Ἅγιος Βασίλειος ὁ Μέγας

1 Ἰανουαρίου

Ὁ Ἅγιος Βασίλειος ἀπὸ τὴν Καισαρεία,
εἶναι μεγάλος Ἅγιος μέσα στὴν Ἐκκλησία.

Μοιάζει σὰν τὴν μέλισσα ποὺ εἶναι στὴ κυψέλη,
ἔγραψε λόγια τοῦ Θεοῦ, γλυκύτερα ἀπ᾿ τὸ μέλι.

Τὸ πιὸ σπουδαῖο, ἔγραψε τὴν Θεία Λειτουργία,
γιατὶ εἶχε πνεῦμα Ἅγιο καὶ τοῦ Θεοῦ Σοφία.

Ἐννέα ἀδέλφια ἤτανε στὴν οἰκογένειά του
καὶ εἶχε πρῶτο δάσκαλο Μακρίνα τὴ γιαγιά του.

Βασίλειος ὁ πατέρας του, Ἐμμέλεια ἡ μητέρα,
τὸν δίδασκαν μὲ λόγια ἅγια, τὴ νύχτα καὶ τὴ μέρα.

Τοῦ φύτεψαν μέσ᾿ στὴν ψυχὴ τὴ θεϊκὴ ἀγάπη,
ποὺ πάντοτε μοσχοβολᾶ σὰν μυρωμένα ἄνθη.

Ὅταν ἀνδρώθηκε κι αὐτὸς πῆγε γιὰ νὰ σπουδάσῃ,
καὶ στὴν Ἀθήνα ἔφτασε δίχως καιρὸ νὰ χάσῃ.

Συμμαθητὴς Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός,
μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ἐνάρετος κι αὐτός.

Δύο δρόμους μόνο γνώριζαν σὲ ὅλη τὴν Ἀθήνα,
ἦταν ἁγνοὶ καὶ καθαροὶ σὰν τοῦ ἀγροῦ τὰ κρίνα.

Στὸν πρῶτο δρόμο, πήγαιναν μαζὶ στὴν ἐκκλησία,
κι ὁ δεύτερος δρόμος ἔγραφε, ὁδὸς πρὸς τὰ σχολεῖα.

Ὑπῆρχε φόβος θεϊκὸς μεσ᾿ στὴν ἁγνὴ ψυχή τους,
καὶ δὲν τοὺς ἐπηρέαζαν οἱ συνομήλικοί τους.

Ὁ Ἅγιος προσευχότανε σὲ ὅλο του τὸ βίο,
καὶ μελετοῦσε πάντοτε τοὺς βίους τῶν Ἁγίων.

Ἐδιάβαζε θεία γραφὴ καὶ τὴν φιλοσοφία,
καὶ ἔγραφε πάντοτε ἱερὰ χριστιανικὰ βιβλία.

Γράφει στὴν Ἑξαήμερο πὼς ἔχει ὁ κόσμος γίνει,
ποὺ ἔγραψε ὁ Μωυσῆς τὴν ἐποχὴ ἐκείνη.

Πῶς μ᾿ ἕνα λόγο του ὁ Θεὸς ποὺ ἔχει τὴν ἐξουσία,
ἔποικε ἀπὸ τὸ μηδὲν σωστὴ δημιουργία.

Καὶ ἂν βρίσκεται στὸν οὐρανό, ζεῖ ἀπὸ τὰ βιβλία,
ὁ Ἅγιος Βασίλειος, μᾶς λέγει ἡ Ἐκκλησία.

Ὁ Ἅγιος Βασίλειος πῆγε στὴν Παλαιστίνη
καὶ στὰ Ἱεροσόλυμα προσκυνητὴς νὰ γίνει.

Καὶ ἀπ᾿ τὰ Ἱεροσόλυμα στὴν Αἴγυπτο διαβαίνει
καὶ πάλι στὴν Καισάρεια στρέφεται καὶ πηγαίνει.

Σὰν εἶδαν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τὴν τόση καλοσύνη,
ἀμέσως τὸν προέτρεψαν εἰς τὴν Ἱερωσύνη.

Καὶ ἔγινε καὶ ἐπίσκοπος στὴν πόλι Καισαρεία,
τὸν μίσησαν οἱ αἱρετικοί, νὰ πάῃ ἐξορία.

Ἐφάνη πολὺ πονόψυχος σὰν ἔγινε δεσπότης,
καὶ εἶχε ἀνισότητα ἐκεῖ ἡ ἀνθρωπότης.

