Ἅγιος Ἱερομάρτυς Βλάσιος Σεβαστείας

11 Φεβρουαρίου

Τὴν ἑνδεκάτην πάντοτε μηνὸς Φεβρουαρίου
τὴν μνήμη ἑορτάζομεν Βλασίου τοῦ Ἁγίου.

Στὸν Πόντο ἐγεννήθηκε, εἰς τὴν Μικρὰ Ἀσία,
καὶ ἔγινε Ἐπίσκοπος στὴν πόλι Σεβαστεία.

Τριακόσια ὀκτὼ μετὰ Χριστὸν εἶχε τὴν βασιλεία
Λικίνιος ποὺ ἔζησε στὴν εἰδωλολατρία.

Ὁ Ἅγιος ἰατρικὴν τότε εἶχε σπουδάσει,
καὶ ζοῦσε μὲ συνέπεια θεοσεβὴς ἐν πᾶσι.

Τὸ σῶμα τὸ ἀνθρώπινον ὅταν παρατηροῦσε,
τὸν πάνσοφον δημιουργὸν Θεὸν δοξολογοῦσε.

Τὸ ἔργο τὸ ἰατρικὸ εἶχε ἀγαθοεργία,
ἰάτρευε ὅλους δωρεάν, δίχως φιλαργυρία.

Πολλὲς φορὲς ποὺ ἔβλεπε τὴ δυστυχία τόση,
ἐφρόντιζε καὶ τὰ φάρμακα ἐκεῖνος νὰ πληρώσῃ.

Οἱ ἐπισκέψεις τέλειωναν μὲ κάθε ἀσχολία,
διάβαζε Ἁγία Γραφὴ καὶ ἱερὰ βιβλία.

Ἔβλεπαν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τὸν θεϊκόν του ζῆλο,
Ἐπίσκοπο τὸν ἔκαναν, τῆς Ἐκκλησίας στύλο.

Ἤθελε ὅμως τὴν ψυχὴ νὰ τὴν τελειοποιήσῃ,
κι ὡς ἀσκητὴς στὴν ἔρημο ἐπῆγε γιὰ νὰ ζήσῃ.

Εἰς τὸν ἑαυτό του ἐπέβαλε σκληρὴ δοκιμασία,
ζοῦσε στὴν ἁγιότητα, ἐκεῖ στὴν ἡσυχία.

Ὁ κόσμος δὲν τὸν ἄφηνε μονάχος του νὰ ζήσῃ,
σὰν τὰ ἐλάφια ἔτρεχαν γιὰ νὰ τοὺς εὐλογήσῃ.

Ἀκόμη κι εἰς τὴν ἔρημο τὰ ἄγρια θηρία
ὅλα κοντά του ἔρχονταν νὰ πάρουν εὐλογία.

Ὁ Ἀγρικόλας κυνηγὸς στέλνει νὰ κυνηγήσουν
καὶ ὅτι νὰ βροῦν στὸν δρόμο τους νὰ τὸν εἰδοποιήσουν.

Σὲ μία σπηλιὰ ὁ Ἅγιος κάνει τὴν προσευχή του,
παρακαλεῖ τὸν Ἰησοῦν νὰ στέκεται μαζί του.

Ἐπέστρεψαν οἱ κυνηγοὶ λέγαν στὸν Ἡγεμόνα,
σὲ μιὰ σπηλιὰ χριστιανὸς κάνει Χριστοῦ κανόνα.

Βάζει εὐθὺς διαταγὴ καὶ πῆγαν στρατιῶται,
στὸν ἡγεμόνα ὁδηγοῦν τὸν Ἅγιο ἐτότε.

Ὁ Βλάσιος σὰν τ᾿ ἄκουσε, εἶχε χαρὰ μεγάλη,
καὶ καλωσύνη ἔδειξε στοὺς στρατιῶτες πάλι.

Στὸ δρόμο ποὺ ἐβάδιζαν θαύματα εἶχαν γίνει,
εἰδολωλάτρες γύριζαν εἰς τὴν χριστιανοσύνη.

