1 Ἰανουαρίου
Ὁ Ἅγιος Βασίλειος ἀπὸ τὴν Καισαρεία, Μοιάζει σὰν τὴν μέλισσα ποὺ εἶναι στὴ κυψέλη, Τὸ πιὸ σπουδαῖο, ἔγραψε τὴν Θεία Λειτουργία, Ἐννέα ἀδέλφια ἤτανε στὴν οἰκογένειά του Βασίλειος ὁ πατέρας του, Ἐμμέλεια ἡ μητέρα, Τοῦ φύτεψαν μέσ᾿ στὴν ψυχὴ τὴ θεϊκὴ ἀγάπη, Ὅταν ἀνδρώθηκε κι αὐτὸς πῆγε γιὰ νὰ σπουδάσῃ, Συμμαθητὴς Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός, Δύο δρόμους μόνο γνώριζαν σὲ ὅλη τὴν Ἀθήνα, Στὸν πρῶτο δρόμο, πήγαιναν μαζὶ στὴν ἐκκλησία, Ὑπῆρχε φόβος θεϊκὸς μεσ᾿ στὴν ἁγνὴ ψυχή τους, Ὁ Ἅγιος προσευχότανε σὲ ὅλο του τὸ βίο, Ἐδιάβαζε θεία γραφὴ καὶ τὴν φιλοσοφία, Γράφει στὴν Ἑξαήμερο πὼς ἔχει ὁ κόσμος γίνει, Πῶς μ᾿ ἕνα λόγο του ὁ Θεὸς ποὺ ἔχει τὴν ἐξουσία, Καὶ ἂν βρίσκεται στὸν οὐρανό, ζεῖ ἀπὸ τὰ βιβλία, Ὁ Ἅγιος Βασίλειος πῆγε στὴν Παλαιστίνη Καὶ ἀπ᾿ τὰ Ἱεροσόλυμα στὴν Αἴγυπτο διαβαίνει Σὰν εἶδαν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τὴν τόση καλοσύνη, Καὶ ἔγινε καὶ ἐπίσκοπος στὴν πόλι Καισαρεία, καὶ εἶχε ἀνισότητα ἐκεῖ ἡ ἀνθρωπότης. Εἶχε πολὺ φτωχολογιά, οἱ ἄνθρωποι
πεινοῦσαν, καὶ τρώγαν ὅλοι οἱ φτωχοὶ μέσ᾿ στὴν τραπεζαρία. Καθημερινῶς ἑτοίμαζαν
τρεῖς χιλιάδες πιάτα, Ὑπῆρχαν καὶ οἱ πλούσιοι ποὺ εἶχαν φιλαργυρία, Γι᾿ αὐτὸ μεταχειρίστηκε ἕνα δικό του τρόπο, Καὶ ἔλεγε στοὺς φιλάργυρους ποὺ εἴχανε τὶς λίρες, Γιατὶ ὅταν δὲν δώσουνε εἰς τοὺς φτωχοὺς νὰ φᾶνε, Καὶ ἔτσι τοὺς συμβούλευε μὲ τὸν ὡραῖο τρόπο, Βασιλειάδα ὀνόμασαν τὸ ἵδρυμα ποὺ εἶχε κάνει, Ἔδινε πάντα τὸ παρὸν σὲ κάθε δυστυχία, Ἐπλήρωνε τοὺς ἰατρούς, φάρμακα γιὰ ἀρρώστους, Μὲ ἀγάπη ἀσπαζότανε ὅλους τοὺς πληγωμένους, Σὰν τὸ ποιμένα τὸν καλὸ ποὺ βόσκει τὸ κοπάδι, Τοὺς ἔτρεφε καθημερινῶς μὲ τὰ κηρύγματά του, Εἴχανε αὐτοκράτορα τὸν λέγανε Οὐάλη, Ὁ Ἅγιος δὲν ἤθελε ἡ αἵρεση νὰ γίνει, Φοβέριζε τὸν Ἅγιο μὲ τοῦ Μοδέστου στόμα, Καὶ τοῦ ἁπαντᾷ ὁ Μόδεστος μὲ τὸ δικό του τρόπο, Τότε τοῦ λέει ὁ Ἅγιος πῶς πρέπει ὅλοι νὰ ῾ναι, Πάμπολλα εἶναι τὰ θαύματα τοῦ Ἁγίου Βασιλείου, Τὸν πῆγαν σὲ ἕνα ἀσθενῆ ποὺ ἦταν λουβιασμένος, Ἔκανε καὶ στὴ Νίκαια ἕνα μεγάλο θαῦμα, Θέλησαν νὰ δείξουνε ἡ αἵρεση εἶχε ἀξία, Ἕνα σημεῖο ἔβαλαν μὲ τὸ δικό τους τρόπο, Καὶ σὰν σημάδι ἔβαλαν μιὰ κλειδωμένη πόρτα, Καὶ ὅπως συνέβη κάποτε μὲ τὸν προφήτη Ἠλία, δίχως ἀποτελέσματα ἡ προσευχὴ νὰ φέρει. Κατόπιν ντροπιαστήκανε μὲ
τὰ δικά τους κόλπα, Τότε ἀρχίζει ὁ Ἅγιος Βασίλειος καὶ κάνει Ἔγινε πύρινος σεισμὸς καὶ ἄνοιξε ἡ πόρτα, Τὸ θαῦμα αὐτὸ σὰν ἔγινε, Θεὸ δοξολογοῦσαν, Γιατὶ τοὺς ἐφανέρωσε ποιὰ εἶχε δοξασία, Ἤτανε συγκινητικὸ τὸ τέλος τοῦ Ἁγίου, Μόλις σαράντα ἐννιὰ ἐτῶν στὴ γῆ ἔζησε χρόνια Μᾶς ἄφησε κληρονομιὰ βιβλία κι ὄχι μόνο, Ἀκόμα διδασκόμεθα μὲ τὸ παράδειγμά του, Ἔχει κρυμμένους θησαυροὺς στοῦ Ἁγίου τὰ βιβλία, Ἂς τὸν παρακαλέσουμε τὰ ἁμαρτωλὰ παιδιά του, Νὰ κάνῃ δέηση γιὰ μᾶς εἰς τὸν Θεὸ Πατέρα, Μᾶς εὐλογεῖ ἀπὸ ψηλὰ νὰ ῾χουμε τὴν εὐχή του, Ὦ Ἅγιε Βασίλειε, στύλε τῆς Ἐκκλησίας, Ἀντέγραψα ἀπ᾿ τὸ βίο σου λίγα ἀπ᾿ τὰ θαύματά σου, Δέξου ἀπὸ ῾μὲ τὸν ταπεινὸ τὸ φτωχικό μου ποίημα, |