Ἅγιος Ἱερομάρτυς Χαραλάμπης

10 Φεβρουαρίου

Ἔχεις ὡραῖο ὄνομα, Ἅγιε Χαραλάμπη,
εὐφραινομένη ἡ ψυχή, τὸ πρόσωπόν σου λάμπει.

Ἤσουν πιστὸς χριστιανός, μικρὸς στὴν ἡλικία
ἐκήρυττες γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν ὀρθοδοξία.

Διάβαζες Εὐαγγέλιο, φωτίζονταν ὁ νοῦς σου,
σὰν κληρικὸς ἐδίδασκες τοὺς συνομήλικούς σου.

Εἶχες ἀγάπη στὸν Χριστὸν καὶ ἔκανες θυσία,
ποὺ τότε ἐβασίλευε ἡ εἰδωλολατρεία.

Καὶ ἱερέας ἔγινες εἰς τὰ σαράντα χρόνια
γιὰ νὰ σωθῇ ὁ ἄνθρωπος ποὺ ῾ταν στὴν καταφρόνια.

Σὰν τὴ φλογέρα τοῦ βοσκοῦ μὲ τὰ κηρύγματά σου
πίστευε κόσμος στὸν Χριστὸν κι ἐρχότανε κοντά σου.

Σεβῆρος αὐτοκράτορας ἤτανε εἰς τὴν Ῥώμη,
χριστιανομάχος καὶ σκληρὸς καὶ ἀσεβὴς ἀκόμη.

Ἦταν καὶ ὁ Λουκιανὸς στὴν πόλι Μαγνησία,
ποὺ ἡγεμόνας ἤτανε στὴν εἰδωλολατρεία.

Θηρίο ἦταν ἀνήμερο γιὰ τὴν χριστιανοσύνη,
χαιρόταν γιὰ τοὺς Χριστιανοὺς τὸ αἷμα του νὰ χύνῃ.

Τὸν Ἅγιον Χαράλαμπο τὸν κάλεσε μπροστά του,
γιατὶ ὁ κόσμος πίστεψε εἰς τὰ κυρήγματά του.

Τὸν κοίταξε ἀπειλητικὰ μὲ βλοσυρὸ τὸ βλέμμα
γιατὶ Θεοὺς δὲν σέβεται καὶ βασιλέως στέμμα.

Ἐγώ, τοῦ λέγει ὁ Ἅγιος, ὑπακοὴ θὰ κάνω
στὸν βασιλέα μου Χριστόν, ὡς ὅτου νὰ ἀποθάνω.

Τὰ εἴδωλα εἶναι ἄψυχα, αὐτὰ ποὺ προσκυνᾶτε,
καὶ σᾶς νεκρώνουν τὴν ψυχὴ καὶ τὸν Θεὸν ξεχνᾶτε.

Ἐνῶ ὁ βασιλεὺς Χριστὸς ἔφερε σωτηρία,
ἡ πίστι ἡ ἀληθινὴ εἶν᾿ ἡ ὀρθοδοξία.

Ἐθύμωσε ὁ ἡγεμὼν τὸν Ἅγιο διατάζει
σὰν δὲν τιμᾶ τὰ εἴδωλα βάσανα ἑτοιμάζει.

Τοῦ ἁπαντὰ ὁ Ἅγιος «βάσανα δὲν φοβοῦμαι»
καὶ τὸν γλυκύτατον Ἰησοῦν ποτὲ δὲν τὸν ἀρνοῦμαι.

Τὰ ἰδικά σου βάσανά μου φέρνουν εὐτυχία,
γιατὶ θὰ ζῶ αἰώνια Χριστοῦ τὴ βασιλεία.

Καὶ ἄρχισαν τὰ μαρτύρια· τοῦ ἔγδαραν τὸ σῶμα,
καὶ σιδερένιες μαχαιριὲς τοῦ ἔδιναν ἀκόμα.

Ὁ Ἅγιος προσευχότανε καὶ τοὺς εὐχαριστοῦσε
στὸν βασιλέα τὸν Χριστὸν ὑπομονὴ ζητοῦσε.

