Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος

25 Ιανουαρίου

Γιγάντιο ἀνάστημα ἦν τῆς Ὀρθοδοξίας
Θεολόγος ὁ Γρηγόριος, ποιμὴν τῆς Ἐκκλησίας.

Τριακόσια εἴκοσι ἐννιὰ εἰς Ναζιανζὸ γεννᾶται
καὶ οἱ γονεῖς του ἤτανε καὶ οἱ δυὸ ἀριστοκράται.

Νόννα λέν᾿ τὴ μητέρα του, Γρηγόριο πατέρα,
τὸν σπούδαζε χριστιανικὰ ἡ Νόννα ἡ μητέρα.

Εἶχε καὶ μία ἀδερφή, τὴ λέγαν Γοργονία,
τοῦ δίνουν γάλα τοῦ Χριστοῦ, ζωὴ τὴν αἰωνία.

Πατέρα τοῦ Γρηγόριου τὸν κάναν ἱεράρχη,
στὴν πόλι τῆς Ναζιανζοῦ τοὺς χριστιανοὺς νὰ ἄρχῃ.

Ὁ νεαρὸς Γρηγόριος ἀρχίζει νὰ διαβάζῃ,
γιὰ τὸ Χριστὸ ἡ μητέρα του ἡ Νόννα κουβεντιάζει.

Σὰν εἶχε γίνει νεαρὸς τότε στὴν ἡλικία,
σπούδασε στὴν Καισάρεια καὶ στὴν Καππαδοκία.

Μαθαίνει τὴ ρητορικὴ καὶ τὴ φιλοσοφία
καὶ ἀκολουθοῦνε οἱ σπουδὲς καὶ στὴν Ἀλεξανδρεία.

Ἐγνώρισε ὁ Γρηγόριος ἐκεῖ δύο πατέρες
Ἀντώνιο καὶ Ἀθανάσιο ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες.

Ἔπειτα ἔβαλε στὸ νοῦ νὰ πάῃ στὴν Ἀθήνα,
μὲ πλοῖο ἐταξίδευε καιρὸς ἤτανε φίνα.

Μὰ ὁ καιρὸς ἐχάλασε, ἡ θάλασσα μουγκρίζει,
καὶ τὸ καράβι προσπαθεῖ νὰ τὸ καταποντίζει.

Ἔκλαψε ὁ Γρηγόριος, κάνει τὴν προσευχή του,
γιατὶ ἦταν ἀβάπτιστος, μὴν χάσῃ τὴν ψυχή του.

Ἦταν τότε συνήθεια, βαπτίζονταν μεγάλοι,
γι᾿ αὐτὸ στεναχωρέθηκε στῆς θάλασσας τὴν πάλη.

Μὰ ὁ Πανάγαθος Θεὸς ἀκούει προσευχή του·
ἐκόπασε ὁ ἄνεμος εὐφράνθη ἡ ψυχή του.

Περνᾷ ἡ περιπέτεια καὶ φθάνει στὴν Ἀθήνα·
μαθαίνει τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα τὰ χρόνια ἐκεῖνα.

Ἐσπούδασε φιλόλογος καὶ τὴ φιλοσοφία·
μιλοῦσε γιὰ τὰ Δόγματα, Τριάδα τὴν Ἁγία.

Σπούδαζε καὶ ὁ Βασίλειος ἀπ᾿ τὴν Καππαδοκία·
ταιρίαζαν σ᾿ ὅλα στὶς σπουδὲς καὶ πιάσανε φιλία.

Μέναν καὶ ἔτρωγαν μαζί, πήγαιναν στὸ σχολεῖο·
ἤτανε δύο σώματα, μὰ μία ψυχὴ οἱ δύο.

Μόνο δύο δρόμους ἔμαθαν ποὺ ζοῦσαν στὴν Ἀθήνα,
ὥσπου τελείωσαν οἱ σπουδές, ὅλα τὰ χρόνια ἐκεῖνα·

ἕναν πανεπιστήμιο καὶ ἄλλον στὴν ἐκκλησία,
μὲ ἄλλους νέους, ἀνήθικους, δὲν εἶχαν γνωριμία.

Ἐσπούδασε ὁ Βασίλειος, Καισάρεια πηγαίνει,
καὶ ἄφησε τὸ Γρηγόριο, ποὺ ἦσαν ἀδελφωμένοι.

Ἦταν συγκινητικός, πολὺ ὁ χωρισμός τους,
εὐχήθηκαν συνάντηση στὸν τόπο τὸ δικό τους.

Σὰν ἔφυγε ὁ Βασίλειος, μετὰ ἀπὸ ἕνα χρόνο
ἔφυγε καὶ ὁ Γρηγόριος, ἀβάσταχτο εἶχε πόνο.

Στράφηκε στὴ Ναζιανζό, πέρασε ἀπ᾿ τὴν πόλι,
Καισάριο βρῆκε ἀδερφό, θεραπευόταν ὅλοι.

