Ὅσιος Ἀντώνιος ὁ Μέγας

17 Ἰανουαρίου

Εἶναι πολὺ ψυχωφελὴς ὁ βίος τοῦ Ὁσίου,
ὁμίλησε καὶ ἔγραψε ἡ χείρα Ἀθανασίου.

Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος μὲ τὸ δικό του στόμα,
Μεγάλο τὸν ὀνόμασε καὶ πιὸ πολὺ ἀκόμα.

Στὴν Αἴγυπτο ἐγεννήθηκε, ἄκουε τοὺς γονεῖς του,
τοῦ ἔδιναν Χριστιανικὴ τροφὴ γιὰ τὴν ψυχή του.

Σὰν ἀπεθάναν οἱ γονεῖς, εἶχε μιὰν ἀδελφούλα,
καὶ ἔγινε προστάτης της, γιατὶ ἤτανε μικρούλα.

Μία μέρα ἦταν Κυριακή, πῆγε στὴν ἐκκλησία,
ἔλεγε τὸ Εὐαγγέλιον μία θείαν ἀγγελία.

Ἐρώτησε ἕνας τὸν Χριστόν, τὶ ἔπρεπε νὰ κάνει,
νὰ πάρει στὸν παράδεισο αἰώνιο στεφάνι.

Καὶ τοῦ ἀπάντησε ὁ Χριστός· δῶσ᾿ τὰ ὑπάρχοντά σου,
καὶ μοίρασὲ τα στοὺς πτωχούς κι ἐγὼ θἆμαι κοντά σου.

Ὁ νέος ἐλυπήθηκε· εἶχε πλεονεξία,
καὶ ἔτσι δὲν ἀπέκτησε ψυχῆς του σωτηρία.

Ὁ Ἀντώνιος σὰν ἄκουσε ἀπ᾿ τοῦ Χριστοῦ τὸ στόμα
ἔγινε πιὸ πονόψυχος εἰς τοὺς πτωχοὺς ἀκόμα.

Εἶχε ἀπ᾿ τοὺς προγόνους του χωράφια τριακόσια,
τὰ πούλησε καὶ μοίρασε εἰς τοὺς φτωχοὺς τὰ γρόσια.

Παρέδωσε τὴν ἀδελφὴ σὲ ἕνα παρθενώνα
νὰ ζεῖ ζωὴ χριστιανικὴ εἰς τὸν παρόντ᾿ αἰώνα.

Ἀφοῦ ἐτακτοποίησε ἐκεῖ τὴν ἀδελφή του,
βρῆκε τὸν δρόμο τοῦ Χριστοῦ, νὰ σώσῃ τὴν ψυχή του.

Ἀπὸ τὸ σπίτι του ἄρχισε καὶ ἔκανε νηστεία,
σὲ ὅλα ἦταν ἐγκρατὴς καὶ στὴν πολυφαγία.

Ἔτρεχε πάντα μὲ χαρὰ νὰ βρῇ καλοὺς ἀνθρώπους,
καὶ μάθαινε ἀπ᾿ τοὺς Χριστιανοὺς καλοὺς ὡραίους τρόπους.

Ἀκόμα καὶ στοὺς Μοναχοὺς βρισκότανε κοντά τους
κι ἔτρεφε πάντα τὴν ψυχὴ μὲ τὸ παράδειγμά τους.

Οἱ χωριανοί του στὸ χωριό, μὲ τὸ παράδειγμά του,
πάντοτε λαχταρούσανε νὰ βρίσκονται κοντά του.

Ἀντὶ γιὰ στρῶμα ἔβαζε μία προβιὰ στὴν πλάτη
καὶ γιὰ τροφὴ χρησίμευε ψωμί, νερὸ κι ἁλάτι.

Καὶ προχωρεῖ στὴν ἔρημο ἐκεῖ νὰ ἀσκητεύσει
στὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστὸν ἤθελε νὰ ἀρέσει.

Καὶ ὁ ἐχθρὸς ὁ διάβολος πῆγε νὰ ἐμποδίσῃ
τὸν νεαρὸν Ἀντώνιον ἀγώνα πρὶν ἀρχίσῃ.

Τὸν ἔδιωχνε ἀπ᾿ τὴν ἔρημο μὲ τοὺς δικούς του τρόπους,
στὸν κόσμο νὰ στραφῇ ξανὰ νὰ ζῇ μὲ τοὺς ἀνθρώπους.

Ὁ Ἀντώνιος τὸν ἔδιωχνε, δὲν ἤθελε καθόλου
τὶς συμβουλὲς ποὺ ἔδινε τὸ στόμα τοῦ διαβόλου.

