Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος καὶ Βαπτιστής

7 Ἰανουαρίου

Ὁ πιὸ μεγάλος Ἅγιος μέσ᾿ στὴν Ὀρθοδοξία
εἶν᾿ ὁ προφήτης Πρόδρομος, μετὰ τὴν Παναγία.

Τὸ εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς καὶ ἐπαναλαμβάνει·
δὲν ἐγεννήθηκε ἄνθρωπος ὡσὰν τὸν Ἰωάννη,

ἀφοῦ καταξιώθηκε τὸν ἴδιο νὰ βαπτίσῃ,
στὸν Ἰορδάνη ποταμὸ παράδειγμα ν᾿ ἀφήσῃ.

Ἄρχισε πέννα μου πτωχή, δύο λόγια γιὰ νὰ γράψῃς,
ἀλλὰ θὰ εἶναι δύσκολο νὰ τὸν ἐγκωμιάσῃς.

Μὲ πίστι καὶ ταπείνωσι ζητῶ καὶ τὴν εὐχή σου,
νὰ γράψω ἀπὸ τὸν βίον σου τὴν ἅγια ζωή σου.

Ὁ βιογράφος του μιλεῖ διὰ τὴν σύλληψή του,
προσεύχονταν, γιατ᾿ ἤτανε ἄτεκνοι οἱ γονεῖς του.

Εἶχε πατέρα Ἅγιον, προφήτη Ζαχαρία,
κι ἡ Ἐλισάβετ συγγενῆ, εἶχε τὴν Παναγία.

Παρακαλοῦσαν τὸν Θεὸν παιδίον νὰ τοὺς στείλῃ,
καὶ εἴχανε προσευχὴ θερμὴ παντοτεινὰ στὰ χείλη.

Ὁ Ζαχαρίας στὸν Ναὸν μία μέρα ἐθυμιοῦσε,
μπροστά του βλέπει Ἀρχάγγελο, μὲ τὰ φτερὰ πετοῦσε.

Τὸ ὄνομά μου Γαβριήλ, λέγει στὸν Ζαχαρία,
χαρμόσυνη ἀπ᾿ τὸν Θεὸν φέρνω παραγγελία:

«Θὰ ἀποκτήσετε παιδὶ θὰ τ᾿ ὀνομάσεις Γιάννη,
γιατὶ ὁ Θεὸς ἀπὸ ψηλὰ τὸ θαῦμα του θὰ κάνῃ».

Ἦταν Θεοῦ τὸ μήνυμα μὰ κεῖνος δυσπιστοῦσε,
γιατ᾿ εἶχε σύζυγο γριά, παιδὶ πῶς θὰ γεννοῦσε;

Ἀκόμα εἶχε κατὰ νοῦ πῶς στὰ γεράματά τους,
θὰ βλέπαν ἕνα νήπιο νὰ βρίσκεται μπροστά τους.

Ὁ Γαβριὴλ σὰν ἄκουσε τὰ λόγια Ζαχαρία,
πὼς δυσπιστεῖ εἰς τὸν Θεόν, τοῦ βάζει τιμωρία.

Τοῦ λέγει: μένε ἄφωνος, ὑπομονὴ θὰ κάνεις,
μέχρι νὰ γεννηθεῖ παιδὶ ὁ Μέγας Ἰωάννης.

Ὁ κόσμος ἐπερίμενε ἔξω στὴν ἐκκλησία,
γιὰ νὰ τελειώσῃ ὁ ἱερεὺς τὴν ἱερὰ θυσία.

Σὰν βγῆκε τὸν ἐρώτησαν γιατὶ ἀργοποροῦσε,
ἦταν βουβὸς ὁ ἱερεύς, καθόλου δὲν μιλοῦσε.

Τοὺς ἔκανε νοήματα ἀκόμα καὶ σημεῖα,
ὅτι ἤρθενε Ἀρχάγγελος μέσα στὴν ἐκκλησία.

Σὰν πέρασε λίγος καιρὸς μὲ τοῦ Θεοῦ τὴ Χάρι,
μένει ἡ Ἐλισάβετ ἔγκυος κι εἶχε κρυφὸ καμάρι.