Οἱ δήμιοι ποὺ ἔγδερναν τὸ σῶμα τοῦ Ἁγίου
καὶ τρεῖς γυναῖκες πίστεψαν εἰς τὸν Χριστὸν Κυρίου,

γιατὶ εἶδαν τὴν ὑπομονὴ τ᾿ Ἁγίου Χαραλάμπη,
στοὺς πόνους τοὺς ἀβάστακτους, τὸ πρόσωπο νὰ λάμπει.

Καὶ τοὺς ἀπεκεφάλισαν γι᾿ αὐτὴ τὴ μαρτυρία
τὴν ἴδια μέρα τοὺς τιμᾶ κι αὐτοὺς ἡ Ἐκκλησία.

Συνέχισαν τὰ βάσανα τοῦ Ἁγίου ἐν τῷ ἅμα,
μέσ᾿ στὰ φρικτὰ μαρτύρια γίνεται ἕνα θαῦμα.

Στομώσανε τὰ ὄργανα τὰ φονικὰ καὶ τέρμα,
ἔπαψαν πιὰ νὰ σχίζουνε στὸν Ἅγιο τὸ δέρμα.

Τότε ἕνας δούκας κάρφωσε στὸ σῶμα τοῦ Ἁγίου,
τὰ φονικὰ τὰ ὄργανα ποὺ ἦταν τοῦ μαρτυρίου.

Μὰ κόπηκαν τὰ χέρια του, τοῦ δούκα τοῦ ἀγρίου,
καὶ κολλημένα μείνανε στὸ σῶμα τοῦ Ἁγίου.

Φωνάζοντας καὶ κλαίγοντας μέσ᾿ στὴν ἀπελπισία,
τὸ θαῦμα ἐθεώρησε πὼς ἤτανε μαγεία.

Κι ὁ ἡγεμόνας νόμισε τὸ θαῦμα γιὰ ἀπάτη,
τὸ πρόσωπό του στράβωσε καὶ γύρισε στὴν πλάτη.

Ὁ κόσμος ὅμως ἔβλεπε αὐτὲς τὶς θεωρίες,
κατάλαβε ἀπ᾿ τὸν Θεὸν πὼς ἦταν τιμωρίες.

Τὸν Ἅγιον παρακαλοῦν νὰ κάνει προσευχή του,
νὰ σταματήσῃ ὁ Θεὸς τὴν δίκαιην ὀργήν του.

Τοὺς ἁπαντᾷ ὁ Ἅγιος· ἂν θέτε σωτηρία,
πιστεύσατε εἰς τὸν Θεὸν καὶ στὴν Ὀρθοδοξία.

Καὶ ὅλοι ἐπιστεύσανε στὰ λόγια του Ἁγίου,
γιατὶ εἶδαν μὲ τὰ μάτια τους θαύματα τοῦ Κυρίου.

Κι ὁ δούκας ὁ ταλαίπωρος τόνε παρακαλοῦσε
μὲ τὰ κομμένα χέρια του, γιατὶ φρικτὰ πονοῦσε.

Τὸν Ἅγιο παρακαλεῖ νὰ τὸν ἐλευθερώσῃ,
καὶ τὰ κομμένα χέρια του νὰ τοῦ τὰ ξαναδώσῃ.

Ὁ Ἅγιος τὸν λυπήθηκε, κάνει τὴν προσευχή του,
κι ἀπ᾿ τὸν οὐράνιον Θεὸν ἀκούει τὴν φωνή του.

Χαῖρε ἀθλητὰ Χαράλαμπε, συνόμιλε ἀγγέλων,
τὴν δέησίν σου ἄκουσα καὶ τώρα σ᾿ ἀναγγέλλω.

Στοὺς ἀσεβεῖς τὴν ἴασιν δίδω καὶ ἰατρείαν,
κι αὐτοστιγμεὶ σταμάτησε γι᾿ αὐτοὺς ἡ τιμωρία.

Τοῦ δούκα χέρια κόλλησαν στὸ σῶμα του σὰν πρῶτα,
πίστευσε καὶ βαπτίσθηκε εἰς τοῦ Χριστοῦ τὴν πόρτα.

Κι ὁ Ἡγεμόνας γύρισε πάλι τὸ πρόσωπό του,
γύρισε ἀπὸ τὴν πλάτη του καὶ κοίταξε ἐμπρός του.

