Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος εἶχε ἐπάγγελμά του
σῶμα τὸ στρατιωτικό, ποὺ φέρει τ᾿ ὄνομά του.
Ἦταν ἀπ᾿ τὰ Εὐχάϊτα, εἰς τὴν Μικρὰν Ἀσία
κι εἶναι μεγαλομάρτυρας μέσα στὴν Ἐκκλησία.
Εἶχε πολλὰ χαρίσματα ψυχῆς, μὰ καὶ στὸ σῶμα,
μὲ φρόνηση καὶ σύνεση καὶ ρήτορας ἀκόμα.
Λικίνιος ὁ βασιλιὰς σ᾿ αὐτὴν τὴν ἐπαρχία,
τρίτον αἰῶνα ποὺ ἤκμαζε ἡ εἰδωλολατρία.
Ὁ βασιλιὰς Λικίνιος πάγει νὰ τὸν τιμήσῃ
καὶ λέγει στὸν Θεόδωρον, πόλι νὰ τοῦ χαρίσῃ.
Τοῦ δίνει πόλιν Ἡράκλειαν νὰ τὴν ἐξουσιάζῃ
καὶ ἀκόμα τὸ δικαίωμα αὐτὸς νὰ διατάζῃ.
Δὲν γνώριζε ὁ βασιλιὰς τὴν ἐποχὴ ἐκείνη
πὼς ἦταν ὁ Θεόδωρος εἰς τὴν Χριστιανοσύνη.
Σὰν ἔλαβε ὁ Ἅγιος αὐτὴν τὴν ἐξουσίαν
σ᾿ ὅλην τὴν πόλι ἐκήρυττε Χριστὸν κι Ὀρθοδοξία.
Ὁ βασιλιὰς ἀνύποπτος τοῦ στέλνει ἕνα γράμμα
νὰ προσκυνήσῃ τοὺς θεούς, τὰ εἴδωλα, ἐν τῷ ἅμα.
Κι ὁ Ἅγιος τοῦ ἁπαντᾶ· ἔλα ἐσὺ στὴν πόλι
καὶ φέρε καὶ τὰ εἴδωλα νὰ προσκυνήσουν ὅλοι.
Γιατὶ μέσ᾿ στὴν Ἡράκλεια θέλουν νὰ ἀποσκιρτήσουν
ν᾿ ἀφήσουνε τὰ εἴδωλα, Χριστὸν νὰ προσκυνήσουν.
Ἐχάρηκε ὁ Βασιλεὺς παίρνει τ᾿ἀγάλματά του
πηγαίνει στὴν Ἡράκλειαν μὲ τὰ στρατεύματά του.
Τὴν νύκτα αὐτὴ ὁ Ἅγιος κάνει τὴν προσευχή του
παρακαλοῦσε τὸν Χριστὸν νὰ εἶν᾿ πάντα μαζί του.
Ἀκόμα τὸν παρακαλεῖ ἐκεῖ νὰ μαρτυρήσῃ,
στὴν πόλι τὴν Ἡράκλειαν τὸ αἷμα του νὰ χύσῃ.
Γιὰ νὰ στηρίξῃ τοὺς πιστοὺς εἰς τὴν χριστιανοσύνη,
καὶ νὰ ταφῇ τὸ σῶμα του ῾ς περιοχὴν ἐκείνη.
Ὅραμα βλέπει ὁ Ἅγιος, Χριστὸς τὸν συμβουλεύει,
θάρρος νὰ ῾χῃς Θεόδωρε, τὸ τέλος σου κοντεύει.
Πάλι προσεύχεται ξανὰ νὰ τόνε δυναμώσῃ,
μὴ φοβηθῇ τὸν βασιλιά, ποὺ θὰ τὸν ἐξοντώσῃ.
Τὸν βασιλιὰ ὑποδέχθηκε μὲ τὸν ὡραῖον τρόπο,
μιλοῦσε μὲ εὐγένεια στὰ πλήθη τῶν ἀνθρώπων.
Ἀφοῦ χαιρετιστήκανε, μπήκανε μέσ᾿ στὴν πόλι,
εἰς τὴν ἐξέδρα κάθησαν καὶ τοὺς κοιτάζουν ὅλοι.
Ὁ βασιλιὰς στὸν Ἅγιον λέγει νὰ θυσιάσῃ,
στὰ εἴδωλα καὶ στοὺς θεοὺς νὰ τοὺς ἐγκωμιάσῃ.