Καὶ τοῦ Θεοῦ τὸ πρόσταγμα ἔκανε μὲ ὑγεία,
δὲν ἄφησε τὸν χρόνο του ποτὲ σὲ ραθυμία.

Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος κατοίκησε σὲ τάφο
ἦταν ὅμως εὐρύχωρος μὲ στέγη καὶ μὲ πάτο.

Τὸν ἔδειραν οἱ δαίμονες ἀλύπητα στὸ σῶμα
ἀναίσθητο καὶ μὲ πληγὲς καὶ σὰν νεκρὸ ἀκόμα.

Συνέρχεται ὁ Ἅγιος, κάνει τὴν προσευχή του
κι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς ἔγιανε τὸ κορμί του.

Πάλι γυρίζει ὁ Ὅσιος, στὸ μνῆμα κατεβαίνει,
καὶ μὲ γενναία τὴν ψυχὴ τὸν διάβολο προσβαίνει.

Δὲν σὲ φοβᾶμαι σατανᾶ καὶ τὰ μαρτύριά σου
καὶ ὅσο κι ἂν μὲ πολεμᾶς, δὲν ἔρχομαι κοντά σου.

Ἐγὼ ἔχω πάντα βοηθὸν Δεσπότη τὸν Χριστόν μου
καὶ ὅταν τὸν ἐπικαλεσθῶ, βρίσκεται στὸ πλευρό μου.

Ἀγρίεψαν οἱ δαίμονες, γινήκανε θηρία
ἐμούγκριζαν καὶ σφύριζαν κι ἔκαναν φασαρία.

Τοὺς λέγει τότε ὁ Ὅσιος· ἔχετε ἀδυναμία
γιατὶ δὲν ἔχετε ἀπ᾿ τὸν Θεὸν τὴν θείαν ἐξουσία.

Ἕνας καὶ μόνο ἔπρεπε ἐμὲ νὰ πολεμήσῃ
κι ἂν εἴχατε τὴν δύναμη, εὔκολα νὰ νικήσῃ.

Κι ἀφοῦ γιατρεύτηκε ἐντελῶς τὸ σῶμα τοῦ Ὁσίου,
ἐπίσκεψη τοῦ ἔκανε ἡ χάρις τοῦ Κυρίου.

Καὶ ἐρωτᾶ ὁ Ὅσιος· γλυκύτατε Χριστέ μου,
γιὰ δὲν ἐρχόσουν πιὸ μπροστά, εἰς τὸν ἀγῶνα, πές μου.

Τότε ἀκούστηκε φωνὴ ποὔλεγε στὸν ἅγιο Ἀντώνη
ἤμουνα πάντοτε παρών, κρατοῦσα τὸ τιμόνι.

Ἀλλὰ περίμενα νὰ δῶ τὰ ἀγωνίσματά σου,
καὶ τώρα καὶ μελλοντικὰ θὰ βρίσκομαι κοντά σου.

Εἶσαι γενναῖος μαχητής, ἡ μάχη σου θὰ μένει,
καὶ τὸ ὄνομά σου θὰ ἀκουστῇ σ᾿ ὅλη τὴν οἰκουμένη.

Κι ὁ Ὅσιος τότε ἔκανε θερμὰ τὴν προσευχή του,
εὐχαριστώντας τὸν Θεὸν ποὺ βρίσκεται μαζί του.

Ὁ διάβολος πολέμησε ἄγρια τὸν ἅγιο Ἀντώνη
μὰ πάντοτε μὲ προσευχὴ τὸν ἐξουδετερώνει.

Ὑπομονὴ εἶχε ὁ Ὅσιος, πίστι καὶ καλοσύνη,
μὰ πιὸ πολὺ τὸν στόλιζε ἡ ταπεινοφροσύνη.

Ἐπαίνους δὲν δεχότανε ποτὲ ἀπὸ ἀνθρώπους,
ὅταν τὸν ἐγκωμίαζαν, ἔφευγε σ᾿ ἄλλους τόπους.

Πάλεψε μὲ τοὺς δαίμονες στὰ ἐνενήντα χρόνια,
τοὺς νίκησε μὲ τὸ Χριστό, πάντα θὰ ζῇ αἰώνια.

Πῆγε στὴν Ἀλεξάνδρεια αἵρεση ν᾿ ἀφαιρέσῃ,
καὶ εἰς τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν ὁ κόσμος νὰ πιστεύσῃ.

Βρίσκει τὸν Ἀθανάσιον σ᾿ αὐτὴν τὴν πολιτεία,
ποὺ μόλις εἶχε ἀποστραφῇ ἀπὸ τὴν ἐξορία.