Τὸν κόσμο ἐντρεπότανε διὰ τὰ γηρατειά της,
ποὺ βλέπανε γερόντισσα κι εἶχε μωρὸ μπροστά της.

Ἀλλὰ κατόπιν σκέφτηκε πὼς ἔπρεπε νὰ χαίρει,
γιατὶ ἠθέλησε ὁ Θεὸς ἕνα παιδὶ νὰ φέρει.

Καὶ τὸ παιδὶ γεννήθηκε, χαρῆκαν οἱ γονεῖς του,
κι ὁ Ζαχαρίας μίλησε, ξανάρθε ἡ φωνή του.

Σὰν ἐγεννήθη ὁ Χριστὸς μεγάλο θαῦμα κάνει,
ἀπ᾿ τοῦ Ἡρώδη τὰ σπαθιὰ σώζει τὸν Ἰωάννη.

Ἤθελε ὁ ἀλητήριος χωρὶς καμιὰν αἰτία,
νὰ σφάξει τὸ μικρὸ Χριστὸ καὶ ὅλα τὰ παιδία.

Παίρνει ἡ Ἐλισάβετ τὸ παιδὶ καὶ στὸ βουνὸ πηγαίνει,
νὰ τὸ γλιτώσῃ ἀπ᾿ τὴν σφαγὴ τὴν ἀδικογραμμένη.

Καὶ εὐθὺς ἀνοίγει τὸ βουνὸ ἀλλὰ καὶ σμίγει πάλι,
καὶ δὲν τοῦ πῆρε ὁ στρατὸς τ᾿ Ἁγίου τὸ κεφάλι.

Μεγάλωσε ὁ Πρόδρομος, στὴν ἔρημο πηγαίνει,
καὶ ἄφησε τοὺς συγγενεῖς κι ὅλη τὴν οἰκουμένη.

Καμήλας δέρμα φόρεσε καὶ ζώνη δερματίνη,
καὶ δίδασκε «Μετάνοια» τὴν ἐποχὴ ἐκείνη.

Στὴν ἔρημο ἀσκήτευε καὶ δὲν καλοπερνοῦσε,
ἐφρόντιζε γιὰ τὴν ψυχή, τὸ σῶμα ὅτι καὶ ζοῦσε.

Χόρτα καὶ μέλι ἄγριον ἤτανε ἡ τροφή του,
ποὺ πρόσφεραν οἱ μέλισσες γιὰ τὴν συντήρησή του.

Ἦρθε ὁ θεῖος φωτισμὸς καὶ γιὰ τὸν Ἰωάννη,
νὰ κατοικήσει ἔπρεπε στὶς ὄχθες Ἰορδάνη.

Καὶ πῆγε ἐκεῖ καὶ κάθισε κι ἄρχισε νὰ φωνάζῃ,
κι ὅλους στὸν δρόμο τοῦ Θεοῦ νὰ τοὺς προετοιμάζῃ.

«Μετάνοια», τοὺς ἔλεγε, ὅλοι μετανοεῖτε,
κι ὅτι σᾶς λέγει ὁ Θεὸς κάνετε νὰ σωθεῖτε.

Καὶ ὅλους αὐτὸς τοὺς βάπτιζε μέσα στὸν Ἰορδάνη,
τὰ κρίματά τους ἔλεγαν στὸν Ἅγιο Ἰωάννη.

Ἀκόμα τοὺς προέτρεπε στὴν ταπεινοφροσύνη,
γιατὶ εἴχανε ἐγωισμὸ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη.

Καὶ ὑπερηφανεύοντο πὼς εἴχανε πατέρα
τὸν Ἀβραὰμ νὰ τοὺς δεχθεῖ ὅλους τους μία ἡμέρα.

Καὶ λέγει γιὰ τὸν Ἀβραὰμ νὰ τόνε μιμηθοῦνε
στὴν πίστι καὶ στὰ ἔργα του μαζί του γιὰ νὰ ζοῦνε.

Καὶ τότε τὸν ἐρώτησαν τὶ ὑστεροῦν ἐκεῖνοι,
τοὺς ἔφερε παράδειγμα τὴν ἐλεημοσύνη.