Σταμάτησε τὸν διωγμὸ γιὰ τὴν χριστιανοσύνη,
στὸν βασιλιὰ ἀνέφερε θαύματα ποὺ ῾χᾶν γίνει.

Ὁ Ἅγιος Χαράλαμπος στὸ σπίτι του πηγαίνει
γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ τὰ πάντα ὑπομένει.

Εἰδωλολάτρες πήγαιναν, τοὺς ἐξομολογοῦσε,
καὶ ὅταν ἐβαπτίζοντο τότε τοὺς κοινωνοῦσε.

Ἔκανε θαύματα πολλὰ εἰς τοὺς ἀρρωστημένους
κι ἔβγαζε δαιμόνια ἀπ᾿ τοὺς δαιμονισμένους.

Ἀκόμα καὶ ἀνάσταση νεκρῶν εἴχενε κάνει,
μὲ προσευχὴ ἀνέστησε, ὁποὺ εἴχανε πεθάνει.

Ὁ ἡγεμὼν ἀνέφερε στὸν ἀσεβῆ Σεβῆρο
τὰ θαύματα ποὺ ὁ Ἅγιος ἐσκόρπιζε τριγύρω.

Καὶ ὁ Σεβῆρος θύμωσε κι ἀμέσως διατάζει
καρφιὰ νὰ μποῦν στὴν πλάτη του, τοὺς δήμιους προστάζει.

Μὲ ἀσπλαχνία μπήξανε στὴν ράχη τοῦ Ἁγίου
πολὺ φαρμακερὰ καρφιά, πόνος τοῦ μαρτυρίου.

Τοὺς εἶπε ὁ αὐτοκράτορας ἀπὸ τὴ Μαγνησία
νὰ τὸν τραβοῦν ἀλύπητα ὡς τὴν Ἀντιοχεία.

Τὸν βάλανε σὲ ἄλογο, τοῦ δέσαν τὴ γενειάδα
καὶ τὸν τραβοῦν οἱ ἀσεβεῖς σὰν νὰ ῾ταν ἀγελάδα.

Στὸ δρόμο θαῦμα ἔγινε, τὸ ἄλογο μιλοῦσε,
σὰ νὰ ῾ταν ἄνθρωπος Θεοῦ, ὅλους τοὺς ἀπειλοῦσε.

Καταραμένοι, ὀνόμασε ὅλους τοὺς στρατιῶτες,
ποὺ τοῦ διαβόλου ὄργανα γινήκανε ἐτότες.

Αὐτὸς εἶν᾿ ἄνθρωπος Θεοῦ, γιατὶ τὸν τιμωρεῖτε;
Ἀμέσως νὰ τὸνὰ λύσετε κι ἐσεῖς γιὰ νὰ λυθῆτε.

Τότε ὅλοι ἐφοβήθηκαν τ᾿ ἀλόγου ὁμιλία,
μὲ ἄνεση τὸν Ἅγιον πῆγαν Ἀντιοχεία.

Πολλὰ βασανιστήρια ἔκαναν τοῦ Ἁγίου,
ἀλλὰ τὸν ἔκανε καλὰ ἡ χάρις τοῦ Κυρίου.

Ἔβαλαν πῦρ νὰ κάψουνε τὴν ἁγιότητά του,
ἀλλὰ καῆκαν ζωντανοί, ὅσοι ἤτανε κοντά του.

Ἐμάνιασε ὁ βασιλιάς, μὲ τὸν Θεὸ τὰ βάνει,
ἀκόμα τὸν φοβέριζε, δὲν γνώριζε τὶ κάνει.

Ἔριχνε βέλη ἄφθονα ἐπάνω στὸν ἀέρα,
δὲν ἤξερε μὲ τὸν Θεὸ πὼς δὲν τὰ βγάζει πέρα.

Ὀργίσθηκε ὁ Κύριος κάνει σεισμὸ μεγάλο,
μὲ ἀστραπὲς καὶ μὲ βροντὲς καὶ μὲ μεγάλο σάλο.

Εἰς τὸν ἀέρα κρέμονταν Κρίσπος μὲ βασιλέα,
καὶ τότε εἰς τὸν Ἅγιον ἐμίλησε ὡραῖα.