Τὸν τίμησε ὁ Ἀθανάσιος γιὰ τὴν ἐπίσκεψή του,
γιατὶ ὠφελοῦσε τοὺς πιστοὺς ἡ ἅγια μορφή του.

Ἦταν πολὺ πονόψυχος γιὰ τοὺς δυστυχισμένους,
κι ἔδιωχνε τὰ δαιμόνια ἀπὸ τοὺς δαιμονισμένους.

Γιὰ νὰ σωθῇ μία ψυχὴ χρειάζεται ἀγώνα,
πίστι, ἀγάπη, ἀρετὲς καὶ προσευχὴ ἀκόμα.

Πήγανε οἱ φιλόσοφοι καὶ βρῆκαν τὸν Ἀντώνη
τὸν φώτισε ὅμως ὁ Θεὸς καὶ τοὺς ἀποστομώνει.

Τοῦ ἔγραφαν οἱ βασιλεῖς γράμματα ἀπ᾿ τὸ παλάτι
ποὺ εἶχε φώτιση Θεοῦ, γιὰ νὰ ρωτήσουν κάτι.

Καὶ ἀπαντοῦσε πάντοτε μὲ ταπεινοφροσύνη·
νὰ ἔχουν πίστι στὸ Θεὸν καὶ ἐλεημοσύνη.

Ἐξέταζε καθημερινῶς πάντα τὸν ἑαυτόν του
ἂν ἐφαρμόζει τοῦ Θεοῦ τὸν νόμον τὸν δικό του.

Ἀπ᾿ τὴν Μονή του ἤθελε πολὺ νὰ μὴν ἀργήσῃ,
ὅπως τὸ ψάρι στὴν στεριὰ δὲν μπορεῖ νὰ ζήσῃ.

Ἑκατὸν πέντε διάβηκε χρόνια στὴ γῆ ποὺ ζοῦσε,
καὶ σὰν πουλὶ πετάμενο ἀσκητικὰ περνοῦσε.

Συμβούλευσε τοὺς μοναχούς, τους ἀποχαιρετάει,
κι ἄφησε τὴν ἁγνὴ ψυχὴ εἰς τὸν Θεὸν νὰ πάῃ.

Ἀκόμα τοὺς παρήγγειλε νὰ θάψουν τὸ κορμί του
σὲ ἄγνωστο μέρος μακριά, γιὰ νἄχουν τὴν εὐχή του.

Τὸν ἔθαψαν οἱ Μοναχοὶ κανένας δὲν τὸ ξέρει,
ποῦ βρίσκεται ὁ τάφος του, στῆς Θηβαΐδας μέρη.

Αὐτὸ ἦταν τὸ τέλος του, τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου,
356 μ.Χ, δέκα ἑπτὰ Ἰανουαρίου.

Συμβουλὲς τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου
διὰ τὸν πνευματικὸν ἀγῶνα

Στὴν ἔρημο βρισκότανε κι εἶχε ἀμηχανία,
μὲ ἀκαθάρτους λογισμοὺς κι εἶχε στενοχωρία.

Κύριε, θέλω νὰ σωθῶ, λέγει στὴν προσευχή του
καὶ τοῦ ἀπάντησε ὁ Θεὸς νὰ σώσῃ τὴν ψυχή του.

Τοῦ ἔστειλε ἕνα ἄγγελο μὲ τοῦ ἀνθρώπου σῶμα
ποὺ ἔπλεκε ἕνα σχοινὶ καὶ προσευχὴ ἀκόμα.

Ἔπλεκε λίγο τὸ σχοινὶ καὶ πάλι σηκωνόταν,
ἀπὸ τὴν ἐργασία του καὶ πάλιν προσευχόταν.

Ἔτσι νὰ κάνῃς καὶ ἐσύ, ἔλεγε στὸν Ἀντώνη,
εἶναι ἀσφάλεια Θεοῦ, αὐτὴ σὲ σῴζει μόνη.

Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος πῆρε χαρὰ μεγάλη
μὲ θάρρος ἀποφάσισε καὶ ἄρχισε τὴν πάλη.

Κατόπιν ὁ Ἀντώνιος μὲ τοῦ Θεοῦ τὴν χάρι
δὲν ἐφοβᾶται δαίμονες, ἔγινε σὰν λιοντάρι.

Καὶ ἔλεγε στοὺς μοναχούς, ποτὲ μὴν φοβηθοῦνε,
τοὺς ἄγριους τοὺς δαίμονες νὰ καταπολεμοῦνε.

