Βασίλειος Σκολαρίκος, Ἐφημερίδα Δημητσάνα, Μάρτιος 2005
Τὰ παλιὰ τὰ χρόνια στὴν Ἐνορία μου ὁ παπᾶς, ἀλλὰ καὶ οἱ ἱερεῖς σὲ κάθε Ἐνορία τῆς πατρίδας μας, τηροῦσαν ἀπαρασάλευτα τὸν Ὄρθρο* καὶ τὸν Ἑσπερινό*. Οἱ περισσότεροι ἀπ᾿ αὐτούς, μετὰ ἀπὸ τὸν Ὄρθρο, ἔφευγαν γιὰ τὶς ἀγροτικές τους ἐργασίες, προκειμένου νὰ ἀποκτήσουν, μὲ τὸν ἱδρώτα τοῦ προσώπου τους, τὰ τρόφιμα ἐκεῖνα ποὺ θὰ τοὺς βοηθοῦσαν στὴν ἀνατροφὴ τῶν μελῶν τῆς οἰκογένειάς των, ποὺ πολλὲς φορὲς ἀνήρχοντο σὲ δέκα καὶ δώδεκα ἄτομα.
Ὅμως φρόντιζαν μὲ τὴν «ἡλίου δύσιν» νὰ εὑρίσκονται πίσω στὸ χωριό τους γιὰ νὰ κτυπήσουν τὴν καμπάνα γιὰ τὸν Ἑσπερινό. Ἄλλωστε τὸ λέει πάρα πολὺ παραστατικὰ ἡ λεγομένη «Ἐπιλύχνιος Εὐχαριστία», ποὺ ψάλλεται κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ Ἑσπερινοῦ τὸ «Φῶς ἱλαρόν, ἁγίας δόξης, ἀθανάτου Πατρός, οὐρανίου, ἁγίου μάκαρος, Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλθόντες ἐπὶ τὴν ἡλίου δύσιν, ἰδόντες φῶς ἑσπερινὸν ὑμνοῦμεν Πατέρα Υἱὸν καὶ Ἅγιον Πνεῦμα Θεόν». Θεωροῦσαν ὅτι ἔπρεπε, ὅτι ἦταν «Ἄξιον», ἰδιαίτερα αὐτὴ τὴν ὥρα, μὲ τὴν λήξη τῆς ἡμέρας, ἀλλὰ καὶ «ἐν πᾶσι καιροῖς» μὲ φωνὲς ὡραῖες -αἰσίαις- νὰ ὑμνοῦν τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, ποὺ δίνει τὴ ζωή, καὶ γιὰ τὴν ὁποίαν ὁ κόσμος τὸν δοξάζει.
Ἂν αὐτὴ τὴν ὥρα, δηλαδὴ τοῦ Ἑσπερινοῦ, δὲν κτυποῦσε ἡ καμπάνα, ὅλοι ρωτοῦσαν: Λείπει ὁ παπᾶς, εἶναι ἄρρωστος, γιατί δὲν κτύπησε Ἑσπερινό; Ὁ ἐφημέριος τοῦ χωριοῦ ἤτανε πάντα ὁ παπᾶς μας, ὁ δικός μας παπᾶς, ὅποιος κι ἤτανε. Ἔτσι ἡ ἀγαπητικὴ διάθεση γιὰ τὸν παπᾶ ἐξαφάνιζε τὴν ὅποια ἱεροκατηγορία. Ἂν κάποιος δηλαδὴ ἔλεγε κάτι κακὸ κατὰ τοῦ παπᾶ, ἄκουγε τὴν ἐπιτιμητικὴ ἀπάντηση. - Ἐκεῖ ποὺ στέκεται ὁ παπᾶς, ἐμεῖς δὲν μποροῦμε νὰ σταθοῦμε.
Ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς αὐτοὺς καὶ ἀπὸ τὶς μανάδες μας ποὺ ἐρχόντουσαν στὸν Ὄρθρο καὶ στὸν Ἑσπερινὸ μάθαμε πότε νὰ γονατίζουμε καὶ νὰ προσκυνοῦμε καὶ νὰ σταυροκοπιόμαστε, πότε νὰ στεκόμαστε ὄρθιοι καὶ πότε νὰ καθόμαστε. Ἤξεραν πότε πρέπει νὰ κάμουν σταυρὸ καὶ πάντα τὸ χέρι ἕτοιμο νὰ σταυροσημειωθοῦνε. Κουπὶ τὸ χέρι γιὰ σταυρὸ στὸ ἄκουσμα: Χριστός, Παναγία, ὄνομα ἁγίου. Καὶ καθετὶ ποὺ πράττανε, δὲν τὸ ἔκαναν γιατί ἁπλὰ ἔτσι τὸ παρέλαβαν, ἔτοι τὸ εἶδαν στοὺς παλιούς, ἀλλὰ εἴχανε βαθειὰ ἐπίγνωση τῶν τελουμένων στὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας.