Προσεύχονταν ὁ Ἅγιος σὲ ὅλη τὴν πορεία,
καὶ ὅσοι ἦσαν ἀσθενεῖς ξανάβρισκαν ὑγεία.

Σ᾿ ἕνα μονάκριβο παιδὶ ποὺ εἶχε μία μητέρα,
μεγάλο θαῦμα ἔγινε ἐκείνη τὴν ἡμέρα.

Στὸ φαγητὸ ποὺ ἔτρωγε αὐτὸ τὸ παληκάρι,
μέσ᾿ στὸ λαιμὸ τοῦ σφήνωσε ἀγκάθι ἀπὸ ψάρι.

Κι εὐθὺς ἔμεινε ἄφωνο κι ἐπῆγε ἡ μητέρα
στὸν Ἅγιο τὸν Βλάσιον τὴν ἴδια τὴν ἡμέρα.

Λυπήθηκε ὁ Ἅγιος τὴν προσευχή του κάνει,
καὶ τὸν ἀκούει ὁ Θεὸς καὶ τὸ ἀγκάθι βγάνει.

Καὶ πάλι κάνει ὁ Ἅγιος θερμὴ τὴν ἱκεσία,
σὰν συμβῇ τέτοιο κακὸ νὰ βρίσκουν θεραπεία.

Κι ἔτσι παθήσεις λάρυγγα ὅσοι ἐπικαλοῦνται,
Θεοῦ κι Ἁγίου ὄνομα ἀμέσως βοηθοῦνται.

Κάποιας γυναίκας ἅρπαξε ὁ λύκος ἕνα χοῖρον,
κι ἔτρεξε εἰς τὸν Ἅγιον ποὺ πέρναγε τριγύρω.

Ἔκλαιγε καὶ τοῦ ἱστόρησε αὐτὴ τὴ συμφορά της,
τῆς λέγει τότε ὁ Ἅγιος θὰ ῾ρθῇ πάλι κοντά της.

Εὐθὺς ὁ λύκος ἡμέρεψε, τὸν χοῖρο φέρνει πάλι,
εἰς τὴν γυναίκα τὴν πτωχὴν κ᾿ εἶχε χαρὰ μεγάλη.

Ἔφθασαν στὴν Σεβάστεια, στὴν φυλακὴ μία ἡμέρα,
κι ἐπρόσταξεν ὁ Ἡγεμὼν σ᾿ ἀνάκρισι τὸν φέραν.

Τοῦ ῾λεγε μὲ πραότητα σὰν νὰ εἴχανε φιλία,
γιὰ τοὺς μεγάλους τοὺς Θεοὺς τὴν εἰδωλολατρεία.

Τοῦ ἀπαντᾷ ὁ Ἅγιος θεοὺς μὴν ὀνομάζῃς,
δαίμονες εἶν᾿ τὰ εἴδωλα καὶ τοὺς ἐγκωμιάζεις.

Ὁ ἡγεμόνας ἐθύμωσε· πρόσταξε νὰ τὸν δείρουν·
καὶ μὲ πολὺ χονδρὰ ραβδιὰ τὶς πλάτες του νὰ γδύρουν.

Στὴν φυλακὴ ὁ Ἡγεμὼν δύο φορὲς τὸν βάζει,
στὰ εἴδωλα ὁ Ἅγιος ποτὲ δὲν θυσιάζει.

Ἑπτὰ γυναῖκες χριστιανὲς ἀπ᾿ τὶς πληγὲς τ᾿ Ἁγίου,
ἐμάζευσαν ὡς φυλακτό, τὸ αἷμα τοῦ μαρτυρίου.

Τὸ ἔμαθε ὁ τύραννος κι ἀμέσως διατάζει,
νὰ προσκυνοῦν τὰ εἴδωλα καὶ τοὺς ἐξαναγκάζει.

