7 Ἰανουαρίου
Ὁ πιὸ μεγάλος Ἅγιος μέσ᾿ στὴν Ὀρθοδοξία Τὸ εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς καὶ ἐπαναλαμβάνει· ἀφοῦ καταξιώθηκε τὸν ἴδιο νὰ βαπτίσῃ, Ἄρχισε πέννα μου πτωχή, δύο λόγια γιὰ νὰ γράψῃς, Μὲ πίστι καὶ ταπείνωσι ζητῶ καὶ τὴν εὐχή σου, Ὁ βιογράφος του μιλεῖ διὰ τὴν σύλληψή του, Εἶχε πατέρα Ἅγιον, προφήτη Ζαχαρία, Παρακαλοῦσαν τὸν Θεὸν παιδίον νὰ τοὺς στείλῃ, Ὁ Ζαχαρίας στὸν Ναὸν μία μέρα ἐθυμιοῦσε, Τὸ ὄνομά μου Γαβριήλ, λέγει στὸν Ζαχαρία, «Θὰ ἀποκτήσετε παιδὶ θὰ τ᾿ ὀνομάσεις Γιάννη, Ἦταν Θεοῦ τὸ μήνυμα μὰ κεῖνος δυσπιστοῦσε, Ἀκόμα εἶχε κατὰ νοῦ πῶς στὰ γεράματά τους, Ὁ Γαβριὴλ σὰν ἄκουσε τὰ λόγια Ζαχαρία, Τοῦ λέγει: μένε ἄφωνος, ὑπομονὴ θὰ κάνεις, Ὁ κόσμος ἐπερίμενε ἔξω στὴν ἐκκλησία, Σὰν βγῆκε τὸν ἐρώτησαν γιατὶ ἀργοποροῦσε, Τοὺς ἔκανε νοήματα ἀκόμα καὶ σημεῖα, Σὰν πέρασε λίγος καιρὸς μὲ τοῦ Θεοῦ τὴ Χάρι, Τὸν κόσμο ἐντρεπότανε διὰ τὰ γηρατειά της, Ἀλλὰ κατόπιν σκέφτηκε πὼς ἔπρεπε νὰ χαίρει, Καὶ τὸ παιδὶ γεννήθηκε, χαρῆκαν οἱ γονεῖς του, Σὰν ἐγεννήθη ὁ Χριστὸς μεγάλο θαῦμα κάνει, Ἤθελε ὁ ἀλητήριος χωρὶς καμιὰν αἰτία, Παίρνει ἡ Ἐλισάβετ τὸ παιδὶ καὶ στὸ βουνὸ πηγαίνει, Καὶ εὐθὺς ἀνοίγει τὸ βουνὸ ἀλλὰ καὶ σμίγει πάλι, Μεγάλωσε ὁ Πρόδρομος, στὴν ἔρημο πηγαίνει, Καμήλας δέρμα φόρεσε καὶ ζώνη δερματίνη, Στὴν ἔρημο ἀσκήτευε καὶ δὲν καλοπερνοῦσε, Χόρτα καὶ μέλι ἄγριον ἤτανε ἡ τροφή του, Ἦρθε ὁ θεῖος φωτισμὸς καὶ γιὰ τὸν Ἰωάννη, Καὶ πῆγε ἐκεῖ καὶ κάθισε κι ἄρχισε νὰ φωνάζῃ, «Μετάνοια», τοὺς ἔλεγε, ὅλοι μετανοεῖτε, Καὶ ὅλους αὐτὸς τοὺς βάπτιζε μέσα στὸν Ἰορδάνη, Ἀκόμα τοὺς προέτρεπε στὴν ταπεινοφροσύνη, Καὶ ὑπερηφανεύοντο πὼς εἴχανε πατέρα Καὶ λέγει γιὰ τὸν Ἀβραὰμ νὰ τόνε μιμηθοῦνε Καὶ τότε τὸν ἐρώτησαν τὶ ὑστεροῦν ἐκεῖνοι, Ὅσοι ἔχουνε σκεπάσματα στὸν δρόμο μὴν πετοῦνε, Νὰ τρέφουν ὅλους τοὺς πτωχούς, νὰ ῾χουν δικαιοσύνη, Καὶ πάλι τὸν ἐρώτησαν ἂν ἦταν ὁ Μεσσίας, Κατόπιν ἦρθε ὁ Χριστὸς στὴν ὄχθη Ἰορδάνη, Καὶ ὁ Ἰωάννης ἀπαντᾶ: «ἐγὼ πῶς νὰ βαπτίσω; Καὶ τοῦ ἀπαντάει ὁ Χριστὸς γιατὶ αὐτὸ τὸ κάνει, Ἤτανε ἕτοιμος ὁ Χριστὸς καὶ μπῆκε στὸ ποτάμι, Τὸν βάπτισε ὁ Πρόδρομος, τοῦ ἔτρεμε τὸ χέρι, Ἀκούστηκε Θεοῦ φωνὴ μέσα στὸν Ἰορδάνη, Καὶ ἡ φωνὴ ἐκ τοῦ Πατρὸς ἔλεγε: «ὁ Υἱός μου, Πολὺ ἐκαυτηρίαζε τὴν κάθε ἁμαρτία Ὅσο ποὺ ἦταν ταπεινὸς ὕψωσε τὴ φωνή του Ἀφοῦ σ᾿ αὐτὸν ὁ διάβολος τοῦ ἔβαλε στὸ νοῦ του, «Αὐτὸ εἶναι παράνομο», ἔλεγε στὸν Ἡρώδη, Δὲν ἄντεχε ὁ Βασιλιὰς τὴν προσβολὴ τὴν τόση, Ἔδωσε μία διαταγή, στὴν φυλακὴ τὸν βάνει, Καὶ ὅταν φυλακίστηκε, τρέχει ὁ λαὸς κοντά του, Ὁ Ἡρώδης ἔκανε γιορτὴ γιὰ τὰ γενέθλιά του, Μὲ κτηνωδία πέσανε ὅλοι στὸ φαγοπότι, Ἡ μοιχαλὶς βασίλισσα κόρη εἶχε Σαλώμη, Ἐχόρεψε ἄσεμνο χορὸ καὶ τὴν χειροκροτοῦσαν, Κι ὁ βασιλιὰς τῆς ἔταξε μισή του βασιλεία, Καὶ ἡ Σαλώμη ἔτρεξε εἰς τὴν Ἡρῳδιάδα, Ἡ μοιχαλὶς βασίλισα ἐδαιμονίσθη πάλι, Ἡ ἐντολὴ ἐκτελέστηκε καὶ μέσα σ᾿ ἕνα πιάτο, Σὰν φροῦτο τὴν προσφέρανε ἐπάνω στὸ τραπέζι, Τὴν εἴδανε καὶ τρέμανε ὅλοι οἱ καλεσμένοι, Ὁ κόσμος σὰν τὸ ἔμαθε στὴν φυλακὴ προφθάνει, Τὸ ἔθαψαν μὲ σεβασμὸ μὲ δίχως τὸ κεφάλι, Εἰδοποιῆσαν τὸν Χριστὸ ὅτι εἶχε πεθάνει, Στὸ Ἅγιο Ὄρος βρίσκεται, Μονὴ τοῦ Διονυσίου, Καὶ ἑορτάζει ἡ Ἐκκλησιὰ τὴν Ἁγία Κεφαλή του, Τὴν σύναξη γιορτάζουμε ἑπτὰ Ἰανουαρίου, Μὲ σεβασμὸ οἱ χριστιανοὶ πολλὲς φορὲς τὸ χρόνο, Ἐκεῖνοι ποὺ ἐφόνευσαν φρικτὸ εἴχανε τέλος, Θεὸς τοὺς ἐτιμώρησε γιὰ φόνο ποὺ ῾χαν κάνει, Δριμεῖς ἐλέγχους εἴχανε μὲ τὴ συνείδησή τους, Τοὺς πῆραν τὰ παλάτια τους, μὰ καὶ τὴν βασιλεία, Στὴ Ῥώμη τοὺς ἐξόρισαν, Γαλλία, Ἱσπανία, Ἐτιμωρήθηκε σκληρὰ ἡ κόρη τους Σαλώμη, Σὲ παγωμένο ποταμὸ πῆγε νὰ περπατήσῃ, Ἀλλὰ ἀμέσως ἡ ὀπὴ τοῦ πάγου ἔκλεισε πάλι, Κι ἔτσι ἐπληρώθηκε τὸν φόνο ποὺ ῾χε κάνει, Μίαν παροιμία ἔπρεπε αὐτὴ νὰ καταλάβῃ, Δύο λόγια ἔγραψα πτωχὰ στὸν Ἅγιο Γιάννη, Αὐτὰ ποὺ γράφτηκαν ἐδῶ δὲν εἶναι ἀπὸ μένα, Γι᾿ αὐτὸ ἂς τὰ διαβάζομε πρὸς χάριν τοῦ Ἁγίου, Ἡ ἐκκλησία πάντοτε σὲ κάθε Λειτουργία, Κ᾿ ἡ ἁγιογραφία του, διάφοροι ἔχει τρόποι, Βλέπουμε τὴν εἰκόνα του σὲ ἄλλο μέρος πάλι, Εἶναι πολλὰ τὰ θαύματα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη, Ἅγιε Ἰωάννη Πρόδρομε κάνε τὴν προσευχή σου, Νὰ κάνουμε ὑπακοὴ καὶ τοῦ Χριστοῦ ν᾿ ἀκοῦμε, Ἀλλὰ καὶ κάθε ἄνθρωπο ἀκόμα κι ἐχθρό μας, Τότε ὁ πατέρας μας Θεὸς ποὺ ῾ν᾿ ὅλο ἀγάπη, Ἅγιε Ἰωάννη Πρόδρομε, θερμὰ σ᾿ εὐχαριστοῦμε, |