Εἶχε πολὺ φτωχολογιά, οἱ ἄνθρωποι πεινοῦσαν,
κι ἔτρεχαν στὸν ποιμένα τους, βοήθεια τοῦ ζητοῦσαν.

Ὅλους τοὺς ἐλυπήθηκε στὴν πόλι Καισαρεία
καὶ τρώγαν ὅλοι οἱ φτωχοὶ μέσ᾿ στὴν τραπεζαρία.

Καθημερινῶς ἑτοίμαζαν τρεῖς χιλιάδες πιάτα,
καὶ ἦταν ὅλων τῶν φτωχῶν τὰ σωθικὰ γεμάτα.

Ὑπῆρχαν καὶ οἱ πλούσιοι ποὺ εἶχαν φιλαργυρία,
δὲν ἐλυποῦνταν τοὺς φτωχοὺς ποὺ εἶχαν δυστυχία.

Γι᾿ αὐτὸ μεταχειρίστηκε ἕνα δικό του τρόπο,
βρῆκε κλειδὶ ποὺ ἄνοιγε τὰ σπλάχνα τῶν ἀνθρώπων.

Καὶ ἔλεγε στοὺς φιλάργυρους ποὺ εἴχανε τὶς λίρες,
νὰ λυπηθοῦνε τοὺς φτωχούς, τὰ ὀρφανά, τὶς χῆρες.

Γιατὶ ὅταν δὲν δώσουνε εἰς τοὺς φτωχοὺς νὰ φᾶνε,
θὰ ῾χουνε χρῶμα τῶν λιρῶν στὴν κόλαση ὅταν πᾶνε.

Καὶ ἔτσι τοὺς συμβούλευε μὲ τὸν ὡραῖο τρόπο,
κι ἔγιναν ἐλεήμονες τῶν δύστυχων ἀνθρώπων.

Βασιλειάδα ὀνόμασαν τὸ ἵδρυμα ποὺ εἶχε κάνει,
καθημερινῶς ἐχόρταιναν πτωχοὶ ἀπ᾿ τὸ καζάνι.

Ἔδινε πάντα τὸ παρὸν σὲ κάθε δυστυχία,
νοσοκομεῖο ἵδρυσε μέσα στὴν Καισαρεία.

Ἐπλήρωνε τοὺς ἰατρούς, φάρμακα γιὰ ἀρρώστους,
καὶ ἔδινε παρηγοριὰ εἰς τοὺς φτωχοὺς ἀνθρώπους.

Μὲ ἀγάπη ἀσπαζότανε ὅλους τοὺς πληγωμένους,
γιατὶ ἤτανε πονόψυχος γιὰ τοὺς δυστυχισμένους.

Σὰν τὸ ποιμένα τὸν καλὸ ποὺ βόσκει τὸ κοπάδι,
ἐνουθετοῦσε τὶς ψυχὲς νὰ μὴν διαβοῦν στὸν Ἅδη.

Τοὺς ἔτρεφε καθημερινῶς μὲ τὰ κηρύγματά του,
καὶ ἀπ᾿ τὸ λύκο φύλαγε ὅλα τὰ πρόβατά του.

Εἴχανε αὐτοκράτορα τὸν λέγανε Οὐάλη,
καὶ ἤθελε στὴν Καισάρεια τὴν αἵρεση νὰ βάλει.

Ὁ Ἅγιος δὲν ἤθελε ἡ αἵρεση νὰ γίνει,
ἀλλὰ νὰ εἶναι ὁ λαὸς εἰς τὴν χριστιανοσύνη.

Φοβέριζε τὸν Ἅγιο μὲ τοῦ Μοδέστου στόμα,
μὲ ἐξορία, βάσανα καὶ χίλια δύο ἀκόμα.

Καὶ τοῦ ἁπαντᾷ ὁ Μόδεστος μὲ τὸ δικό του τρόπο,
δὲν βρῆκα πίστι ζωντανὴ στὰ χείλη Ἐπισκόπου.

Τότε τοῦ λέει ὁ Ἅγιος πῶς πρέπει ὅλοι νὰ ῾ναι,
καὶ γιὰ τὴν πίστι τοῦ Χριστοῦ σκληρὰ νὰ πολεμᾶνε.

Πάμπολλα εἶναι τὰ θαύματα τοῦ Ἁγίου Βασιλείου,
ἔκανε ἄρρωστους καλὰ ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου.

Τὸν πῆγαν σὲ ἕνα ἀσθενῆ ποὺ ἦταν λουβιασμένος,
μὲ τὴ θερμή του προσευχή, βγῆκε θεραπευμένος.

Ἔκανε καὶ στὴ Νίκαια ἕνα μεγάλο θαῦμα,
νίκησε τοὺς ἀρειανούς, τοὺς ἄφησε ἕνα τραῦμα.

Θέλησαν νὰ δείξουνε ἡ αἵρεση εἶχε ἀξία,
καὶ ὅτι εἶναι πιὸ σωστὴ ἀπ᾿ τὴν Ὀρθοδοξία.

Ἕνα σημεῖο ἔβαλαν μὲ τὸ δικό τους τρόπο,
ὁ Ἅγιος καὶ οἱ αἱρετικοὶ ἐνώπιων ἀνθρώπων.

Καὶ σὰν σημάδι ἔβαλαν μιὰ κλειδωμένη πόρτα,
μὲ προσευχὴ νὰ ἀνοιχτῇ, δίχως κλειδιὰ καὶ κόλπα.

Καὶ ὅπως συνέβη κάποτε μὲ τὸν προφήτη Ἠλία,
ἡ προσευχὴ ἡ αἱρετικὴ ἐφάνηκε γελοία.

Ἐπροσευχόνταν τὸ πρωὶ μέχρι τὸ μεσημέρι,
δίχως ἀποτελέσματα ἡ προσευχὴ νὰ φέρει.

Κατόπιν ντροπιαστήκανε μὲ τὰ δικά τους κόλπα,
διότι μὲ τὴν αἵρεση δὲν ἄνοιγε ἡ πόρτα.

Τότε ἀρχίζει ὁ Ἅγιος Βασίλειος καὶ κάνει
μιὰ προσευχὴ ὁλόθερμη καὶ ὅλους τοὺς προσβάνει.

Ἔγινε πύρινος σεισμὸς καὶ ἄνοιξε ἡ πόρτα,
δίχως κλειδιὰ νὰ χρειαστοῦν καὶ ἄνοιξε σὰν πρῶτα.

Τὸ θαῦμα αὐτὸ σὰν ἔγινε, Θεὸ δοξολογοῦσαν,
ὁ Ἅγιος καὶ οἱ χριστιανοὶ καὶ τὸν εὐχαριστοῦσαν.

Γιατὶ τοὺς ἐφανέρωσε ποιὰ εἶχε δοξασία,
ἀξία πὼς πίστι ἀληθινὴ εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία.

Ἤτανε συγκινητικὸ τὸ τέλος τοῦ Ἁγίου,
ποὺ ἔφυγε ἀπὸ τὴ γῆ πρώτη Ἰανουαρίου.

Μόλις σαράντα ἐννιὰ ἐτῶν στὴ γῆ ἔζησε χρόνια
καὶ πῆγε στὸν παράδεισο καὶ ζεῖ ἐκεῖ αἰώνια.

Μᾶς ἄφησε κληρονομιὰ βιβλία κι ὄχι μόνο,
τὴ θεία λειτουργία του, δέκα φορὲς τὸ χρόνο.

Ἀκόμα διδασκόμεθα μὲ τὸ παράδειγμά του,
γιατὶ ἀγαποῦσε τὸ Θεὸ μὲ ὅλη τὴν καρδιά του.

Ἔχει κρυμμένους θησαυροὺς στοῦ Ἁγίου τὰ βιβλία,
ἔχουνε πνεῦμα τοῦ Θεοῦ βαθιὰ θεολογία.

Ἂς τὸν παρακαλέσουμε τὰ ἁμαρτωλὰ παιδιά του,
ποὺ ἔχει χάρι ἀπ᾿ τὸ Θεὸ καὶ βρίσκεται κοντά του.

Νὰ κάνῃ δέηση γιὰ μᾶς εἰς τὸν Θεὸ Πατέρα,
νὰ κάνουμε ὑπακοὴ στὴν Παναγιὰ Μητέρα.

Μᾶς εὐλογεῖ ἀπὸ ψηλὰ νὰ ῾χουμε τὴν εὐχή του,
νὰ ἀξιωθοῦμε αἰώνια νὰ εἴμαστε μαζί του.

Ὦ Ἅγιε Βασίλειε, στύλε τῆς Ἐκκλησίας,
στήριγμα μέγα τῶν πιστῶν καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας.

Ἀντέγραψα ἀπ᾿ τὸ βίο σου λίγα ἀπ᾿ τὰ θαύματά σου,
νὰ μάθουνε οἱ χριστιανοὶ τὰ κατορθώματά σου.

Δέξου ἀπὸ ῾μὲ τὸν ταπεινὸ τὸ φτωχικό μου ποίημα,
προσφέροντας στὴ μνήμη σου δύο μυρωδάτα κρίνα.