Ὅσοι ἔχουνε σκεπάσματα στὸν δρόμο μὴν πετοῦνε,
νὰ τὰ μοιράσουν στοὺς πτωχοὺς κι αὐτοὶ νὰ ζεσταθοῦνε.

Νὰ τρέφουν ὅλους τοὺς πτωχούς, νὰ ῾χουν δικαιοσύνη,
γιατὶ θὰ ἔρθει ὁ Χριστὸς μία μέρα νὰ μᾶς κρίνῃ.

Καὶ πάλι τὸν ἐρώτησαν ἂν ἦταν ὁ Μεσσίας,
ἔρχεται, εἶπε, ὁ Χριστός, φέρνει τὴν Σωτηρία.

Κατόπιν ἦρθε ὁ Χριστὸς στὴν ὄχθη Ἰορδάνη,
καὶ ζήτησε νὰ βαπτισθῇ ἀπὸ τὸν Ἰωάννη.

Καὶ ὁ Ἰωάννης ἀπαντᾶ: «ἐγὼ πῶς νὰ βαπτίσω;
τὸ ἀστεράκι τὸ μικρό, Ἥλιο πῶς νὰ φωτίσω;».

Καὶ τοῦ ἀπαντάει ὁ Χριστὸς γιατὶ αὐτὸ τὸ κάνει,
τοῦ κόσμου τὰ ἁμαρτήματα νὰ μποῦν στὸν Ἰορδάνη.

Ἤτανε ἕτοιμος ὁ Χριστὸς καὶ μπῆκε στὸ ποτάμι,
κι ὁ Ἰορδάνης ἄρχισε ἐπιστροφὴ νὰ κάνει.

Τὸν βάπτισε ὁ Πρόδρομος, τοῦ ἔτρεμε τὸ χέρι,
γιατὶ ἦρθε πνεῦμα Ἅγιον, λευκὸ σὰν περιστέρι.

Ἀκούστηκε Θεοῦ φωνὴ μέσα στὸν Ἰορδάνη,
καὶ στοῦ Προδρόμου πρόσωπο τριὰς Ἁγία ἐφάνη.

Καὶ ἡ φωνὴ ἐκ τοῦ Πατρὸς ἔλεγε: «ὁ Υἱός μου,
αὐτὸς εἶν᾿ ποὺ βαπτίζεται καὶ ὁ Ἀγαπητός μου!».

Πολὺ ἐκαυτηρίαζε τὴν κάθε ἁμαρτία
καὶ ἦταν ζυγαριὰ σωστὴ γιὰ κάθε ἀδικία.

Ὅσο ποὺ ἦταν ταπεινὸς ὕψωσε τὴ φωνή του
καὶ τὸν Ἡρώδη ἤλεγξε γιὰ τὴ διαγωγή του.

Ἀφοῦ σ᾿ αὐτὸν ὁ διάβολος τοῦ ἔβαλε στὸ νοῦ του,
καὶ πῆρε γιὰ γυναίκα του, γυναίκα τ᾿ ἀδελφοῦ του.

«Αὐτὸ εἶναι παράνομο», ἔλεγε στὸν Ἡρώδη,
ὁ Ἰωάννης Πρόδρομος, χωρὶς νὰ ἔχει φόβοι.

Δὲν ἄντεχε ὁ Βασιλιὰς τὴν προσβολὴ τὴν τόση,
ἀλλὰ φοβόταν τὸν λαὸν γιὰ νὰ τὸν θανατώσῃ.

Ἔδωσε μία διαταγή, στὴν φυλακὴ τὸν βάνει,
δὲν ἤθελε τὸν ἔλεγχο ἀπὸ τὸν Ἰωάννη.

Καὶ ὅταν φυλακίστηκε, τρέχει ὁ λαὸς κοντά του,
σὰν ὄρνιθα τοὺς σκέπαζε μὲ τὰ χρυσὰ φτερά του.

Ὁ Ἡρώδης ἔκανε γιορτὴ γιὰ τὰ γενέθλιά του,
καὶ στὸ παλάτι κάλεσε τοὺς ἄρχοντες κοντά του.