Οἱ γιαγιάδες μας ἀπὸ τὴν εἴσοδό τους στὴν Ἐκκλησία ἀγόραζαν ἀπὸ τὸ παγκάρι τῆς ἐκκλησιᾶς ἢ ἔφερναν μαζί τους δυὸ κεριά. Τὸ ἕνα τὸ ἄναβαν στὸ Ἑωθινὸ Εὐαγγέλιο* καὶ τὸ ἄλλο στὸν Ἀπόστόλο, γιὰ νὰ εἶναι ἀναμμένο κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἀναγνώσεως τοῦ Εὐαγγελίου τῆς Λειτουργίας*. Ἀκολουθώντας, κατὰ κάποιο τρόπο, τὸ παράδειγμα τοῦ παιδιοῦ τοῦ Ἱεροῦ ποὺ ἀνάβει τὴν λαμπάδα στὴν Ὡραία Πύλη, ὅταν ὁ ἱερέας διαβάζει τὸ Πρῶτο καὶ τὸ Δεύτερο Εὐαγγέλιο.
Ἀπ᾿ αὐτὲς μάθαμε πὼς πρέπει ὅταν ἀκούγεται στὴν Θεία Λειτουργία τὸ «Εὐλογημένη ἡ Βασιλεία», νὰ λέμε ψιθυριστὰ τὸ «Μέγα τὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος», κι ὅταν τὸ «Πρόσχωμεν, τὰ ἅγια τοῖς ἁγίοις», τὸ «Εἰς βοήθειαν πάντων τῶν εὐσεβῶν καὶ ὀρθοδόξων χριστιανῶν» καὶ στὴν συγχωρητικὴ εὐχὴ τῶν κολλύβων «Ὁ Θεὸς τῶν πνευμάτων...», στὴ φράση «ὁ Θεὸς συγχώρησον», νὰ ἐπαναλαμβάνουμε ὅλοι μαζὶ τὸ «ὁ Θεὸς συγχώρησον». Τώρα τὰ μνημόσυνα γίνονται σὲ ἀκατάλληλες ὧρες καὶ ἐκτὸς Θείας Λειτουργίας καὶ στὸ μοίρασμα τῶν κολλύβων, ἀντὶ τὸ «Θεὸς συγχωρέστον», δὲν εἶναι λίγες οἱ φορὲς ποὺ ἀκοῦμε τὴ λέξη: «Εὐχαριστῶ».
Ἀπ᾿ αὐτὲς τὶς μανάδες μας μάθαμε πὼς πρέπει νὰ στεκόμαστε ὄρθιοι στὸν Ἑξάψαλμο* τὸ πρωὶ καὶ στὸν Προοιμιακὸ* στὸν Ἑσπερινὸ καὶ ὅταν ἀκούγεται ἀπὸ τὸν ἱερέα: Τὴν Τιμιωτέρα τῶν Χερουβίμ*, ἀκόμη «Τὰ Σὰ ἐκ τῶν σῶν σοὶ προσφέροντες...» καὶ τὸν ἀκολουθεῖ ὁ ψάλτης μὲ τὸ «Σὲ ὑμνοῦμεν...». Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν εἶχε καθίσματα, ἀλλὰ στασίδια, λίγο ν᾿ ἀνακουφιστεῖ ἡ μέση τῶν ἡλικιωμένων. Ἡ ὄρθια στάση ἦταν πάντα ἡ στάση προσευχῆς.
Ἀπ᾿ αὐτές, τὶς μανάδες μας, μάθαμε πὼς δὲν πρέπει νὰ φεύγουμε ποτὲ πρὶν τὴν Ἀπόλυση. Γιατὶ κατ᾿ αὐτὴ γίνεται παράκληση τοῦ ἱερέα πρὸς τοὺς Ἁγίους νὰ δεηθοῦνε νὰ μᾶς ἐλεήσει ὁ Θεός. Καὶ ὅσο περισσότερους Ἁγίους μνημονεύει, ἔλεγαν, ὁ ἱερέας, τόσο τὸ καλύτερο ἦταν γιὰ μᾶς, γιατὶ σὲ περισσότερους Ἁγίους ἀπευθύνει αὐτὸ τὸ παρακάλι...
Πιὸ κάτω δίνουμε τὴν ἔννοια, ὅσο περιληπτικὰ γίνεται, τῶν λέξεων ποὺ πιὸ πάνω ἀναφέρουμε, ὅπως:
* Ἑξάψαλμος. Λέγεται ἡ ἐκλογὴ ἕξι ψαλμῶν ποὺ διαβάζονται κατὰ τὴν ἔναρξη τῆς ἀκολουθίας τοῦ Ὄρθρου. Θέματα τοῦ ἑξάψαλμου εἶναι 1) ἐλπίδα στὸ Θεὸ (ψαλμὸς γ´), 2) θρῆνοι γιὰ τὶς ἁμαρτίες (ψαλμὸς λζ´), 3) παραμυθία (ψαλμὸς ξβ´), 4) ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὶς συμφορὲς (ψαλμὸς πζ´), 5) ἐπίκληση εὐλογίας (ψαλμὸς ρβ´), 6) βοήθεια (ψαλμὸς ρμβ´).