Τοῦ ἁπαντᾷ ὁ Ἅγιος· εἰς τὰς διαταγάς σου,
δῶσε μου τὰ ἀγάλματα ποὺ ἔφερες κοντά σου.
Χάρηκε ὁ Λικίνιος, τ᾿ ἀγάλματα τοῦ δίνει,
τὰ κομματιάζει ὁ Ἅγιος καὶ στοὺς πτωχοὺς τὰ δίδει.
Ἦταν χρυσὰ καὶ ἀργυρά, νὰ τὰ ἐξαργυρώσουν,
νὰ πάρουν λίγα τρόφιμα, νὰ φᾶν, νὰ δυναμώσουν.
Περίμενε ὁ βασιλιάς, τ᾿ Ἁγίου τὴν θυσία,
μὰ ἄκουσε τὸν Μαξέντιο κι ἦρθε ἡ ἀφασία.
Τοῦ εἶπε γιὰ τὸν Θεόδωρο τὰ εἴδωλα εἶχε πάρει,
πῶς ὅλα τὰ κομμάτιασε· καὶ ἔγινε λιοντάρι.
Εἶδα κεφάλι Ἀρτέμιδος σὲ ἑνὸς φτωχοῦ τὸ χέρι,
καὶ μοῦ᾿ πε ὁ Θεόδωρος τὸν εἴχενε προσφέρει.
Ἐθύμωσε ὁ βασιλιάς, τὸν Ἅγιο φοβερίζει,
ποὺ ἔσπασε τὰ εἴδωλα, κι ἀρχίζει νὰ τὸν βρίζῃ.
Τοῦ ἁπαντᾷ ὁ Ἅγιος· λατρεύω τὸν Χριστό μου,
ποὺ εἶν᾿ ἀληθινὸς Θεός, βρίσκεται στὸ πλευρό μου.
Σὰν τ᾿ ἄκουσε ὁ βασιλιάς, ἀμέσως διατάζει,
χέρια καὶ πόδια νὰ δεθῇ καὶ κατὰ γῆς τὸν βάζει.
Μὲ βούνευρα τὸν ἔδερναν, πληγιὲς ἑπτακοσίες,
ράχη, κοιλιὰ καὶ στὸν λαιμὸ μὲ σφαῖρες μολυβδίνες.
Τὸν ξύνανε, τὸν καίγανε σὰν πυρωμένα φίδια,
τοῦ τρίβανε εἰς τὶς πληγές, τοῦβλα καὶ κεραμίδια.
Τὸν ρίξανε στὴ φυλακή, ἐκεῖ γιὰ νὰ πεθάνῃ,
ἑπτὰ ἡμέρες νηστικὸς ὑπομονὴ εἶχε κάνει.
Ὑπέμενε πόνους φρικτοὺς γιὰ τοῦ Χριστοῦ Ἀγάπη
κι ἔλεγε· Δόξα σοι ὁ Θεός, ὅτι κι ἂν εἶχε πάθει.
Τὸν βγάζουν ἀπ᾿ τὴ φυλακὴ κι ὁ βασιλιὰς μὲ δῶρα
θὰ δώσῃ εἰς τὸν Ἅγιον, ἂν θυσιάσῃ τώρα.
Δὲν τὸν ἀρνοῦμαι τὸν Χριστόν, δὲν θέλω ἐγὼ παλάτια,
ἀκόμα καὶ τὸ σῶμα μου τὸ κάνετε κομμάτια.
Ἄκουσε ὁ Λικίνιος, ἔφριξε ἀπ᾿ τὸ κακό του,
διέταξε τὸν Θεόδωρο νὰ σταυρωθῇ ἐμπρός του.
Τὸν σταύρωσαν εἰς τὸν σταυρόν, κάνει τὴν προσευχή του,
παρακαλάει τὸν Χριστὸν νὰ βρίσκεται μαζί του.
Ἀκούει ὁ Χριστὸς τὴν προσευχὴ καὶ τόνε δυναμώνει
στέλνει τὴ νύχτα ἄγγελο καὶ τόνε ξεκαρφώνει.
Εἶδε ἀποτελέσματα σ᾿ ὅλες τὶς προσευχές του,
ὁ ἄγγελος θεράπευσε καὶ ὅλες τὶς πληγές του.
Μὲ ἀσπασμὸ ὁ ἄγγελος τοῦ εἶπε τὶ νὰ κάνῃ,
μὲ θάρρος καὶ ὑπομονὴ θὰ πάρῃ τὸ στεφάνι.