Μὲ κτηνωδία πέσανε ὅλοι στὸ φαγοπότι,
κι ἄρχισαν ἄσεμνους χοροὺς οἱ ἀσεβεῖς ἀνθρῶποι.

Ἡ μοιχαλὶς βασίλισσα κόρη εἶχε Σαλώμη,
βγῆκε καὶ χόρευε τρελὰ μισόγυμνη ἀκόμη.

Ἐχόρεψε ἄσεμνο χορὸ καὶ τὴν χειροκροτοῦσαν,
ἤτανε ὅλοι ἀσεβεῖς γι᾿ αὐτὸ τὴν ἐπαινοῦσαν.

Κι ὁ βασιλιὰς τῆς ἔταξε μισή του βασιλεία,
μπροστὰ στὸν κόσμο ὁρκίστηκε, ἦταν κι αὐτὸ μωρία.

Καὶ ἡ Σαλώμη ἔτρεξε εἰς τὴν Ἡρῳδιάδα,
γιὰ νὰ τῆς πεῖ εὐχάριστα γιὰ τὴ βασιλειάδα.

Ἡ μοιχαλὶς βασίλισα ἐδαιμονίσθη πάλι,
καὶ ζήτησε ἐπὶ πίνακι Προδρόμου τὸ κεφάλι.

Ἡ ἐντολὴ ἐκτελέστηκε καὶ μέσα σ᾿ ἕνα πιάτο,
ἡ κεφαλὴ ἐτέθηκε, μὲ αἵματα γεμάτο.

Σὰν φροῦτο τὴν προσφέρανε ἐπάνω στὸ τραπέζι,
κι ἡ μουσικὴ τοῦ σατανᾶ σταμάτησε νὰ παίζει.

Τὴν εἴδανε καὶ τρέμανε ὅλοι οἱ καλεσμένοι,
κι ἡ μοιχαλὶς Ἡρῳδιὰς ποὺ ῾ταν δαιμονισμένη.

Ὁ κόσμος σὰν τὸ ἔμαθε στὴν φυλακὴ προφθάνει,
νὰ ἐνταφιάσει τὸ κορμὶ τ᾿ Ἁγίου Ἰωάννη.

Τὸ ἔθαψαν μὲ σεβασμὸ μὲ δίχως τὸ κεφάλι,
ποὺ ὅλοι εἶχαν δάσκαλο, μικροὶ μὰ καὶ μεγάλοι.

Εἰδοποιῆσαν τὸν Χριστὸ ὅτι εἶχε πεθάνει,
ἐκεῖνος ποὺ τὸν βάπτισε μέσα στὸν Ἰορδάνη.

Στὸ Ἅγιο Ὄρος βρίσκεται, Μονὴ τοῦ Διονυσίου,
τὸ χέρι ποὺ ἐβάπτισε τὴν κεφαλὴ Κυρίου.

Καὶ ἑορτάζει ἡ Ἐκκλησιὰ τὴν Ἁγία Κεφαλή του,
τὶς τρεῖς Ἅγιες εὕρεσες διὰ τιμὴν δική του.

Τὴν σύναξη γιορτάζουμε ἑπτὰ Ἰανουαρίου,
μετὰ τὴν Θεία Βάπτιση Χριστοῦ μας τοῦ Κυρίου.

Μὲ σεβασμὸ οἱ χριστιανοὶ πολλὲς φορὲς τὸ χρόνο,
θὰ τὸν τιμοῦν εὐλαβικὰ αἰῶνες τῶν αἰώνων.

Ἐκεῖνοι ποὺ ἐφόνευσαν φρικτὸ εἴχανε τέλος,
διότι στὰ κεφάλια τους ἐστράφηκε τὸ βέλος.

Θεὸς τοὺς ἐτιμώρησε γιὰ φόνο ποὺ ῾χαν κάνει,
ἄδικα ἀπεκεφάλισαν τὸν Ἅγιο Ἰωάννη.

Δριμεῖς ἐλέγχους εἴχανε μὲ τὴ συνείδησή τους,
καὶ μαῦρες μέρες πέρασαν σὲ ὅλη τὴ ζωή τους.