* Προοιμιακός. Λέγεται ὁ ψαλμὸς ργ´ (103ος), μὲ τὸν ὁποῖο ἀρχίζει ἡ ἀκολουθία τοῦ Ἑσπερινοῦ.
* Τιμιωτέρα. Λέγεται ὁ ὕμνος πρὸς τὴν Παναγία ποὺ ἀρχίζει μὲ «Τὴν Τιμιωτέρα τῶν χερουβίμ...» καὶ ψάλλεται πρὶν ἀπὸ τὴν Καταβασία τῆς Θ´ ᾨδῆς.
* Τὸ Ἑωθινὸ Εὐαγγέλιο (συνδέεται μὲ τὴν ἀνάσταση τοῦ Κυρίου), διαβάζεται ἀπὸ τὸν ἱερέα ἀπὸ τὰ δεξιὰ τῆς Ἁγίας Τράπεζας -τὸν τάφο τοῦ Κυρίου- ὅπως ὅταν οἱ γυναῖκες εἰσῆλθον στὸ μνημεῖο «εἶδον νεανίσκον καθήμενον ἐν τοῖς δεξιοῖς» ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἄκουσαν «Μὴ ἐκθαβεῖσθε· Ἰησοῦν ζητεῖτε τὸν Ναζαρηνὸν τὸν Ἐσταυρωμένον, ἤγερθη οὐκ ἔστι ὧδε, ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν» «περιβεβλημένον στολὴν λευκήν», γι᾿ αὐτὸ καὶ τὰ παλιὰ τὰ χρόνια ὁ ἱερέας κατὰ τὴν ἀνάγνωση τοῦ ἑωθινοῦ εὐαγγελίου φοροῦσε λευκὸ ἐπιτραχήλιο καὶ φελώνιο.
* Τὴν ἀνάγνωση τοῦ Εὐαγγελίου συνόδευε πάντοτε φωταψία, ποὺ ἐπεκτεινόταν καὶ στὸ ἐκκκλησίασμα. Συμβολίζει τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ, ποὺ διὰ τοῦ Εὐαγγελίου λάμπει στὶς καρδιές μας κατὰ τὸν ὑπαινιγμὸ τῆς εὐχῆς ποὺ λέγεται πρὸ τοῦ Εὐαγγελίου. «Ἔλλαμψον ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν, φιλάνθρωπε Δέσποτα, τὸ τῆς σῆς θεογνωσίας ἀκήρατον φῶς...».
Παλιά, ὅταν ὁ ἑτοιμοθάνατος ἔγραφε τὴ διαθήκη του στὰ παιδιά του, ποὺ συνήθως γινότανε νύχτα, γιατί τότε βρίσκονταν ὅλοι στὸ σπίτι, βαστοῦσαν κεριὰ ἀναμμένα. Ὅπως στὸ Εὐαγγέλιο, ἔλεγαν ποὺ εἶναι ἡ Διαθήκη τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο, γι᾿ αὐτὸ καὶ λέγεται Καινὴ Διαθήκη, κι ὅταν διαβάζεται κρατοῦμε ἀναμμένα κεριά, ἔτσι πρέπει νὰ γίνεται καὶ τὴν ὥρα ποὺ κάποιος ἑτοιμοθάνατος ὑπαγορεύει τὴ διαθήκη του στὰ παιδιά του.
* Ἑσπερινὸς Μικρός. Τελεῖται μετὰ τὴν ἀκολουθία τῆς ἐνάτης Ὥρας καὶ τοῦ Ἀποδείπνου.
* Ἀπόδειπνο. Τελεῖται μετὰ τὸ δεῖπνο, πρὶν ἀπὸ τὸν ὕπνο. Τὸ Μέγα Ἀπόδειπνο γιὰ τὴν Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ καὶ τὸ Μικρὸ Ἀπόδειπνο γιὰ τὸν ὑπόλοιπο χρόνο.
* Ἑσπερινός. Συνδέεται μὲ τὴ δημιουργία τοῦ κόσμου. Εἰσάγει στὴν καινούργια ἡμέρα σὲ μία πορεία ἐμπιστευμένη στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ.
* Μεσονυκτικό. Δοξολογιστικὴ ἀκολουθία ποὺ συμβολίζει τὴν μυστικὴ ἔλευση τοῦ Κυρίου. Ἀναφέρεται στὴν Ἀνάσταση καὶ στὴν Δευτέρα Παρουσία.
* Ὄρθρος. Ὑποδηλώνει τὴν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν κατάργηση τοῦ σκότους.
* Λιτή. Τελεῖται σὲ κάθε ἀγρυπνία ἀπαραίτητα. Συνήθως συνδέεται μὲ τὸν Ἑσπερινὸ καὶ συνδυάζεται μὲ τὴν ἀρτοκλασία. Σὲ ἐνοριακοὺς ναούς, ὅταν αὐτὴ προβλέπεται, τελεῖται μαζὶ μὲ τὸν Ὄρθρο.
* Θεία Λειτουργία. Ἀποκαλύπτει τὴν καινὴ κτίση στὴ συμμετοχὴ στὴ θεότητα.