Ὁ διάβολος ὁ πονηρός, ὅσο κι ἂν φοβερίζῃ,
εἶναι ἀσθενὴς στὴν δύναμη, στὴν προσευχὴ τσακίζει.

Νὰ ἔχετε πίστι στὸ Θεόν, ποὺ σώζει τὴν ψυχή μας,
καὶ μὲ θερμὴ τὴν προσευχή, πάντα εἶναι μαζί μας.

Εἶδα παγίδες τοῦ ἐχθροῦ στὸν κόσμο ἔχει στήνει,
τὸν νίκησε μία ἀρετὴ ἡ ταπεινοφροσύνη.

Χρειάζονται οἱ πειρασμοὶ ποὺ ὁ Θεὸς μᾶς στέλνει,
κι ὁ χριστιανὸς ὁ νικητὴς τὸ στέφανό του παίρνει.

Ποτέ σου νὰ μὴν στηριχθῇς στὸ ἔργο τὸ δικό σου,
νὰ κάνῃς πάντα ὑπακοὴ εἰς τὸν πνευματικό σου.

Λέγανε οἱ καλόγεροι γιὰ ἀρετὲς μία μέρα,
καὶ ἀπορία εἴχανε ποιὰ ἡ μεγαλυτέρα.

Καὶ ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος λέγει· εἶν᾿ πιὸ μεγάλη
ποὺ λέγεται «Διάκρισις», στὸν κόσμο δὲν εἶν᾿ ἄλλη.

Ὀρθὴ καὶ ἐνάρετη ζωὴ πρέπει νὰ μελετοῦμε
καὶ πάντα νὰ φροντίζουμε κατὰ Θεὸν νὰ ζοῦμε.

Ἀκόμα καὶ στὸν ὕπνο μας προτοῦ νὰ κοιμηθοῦμε,
πάντα μὲ καθαρὴ καρδιά, Θεὸν νὰ εὐχαριστοῦμε

Καὶ οἱ αἰσθήσεις πάντοτε νἆν᾿ εὐγενεῖς καὶ ὡραῖες
καὶ πάντα νὰ ἀποφεύγουμε ἀδιάντροπες παρέες.

Βλέμμα ἁγνὸ καὶ καθαρόν, σεμνὸ τὸ βάδισμά σας,
κι ὅτι ἀρέσει στὸν Θεὸν ν᾿ ἀκοῦμε μὲ τ᾿ αὐτιά σας.

Μὲ προσευχὴ εἰς τὸν Θεόν, πάντα νὰ τοῦ ζητοῦμε
καὶ τοὺς ἐχθρούς μας δαίμονες, ποτὲ μὴν φοβηθοῦμε.

Νἄχαμε ἐπιμέλεια πάντοτε στὴ ζωή μας
καὶ νὰ μὴν εἶμαι στὰ ὀκνηρὰ γιὰ νὰ σωθῇ ἡ ψυχή μας

Θάνατον τὸν σωματικὸόν, ποτὲ μὴν φοβηθοῦμε,
νἄχουμε καθαρὴ ψυχή, μὲ τὸν Θεὸν νὰ ζοῦμε.

Ὅσοι γνωρίζουν τὸν Θεόν, ποιοῦν τὸ θέλημά του·
εἶναι πατέρας στοργικὸς καὶ σώζει τὰ παιδιά του.

Ἔπλασε ἄνθρωπο ὁ Θεὸς γιὰ νὰ κατανοήσῃ
καὶ ὅλα τὰ ποιήματα γι᾿ αὐτὸν τὰ ἔχει κτίσει.

Νὰ εὐχαριστοῦμε τὸν Θεόν, ὅλα ἔχουν ἀξία,
ὅμως ἐχθρὸς γιὰ τὴν ψυχὴ εἶν᾿ ἡ πλεονεξία.

Λέγει διὰ τὸ φαγητό· στὸ σῶμα δίνει ὑγεία,
νὰ τρῶμε μὲ ἐγκράτεια κι ὄχι πολυφαγία.

Ὅταν τὰ μάτια βλέπουν ἁγνά, δὲν εἶναι ἁμαρτία,
καὶ πάντα νὰ κοιτοῦν σεμνά, μὲ δίχως πονηρία.

Ἐπίσης πάντα τὰ αὐτιὰ εἰρηνικὰ ν᾿ ἀκοῦνε
καὶ τὴν ὀργὴ καὶ τὸν θυμὸ πάντα νὰ συγκρατοῦνε.

Ἡ γλώσσα νὰ προσεύχεται, νὰ ἔχει χαλινάρι,
νὰ μὴν κατηγορῇ ποτέ, νἄχῃ Θεοῦ τὴ χάρι.