Ἐπῆγε στὴ Ναζιανζό, εὑρῆκε τοὺς γονεῖς του,
καὶ τώρα ἑτοιμάζεται διὰ τὴν βάπτισή του.

Τὸν βάπτισε ὁ πατέρας του, τοῦ βάζει Ἅγιο Μύρο
καὶ χαίρονταν οἱ χριστιανοὶ ποὺ βρίσκονταν τριγύρω.

Ἔφυγε ἀπ᾿ τὴν Ἀριανζό, στὴν ἔρημο πηγαίνει,
ὁ Ἅγιος Βασίλειος ἐκεῖ τὸν περιμένει.

Καὶ οἱ δύο τοὺς ἐχαρήκανε ὕστερα ἀπὸ τόσα χρόνια,
ποὺ στὴν Ἀθήνα ζούσανε ὡσὰν τὰ χελιδόνια.

Τοῦ ἐμήνυσε ὁ πατέρας του πὼς ἱερεὺς νὰ γίνῃ,
ἐδίσταζε ὁ Γρηγόριος ἀπὸ ταπεινοφροσύνη.

Ἤτανε θέλημα Θεοῦ ἐσκέφτηκε κατόπι,
ποὺ τὸν παρακαλούσανε πάντες πιστοὶ ἀνθρῶποι.

Τὸν χειροτονεῖ ὁ πατέρας του, παροῦσα καὶ ἡ μητέρα,
ἐκήρυττε στὴ Ναζιανζὸ τὴ νύκτα καὶ τὴ μέρα.

Εἰς τοὺς ἀνθρώπους ἐκήρυττε τὴν ἐλεημοσύνη,
ὅτι ὅ,ποιος τρέφει τὸ φτωχό, εἰς τὸν Χριστὸ τὰ δίνει.

Τὰ σφάλματα στοὺς χριστιανοὺς νὰ τοὺς τὰ συγχωροῦνε,
ἂν θέ᾿νε στὸν παράδεισο ἐκεῖ νὰ κατοικοῦνε.

Πολέμησε Ἰουλιανὸ τότε τὸν παραβάτη,
ποὺ ἐδίωξε χριστιανούς· ἦταν εἰδωλολάτρης.

Μεγάλο εἶχε πόλεμο γιὰ τὴ χριστιανοσύνη,
ἀλλὰ τὸν πλήρωσε ὁ Θεὸς μὲ τὴ δικαιοσύνη.

Τοῦ ἐκήρυξαν τὸν πόλεμο, μάχη καὶ ἀνταρσία,
τριάντα δύο τὰ χρόνια του, σκοτώθη στὴν Περσία.

Ὁ Ἅγιος Βασίλειος στὸ φίλο του προτείνει,
γιὰ νὰ δεχθῇ ὁ Γρηγόριος τὴν ἀρχιερωσύνη.

Τόσο πολὺ τὸν πίεσε μὲ τὴν ἐπιμονή του,
δέχεται ὁ Γρηγόριος φίλου τὴ συμβουλή του.

Εὑρῆκε ἐμπόδια πολλά, στὴν ἔρημο πηγαίνει,
προσεύχεται εἰς τὸ Θεὸ νὰ ἰδῇ τὶ θ᾿ ἀπογένῃ.

Μετὰ ἀπὸ μῆνες ἀρκετούς, Ναζιανζὸ γυρίζει,
τὸν γέροντα πατέρα του ἄρχισε νὰ φροντίζῃ.

Ἀσθενικὸς σωματικῶς ἤτανε στὸ κορμί του,
φάρμακο τῶν ἀσθενειῶν ἦταν ἡ προσευχή του.

Ἐπέθαναν τ᾿ ἀδέλφια του, ἐπόνεσε ἡ ψυχή του,
μὰ πιὸ πολὺ ἐλυπήθηκε σὰν πέθαναν οἱ γονεῖς του.

Σὰν ἀπεθάναν οἱ γονεῖς πάει στὴν Ἰσαυρία
Ἁγίας Θέκλας τὴ μονὴ γιὰ νὰ βρεῖ ἡσυχία.

Εἰς τὴν Κωνσταντινούπολη σὰν ἄγρια θηρία
πολέμησαν ἀνελέητα τὴν τοῦ Χριστοῦ θρησκεία.

Ἐκεῖ ἦταν Ἀρειανοὶ καὶ οἱ πνευματομάχοι
καὶ ἄλλες αἱρέσεις πολεμοῦν χριστιανοὺς μὲ μάχη.

Τὸ ἔμαθε ὁ Γρηγόριος κάνει τὴν προσευχή του
καὶ στὴν Κωνσταντινούπολι ἦν ἡ ἀποστολή του.

Εὑρῆκε λύκους αἱρετικούς, πάει νὰ πολεμήσῃ,
μὲ τοῦ Χριστοῦ τὴ δύναμι, ὅλους θὰ τοὺς νικήσῃ.

Ἐσύναξε χριστιανοὺς μὲ τὰ κηρύγματά του,
ἀκόμα καὶ οἱ ἄθεοι ἐρχόντανε κοντά του.