Τοὺς πῆραν τὰ παλάτια τους, μὰ καὶ τὴν βασιλεία,
καὶ τέλος τοὺς ἀπέστειλαν τοὺς τρεῖς στὴν ἐξορία.

Στὴ Ῥώμη τοὺς ἐξόρισαν, Γαλλία, Ἱσπανία,
ἦταν κακὸ τὸ τέλος τους, δίχως φιλανθρωπία.

Ἐτιμωρήθηκε σκληρὰ ἡ κόρη τους Σαλώμη,
ὁ θάνατὸς της τρομερὸς καὶ τραγικὸς ἀκόμη.

Σὲ παγωμένο ποταμὸ πῆγε νὰ περπατήσῃ,
ἔσπασε ὁ πάγος ἔξαφνα, τὸ σῶμα ἐβυθίσθη.

Ἀλλὰ ἀμέσως ἡ ὀπὴ τοῦ πάγου ἔκλεισε πάλι,
καὶ σὰν μαχαίρι κοφτερὸ ἔκοψε τὸ κεφάλι.

Κι ἔτσι ἐπληρώθηκε τὸν φόνο ποὺ ῾χε κάνει,
μὲ τὸν τρελλό της τὸ χορό, κεφάλι τ᾿ Ἅη Γιάννη.

Μίαν παροιμία ἔπρεπε αὐτὴ νὰ καταλάβῃ,
ἀφοῦ μάχαιρα ἔδωσε καὶ μάχαιρα θὰ λάβῃ.

Δύο λόγια ἔγραψα πτωχὰ στὸν Ἅγιο Γιάννη,
ποὺ οἱ Πατέρες ἔπλεξαν ὁλόχρυσο στεφάνι.

Αὐτὰ ποὺ γράφτηκαν ἐδῶ δὲν εἶναι ἀπὸ μένα,
μὰ μέσα ἀπὸ τὸν βίον του εἶναι ἀντιγραμμένα.

Γι᾿ αὐτὸ ἂς τὰ διαβάζομε πρὸς χάριν τοῦ Ἁγίου,
καὶ νὰ γενοῦμε μιμηταὶ τοῦ ἰδικοῦ του βίου.

Ἡ ἐκκλησία πάντοτε σὲ κάθε Λειτουργία,
τὸν μνημονεύει εὐλαβικὰ μετὰ τὴν Παναγία.

Κ᾿ ἡ ἁγιογραφία του, διάφοροι ἔχει τρόποι,
σὰν Ἄγγελο μὲ τὰ φτερά, τὸν βλέπουν οἱ ἀνθρῶποι.

Βλέπουμε τὴν εἰκόνα του σὲ ἄλλο μέρος πάλι,
κρατάει στὴν παλάμη του τὸ ἱερὸ κεφάλι.

Εἶναι πολλὰ τὰ θαύματα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη,
μὲ πίστι ὅσα τοῦ ζητοῦν τὴν αἴτησι τοὺς κάνει.

Ἅγιε Ἰωάννη Πρόδρομε κάνε τὴν προσευχή σου,
νὰ ῾χομεν σὰν παράδειγμα τὴν ἅγιαν ζωήν σου.

Νὰ κάνουμε ὑπακοὴ καὶ τοῦ Χριστοῦ ν᾿ ἀκοῦμε,
καὶ πιὸ πολὺ ἀπὸ ἐμᾶς, ἐκεῖνον ν᾿ ἀγαποῦμε.

Ἀλλὰ καὶ κάθε ἄνθρωπο ἀκόμα κι ἐχθρό μας,
συγχώρεση νὰ δίνουμε, γιατ᾿ εἶναι ἀδελφός μας.

Τότε ὁ πατέρας μας Θεὸς ποὺ ῾ν᾿ ὅλο ἀγάπη,
θὰ μᾶς χαρίση ἔλεος στοῦ οὐρανοῦ τὰ πλάτη.

Ἅγιε Ἰωάννη Πρόδρομε, θερμὰ σ᾿ εὐχαριστοῦμε,
μὲ τὶς δικές σου προσευχὲς Παράδεισο νὰ βροῦμε.