Κατάλαβε τὸ λάθος του καὶ τὴν ἀδυναμία
κι ὅτι ἤτανε ἀπ᾿ τὸν Θεὸν δικαία τιμωρία.

Τὸν Ἅγιο παρακαλεῖ νὰ τὸν ἐλευθερώσῃ,
νὰ δεηθῇ εἰς τὸν Θεὸ γιὰ νὰ τόνε γλιτώσῃ.

Μία κόρη εἶχε ὁ βασιλιάς, τὴν λέγανε Γαλήνη,
τὸν εἶδε ποὺ κρεμότανε κι ἐμίλησε ἐκείνη.

Πίστεψε λέγει στὸν Θεὸν διὰ νὰ σὲ γλιτώσῃ,
εἶναι Θεὸς ἀληθινὸς καὶ θὰ σ᾿ ἐλευθερώσῃ.

Προσκύνησε τὸν Ἅγιο ἡ κόρη του ἡ Γαλήνη,
τοῦ εἶπε νὰ προσευχηθῇ γιὰ τὸν πατέρα ἐκείνη.

Καὶ ἔκανε ὁ Ἅγιος τότε τὴν προσευχή του
ἀμέσως ἄκουσε ὁ Θεὸς σταμάτησε ἡ ὀργή του.

Καὶ κατεβήκανε στὴ γῆ Κρίσπος μὲ βασιλέα,
καὶ στὸ παλάτι πήγανε, περάσανε ὡραῖα.

Σὲ ἕνα μήνα ὁ βασιλιὰς ἄλλαξε πάλι γνώμη,
καὶ ἤθελε τὸν Ἅγιον νὰ τυραννήσῃ ἀκόμη.

Θυσίασε εἰς τοὺς θεούς, τὸν Ἅγιο διατάζει,
δὲν τὸν ἀκούει ὁ Ἅγιος σὲ ὅτι κι ἂν τοῦ τάζῃ.

Διατάζει τότε ὁ βασιλιάς, τοῦ βάνουν χαλινάρι,
ὡς σὰν νὰ ἦταν ἄλογο στὴν πόλι νὰ βολτάρῃ.

Ὁ Ἅγιος προσευχότανε, ἀλλὰ καὶ ἡ Γαλήνη,
ἔλεγε στὸν πατέρα της γιὰ τὴ δικαιοσύνη.

Νὰ σταματήσῃ τὸ κακό, γιατὶ εἶναι ἁμαρτία,
καὶ νὰ πιστέψῃ στὸν Θεὸ νὰ βρῇ τὴ σωτηρία.

Ἀσύνετος ὁ βασιλιάς, δὲν ἄκουσε τὴν κόρη,
κι ἀκόμα στὸ χειρότερο ἐκεῖνος ἐπροχώρει.

Διέταξε τὴν κόρη του, ἂν ἤθελε νὰ ζήσῃ,
νὰ θυσιάσῃ στοὺς θεοὺς καὶ νὰ τοὺς προσκυνήσῃ.

Κι αὐτὴ τοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι θὰ προσκυνήσῃ,
μὰ ἄλλα εἶχε κατὰ νοῦ ὅλα τὰ γκρεμίσῃ.

Τριάντα ἕξη εἴδωλα ἐγκρέμισε ἡ Γαλήνη,
αὐτὴ ἤτανε ἡ προσευχὴ ποὺ ἔκανε ἐκείνη.

Τὴν εἴδηση τρεῖς ἱερεῖς πήγανεν στὸν Σεβῆρο,
τοῦ εἶπαν γιὰ τὴν κόρη του, τὶ ἔκαναν τριγύρω.

Βρῆκαν πενήντα μάστοροι νὰ ἀποκαταστήσουν,
δῆθεν ὅτι ἀπέθαιναν καὶ νὰ τοὺς ἀναστήσουν.

Τὴν ἔβρισε ὁ βασιλιὰς τὴν κόρη του Γαλήνη,
ἀλλὰ μὲ ἀνδρειότητα τοῦ ἁπαντὰ ἐκείνη,

ὅτι δὲν τὸ μετάνιωσε, γι᾿ αὐτὸ ποὺ εἶχε κάνει,
διότι ὁ πατέρας της βρισκότανε στὴν πλάνη.