Ἀρειανοὶ ἐλύσσαξαν, δὲν ξέρουν τὶ νὰ κάνουν·
τὸν Ἅγιο Γρηγόριον ἐθέλησαν νὰ ξεκάνουν.

Ὁρμήσανε σὰν τὰ σκυλιὰ μέσα στὴν ἐκκλησία,
ἦταν Μεγάλο Σάββατο καὶ εἶχε λειτουργία.

Ἐμπήκανε ὡς βάρβαροι, τοὺς χριστιανοὺς χτυποῦσαν,
τὸν Ἅγιο στὸ ἱερὸ τὸν ἐλιθοβολοῦσαν.

Ἐφύλαξὲ τον ἀβλαβῆ ἡ χάρις τοῦ Κυρίου,
μὰ ἐμόλυναν τὰ Ἅγια τοῦ θυσιαστηρίου.

Μὲ ἄλλο τρόπο ὁ Ἅγιος, μεγάλη ἠρεμία,
πολέμησε τοὺς ἄγριους μὲ τὴν μακροθυμία.

Ἔφυγαν οἱ πολέμιοι ἀπὸ τὴν ἐκκλησία,
καὶ οἱ πιστοὶ ἀκούσανε τὴν θεία λειτουργία.

Θελήσανε οἱ Ἀρειανοὶ τὴν ἀρχιερωσύνη,
ἕνας ἀρειανόφρονας ἐπίσκοπος νὰ γίνῃ.

Ὅμως ἐξέλεξε ὁ Θεὸς Γρηγόριον τὸν θεῖον,
νὰ ῾ν᾿ στὴν Κωνσταντινούπολι καὶ στὸ Πατριαρχεῖον.

Παρουσιάσθη μὲ σπαθὶ ἕνας νὰ τὸν σκοτώσῃ,
μὲ ἀγάπη καὶ πραότητα ὁ ἅγιος τὸν εἶχε σώσει.

Ἐδίδασκε τὸ ποίμνιον πάντοτε μὲ ἀγάπη·
ἦταν πολὺ εἰρηνικὸς δὲν ἤθελε τὰ πάθη.

Ἤρθανε ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο ἐτότε Ἱεράρχες,
στὴν ἐκλογὴ δυστρόπησαν, ἀρχίνησαν τὶς μάχες.

Εἰς τὴν Κωνσταντινούπολη δὲν ἤθελαν νὰ γίνῃ
ὁ Ἅγιος Γρηγόριος καὶ νὰ τοὺς διευθύνῃ.

Σὰν τὸ ᾿μαθε ὁ Ἅγιος, τοῦ θρόνου κατεβαίνει,
ἀπ᾿ τὴν Κωνσταντινούπολι, Ἀριανζὸ πηγαίνει.

Ὁ Ἅγιος ἦταν ταπεινός, δὲν ζήτησε πρωτεῖα,
οὔτε καὶ μέσα στὴν ψυχὴ εἶχε μνησικακία.

Ἔφυγε ἀπ᾿ τὸ θρόνο του γιὰ νὰ ῾ρθῃ ἠρεμία,
νὰ πάψουνε οἱ πόλεμοι μέσα στὴν Ἐκκλησία.

Τὰ τελευταῖα χρόνια του τῆς ἐπὶ γῆς ζωῆς του
τὰ πέρασε στὴν Ἀριανζό, σὲ κτῆμα τοῦ σπιτιοῦ του.

Γράφει στὴ διαθήκη του ὅλη περιουσία
νὰ τὴν μοιράσῃ στοὺς πτωχοὺς ὅλη ἡ Ἐκκλησία.

Ἔζησε χρόνια ἑξήντα δυὸ στὴν πρόσκαιρη ζωή του·
ἀγάλλεται αἰώνια στὸν οὐρανὸ ἡ ψυχή του.

Στὶς εἴκοσι πέντε τοῦ μηνὸς τοῦ Ἰανουαρίου
τιμᾷ ἡ ἐκκλησία μας μνήμη τοῦ Γρηγορίου.

Ἐφέρανε τὰ λείψανα μετὰ τὸ θάνατό του
εἰς τὴν Κωνσταντινούπολι διὰ μνημόσυνόν του.

Στ᾿ Ἅγιον Ὄρος βρίσκεται ἡ κάρα τοῦ Ἁγίου
μέσα σὲ θήκη ὁλόχρυση, εἰς τοῦ Βατοπαιδίου.

Ἦταν μεγάλος συγγραφεύς, ποιμένας τῶν ποιμένων,
καταβασίες ἔγραψε αὐτὸς τῶν Χριστουγέννων.

Βασίλειο, Γρηγόριο, Χρυσόστομο, Ἰωάννη,
δικαίως τίμησε ὁ Θεὸς μὲ οὐράνιο στεφάνι.

Στὸν κόσμο ἐδῶ οἱ ἁμαρτωλοὶ νὰ ἔχωμε τὴν εὐχή τους,
νὰ μᾶς θυμοῦνται πάντοτε κι ἐμᾶς στὴν προσευχή τους.