Τὸν λόγον θυσιάζομεν, στὴν λίμνη νὰ νιφτοῦμε,
καὶ ὅταν ἐπιστρέψαμεν, εἴδωλα προσκυνοῦμε.

Ἐπείσθηκε ὁ Ἡγεμὼν τὴν ἄδεια τοὺς δίνει,
μὰ ἔριξαν τ ᾿ ἀγάλματα στὸ βάθος μέσ᾿ στὴ λίμνη.

Σὰν τὸ ῾μαθε ὁ ἡγεμών, ὡργίσθη ἀπ᾿ τὸ θυμό του·
κι ἀμέσως ἀνακρίνονται καὶ οἱ ἑπτὰ ἐμπρός του.

Δίνει εὐθὺς διαταγὴ κι ἀνάψανε καμίνι,
μολύβι βάνουν στὴ φωτιά, ζωὴ νὰ μὴν τοὺς μείνῃ.

Γυναίκα εἶχε δύο παιδιὰ καὶ ἄρχισαν τὸ κλάμα·
καὶ στὸ καμίνι ἔπεσαν μαζί της ἐν τῷ ἅμα.

Ἐξέσκιζαν τὶς σάρκες τους μὲ χτένια σιδερένια·
ἦταν φρικτὸ μαρτύριο καὶ ἔτρεχε τὸ αἷμα.

Μέσα στὸ αἷμα ἔγινε θαῦμα ἀπὸ τὰ μεγάλα·
καὶ ἔτρεχε ἀπ᾿ τὶς πληγὲς ἀντὶ γιὰ αἷμα γάλα.

Ἅγιοι Ἄγγελοι Θεοῦ γιατρέψαν τὶς πληγές τους,
Δύναμη πῆραν τοῦ Θεοῦ, δὲν ἦσαν μοναχές τους.

Καὶ ἄλλο θαῦμα ἔγινε μέσα εἰς τὸ καμίνι,
τὶς ἔριξαν μὰ ἔσβησε ἡ φλόγα τὴν ὥρα ἐκείνη.

Ὁ ἡγεμὼν θεώρησε τὸ θαῦμα σὲ μαγεία,
νὰ θυσιάσουν ἔλεγε στὴν εἰδωλολατρεία.

Τοῦ ἡγεμόνος λόγια αὐτὰ θεώρησαν βλακεία,
γιατὶ εἶχαν μπεῖ στὸν οὐρανό, στὴν ἄνω Βασιλεία.

Κι εὐθὺς ἀποκεφαλισμὸ ἀμέσως διατάζει,
ὁ Ἀγρικόλας ὁ σκληρός, γιατὶ μυαλὸ δὲν βάζει.

Προσεύχονται εἰς τὸν Θεὸν καὶ ἔχουνε ὡς βάσι,
νὰ συναριθμηθοῦν μαζὶ μὲ τὸν ποιμένα Βλάση.

Καὶ τὶς ἀποκεφάλισε ὁ δήμιος, κατόπιν,
ἑπτὰ γυναῖκες μάρτυρες, ἁγιάσανε οἱ τόποι.

Φέρνουν τὸν Ἅγιον Βλάσιον μπροστὰ στὸν ἡγεμόνα,
τὰ εἴδωλα νὰ προσκυνᾷ τοῦ ἔβαλε κανόνα.

Ἀρνήθηκε ὁ Ἅγιος τὸν ρίχνει μέσ᾿ στὴ λίμνη,
κάνει σημεῖον τοῦ σταυροῦ καὶ σῶος ἔχει μείνει.

Ἐπερπατοῦσε στὰ νερὰ σὰ νὰ ῾τανε στὴν ξέρα,
εἰδωλολάτρες δίδασκε ἐκείνη τὴν ἡμέρα.

Ἔλεγε ψεύτικοι θεοὶ εἶναι τὰ εἴδωλά τους,
στὴν λίμνη ἂν τοὺς ρίξουνε δὲν πᾶν βοήθειά τους.