Τοῦ εἶπε, εἶμαι ἕτοιμη νὰ τὸ ἀποφασίσω,
ἂν ἔχῃς κι ἄλλα εἴδωλα νὰ ῾ρθῶ νὰ τὰ γκρεμίσω.

Ἐθύμωσε ὁ τύραννος, ἔστρεψε τὴν ὀργή του,
στὸν Ἅγιο ποὺ δίδαξε τὴν κόρη τὴν δική του.

Καὶ ἤθελε τὸν Ἅγιον νὰ τὸν ἐξευτελίσει
γυναίκα χήρα ἀκόλαστη τὸν ἔστειλε νὰ ζήσει.

Τὸν φύλαξε ὅμως ὁ Θεὸς κι ἔγινε ἕνα θαῦμα
σὲ στύλο ξερὸ ἀκούμπησε καὶ βλάστησε ἐν τῷ ἅμα.

Ὁ κόσμος ὅλος πίστεψε ποὺ εἴδανε τὸ θαῦμα
καὶ στὴν θρησκεία τοῦ Χριστοῦ γύρισαν ἐν τῷ ἅμα.

Ὅλοι δοξάζαν τὸν Θεὸν ἐκτὸς τοῦ Βασιλέα
ποὺ ῾δωσε γιὰ τὸν Ἅγιον παραγγελία νέα.

Εἶπε ν᾿ ἀποκεφαλισθῇ ὁ Ἅγιος συντόμως
γιατὶ στὸν Ἰησοῦ Χριστὸν ἐπίστευεν ὁ κόσμος.

Σὰν βγῆκε ἡ ἀπόφαση οἱ δήμιοι τὸν παίρνουν
ἑκατὸν δέκα τριῶν ἐτῶν, στὸν δρόμο τόνε σέρνουν.

Σ᾿ ὅλον τὸ δρόμο ὁ Ἅγιος κάνει τὴν προσευχή του
μὲ τὸν ἑκατοστὸν ψαλμόν, νὰ θρέψῃ τὴν ψυχή του.

Εὐχαριστοῦμε τὸν Θεὸ γιὰ τὰ μαρτύριά του
κι ἀμέσως θαῦμα ἔγινε στὰ μάτια τὰ δικά του.

Ἀνοίξανε οἱ οὐρανοί, Χριστὸς ἐφανερώθη
καὶ συνομίλησαν μαζί, ὁ Ἅγιος ἠξιώθη.

Τὸν συνεχάρη ὁ Χριστὸς ποὺ βρίσκονταν κοντά του,
γιατὶ ἐκακοπάθησε γιὰ τ᾿ Ἅγιον ὄνομά του.

Καὶ τὸν ἐρώτησε ὁ Χριστός, ὁποία χάρι θέλει,
μπροστά τους ἐβρισκότανε Ἀγγέλοι καὶ Ἀρχαγγέλοι.

Καὶ ἀπαντᾶ ὁ Ἅγιος· στὴν ἐλαχιστότητά μου
εἶναι μεγάλο χάρισμα ποὺ ῾ναι ὁ Θεὸς μπροστά μου.

Ἀφοῦ ἡ ἀγαθότης σου, Κύριε, μὲ προστάζει,
δίνε τὴν εὐλογίαν σου, σ᾿ ὅποιον μὲ ἑορτάζῃ.

Ὅπου βρεθῇ τεμάχιον ἀπὸ τὸ λείψανό μου
καὶ ὅπου ἑορτάζουνε γιὰ τὸ μαρτύριό μου.

Πείνα ποτὲ νὰ μὴν βρεθῇ κι ἀσθένεια πανώλη,
πρόωρα μὴν πεθάνουνε ἐκεῖ ἀνθρῶποι ὅλοι.

Ἀκόμα σ᾿ ὅλους τοὺς καρποὺς νὰ δίνῃ ἀφθονία
καὶ στοὺς ἀνθρώπους χάρισε ζωὴν τὴν αἰωνία.

Ἔχε γερὰ τὰ βόδια τους καὶ τὰ τετράποδά τους
γιὰ νὰ καλλιεργοῦν τὴ γῆ, νὰ κάνουν τὴ δουλειά τους.