Καὶ πάλι προσευχήθηκε γι᾿ αὐτὰ τὰ γεγονότα,
ποὺ τὸν θεράπευσε ὁ Θεός, κι εἶν᾿ ὑγιὴς σὰν πρῶτα.
Ὁ βασιλιὰς δὲν ἤξερε τὸ θαῦμα ποὖχε γίνει,
διέταξε τὸ σῶμα του νὰ πεταχτῇ στὴ λίμνη.
Πῆγαν καὶ βρῆκαν τὸ σταυρὸ οἱ δύο ἀπεσταλμένοι,
ποὺ ἦταν πεσμένος καταγῆς καὶ εἶπαν φωτισμένοι·
Μέγας ὁ Θεὸς τῶν Χριστιανῶν· κι ἀπ᾿ τὴν ὥρα ἐκείνη
μαζί του μὲ τὸν Ἅγιον εἰς τὴν Χριστιανοσύνη.
Ὀγδόντα πέντε ἄνθρωποι σὰν εἴδανε τὸ θαῦμα,
πιστέψανε εἰς τὸν Χριστὸν καὶ κεῖνοι ἐν τῷ ἅμα.
Ὁ βασιλιὰς σὰν ἄκουσε πὼς εἶχε ζωντανέψει,
ἀμέσως ἀποφάσισε τὸν Ἅγιο νὰ φονεύσει.
Ὁ κόσμος ὅταν ἄκουσε τὸ θαῦμα ποὖχε γίνει,
ἐγύρισαν ἀπ᾿ τὰ εἴδωλα εἰς τὴν χριστιανοσύνη.
Διέταξε ὁ βασιλιὰς ἀποκεφάλισί του,
τὸν πήρανε οἱ δήμιοι καὶ φύγανε μαζί του.
Πρὶν μαρτυρήσῃ ὁ Ἅγιος κάνει τὴν προσευχή του,
καὶ δίνει καὶ διαταγὴ εἰς τὸν ὑπασπιστή του.
Οὔαρο τὸν ἐλέγανε ἦταν ταχυχράφος,
κι ἔγραφε τὰ μαρτύρια, χωρὶς κανένα λάθος.
Νὰ γράψῃς, τοὖπε, τέκνον μου γιὰ τὰ μαρτύριά μου,
ποὺ σὲ ἀξίωσε ὁ Θεὸς καὶ βρίσκεσαι κοντά μου.
Νὰ θάψῃς καὶ τὸ σῶμα μου μετὰ τὸν θάνατόν μου,
Εὐχάϊτα, ἡ πατρίδα μου, λέγεται, τὸ χωριό μου.
Κι ἀφοῦ τὸν ἐχαιρέτισε μὲ εὐλογίαν πάλι,
ἔσκυψε· καὶ ὁ δήμιος τοῦ κόβει τὸ κεφάλι.
Πῆρε ὁ ὑπηρέτης Οὔαρος τὸ σῶμα τοῦ Ἁγίου
τὸ ἐπῆγε στὰ Εὐχάϊτα, κατ᾿ ἐντολὴν ἰδίου.
Τὸ ἔθαψαν μὲ εὐλάβεια, θαύματα ἔχει κάνει,
πῆρε ὡς δῶρον τοῦ Χριστοῦ, ἀμάραντο στεφάνι.
Πολλὰ εἶναι τὰ θαύματα τ᾿ Ἁγίου Θεοδώρου,
τοῦ στρατηλάτου τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ σημαιοφόρου.
Ὦ Ἅγιε Θεόδωρε μὴν μὲ παρεξηγήσῃς,
σοῦ ἔγραψα λόγια φτωχικά, μόνον μου μὴν μ᾿ ἀφήσῃς.
Εἶναι ἀπὸ τὸν βίον σου ὅλα ἀντιγραμμένα,
κι ἀπ᾿ τὴ πτωχὴ τὴν πέννα μου σὲ δίστιχα γραμμένα.
Ὦ στρατιῶτα τοῦ Χριστοῦ, γενναῖο παλληκάρι,
ὀρθοδοξίας μάρτυρας, τῆς Ἐκκλησιᾶς καμάρι.
Μία χάρι μόνο σοῦ ζητῶ· κι ἐμᾶς στὴν προσευχή σου
νὰ ἀξιωθοῦμε ὅλοι μας αἰώνια μαζί σου.
|