Ἀπὸ ὑπερηφάνεια ἔπεσαν μέσα εἰς τὴν λίμνη,
πνίγηκαν ἑξήντα ὀκτώ, κανεὶς δὲν εἶχε μείνει.

Τὸν χαιρετᾶ ἕνας Ἄγγελος, τοῦ λέγει τὶ νὰ κάνῃ,
καὶ στὸ μαρτύριο νὰ μπῇ, νὰ πάρῃ τὸ στεφάνι.

Ἐβάδισε στὰ ὕδατα καὶ βγαίνει ἀπὸ τὴ λίμνη,
ὡσὰν τὸν ἥλιο ἔλαμπε, ὅλη τὴ μέρα ἐκείνη.

Τὸ θάρρος χάνει ὁ ἡγεμών, βγάζει διαταγή του,
θάνατον εἰς τὸν Ἅγιον καὶ δύο παιδιὰ μαζί του.

Σὰν τ ᾿ ἄκουσε ὁ Ἅγιος κάνει τὴν προσευχή του,
ὅποιος τὸν ἐπικαλεσθῇ, πάντα θὰ ῾ναι μαζί του.

Καὶ τοὺς ἀποκεφάλισαν στὴν πόλι Σεβαστεία,
Ἱερομάρτυ Βλάσιο καὶ δύο μικρὰ παιδία.

Ἐπῆραν τότε οἱ πιστοὶ τ᾿ Ἅγια Λείψανά τους,
τὰ ἔθαψαν μ᾿ εὐλάβεια, τὰ εἶχαν συντροφιά τους.

Δύο λόγια ἀκόμα θὰ γραφοῦν γιὰ τοῦ Ἁγίου θαῦμα,
ὁ λύκος ποὺ ἐπέστρεψε τὸν χοῖρο ἐν τῷ ἅμα.

Γυναίκα ἐκείνη ἡ πτωχή, φυλάκισι μαθαίνει,
πῶς ἔβαλαν τὸν Ἅγιον κι ἀπόφασί της παίρνει.

Τὸν χοῖρο της τὸν ἔσφαξε στὴν φυλακὴ πηγαίνει,
τὴν κεφαλὴ στὸν Ἅγιον πάει μαγειρεμένη.

Εὐχαριστεῖ ὁ Ἅγιος γιὰ τὴ φιλοξενία,
εὐλόγησε καὶ ἔφαγε, τῆς δίνει ὁδηγία.

Κάθε χρονιὰ τῆς ἔλεγε ποὺ θὰ ῾ν᾿ ἡ ἑορτή του,
νὰ τοῦ προσφέρῃ δῶρα της, διὰ τιμὴν δική του.

Εὐχαριστεῖ τὸν Ἅγιον διὰ παραγγελία·
καὶ κάθε χρόνο ἔδινε δῶρα καὶ εὐλογία.

Πολλὰ εἶναι τὰ θαύματα Βλασίου τοῦ Ἁγίου
ποὺ ἔχει Χάρι τοῦ Θεοῦ, Πατρὸς τοῦ οὐρανίου.

Ἰδιαιτέρως τοῦ λαιμοῦ παθήσεις θεραπεύει,
κι ὅσοι τὸν ἐπικαλεσθοῦν εἰς τὸν Θεὸ πρεσβεύει.

Θερμὰ παρακαλοῦμὲ σε· κάνε τὴν προσευχή σου,
γιὰ μᾶς τ᾿ ἁμαρτωλὰ παιδιά, νὰ εἴμαστε μαζί σου.

Στὴ γῆ ἐδῶ ὅσο ζήσωμε μὲ τὴν κατ᾿ ἄμφω ὑγεία,
μὲ τοῦ Θεοῦ τὸ θέλημα καὶ ὄχι μ᾿ ἁμαρτία.

Ἀκόμη κάνε δέησι, θερμὴ τὴν ἱκεσία,
γιὰ νὰ κληρονομήσωμεν Χριστοῦ τὴν Βασιλεία.