Τοῦ ἁπαντᾷ ὁ Κύριος νὰ γίνῃ θέλημά του,
κι εὐθὺς ἐξαφανίσθηκε, ἔφυγε ἀπὸ μπροστά του.

Καὶ μετὰ ταῦτα ὁ Ἅγιος παρέδωκε ψυχή του
προτοῦ προλάβῃ δήμιος κόψῃ τὴν κεφαλήν του.

Δὲν θέλησεν ὁ Κύριος ἄλλη ταλαιπωρία
γιατὶ ἐβασανίσθηκε σὲ γέρικη ἡλικία.

Τοῦ Ἅγιου τὸ λείψανο τὸ πῆρε ἡ Γαλήνη
τοῦ εἰδωλολάτρη βασιλιᾶ, μὰ χριστιανὴ ἐκείνη.

Ἀφοῦ τὸ ἐνεταφίασε μέσα σὲ χρυσοθήκη
μὲ εὐλάβεια τὸ μοίρασε στοὺς χριστιανοὺς ν᾿ ἀνήκῃ.

Καὶ διώχνει τὶς ἀσθένειες τ᾿ Ἅγιον λείψανό του
καὶ ἔτσι κάθε ἀσθενὴς ἐβρῆκε τὸ γιατρό του.

Σὲ μοναστήρια καὶ ναοὺς ὑπάρχουν λείψανά του
στὰ Ἱερὰ Μετέωρα ἡ κάρα ἡ δικιά του.

Τὸν μεταφέρανε παντοῦ σὲ Ἑλλάδος ἄλλους τόπους
σταμάτησε θανατικὰ ποὺ πέθαναν ἀνθρώπους.

Οἱ Τοῦρκοι ἐθελήσανε νὰ πάρουνε τὴ θήκη,
ἐνόμιζαν οἱ ἄπιστοι, ὅτι σ᾿ αὐτοὺς ἀνήκει.

Θέλανε τ᾿ ἀργυρὸ κουτὶ νὰ πάρουν ποὺ ῾χε ἀξία,
μὰ τὸ κουτὶ δὲν ἄνοιγε, Θεοῦ ῾ναι τιμωρία.

Ὁ τύφος τοὺς ἐθέρισε, γεμίσαν πεδιάδες,
τριάντα πέντε πέθαναν ἐτότε σὲ χιλιάδες.

Σουλτάνος ὅταν ἔμαθε αὐτὴν τὴν τιμωρία
ἔγραψε στὸν διοικητὴ γράμμα στὴ Θεσσαλία.

Πῶς χάθηκε τόσος στρατός, δίχως νὰ γίνει μάχη,
κι ἔγραψε ὁ διοικητή, σουλτάνος νὰ τὸ μάθει.

Οἱ Τοῦρκοι ἐδῶ κατέστρεψαν μονὲς καὶ ἐκκλησίες
καὶ ἀπὸ τύφο πέθαναν· Θεοῦ ῾ναι τιμωρίες.

* * *

Καὶ τώρα λίγα θαύματα, πάμπολα ἔχει κάνει,
ἡ ἐκκλησία τὸν τιμᾶ μὲ δάφνινο στεφάνι.

Οἱ Γερμανοὶ κατακτηταὶ τοῦ ἔτους τοῦ σαράντα
νόμιζαν τὴν Ἑλλάδα μας πὼς θὰ τὴν εἶχαν πάντα.

Ὁ Ἅγιος Χαράλαμπος ἔσωσε μία πόλι
ποὺ θὰ τὴν ἐκατέστρεφε τῶν Γερμανῶν τὸ βόλι.

Ἡ πόλις εἶν᾿ τὰ Φιλιατρά, μέρος Πελοποννήσου,
ποὺ θέλανε οἱ Γερμανοὶ νὰ τὴν ἐξαφανίσουν.

Ἐβγῆκε μία διαταγὴ νὰ κάψουνε τὴν πόλι,
κ᾿ οἱ πρόκριτοι Φιλιατριανοὶ νὰ σκοτωθοῦνε ὅλοι.

Καὶ χίλια πεντακόσια ἄτομα νὰ πᾶνε ἐξορία,
νὰ μὴν γυρίσουνε ποτὲ ἀπὸ τὴν Γερμανία.

