Ἅγιο Ἰωάννη.
Λυπήθηκε ὁ Ἅγιος, τώρα στὸ δρόμο κλαίει,
καὶ παλληκάρι τὸν ρωτᾶ καὶ ὁ ἅγιος τοῦ λέει.
Στὸν Ἅγιο Παντελεήμονα ποὺ τὸν ὑπηρετοῦσα
μὲ διώξανε· λυπήθηκα, γιατὶ τὸν ἀγαποῦσα.
Μὴν κλαῖς, τοῦ λέγει ὁ νεαρός, ἐγὼ εἶμαι μαζί σου,
εἶμαι ὁ Παντελεήμονας, ἠρέμησε ἡ ψυχή σου.
Εὐθὺς ἐξαφανίστηκε, ἔφυγε ἀπὸ μπροστά του,
καὶ ὁ πατὴρ Νικόλαος πῆρε βοήθειά του.
Καὶ κάθε χρόνο πήγαινε ποὺ κάναν ἀγρυπνία
τ᾿ Ἁγίου Παντελεήμονα μέσα στὴν ἐκκλησία.
Μία χρονιὰ ἀρρώστησε μὲ πυρετὸ μεγάλο,
καὶ βλέπει μέσ᾿ στὸ ἱερὸ τοῦτο τὸ περιβάλλον,
τὸν ἰατρὸν τὸν Ἅγιον καὶ φάρμακο τοῦ δίνει
καὶ ἔγινε ἐντελῶς καλὰ καὶ τοῦ ῾χε εὐγνωμοσύνη.
Καὶ ἔλεγε ὁ παπα-Πλανᾶς· στὸν λάρυγγά μου γλύκα,
γιὰ μία ἑβδομάδα ἔνιωθα στὸ φάρμακο εὑρῆκα.
Πενήντα χρόνια ὁλόκληρα ἔκανε προσευχή του
κάθε ἡμέρα λειτουργιά, ἦν ὁ Θεὸς μαζί του.
Καθόλου δὲν σταμάτησε, χειμώνα, καλοκαίρι,
ὑπηρεσία ἤθελε εἰς τὸ Χριστὸ νὰ φέρῃ.
Στὸν Ἀη-Γιάννη κυνηγὸ μία μέρα λειτουργοῦσε,
τὸν ἔβλεπε ἕνα παιδὶ στὴ γῆ δὲν ἐπατοῦσε.
Μία νύκτα ἐκεῖ ποὺ βάδιζε τὸ δρόμο τόν-ε χάνει
ὁ ἄγγελός του φύλακας στὴν ἐκκλησιὰ τὸν βάνει.
Μία μέρα δίχως πρόσφορο στὴν ἐκκλησιὰ πηγαίνει,
καὶ ἀχνιστὸ ἕνα πρόσφορο ὁ ἄγγελος τοῦ φέρνει.
Μία νύκτα σ᾿ ὁλονύκτιο μέσα στὴν ἐκκλησία
ἐκοίταξε εἰς τὸν παπὰ μία θεία ὀπτασία.
Εἶδε ἱερομάρτυρα Φωκᾶ στὴν ἐκκλησία,
δίπλα εἰς τὸν παπὰ Πλανᾶ ν᾿ ἀκούῃ ἀκολουθία.
Ὅλες τὶς νηστεῖες νήστευε, δὲν εἶχε λαιμαργία
ἔτρωγε πάντοτε μετὰ τὴ θεία λειτουργία.
Ὧρες πολλὲς μνημόνευε ζώντων καὶ τεθνεώτων,
καὶ -φτάνει πιὰ- τοῦ ἔλεγαν τὰ στόματα ἀνθρώπων.
Ἦταν ὑπομονετικός, χωρὶς ἀοργισία,
διαφωνίες ἔλυνε μέσα στὴν ἐκκλησία.
Κακῶς τὸν μεταχείριζαν, μὰ μὲ τὴ σιωπή του,
τοὺς ἐνικοῦσε πάντοτε μὲ τὴ διαγωγή του.
Μία νεωκόρος ἐκκλησιᾶς ποὺ τὸν ἀντιπαθοῦσε,
τὴν πείραξε ὁ σατανᾶς καὶ τὸν ἐβλαστημοῦσε.
Μία μέρα καθὼς ἔμπαινε μέσα στὴν ἐκκλησία,
τὸν μούντζωσε ἡ δυστυχὴς μὲ δαιμονοληψία.
Τὴν νύκτα εἰς τὸν ὕπνο της βλέπει τὸν Ἅη-Γιάννη,
τῆς δίνει ράπισμα γερὸ γι᾿ αὐτὸ ποὺ εἶχε κάνει.
Μελάνιασε τὸ μάγουλο, τώρα ζητᾶ συγγνώμη
ἀπὸ τὸν Ἅγιο Πλανᾶ, παρακαλεῖ ἀκόμη.
Τὰ χέρια της ποὺ μούντζωσε τοῦ ῾λεγε νὰ ἀπατήσῃ,
τὸ σφάλμα αὐτὸ ποὺ ἔκανε νὰ τῆς τὸ συγχωρήσῃ.
Παπᾶ Νικόλας ὁ Πλανᾶς γιὰ τὴ χειρονομία
καμία δὲν ἐβάσταξε· εἶχε ἀοργησία.
Παπαδιαμάντης ἔψελνε μὲ τὸ Μωραϊτίδη,
ποὺ ἀγρυπνία στέκονταν τὴ νύχτα στὸ στασίδι.
Ἐγκώμιον τοῦ ἔγραψαν σὲ εἰδικὸ βιβλίο
καὶ ἐπαινοῦν τὶς ἀρετὲς στὸν ἰδικόν του βίο.
Καὶ ὁ πατὴρ Φιλόθεος τὸν ἐγκωμιάζει,
καὶ σὲ ἀγράμματο παπὰ θεῖες ἀρετὲς θαυμάζει.
Πολλὰ εἶναι τὰ θαύματα ποὺ εἶχε καμωμένα,
ποὺ στὰ βιβλία τοῦ Θεοῦ ὅλα εἶναι γραμμένα.
Χίλια ἐννιακόσια τριάντα δυὸ ἦταν χρονολογία,
καὶ μηνὸς Μαρτίου δύο ἡ ἡμερομηνία.
Τοῦ Ἀσώτου ἐλειτούργησε τὴ θεία λειτουργία,
λιποθυμία ἔπαθε μέσα στὴν ἐκκλησία.
Στὸ σπίτι ὁ γιὸς ὁ Γιάννης του καὶ ἡ νύφη του Μαρία,
τὴν τελευταία ἔκαναν γι᾿ αὐτὸν ὑπηρεσία.
Φῶς θεϊκὸ ἐφάνηκε στὸ τέλος τῆς ζωῆς του,
καὶ σὰν πουλάκι ἔδωσε στὸν πλάστη στὴ ψυχή του.
Χιλιάδες οἱ προσκυνητὲς ἤτανε στὴ θανή του
συγκηνημένοι ἔτρεχαν νὰ πάρουν τὴν εὐχή του.
Ὦ Ἅγιε Νικόλαε πνευματικὲ Πατέρα
γιὰ ἐμᾶς τὰ ἁμαρτωλὰ παιδιὰ προσεύχου νύκτα ἡμέρα.
|