Τὰ χέρια νἄχουνε σκοπὸ τὴν ἐλεημοσύνη,
κι ὄχι σὲ φόνους κι ἁρπαγές ποὖν᾿ τῆς ψυχῆς ὀδύνη.

Κάθε μέρος τοῦ σώματος δὲν πρέπει ν᾿ ἁμαρτάνῃ,
ἀλλ᾿ ὅτι θέλει ὁ Θεὸς αὐτὸ μόνος τὰ κάνει.

Ἔχουμε φύλακα ἄγγελο, ἀκοίμητο φρουρό μας,
ποὺ μᾶς τὸν ἔστειλε ὁ Θεὸς γιὰ τὸ καλὸ δικό μας.

Πάντοτε νὰ σκεπτόμαστε πὼς βρίσκεται μπροστά σας
καὶ εἶναι τὸ καμάρι μας καὶ ἡ παρηγοριά σας.

Νὰ μὴν καυχώμεθα ποτὲ διὰ τὸν ἑαυτό μας,
τάλαντα μᾶς ἐδάνεισε διὰ καλὸ δικό μας.

Μόνο οἱ ἁμαρτίες μας, αὐτὲς εἶναι δικές μας,
καὶ χαίρεται ὁ διάβολος γιὰ τὶς καταστροφές μας.

Ὅταν μετανοήσουμε μὲ ἀνοιχτὴ ἀγκάλη
ὁ στοργικὸς πατέρας μας μᾶς συγχωράει πάλι.

Ἂς τὸν εὐχαριστήσουμε γι᾿ αὐτὴν τὴν εὐσπλαχνία,
γιατὶ σταυρώθηκε γιὰ μᾶς, νὰ βροῦμε σωτηρία.

Δὲν πρέπει νὰ ὀργιζόμεθα γι᾿ αὐτοὺς ποὺ ἁμαρτάτουν,
μὰ νὰ τοὺς συμβουλεύομεν μετάνοια νὰ κάνουν.

Ὅταν πεθάνῃ ὁ ἄνθρωπος καὶ φύγῃ ἡ ψυχή του
ἀκολουθοῦν τὰ ἔργα του, ποὔπραξε στὴ ζωή του.

Γι᾿ αὐτὸ συμφέρον τῆς ψυχῆς τὰ πταίσματα ν᾿ ἀφήσῃ,
στὸ πετραχήλι τοῦ παπᾶ νὰ ἐξομολογήσῃ.

Καὶ τότε πιὰ μὲ σεβασμό, θὰ πάει νὰ προσκυνήσῃ,
καὶ μὲ τὸν Ἅγιον Θεόν, αἰώνια νὰ ζήσῃ.

Γράφει καὶ γιὰ τὸ θάνατο ὁ Ἅγιος Ἀντώνης,
νὰ μὴν τὸν φοβόμαστε ποτέ, ἀπ᾿ τὰ κακὰ λυτρώνει.

Μόν᾿ πρέπει νὰ λυπόμαστε καὶ νὰ τοὺς ἐλεοῦμε,
ὅσ᾿ ἔχουν ἄγνοια Θεοῦ, ἀλλὰ μὴν τοὺς μισοῦμε.

Δέχτηκαν γιὰ καλὸ κακὸ κι ἔβαλαν στὴν καρδιά τους
καὶ δὲν ἐγνώρισαν Θεὸν νὰ σώσουν τὶς ψυχές τους.

Ποτὲ μὴν κατακρίνουμε τὰ σφάλματα τῶν ἄλλων,
ἀλλὰ νὰ διορθώνουμε τὰ ἰδικά σας μᾶλλον.

Ψυχὴ ἀρέσει στὸν Θεὸν ποὖναι χωρὶς κακία,
κατέχει τὴν εὐσέβεια, δὲν ἔχει πονηρία.

Μόνο ἡ καθαρὴ καρδιὰ πάντοτε Θεὸν βλέπει
κι ὅτι εἶν᾿ ἁγνὸ καὶ ἅγιο κάνει αὐτὸ ποὺ πρέπει.

Καὶ ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπο πολὺ τὸν ἀγαπάει,
καὶ μὲ τὸν θεῖον νόμον του, πάντοτε τοῦ μιλάει.

Γιατὶ τὸ ὄνομα Θεὸς τοῦτο ἀκριβῶς σημαίνει.
τὸν ἄναρχο ποὺ ἔφτασε στὸν ἄνθρωπο νὰ μένῃ.

Ἀντιγραφὴ ἐγένετο ἐκ βίου τοῦ Ἁγίου·
νἄχωμε τὴν βοήθεια Μεγάλου Ἀντωνίου.