Στὴν Τρίπολη τὸ ἔμαθε ἕνας Ἀρχιμανδρίτης
διότι στὴν καταγωγὴ ἦταν Φιλιατρίτης.

Θλίψη μεγάλη ἔγινε μὰ καὶ στενοχωρία
σ᾿ ὅλη τὴν Πελοπόννησο γι᾿ αὐτὴ τὴν τιμωρία.

Τότε ὁ Ἱεροκήρυκας κάνει τὴν προσευχή του
καὶ ὅλοι οἱ Φιλιατρινοὶ προσεύχονταν μαζί του.

Στὸν Ἅγιο Χαράλαμπο κάνουν τὴν προσευχή τους,
ἐκεῖ στὴν ἐκκλησία του κι εἶναι βοηθὸς μαζί τους.

Καὶ σὰν ἐπροσευχήθηκαν, ὁ Ἅγιος ἐν τῷ ἅμα,
πολὺ τοὺς ἐλυπήθηκε κι ἀμέσως κάνει θαῦμα.

Νύκτα παρουσιάζεται, ὁποὺ ὁ Γερμανὸς κοιμᾶται,
μὲ καλοσύνη ὁ Ἅγιος τότε τοῦ ἐξηγᾶται.

Τοῦ εἶπε τὴν διαταγὴ νὰ μὴν τὴν ἐκτελέσῃ,
ἀλλὰ αὐτὸς δὲν θέλησε, στὸν ὕπνο εἶχε πέση.

Ξανὰ παρουσιάσθηκε δύο φορὲς ἀκόμα,
ὁ Ἅγιος στὸν Γερμανὸ ποὺ βρίσκονταν στὸ στρῶμα.

Πάλι τὰ ἴδια εἴπανε τὰ χείλη τοῦ Ἁγίου,
μὴν ἐκτελῇ διαταγὴ Γερμανοστρατηγείου.

Τοῦ ὑποσχέθη ὁ Ἅγιος· ἐγὼ θὰ σὲ φροντίσω,
καὶ θὰ σὲ στείλω ἄβλαβο στὸ σπίτι σου ὀπίσω.

Ἀπὸ τὸν τρόμο ξύπνησε, δὲν ξέρει τὶ νὰ γίνει
ποὺ τρεῖς φορὲς τὸν Γέροντα εἶδε τὴν νύκτα ἐκείνη.

Μετάνιωσε ὁ Γερμανός, τὴν πόλι θέλει κάψῃ,
μὰ καὶ μὲ τὴ συνείδηση θέλει νὰ εἶν᾿ ἐντάξει.

Τὸν Γερμανὸ Διοικητὴ πρέπει νὰ ἐνημερώσῃ,
τὸν πῆρε στὸ τηλέφωνο ἀπάντηση νὰ δώσῃ.

Ὁ Γερμανὸς Διοικητὴς κοιμότανε ἀκόμα,
ἐπῆρε τὸ τηλέφωνο μὰ μὲ κλειστὸ τὸ στόμα.

Γιατὶ κι αὐτὸς τὸν Ἅγιο εἶδε στὸ ὄνειρό του
τὸ ἴδιο βράδυ ἀκριβῶς μὲ τὸν συνάδελφό του.

Ἐτρόμαξε, ἀπ᾿ τὸ φόβο του κινδύνευσε ἡ ζωή του,
καὶ ἔγραψε «ἀναστολὴ» εἰς τὴν διαταγήν του.

Ὅταν ἀνακοινώθηκε, τὸ ῾μάθαν οἱ ἀνθρῶποι,
χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση εἶχαν ὅλοι οἱ τόποι.

Οἱ στρατιῶτες Γερμανοὶ εἶχαν μία ἀπορία,
ψάχνουν νὰ βροῦν τὸν Ἅγιο, ποὺ ἦταν ἡ αἰτία.

Ποὺ ἔκανε τὸ θαῦμα του, δὲν κάηκε ἡ πόλι,
κι ἐπαύθη θαυματουργικὰ τοῦ Γερμανοῦ τὸ βόλι.

Γυρίζουνε τὶς ἐκκλησιὲς νὰ βροῦνε τὴν εἰκόνα,
ποὺ τοῦ Ἁγίου ἡ μορφὴ τοὺς ἔβαλε κανόνα.

Στὴν ἐκκλησιὰ τῆς Παναγιᾶς, μία εἰκόνα λάμπειμ
κι ἀμέσως ἀνεγνώρισε τὸν Ἅγιον Χαραλάμπη.

Μόλις τὸν εἶδε τρόμαξε, ἐκόπηκε ἡ φωνή του,
τὸ πρόσωπό του σκέπασε ἀπὸ τὴν ἐντροπή του.

Ὁ προτεστάντης Γερμανὸς ἔκανε τὸ Σταυρό του,
στὴ γλώσσα του προσεύχεται διὰ τὸν ἑαυτό του.

Τοῦ εἴπανε οἱ ἱερεῖς τὸν βίον τοῦ Ἁγίου,
ποὺ γιὰ Χριστὸ ὑπέμενε δεινὰ τοῦ μαρτυρίου.

Στὸν Ἅγιο οἱ Φιλιατρινοὶ δεῖξαν εὐγνωμοσύνη
καὶ ἐδοξάζαν τὸν Θεό, ὅλη τὴ μέρα ἐκείνη.

Σὰν τέλειωσε ὁ πόλεμος, πῆγαν στὴν Γερμανία,
ὁ Γερμανὸς καὶ σύντροφοι, σῷοι εἰς τὴν ὑγεία.

Ὁ Γερμανὸς τὸ θαῦμα αὐτό, ποτὲ δὲν τὸ ξεχνοῦσε,
τὸν Ἅγιον Χαράλαμπο πάντα εὐγνωμονοῦσε.

Μετὰ δύο χρόνια ἔπειτα κι ἄλλες φορὲς ἀκόμα,
ἀπὸ τὰ ξένα ἔρχεται στῶν Φιλιατρῶν τὸ χῶμα.

Μαζὶ μὲ τὴν γυναίκα του καὶ ὅλα τὰ παιδιά του,
ἐπίστεψε στὸν Ἅγιον κι ἄνθισε ἡ καρδιά του.

Οἱ κάτοικοι τῶν Φιλιατρῶν πῆραν χαρὰ μεγάλη,
σὰν εἴδανε τὸν Γερμανὸ νὰ ἐπιστρέφει πάλι.

Τοῦ κάνανε ὑποδοχὴ καὶ ἑορτάζουν ὅλοι,
τὸν Ἅγιο Χαράλαμπο ποὺ γλίτωσε τὴν πόλι.

* * *

Τὸν Ἅγιο Χαράλαμπο τόνε τιμοῦνε ὅλοι
στὴν Ἅγια εἰκόνα του πατώντας τὴν πανώλη.

Εἶναι πολλὰ τὰ θαύματα τ᾿ Ἁγίου Χαραλάμπη
σὲ ὅλες τὶς εἰκόνες του τὸ πρόσωπό του λάμπει.

Σοῦ ῾χουνε κτίσει ἐκκλησιὲς σὲ ὅλη τὴν Ἑλλάδα,
Ὦ Ἅγιε Χαράλαμπε μὲ μακριὰ γενειάδα.

Καὶ στὸ νησὶ τῆς Νάξου μας εἰς τὸ χωριὸ Ἀγγίδια,
κάνεις τοὺς ἄρρωστους καλά, πρόβατα, βόδια, γίδια.

Ποτὲ κανένας ἄρρωστος ποὺ ἤρθενε κοντά σου
δὲν ἔμεινε ἀγιάτρευτος μὲ τὴν βοήθειά σου.

Καὶ τώρα σὲ παρακαλῶ προσεύχου καὶ γιὰ μένα,
δύο λόγια ἔγραψα πτωχὰ μὲ τὴν μικρή μου πένα.

Ἀντέγραψα ἀπ᾿ τὸν βίον σου καὶ τὰ μαρτύριά σου
καὶ εἶναι ἀξιομίμητα τὰ κατορθώματά σου.

Μὴν μᾶς ξεχνᾶς, ὦ Ἅγιε, κι ἐμᾶς στὴν προσευχή σου,
νὰ ἀξιωθοῦμε ἀπ᾿ τὸ Θεὸ νὰ ζήσωμε μαζί σου.